Εν τέλει, οι Ισραηλινοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κακήν κακώς τη Γάζα, υπό το πρόσχημα της «εκεχειρίας» που έχουν επιβάλει, «εκεχειρίας» που δεν σημαίνει παρά την προσωρινή διακοπή των ισραηλινών επιχειρήσεων. Διότι είναι σαφές πως ένα κράτος με τα ρατσιστικά χαρακτηριστικά του Ισραήλ, που κατέχει άδικα και παράνομα τα παλαιστινιακά εδάφη, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί την ειρήνευση της περιοχής και τη λύση του παλαιστινιακού προβλήματος.
Τι πέτυχαν οι Ισραηλινοί από αυτήν την πρωτοφανή επίδειξη βαρβαρότητας, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνον με ό,τι οι ναζί διέπρατταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Τίποτε. Όσο και να ψάχνουν οι διάφοροι αναλυτές, κανείς δεν μπορεί να επισημάνει έστω και το παραμικρό κέρδος – όπως και κανείς δεν μπορούσε να επισημάνει με σαφήνεια τους στόχους και τα κίνητρα τούτης της εισβολής.
Τούτο συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι που καταπιάστηκαν με το ζήτημα, ιδιαίτερα στη Δύση, διαπράττουν ένα, διόλου αθώο, «μεθοδολογικό σφάλμα»· ένα σφάλμα που οφείλεται στην ίδια την προπαγάνδα των σιωνιστών: Προσεγγίζουν το Ισραήλ ως μια δημοκρατία δυτικού τύπου και προσπαθούν να αναλύσουν τη συμπεριφορά του με βάση ό,τι έχουν στον νου τους για τα υπόλοιπα κράτη της Δύσης. Τούτο όμως συνιστά ένα σοβαρότατο σφάλμα. Το Ισραήλ είναι ένα ρατσιστικό κράτος, ενώ η κυρίαρχη εβραϊκή ιδεολογία είναι φονταμενταλιστική –δύο παράγοντες που διαπλέκονται σ’ ένα αμάλγαμα επιθετικότητας και ολοκληρωτισμού σε ό,τι αφορά όλους τους «μη-Εβραίους», τόσο εκείνους που κατοικούν στο εσωτερικό του ισραηλινού κράτους όσο και τους λαούς που γειτονεύουν με αυτό. Κοντολογίς, δεν υπάρχει ζήτημα «υψηλής στρατηγικής και τακτικής»· υπάρχει ένα κράτος που θέλει διά των γενικευμένων εγκλημάτων να ξεμπερδεύει με τους Παλαιστινίους και να γονατίσει τους γείτονές του, και μια κοινωνία η οποία συνωστίζεται στους λόφους περί τη Γάζα προκειμένου να θαυμάσει (!!!) τις στυγνές δολοφονίες των Παλαιστινίων.
Κατά τα άλλα, το πολιτικό αλλά και το ψυχολογικό υπόστρωμα της συμπεριφοράς του Ισραήλ εκτίθεται παραστατικότατα στο άρθρο του Μπέννυ Μόρις το οποίο φιλοξενούμε σ’ αυτό το αφιέρωμα: Τα κινήματα της αντίστασης της Χεζμπολά και της Χαμάς συνιστούν «ασύμμετρη απειλή» και δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Το Ιράν αμφισβητεί έμπρακτα το μονοπώλιο των πυρηνικών που έχουν οι σιωνιστές στη Μέση Ανατολή, και η… δημογραφία τείνει σταδιακά να ανατρέψει τα δεδομένα στο εσωτερικό του Ισραήλ, καθώς οι Παλαιστίνιοι σε μερικές δεκαετίες θα καταστούν πλειοψηφία. Επομένως, αφού υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες έρχονται ενάντια στα συμφέροντα και τη βούληση των σιωνιστών, τι απομένει; Γαία πυρί μιχθήτω! Γι’ αυτό και οι κινήσεις όλων των μειζόνων πολιτικών παραγόντων του Ισραήλ, από τον Όλμερτ και την Τζίπι Λίβνι μέχρι τον πρώτο στις δημοσκοπήσεις ακροδεξιό Νετανιάχου, δεν αφήνουν περιθώριο για καμία παρεξήγηση: Το Ισραήλ ετοιμάζεται για την τελική λύση και προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται μέτρα όπως αυτό της απαγόρευσης των αραβικών κομμάτων στο εσωτερικό του Ισραήλ.
Ένα αντεστραμμένο «1967»;
Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση στη Γάζα σηματοδοτεί μια μεγάλης εκτάσεως ήττα για τους σιωνιστές. Ήττα η οποία δεν είναι μόνο στρατιωτική και δεν αφορά μόνο στο κράτος του Ισραήλ. Είναι και ιδεολογική, πλήττει το σύνολο του σιωνιστικού μηχανισμού, δηλαδή κυρίως τα ανά τον κόσμο λόμπι που προπαρασκευάζουν την εγκληματική συναίνεση των ελίτ και της κοινής γνώμης της Δύσης σε ό,τι διαπράττει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Συνεπώς, ποιος θα πίστευε στ’ αλήθεια τη σιωνιστική προπαγάνδα; Διότι αυτή τη φορά η σφαγή ήταν απροκάλυπτη και η συμπεριφορά του Ισραήλ παρανοϊκή. Διότι αυτή τη φορά αδιαφόρησε πλήρως για το εάν χτυπάει εγκαταστάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Διότι κανείς δεν πίστεψε πως βομβαρδισμοί που στόχευαν στο να πλήξουν την ύδρευση, το αποχετευτικό σύστημα και όλες τις υποδομές που καθιστούν βιώσιμη τη Γάζα έγιναν για να πλήξουν τη Χαμάς. Εξάλλου, η τελευταία έχει προκύψει στην ηγεσία των Παλαιστινίων έπειτα από τη σαρωτική επικράτησή της στις εκλογές κι έτσι εκφράζει το σύνολο του παλαιστινιακού λαού.
