Από τα σύνορα της Γερμανίας στα νερά της Μεσογείου
του Δημοσθένη Γκαβέα από την huffingtonpost.gr
Η απόφαση του Βερολίνου για αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική ακόμη και εάν γίνεται για εσωτερικούς λόγους αναδεικνύει τις αδυναμίες της ΕΕ.
Το πρόβλημα του μεταναστευτικού στην Ευρώπη δεν μπαίνει κάτω από το χαλί και εάν μπει αναπόφευκτα θα εμφανιστεί εκ νέου με τον πιο ενοχλητικό τρόπο. Έτσι την ενθουσιώδη παρουσίαση του Σύμφωνου της ΕΕ για την μετανάστευση την άνοιξη που μας πέρασε, διαδέχθηκε η απόφαση της Γερμανίας να επαναφέρει τους συνοριακούς ελέγχους στα χερσαία σύνορα της, την Ουγγαρία να απειλεί την ΕΕ όχι μόνο με μηνύσεις, αλλά και με την αποστολή λεωφορείων με παράτυπους μετανάστες στις Βρυξέλλες και τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής στην υποδοχή μεταναστών να βρίσκονται σε αγωνιώδη στάση αναμονής για πιθανό ντόμινο εξελίξεων.
Η Ουγγαρία η οποία προεδρεύει αυτό το εξάμηνο της ΕΕ, επανέλαβε ότι το μεταναστευτικό είναι το άλυτο πρόβλημα της Ευρώπης, ενώ οι απειλές να στείλει στις Βρυξέλλες «δωρεάν» τους μετανάστες που φτάνουν στην επικράτειά της, θορύβησε την υφυπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου του Βελγίου Νικόλ ντε Μουρ λέγοντας μια αλήθεια, ότι «απειλές αυτού του είδους υπονομεύουν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία εντός της Ένωσης». Ακολούθησαν οι δηλώσεις του δημάρχου των Βρυξελλών ότι σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο θα απαγορεύσει την είσοδο των λεωφορείων..
Η Γερμανία σφραγίζει τα σύνορα: Και που θα πάνε οι μετανάστες;
Όμως η συνεργασία των κρατών μελών και η αλληλεγγύη ενίοτε κάπου στην πορεία χάνονται. Αυτό μαρτυρά και η ανησυχία ότι απειλείται η Σένγκεν, μετά και την απόφαση Σολτς να αρχίσει τους ελέγχους στα σύνορα και να προχωρήσει σε επιστροφές μεταναστών που αιτούνται άσυλο. Αυτό φαίνεται και από τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός δύο ημέρες τώρα υπογραμμίζει, πρώτα στον Καγκελάριο της Αυστρίας και στη συνέχεια σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνικό σταθμό, ότι η απάντηση δεν μπορεί να είναι η μονομερής κατάργηση της Σένγκεν» αντίθετα πρέπει να είναι η εφαρμογή του Συμφώνου για τη μετανάστευση και ένας δίκαιος συμβιβασμός για τη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων.
Από την άλλη η εφαρμογή του Συμφώνου για την μετανάστευση δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα σχετικά με την υποχρεωτική μετεγκατάσταση μεταναστών και προσφύγων εντός της ΕΕ καθώς, όπως θυμίζει το Euractive, οι βόρειες χώρες της ΕΕ και η Γερμανία αντιτάχθηκαν σε αυτό με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για «υποχρεωτική αλληλεγγύη», δηλαδή από τη στιγμή που δεν θα δέχονται μετανάστες να παρέχουν οικονομική ή άλλη βοήθεια στις χώρες της πρώτης γραμμής. Αρα ο πρωθυπουργός έχει κάθε λόγο να ανησυχεί διότι αφενός μεν σύμφωνα με επίσημα στοιχεία οι αφίξεις κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2024 ανήλθαν σε 23.204, σημειώνοντας αύξηση 99% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023 (11.672), αφετέρου δε διότι σε περίπτωση που και άλλα ευρωπαϊκά κράτη αποφασίσουν να μιμηθούν τη Γερμανία με επιστροφές μεταναστών στις πρώτες χώρες εισόδου τότε είναι πιθανό η Ελλάδα να βρεθεί σε μειονεκτική θέση.
«Αυτά που θέλει να εφαρμόσει η Γερμανία είναι κόντρα στο Σύμφωνο Μετανάστευσης» δήλωσε και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αφήνοντας αιχμές για τις πολιτικές επιλογές του Βερολίνου.
