του Μ. Μόρις, από το Άρδην τ. 33-34, Φεβρουάριος 2002
Τα τελευταία δύο χρόνια, δεξιοί πολιτικοί και ιδεολογίες, στην προσπάθειά τους να εκτρέψουν τη διαδικασία ειρήνευσης και να ρίξουν την κυβέρνηση του Ισραήλ, έθεσαν σε εφαρμογή μια συστηματική εκστρατεία στη βουλή (Κνεσσέτ) και την κοινωνία που είχε ως στόχο την απoνομιμοποίηση των δύο βασικών κομμάτων του κυβερνώντος συνασπισμού, του Εργατικού και του Μερέτζ. Οι ηγέτες του Λικούντ1 , Βενιαμίν Νετανιάχου, Γιτζάκ Σαμίρ και Αριέλ Σαρόν, ο ηγέτης του Μολεντέτ, Ρεχαβάμ Ζεεβί, ο Ραφαέλ Εϊτάν του Τσομέτ, και ο ηγέτης του NRP, Ζεβουλούν Χάμερ, συντάχθηκαν σε αυτή την προσπάθεια χαρακτηρίζοντας τον Ράμπιν και τη κυβέρνησή του ως “εγκληματίες”, “Ναζί”, “Κουίσλινγκς”, “Βισύ2”, και “Judenrat3 ”.
Για παράδειγμα, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1995, ο Σαρόν δήλωσε στο περιοδικό των υπερ-ορθόδοξων Εβραίων, το Κφαρ Χαμπάντ: “Μόνο μια προβοκάτσια μπορεί να μας οδηγήσει σε εμφύλια σύγκρουση, στο να πολεμούν Εβραίοι με Εβραίους. Και η προβοκάτσια είναι ειδικότητα της Αριστεράς”. Συνέχισε συγκρίνοντας τις αναφορές του Τύπου των ημερών εκείνων, που αποκάλυπταν την πιθανότητα ύπαρξης ακροδεξιάς συνομωσίας κατά της ζωής του Ράμπιν, με την πρακτική του σταλινικού καθεστώτος να διαδίδει φήμες προκειμένου να νομιμοποιεί την εξολόθρευση των αντιπάλων του. “Αυτό ακριβώς κάνει σήμερα η κυβέρνηση Ράμπιν…. Και σας ρωτώ: δεν έχει καμιά αναστολή στην προσπάθειά της να κερδίσει τις εκλογές; Προκειμένου να σπιλώσει το “Εθνικό Στρατόπεδο” (τη Δεξιά); Προκειμένου να ξεφορτωθεί τους εποίκους της Ιουδαίας, της Σαμάρειας, της Γάζας;…. Πρέπει να το φωνάξουμε: οι τύραννοι είναι προ των πυλών!”. Ο Σαρόν συνέκρινε τις συμφωνίες του Όσλο με τη συνθήκη του Γάλλου δοσίλογου ηγέτη Πεταίν με τον Χίτλερ, και χαρακτήρισε τον Ράμπιν και τον Περές αποτρελαμένους που αδιαφορούν για τη σφαγή των Εβραίων από τους Άραβες. Ο Σαρόν αργότερα επιβεβαίωσε την ορθή απόδοση των δηλώσεων του, αποσπάσματα των οποίων παρέθεσα. (Χα’αρέτζ, 15 Οκτωβρίου 1995).
Οι περισσότεροι σχολιαστές στο Ισραήλ συμφωνούν ότι αυτές οι φραστικές επιθέσεις, με στόχο την “απονομιμοποίηση” και “εγκληματοποίηση” των συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, συνέβαλαν στη διαμόρφωση των αντιλήψεων του δολοφόνου του Ράμπιν, του Αμίρ και των συνωμοτών φίλων του. Αλλά υπήρχαν και άλλες περισσότερο άμεσες και δραστικές επιρροές: πρόκειται για τη παράδοση του πολιτικού ακτιβισμού με παράνομα μέσα και για το περιβάλλον των πνευματικών “πατέρων” που διδάσκουν τον σωστό δρόμο.