Όσο περίτεχνες κι αν είναι οι πένες, όσο προσεγμένες κι αν είναι φωνές διανοουμένων όπως ο Άμος Οζ, που υπόγεια, καλυμμένοι υπό τον μανδύα του «ειρηνιστή», προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες στους σιωνιστές, αυτή τη φορά στάθηκε πολύ δύσκολο να δικαιολογήσουν τα παρανοϊκά αφεντικά τους. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που ο υπό αποχώρηση Μπους και το επιτελείο του έδωσαν ρεσιτάλ υποστήριξης στα εγκλήματα της Γάζας, παρ’ όλο που διάφοροι Ευρωπαίοι, σαν σκυλιά κανίς, συνωστίσθηκαν από πίσω του, η απονομιμοποίηση του Ισραήλ υπήρξε σαρωτική. Αρκεί κανείς να δει τα ποσοστά εναντίωσης της παγκόσμιας κοινής γνώμης στις επιχειρήσεις, ή τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις που κατέκλυσαν τη Δύση (100.000 άνθρωποι στο Λονδίνο) για να αντιληφθεί πόσο επλήγη το γόητρο των σιωνιστών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αντίστροφα, ο παλαιστινιακός λαός, και όσες οργανώσεις επέλεξαν τον δρόμο της αντίστασης, με κορυφαία τη Χαμάς, είναι επί της ουσίας κερδισμένοι, πληρώνοντας βέβαια βαρύ φόρο αίματος. Γιατί, πλέον, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον συνεργάτη των φονιάδων Αμπάς, ενώ όλες οι δυτικές χώρες, αργά ή γρήγορα, και με πολύ βαριά καρδιά θα αναγκαστούν να αποδεχθούν τις δυνάμεις που πραγματικά εκπροσωπούν τον παλαιστινιακό λαό.
Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές πως η επιλογή του Ισραήλ να βυθίσει στο αίμα τη Γάζα θα λειτουργήσει ως ένα «1967» από την ανάποδη. Τότε, με τον «πόλεμο των έξι ημερών», το Ισραήλ κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στις δυνάμεις του αραβικού εθνικισμού, ενταφιάζοντας τα όνειρα του αραβικού κόσμου για τη χειραφέτηση από τα δεσμά του «μεσανατολικού προβλήματος». Τώρα ο «πόλεμος των είκοσι ημερών» οδήγησε σε ήττα και απονομιμοποίηση του ίδιου του Ισραήλ, το οποίο κλυδωνίζεται διεθνώς, μην μπορώντας να αντιδράσει. Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο, στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης τα ποσοστά του αντισιωνισμού έχουν πάρει την άγουσα προσεγγίζοντας εκείνα του αντιαμερικανισμού, οι φωνές των διανοουμένων που καταγγέλλουν το Ισραήλ πληθαίνουν, ενώ ακόμα και στα πλαίσια του αμερικανικού κατεστημένου ενισχύονται οι φωνές εκείνες που υποστηρίζουν ότι η ολοκληρωτική ταύτιση με τους σιωνιστές απειλεί να συμπαρασύρει και την Αμερική σε πλήρη, παγκόσμια ανυποληψία.
Στον αντίποδα, τα κινήματα της Αντίστασης βρίσκονται στην πιο ελπιδοφόρα τους φάση, μια φάση έντονων διεργασιών, εσωτερικών μετασχηματισμών και ταυτόχρονα εξωστρέφειας, επαφών με τα υπόλοιπα κινήματα αντίστασης κατά της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, στην Ινδία ή τη Λατινική Αμερική. Σ’ αυτή την εξέλιξη, καθοριστικό ρόλο παίζουν τα κινήματα του Λιβάνου και της Παλαιστίνης, τα οποία, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων των δύο λαών, λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ της Δύσης και της ισλαμικής Ανατολής. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι σαφές πως, μετά από ένα κοίλο που διήρκεσε 15 περίπου χρόνια, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σε Λίβανο και Παλαιστίνη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, ανατρέποντας τους συσχετισμούς που οικοδόμησαν σιωνιστές και Αμερικάνοι καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο.
Στο ανά χείρας αφιέρωμα του Άρδην, το οποίο καταπιάνεται με όλες τις πτυχές των ζητημάτων που εν τάχει θίγουμε σ’ αυτό το εισαγωγικό σημείωμα, περιλαμβάνονται κείμενα των Μπένι Μόρις, Αλί Αμπουνιμά, Γιώργου Ρακκά, Μισέλ Σοσσουντόφσκι και Μπάσμας Ζερουάλι.