Η ακροδεξιά επιχειρεί εκβιασμό στην Ευρώπη
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ ο οποίος αντέδρασε στα σχέδια της Γερμανίας σχολιάζοντας μεταξύ άλλων ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η αυστηροποίηση των μέτρων που επιδιώκει το Βερολίνο έχει να κάνει με την εσωτερική πολιτική κατάσταση.
Εχει ήδη αναλυθεί για το πως ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση και παραπαίει μετά τη νίκη του ακροδεξιού εθνικιστικού ΑfD που κέρδισε τις εκλογές στο κρατίδιο της Θουριγγίας και την επίδοσή του στη Σαξονία.
Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι στις 22 Σεπτεμβρίου θα διεξαχθούν εκλογές στο Βραδεμβούργο και το πολιτικό κατεστημένο φοβάται ότι το AfD θα τις κερδίσει. Ακόμη περισσότερο αυτό που φοβάται τόσο ο Σολτς του SPD, όσο και ο Φρίντριχ Μερτς του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, το CDU το οποίο βρίσκεται σε ανοδική πορεία, είναι οι επερχόμενες εκλογές σε ένα χρόνο. Γι΄αυτό και ο Μερτς ο οποίος ονειρεύεται τη θέση του Καγκελάριου πιέζει για πιο αυστηρά μέτρα.
Η νίκη του AfD και η άνοδος του συντηρητικού αντιμεταναστευτικού αριστερού κόμματος BSW (Συμμαχία Σαχρά Βάγκενκνεχτ) αποδίδεται μεταξύ άλλων στα θέματα ασφαλείας που αφορούν την ισλαμιστική τρομοκρατία και το διασυνοριακό έγκλημα και προβληματίζουν μεγάλη μερίδα της γερμανικής κοινωνίας. Αυτό φαίνεται και από πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Infratest-dimap για λογαριασμό της δημόσιας τηλεόρασης ARD που αναδεικνύει την μεταστροφή της γερμανικής κοινωνίας στα θέματα μετανάστευσης.
Σύμφωνα με την έρευνα το 77% θεωρεί ότι η χώρα χρειάζεται «θεμελιωδώς διαφορετική» πολιτική ασύλου και μετανάστευσης, προκειμένου να φθάνουν στην Γερμανία λιγότεροι μετανάστες, ενώ το 73% τάσσεται υπέρ της εφαρμογής μόνιμων ελέγχων στα σύνορα.
Το μεταναστευτικό επιστρέφει… και δεν περιμένει
Έτσι μια ακόμη νίκη της ακροδεξιάς στις εκλογές στο Βρανδεμβούργο μπορεί να κλονίσει ακόμη περισσότερο τον κυβερνητικό συνασπισμό με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του καθώς εκτός από το χαμηλό ποσοστό αποδοχής από τους πολίτες, υπάρχουν και οι Πράσινοι, το τρίτο του μέλος, που αντιδρούν σφόδρα στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές τις οποίες προωθούν SPD και CDU.
Όσον αφορά τα μέτρα, αναλυτές, που μίλησαν στη HuffPost, εκτιμούν ότι δεν θα ανταποκρίνονται στις διαστάσεις που έχει πάρει το όλο ζήτημα. Πιστεύουν πως θα πρόκειται για αυξημένους και λίγο πιο αυστηρούς δειγματοληπτικούς έλεγχους στα σύνορα. Για κάποιο διάστημα θα προκαλέσουν κάποιο κυκλοφοριακό κομφούζιο στις συνοριακές διελεύσεις και πράγματι θα υπάρξει ένα μικρό κύμα επιστροφών, όχι όμως στον βαθμό που θα επηρεάσει σημαντικά τα κράτη μέλη. Ωστόσο δεν αμφισβητούν ότι υπάρχει αλλαγή κλίματος και ότι τα ζητήματα ασφάλειας, που προβληματίζουν τους πολίτες έχουν αρχίσει και λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα.
Το πιο σημαντικό που προκύπτει από αυτή τη νέα κρίση είναι ότι η επαναφορά του μεταναστευτικού προβλήματος, αποδεικνύει ότι η ΕΕ παραμένει ευάλωτη και πως ακόμη δυσκολεύεται να μιλήσει με μια ενιαία φωνή σε ζητήματα υπαρξιακής σημασίας.