Ο Αμίρ και οι φίλοι του εκπαιδεύτηκαν στα θρησκευτικά σχολεία του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος (το Κερέμ ΝτεΓιαβνέ Γεσίβα και το πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν) το οποίο ήταν και παραμένει το φυτώριο του εποικιστικού κινήματος για το “Μεγάλο Ισραήλ”, του Γκους Εμουνίμ. Εδώ δάσκαλοι και ραβίνοι προπαγανδίζουν τη ιδέα ότι η υπέρτατη θεία εντολή είναι η προσήλωση στη Γη του Ισραήλ, η οποία υπερισχύει κάθε άλλης, συμπεριλαμβανομένης και της εντολής “ου φονεύσεις”. Εδώ, ο νεαρός Αμίρ και οι φίλοι του έμαθαν ότι ο νόμος του Θεού (Χαλάσα) είναι υπεράνω του νόμου των Ανθρώπων, και ότι μάλλον θα πρέπει να υπακούουν στον Θεό παρά στο κράτος. Ολόκληρες σχολές ραβίνων, που ανατράφηκαν σε αυτό το ιδεολογικό περιβάλλον, κατηχούσαν, δίδασκαν και συμβούλευαν τους νεαρούς σαν τον Αμίρ, ερμηνεύοντας στενά και υπερεθνικιστικά τη Χαλάσα.
Κατά τα τέλη των δεκαετιών του ’60 και ’70, το Γκους Εμουνίμ παρέβαινε συστηματικά το νόμο, με την εκστρατεία του για την επέκταση των εβραϊκών εποικισμών στη Δυτική Όχθη. Οι εργατικές κυβερνήσεις της εποχής, με πρωθυπουργούς τον Λεβί Εσκόλ, την Γκόλντα Μέιρ και τον Γιτζάκ Ράμπιν, υποχωρούσαν συνεχώς στις πιέσεις τους. Έτσι οι εποικισμοί επεκτάθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν. Κατά τη δεκαετία του ’80, ακόμη και όταν η κυβέρνηση του Λικούντ και ο πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπεγκίν προωθούσαν την πολιτική του εποικισμού, ομάδες εποίκων δημιούργησαν μια “παράνομη” ή τρομοκρατική οργάνωση η οποία δολοφόνησε μια ομάδα Αράβων σπουδαστών στη Χεβρώνα, τραυμάτισε σοβαρά μια σειρά Αράβων δημάρχων στη Δυτική Όχθη και σχεδίασε την ανατίναξη του τεμένους Αλ-Άκσα και του τρούλου του Βράχου, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ανοικοδόμηση του Τρίτου Ναού.
Αυτοί οι Εβραίοι τρομοκράτες τελικά συνελήφθηκαν αλλά διαδοχικοί Υπουργοί Δικαιοσύνης και Πρόεδροι περιόρισαν τις ποινές τους και τους αμνήστευσαν. Παρά το ότι είχαν καταδικαστεί για φόνο, μετά από έξι χρόνια, κανείς από τους Εβραίους τρομοκράτες δεν βρισκόταν πλέον στη φυλακή.
Οι δε θρησκευτικές αρχές και οι ραβίνοι που ήλεγχαν αυτούς τους τρομοκράτες, όπως ο Μοσέ Λέβιντζερ, o Ελιέζερ Γουάλντμαν, και ο Ντοβ Λίορ της Κιρυάτ Άρμπα και της Χεβρώνας, ποτέ δεν προσήχθησαν στη δικαιοσύνη.
Η επιστροφή των Εργατικών στην εξουσία και η έναρξη των συνομιλιών των Ισραηλινών με την ΟΑΠ αναζωπύρωσαν τόσο την εβραϊκή τρομοκρατική δράση με στόχο Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης όσο και την εκστρατεία απονομιμοποίησης της κυβέρνησης. Η εβραϊκή τρομοκρατία είναι βέβαια σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αντίδρασης απέναντι στην παλαιστινιακή τρομοκρατική δράση με στόχο Εβραίους. Οι έποικοι και οι υποστηρικτές τους, με την έγκριση των ραβίνων, παρέβαιναν το νόμο σε σχεδόν καθημερινή βάση, με το να επιτίθενται ενάντια σε Παλαιστινίους και τις ιδιοκτησίες τους και με το να διαδηλώνουν εντός των κατεχομένων εδαφών.
