Πώς βλέπουν οι Γερμανοί την κατάσταση που διαμορφώνεται στην νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα;
Του Ανάσταση Μπαλτατζή
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν το χαστούκι που έριξε στα Τάρταρα τις ευρωρωσικές σχέσεις. Σε μία χώρα όπως η Γερμανία, η οποία είχε τις προηγούμενες δεκαετίες προνομιακή σχέση με τη Ρωσία, βασίζοντας και την οικονομική της ανάπτυξη πάνω στο φτηνό ρωσικό αέριο, η αλλαγή των δεδομένων είναι ριζική. Το πολιτικό προσωπικό αποφάσισε τον «απογαλακτισμό» της χώρας, προσβλέποντας στον σχεδιασμό ενός νέου ενεργειακού χάρτη, ενόψει και της ενεργειακής μετάβασης. Ωστόσο, για ένα κράτος με τον βαθμό εξάρτησης της Γερμανίας οι όποιες αλλαγές χρειάζονται χρόνο και θα έχουν το αναμενόμενο κόστος, με τα δεδομένα για την επόμενη περίοδο να φαντάζουν δύσκολα. Το πώς αντιμετωπίζουν οι πολίτες της χώρας, που έκανε σημαία της την Οστπολιτίκ, τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, είναι άξιο προσοχής.
Οι δημοσκοπήσεις
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του δικτύου ZDF, το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε πως η στήριξη προς την Ουκρανία θα πρέπει να συνεχιστεί, παρά την αύξηση των τιμών ενέργειας, με ένα 20% να διαφωνεί. Μεταξύ των ψηφοφόρων των διαφόρων κομμάτων η εικόνα είναι αρκετά διαφορετική. Τα μεγαλύτερα ποσοστά υποστήριξης εμφανίζονται στους ψηφοφόρους των Πρασίνων, με 95%. Κι αν αυτό ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο, το ποσοστό των ψηφοφόρων των Σοσιαλδημοκρατών, ενός κόμματος που για δεκαετίες είχε συνδεθεί με την «Οστπολιτίκ», είναι στο αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο του 83%. Στον αντίποδα τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται μεταξύ των ψηφοφόρων του ακροδεξιού «Εναλλακτική για τη Γερμανία» με 14% και την Αριστερά ν’ ακολουθεί με 45%.
Σε υψηλά επίπεδα παραμένει και η στήριξη της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία· το 35% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα έπρεπε να αυξηθεί (αν και μειωμένο κατά 9% σε σχέση με τις αρχές Ιουλίου) κι ένα 32% (αμετάβλητο) θεωρεί πως πρέπει να παραμείνει στα ίδια επίπεδα. Το ποσοστό των πολιτών που ζήτησαν μείωση της στρατιωτικής βοήθειας ανήλθε σε 24% (6 μονάδες πάνω από την προηγούμενη έρευνα), ενώ ένα 9% δήλωσε ότι «δεν γνωρίζει».
Μία άλλη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το ίδιο διάστημα από την ΙΝSΑ για λογαριασμό της εφημερίδας Μπιλντ, καταδεικνύει και την ανησυχία των Γερμανών για τα οικονομικά δεδομένα. Σύμφωνα με την έρευνα, το 74% των ερωτηθέντων αναμένει οικονομική ύφεση και αύξηση της ανεργίας στη Γερμανία. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για την ακρίβεια, καθώς ένα 83% εκτιμά ότι οι τιμές βασικών προϊόντων θα συνεχίσουν ν’ αυξάνονται.
Οι κυρώσεις κατά
της Ρωσίας
Σε πολιτικό επίπεδο πάντως, μεταξύ του κυβερνητικού συνασπισμού υπάρχει η πίστη ότι οι κυρώσεις έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Ντουρ, έθεσε μάλιστα το θέμα επιβολής νέων κυρώσεων, σε περίπτωση που η Ρωσία προχωρήσει σε μείωση ή πάγωμα των ροών φυσικού αερίου. Αντίθετα, ο Βαυαρός πρωθυπουργός, Μάρκους Ζέντερ, εξέφρασε τη δυσπιστία του για το αν οι κυρώσεις έχουν καταφέρει να λυγίσουν τη Ρωσία, συμπληρώνοντας ότι, «τα δυτικά όπλα είχαν μέχρι στιγμής πολύ περισσότερα αποτελέσματα κατά της Ρωσίας απ’ ό,τι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν».
«Πικρή μέρα» για τη Γερμανία
To θέμα των ημερών στη Γερμανία ήταν η διάσωση της Γιούνιπερ. Ο Σολτς σε διάγγελμά του εξήγγειλε ότι το γερμανικό κράτος θα προχωρήσει σε μερική κρατικοποίηση του μεγαλύτερου εισαγωγέα ρωσικού αερίου, αποκτώντας το 30% της εταιρείας. Παράλληλα, όπως δήλωσαν στελέχη της Γιούνιπερ, η κυβέρνηση τούς εξήγησε ότι από την 1η Οκτωβρίου προχωρά σε θέσπιση ειδικού μηχανισμού, ο οποίος θα επιτρέπει στους προμηθευτές να μετακυλούν το αυξημένο κόστος στους καταναλωτές. Ο Σολτς εμφανίστηκε καθησυχαστικός, δηλώνοντας πως η κυβέρνηση έχει μεριμνήσει και για τη στήριξη των πολιτών και η αύξηση των τιμών δεν θα ξεπεράσει τα 200 με 300 ευρώ ετησίως ανά οικογένεια. Για την ελάφρυνση των πολιτών από την αρχή του επόμενου έτους, αναμένεται να δοθεί επίδομα θέρμανσης, όπως κατοχυρώθηκε στη συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού, ενώ θα εφαρμοστεί και μία συνολική μεταρρύθμιση του νόμου για τις μισθώσεις ακινήτων, η οποία θα περιλαμβάνει μια ρήτρα κόστους θέρμανσης για την προστασία των ενοικιαστών.
Η κίνηση αυτή της γερμανικής κυβέρνησης δημιούργησε αρκετές αντιδράσεις. Το κύριο σημείο της κριτικής είναι η χρήση των χρημάτων των φορολογούμενων για τη διάσωση της εταιρείας, σε μία περίοδο που η κυβέρνηση εξαγγέλλει την πρόθεσή της να στηρίξει τους πολίτες.
Η Κλαούντια Κέμφερτ, από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, χαρακτήρισε τη μέρα αυτή ως «πικρή μέρα για τη Γερμανία». Η ίδια υποστηρίζει ότι, -όπως και στην οικονομική κρίση- πρέπει να προσεχθεί να μην καταρρεύσει η αγορά· στην προκειμένη όμως περίπτωση, η διάσωση αφορά λανθασμένες αποφάσεις της εταιρείας, η οποία είχε στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Παράλληλα, δήλωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε την επόμενη μέρα της εισβολής να είχε προχωρήσει στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην εξοικονόμηση πόρων.
Προς στιγμήν, η γερμανική κυβέρνηση απολαμβάνει τη στήριξη των πολιτών της, ιδίως όσον αφορά τη στάση της απέναντι στην Ουκρανία και την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας σε αυτήν. Μάλιστα, τα πρωτοκλασάτα στελέχη της φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις δημοφιλίας των πολιτικών προσώπων, ενώ η αντιπολίτευση αδυνατεί ν’ αναδείξει κάποιον αξιόλογο αντίπαλο. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης στο άμεσο μέλλον -ξεκινώντας από τον φετινό χειμώνα- θ’ αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία.