Αρχική » Γερμανία, το “Νέο Κέντρο”

Γερμανία, το “Νέο Κέντρο”

από Βασίλης Στοϊλόπουλος

του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 16, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1998

Μετά την θριαμβευτική εκλογική νίκη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, φαίνεται πως το πολιτικό κέντρο εκφράζει περισσότερο την «ομορφιά της χρυσής τομής», που οδηγεί στην εξουσία, παρά το «βούρκο» που γνωρίζαμε από τις απαρχές τις Πρώτης Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Επιλέγοντας σαν κεντρικό σύνθημα «το νέο κέντρο» οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν, σχετικά εύκολα, να στείλουν τη γηρασμένη «συμμαχία του κέντρου» Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων στα έδρανα της αντιπολίτευσης και τον φθαρμένο Κωλ στα βιβλία της ιστορίας, φέρνοντας παράλληλα την Γερμανία πλησιέστερα στο πνεύμα της «Νέας Εποχής». Ο ισχυρισμός ότι το «Νέο Κέντρο» δεν εκφράζει πλέον ένα εκλογικό υποσύνολο ή ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα αλλά το σύνολο της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, λειτούργησε σαν τέ-χνασμα-μαγνήτης, που προσέλκυσε ψηφοφόρους από κοινωνικά στρώματα τα οποία σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν μεταξύ τους ανταγωνιστικά αν όχι εχθρικά, όπως ανθρακωρύχους και φιλελεύθερους μάνατζερ, εκπαιδευτικούς της γενιάς του ’68 και επιχειρηματίες «καλών προθέσεων», μεταμοντέρνα μεσο-στρώματα και άστεγους ανέργους, ελεύθερους επαγγελματίες και αριστερίζοντες συνδικαλιστές.

Αυτό όμως που έδωσε την απαραίτητη αίγλη και αμεσότητα στο «Νέο Κέντρο» ήταν η επιλογή του «αχαρακτήριστου» μεν αλλά δημοφιλούς Σρέντερ αντί του «αριστερού» Προέδρου του SPD Ό-σκαρ Λαφονταίν, ως υποψηφίου για την Καγκελαρία. Επιλογή που προκάλεσε την κατάρρευση της προεκλογικής στρατηγικής των Χριστιανοδημοκρατών που «επιθυμούσαν» τον Λαφονταίν για αντίπαλο. Απέναντι στον πλέον θερμό υποστηριχτή της οικονομίας της αγοράς στην ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας, το γνωστό δίλημμα «Ελευθερία ή Σοσιαλισμός», που διαχρονικά αποδείχτηκε άκρως αποτελεσματικό για τους Χριστιανοδημοκράτες, ήταν πλέον άνευ περιεχομένου. Στους λίγους μήνες της προεκλογικής περιόδου η αναθεώρηση της στρατηγικής δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και η CDU έμοιαζε αμήχανη μπροστά στο φαινόμενο Σρέντερ. Ένας προεκλογικός αγώνας βασισμένος κυρίως στην ανασφάλεια και το φόβο που θα προκαλούσε μια συγκυβέρνηση της SPD με τους Πράσινους «χαοτικούς» ή η ενδεχόμενη έξοδος του Κωλ από την παγκόσμια πολιτική σκηνή, δεν αρκούσαν για ν’ αλλάξει η ροή των πραγμάτων. Καθώς οι εκλογείς δεν διαβάζουν πλέον εκλογικά προγράμματα αλλά επιλέγουν πρόσωπα και ταυτίζονται με ευρηματικά συνθήματα, η σύνδεση του «νέου» με το «κέντρο» μετέτρεψε αυτομάτως το παραδοσιακό «κέντρο» της Χριστιανοδημοκρατίας σε «παλιό» και τον ψηφοφόρο σε ευήκοο παραλήπτη των ασαφών διακηρύξεων του Σρέντερ.

Προεκλογικώς, ο νέος Καγκελάριος έλαμψε ως το κατεξοχήν «τηλεοπτικό αντικείμενο», που με μαεστρία επανερχόταν συνεχώς σ’ εκείνα τα θέματα της πολιτικής που φαινομενικά αναδείκνυαν την προσωπικότητά του ως άξιου πολιτικού. Και ήταν τελικά τα ανώδυνα μηνύματα του αυτά που έδωσαν την απαραίτητη «δύναμη» στην τηλεοπτική του εικόνα και τη νίκη στο «Νέο Κέντρο».