Η πλέον αποφασιστική στιγμή για τη πορεία της συνομωσίας που κατέληξε στη δολοφονία του Ράμπιν είναι χωρίς αμφιβολία η σφαγή, το 1994, περίπου τριάντα Παλαιστινίων που εκκλησιάζονταν στον Τάφο των Πατριαρχών (για τους Μουσουλμάνους στο τζαμί Ιμπραχίμι, δηλ. το τζαμί του Αβραάμ) από έναν άλλο θρησκευόμενο ακροδεξιό φανατικό, τον γεννημένο στην Αμερική, γιατρό Μπαρούχ Γκολντστάιν. Η αποτυχία της κυβέρνησης, μετά τη δολοφονία, να καταστείλει αυτή τη ακραία κίνηση Εβραίων παρανοϊκών δεν μπορούσε παρά να επιδεινώσει το εξτρεμιστικό κλίμα. Πράγματι, το κίνημα των εποίκων, με επίσημη άδεια των αρχών, μετέτρεψε τον τάφο του Γκολντστάιν στην Κιριάτ Άρμπα (γειτονεύει με τη Χεβρώνα) σε τόπο προσκυνήματος. Ο Ραβίνος Λίορ αποκάλεσε δημοσίως τον Γκολντστάιν “άγιο….παρόμοιο με τους άλλους Εβραίους αγίους που δολοφονήθηκαν στο ολοκαύτωμα” (Χα’αρέτζ, 20 Νοεμβρίου 1995).
Ο Γκολντστάιν τιμήθηκε επίσης με την έκδοση ενός αναμνηστικού τόμου ο οποίος τιτλοφορήθηκε “Μπαρούχ ΧαΓκέβερ” (που έχει διπλή ανάγνωση “ευλογημένος είναι ο ήρωας” και “Μπαρούχ ο ήρωας”). Ο τόμος είναι πλήρης εγκωμίων, ύμνων και αποσπασμάτων από τα γράμματά του. Το βιβλίο αυτό αποτελεί κλειδί για τη σκέψη του δολοφόνου του Ράμπιν, του Αμίρ. Είναι ένα από τα τρία βιβλία που βρέθηκαν στο δωμάτιό του, στο σπίτι του στη Χετζλίγια. Για τον Αμίρ, όπως ο ίδιος είπε αργότερα στους αστυνομικούς ανακριτές του, ο Γκολντστάιν ήταν πρότυπο και ήρωας. Τα άλλα δύο βιβλία που βρέθηκαν ήταν: το “Η ημέρα του Τσακαλιού” του Φρέντερικ Φορσάιτ και ο “Φάκελος Ράμπιν”. Το πρώτο βιβλίο παρουσιάζει την απόπειρα δολοφονίας του Γάλλου προέδρου Ντε Γκωλ, τις αρχές του 1960, από έναν ακροδεξιό εξτρεμιστή, που υποστήριζε τη συνέχιση της κατοχής της Αλγερίας. Πιθανώς το βιβλίο αυτό να χρησιμοποιήθηκε από τον Αμίρ ως “τεχνικό εγχειρίδιο”. Το δεύτερο βιβλίο είναι ένα ημι-ιστοριογραφικό έργο πολεμικής, γραμμένο από τον ακροδεξιό Εβραίο ιστορικό, Γιούρι Μιλστάιν. Στο έργο παρουσιάζεται τόσο ο νεαρός αξιωματικός Ράμπιν του 1948, όσο και ο ειρηνοποιός πρωθυπουργός του 1990. Ο Μιλστάιν καταγγέλλει τον Ράμπιν ως δειλό και δυνητικά ως καταστροφέα του εβραϊκού κράτους. Πιθανώς ο Αμίρ να θεωρούσε ότι το βιβλίο αυτό δικαίωνε με ιστορικά στοιχεία τη δολοφονία του Ράμπιν. Ο Μιλστάιν, που δίδαξε στο πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλλάν θέματα αμυντικής πολιτικής, περιέγραψε τον Αμίρ σαν ένα από τους καλύτερους μαθητές του.
Η υποστήριξη που παρείχαν οι κύκλοι των ραβίνων στον αντικυβερνητικό ακτιβισμό αναβαθμίστηκε με γοργά βήματα μετά τη σφαγή στο τζαμί Αβραάμ. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, η ιερά σύνοδος των ραβίνων της Ιουδαίας, Σαμάρειας και της λωρίδας της Γάζας εξέδωσε απόφαση (πσάφε χαλάσα, ισοδύναμη με φατβά) που καλούσε τους στρατιώτες του Ισραήλ να μην εκτελούν τις διαταγές εκκένωσης των εποίκων από τα σπίτια και τα στρατόπεδά τους στη Δυτική Όχθη. Δυο μήνες πριν, ο Ναούμ Ραμπίνοβιτς, ένας επιφανής ραβίνος από το Μά’αλε Αντουμίν, (βρίσκεται κοντά στην Ιερουσαλήμ), σε ομιλία του που ηχογραφήθηκε κρυφά, συνέκρινε τους στρατιώτες του εβραϊκού στρατού που εκτελούσαν διαταγές έξωσης εποίκων με τους Ναζί. Συνιστούσε δε στους εποίκους να τοποθετούν νάρκες για να εμποδίζουν την έξωσή τους από τους στρατιώτες. Πριν από πέντε μήνες, μια άλλη μυστική απόφαση κάποιων ραβίνων –μεταξύ των οποίων λένε ότι συμπεριλαμβάνεται ο Λίορ και ο Ραμπίνοβιτς– δίνει το πράσινο φως για τη δολοφονία του Ράμπιν και του Περές, ορίζοντας ότι η μοίρα των δύο πολιτικών πρέπει να αυτή ενός ρόντεφ (ενός διώκτη των Εβραίων) ή ενός μόσσερ (αυτού που παραδίδει Εβραίους ή εκχωρεί τμήματα της Γης του Ισραήλ σε μη Εβραίους). Κάποιες εβδομάδες πριν τη δολοφονία, ένας αριθμός ραβίνων και καββαλιστών εξέδωσαν και δημοσίευσαν ένα ανάθεμα (πουλσα ντε’νούρα) κατά του Ράμπιν, ζητώντας τη δολοφονία του και καταδικάζοντας την ψυχή του στο απώτερο σκότος.
Είναι πιθανό, ο ίδιος ο Αμίρ προσωπικά, να ζήτησε και να έλαβε έγκριση για το έγκλημα που σκόπευε να διαπράξει από έναν ή περισσότερους ραβίνους (αν και νομίζω ότι, στο μυαλό του Αμίρ, οι γενικές οδηγίες των επιφανών ραβίνων παρείχαν επαρκή θεολογική κάλυψη). Ελπίζω ότι η κυβέρνηση θα πάρει δραστικά μέτρα κατά των υποκινητών ραβίνων, μέτρα στα οποία θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται και η προσαγωγή τους σε δίκη είτε ως ηθικών αυτουργών είτε ως συνεργών στη δολοφονία του Ράμπιν και η αποπομπή τους από τα δημόσια αξιώματα που κατέχουν. Το τελευταίο θα έχει βέβαια πολιτικό κόστος για τους Εργατικούς, οι οποίοι δεν θέλουν να βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τα θρησκευτικά κόμματα, μιας και μπορεί να τα χρειαστούν, μετά τις εκλογές, σαν εταίρους μιας κυβέρνησης συνασπισμού.
Χωρίς αμφιβολία, αυτή η εθνική και θρησκευτική παράδοση της ιδεολογικής και έμπρακτης εναντίωσης στο νόμο βρίσκει στηρίγματα στη παλαιότερη παράδοση της ρεβιζιονιστικής τρομοκρατίας που κατατρέχει το Γισούβ4 και το Ισραήλ από τη δεκαετία του ’30 έως τη δεκαετία του ’50. Και αυτή με τη σειρά της στηριζόταν στην παράδοση του Ρεβιζιονιστικού Κινήματος που ιδρύθηκε από τον Ζεέβ Ζαμποτίνσκυ και το οποίο θεμελίωσε την ακροδεξιά τρομοκρατία που στρεφόταν ενάντια στον κυρίαρχο σιωνισμό ο οποίος, από τη δεκαετία του ’30, εκφραζόταν από τα σοσιαλιστικά κόμματα.