Πρόκειται ασφαλώς για μια μεταλλαγή που ευστόχως παρομοιάστηκε με την «μετατροπή του άρτου και του οίνου σε σώμα του Χριστού»! Η υιοθέτηση του «Νέου Κέντρου» στο συνέδριο της SPD την περασμένη Ανοιξη, όπου με καλοσκηνοθετημένο τρόπο χρίστηκε ως υποψήφιος Καγκελάριος ο Σρέντερ, βασίσθηκε αποκλειστικά στην πανθομολογούμενη ικανότητα του υποψηφίου να κερδίζει την εμπιστοσύνη ανθρώπων που ποτέ δεν ενστερνίσθηκαν σοσιαλιστικά συνθήματα κι ιδέες. Του ανθρώπου, που περιστοιχιζόμενος πάντα από έμπειρους «μηχανικούς της εξουσίας», όπως τον Ντικ Μόρις, σύμβουλο του Κλίντον, δίνει ακόμη και στους αντιπάλους του την εικόνα ανθρώπου της πράξης, που αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό της Γερμανίας, στη διασφάλιση της «μέγιστη δυνατής» κοινωνικής δικαιοσύνης και την εξεύρεση πόρων για τους αναγκαίους τεχνολογικούς νεωτερισμούς, οι οποίοι, για τον Σρέντερ, είναι ό,τι ήταν για τον Βίλλυ Μπραντ η «Ostpolitik».

Το ζητούμενο βέβαια είναι αν η ποικιλόμορφη εκλογική πελατεία της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας που συσσωρεύτηκε στο θολό τοπίο του κέντρου, θα είναι ο στυλοβάτης του περιβόητου «συμφώνου εργασίας» που ευαγγελίζεται ο Σρέντερ με στόχο τη μείωση της ανεργίας που μαστίζει ιδιαίτερα την πρώην Ανατολική Γερμανία και κρατά τη χώρα ουσιαστικά ακόμα διχοτομημένη.

Οι ενδείξεις για το μέλλον του Σρέντερ όμως, ως πετυχημένου Καγκελαρίου, δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικές. Στο τέλος του εικοστού αιώνα η Γερμανία αντιμετωπίζει την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και οι επιδόσεις του Σρέντερ ως Πρωθυπουργού του ομόσπονδου κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας κρίνονται από τους πάντες ως ανεπαρκείς. Σε θέματα τόσο της εσωτερικής, όσο και της

εξωτερικής πολιτικής διαπιστώνονται συχνά οι σοβαρές γνωστικές του ανεπάρκειες. Οι επιρροές του στον κομματικό μηχανισμό είναι από ασήμαντες ως ανύπαρκτες, μια και παντού στην SPD πλανιέται η σκιά του Προέδρου της Όσκαρ Λαφονταίν. Όσον αφορά δε τον περιλάλητο οπορτουνισμό του Σρέντερ, αυτός μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με εκείνον του εταίρου του στη διακυβέρνηση της Γερμανίας, του Πράσινου Γιόσκα Φίσερ.

Ο τελευταίος, παρά την αδιαμφισβήτητη εκλογική του επιτυχία, έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Σε όλα τα ουσιαστικά πολιτικά θέματα το Κόμμα των Πρασίνων είναι διχασμένο ή και τριχοτομημένο. Γι’ αυτό και ο προεκλογικός τους αγώνας δεν στηρίχτηκε σε κάποια στρατηγική αλλά στις ρητορικές ικανότητες επωνύμων, όπως του Φίσερ και στην παράστασή τους στα ΜΜΕ. Ο στόχος ήταν και για τους Πράσινους οι ψηφοφόροι του «αστικού κέντρου», οι οποίοι έπρεπε να πεισθούν από τον Φίσερ ότι «η πράσινη πολιτική δεν σημαίνει και επιστροφή στις σπηλιές και τα δέντρα».

Είναι σαφές ότι η παραμονή στην εξουσία του νέου συνασπισμού δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Κι αυτό γιατί παρά τη φαινομενική «ενηλικίωση» των Πρασίνων, το χάσμα μεταξύ των διαφόρων αντικρουόμενων ομάδων που συγκροτούν το κόμμα δεν είναι μόνο πολιτικό αλλά και ψυχολογικό. Το έλλειμμα αξιοπιστίας στο κατ’ εξοχήν «κόμμα των ατομιστών» είναι δεδομένο και ο άλλοτε «αυτόνομος» Φίσερ, που προ πολλού έχει δώσει επιτυχώς τις εξετάσεις του για το Υπουργείο Εξωτερικών, θα αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα συρρίκνωσής η και διάσπασης του κόμματος του

Ακόμη και στην περίπτωση μιας διάσπασης όμως, για τον Σρέντερ, τον ιδανικό εκφραστή του κέντρου, θα υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις για να παραμένει στην εξουσία. Η ευρύτητα και η ομίχλη του «Νέου Κέντρου» τού επιτρέπει ποίκιλες συναλλαγές που θα ενθυμίζουν το «βούρκο» που προς τιμή τους είχαν το θάρρος να καυτηριάζουν — τόσο οι δεξιοί όσο και οι αριστεροί εκπρόσωποι της Πρώτης Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