Ρεβιζιονιστές πιθανώς δολοφόνησαν το 1933 τον Χαΐμ Αρλοσόρωφ, διευθυντή του Πολιτικού Τμήματος του Εβραϊκού Οργανισμού, αν και τελικά κανένας δεν καταδικάστηκε. Είναι βέβαιο ότι οι ρεβιζιονιστές ευθύνονται για τη δολοφονία στους δρόμους εκατοντάδων Αράβων (και καμιά φορά και Εβραίων), σε τρομοκρατικές εκστρατείες που οργάνωσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στη δεκαετία του 1940. Περιστασιακά δε, διέπραξαν ή αποπειράθηκαν να διαπράξουν τρομοκρατικές ενέργειες και μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Για παράδειγμα, ένας βουλευτής του Λικούντ, ο Ντοβ Σιλάνσκυ, είχε προσπαθήσει να τοποθετήσει βόμβα στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Ιερουσαλήμ, ως αντίδραση για τη βελτίωση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Γερμανία. Άλλοι υποστηρικτές του Ρεβιζιονιστικού κινήματος σκότωσαν, το 1957, τον Δόκτορα Ισραέλ Κάστνερ, έναν Ούγγρο που ήταν μέλος της Judenrat και αξιωματούχος του Εργατικού Κόμματος. Τον Φεβρουάριο του 1983, ένας άλλος ακροδεξιός, ο Γιόνα Αβρούσμι, πέταξε μια χειροβομβίδα σε μια ειρηνιστική διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο του Λιβάνου. Ένας διαδηλωτής, ο Εμίλ Γκρουνζβάιγκ, σκοτώθηκε και άλλοι δέκα τραυματίστηκαν. Ο Αβρούσμι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι ο Γιτζάκ Ράμπιν, ως επιχειρησιακός διοικητής της Παλμάχ, τον Ιούνιο του 1948, βοήθησε για λογαριασμό της κυβέρνηση του Μπεν-Γκουριόν στον συντονισμό της επιχείρησης βιαίας καταστολής της Ιργκούν, του στρατιωτικού βραχίονα του Ρεβιζιονιστικού κινήματος, κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 12 μέλη της.
Σημειώσεις
- Μερέτζ: Κόμμα της Αριστεράς με ηγέτη τον Yossi Sarid, έχει ταχθεί υπέρ της απόσυρσης του Ισραήλ στα προ του 1967 σύνορα και της δημιουργίας ενός περιορισμένου παλαιστινιακού κράτους.
Λικούντ: το βασικό κόμμα της Δεξιάς, Σιωνιστικό, κοσμικό, αντιτίθεται στη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους αλλά είναι υπέρ μορφών “αυτο-κυβέρνησης”. Θεωρεί τον εποικισμό απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια.
Μολεντέτ: Ακροδεξιό, κοσμικό κόμμα. Ο ηγέτης του, Ρεχαβάμ Ζε’εβί, δολοφονήθηκε πρόσφατα από το Λαϊκό Μέτωπο σε αντίποινα για τη δολοφονία του ηγέτη του Αμπού Αλή Μουσταφά. Το κόμμα αντιτίθεται στο Όσλο και την προοπτική δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους.
Τσομέτ: Ακροδεξιό, κοσμικό σιωνιστικό κόμμα. Ο ηγέτης του, Ραφαέλ Εϊτάν, έχει ταχθεί υπέρ της προσάρτησης και του εποικισμού της Δυτικής Όχθης και της Γάζας.
NRP: National Religious Party. Εθνικό Θρησκευτικό Κόμμα. Θρησκευτικό ακροδεξιό κόμμα. Αντιτίθεται στο Όσλο και τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. - Η κυβέρνηση της Γαλλίας που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές.
- Οι εβραϊκές επιτροπές των γκέτο της κατεχόμενης Ευρώπης