από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Επιχειρώντας έναν απολογισμό του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος των τελευταίων χρόνων θα πρέπει να επιχειρήσομε να ξανασκεφτούμε την εξέλιξη που είχε αυτό το κίνημα στα διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη και στη χώρα μας.
Κατ’ αρχάς να αποπειραθούμε να ορίσομε συνοπτικά το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης: Το κίνημα αυτό υπήρξε εξαιρετικά εύστοχο, επικεντρώνοντας την κριτική του στη διαδικασία της απρόσκοπτης επέκτασης του κεφαλαίου και των πολυεθνικών σε πλανητικό επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Αυτή η “καθολικοποίηση” (globalization), που αποδόθηκε στα ελληνικά με τον όρο παγκοσμιοποίηση, απετέλεσε ουσιαστική διέξοδο για το κεφάλαιο που “ασφυκτιούσε” στα εθνικά πλαίσια των δυτικών χωρών. Προ παντός όμως υπήρξε το βασικό όπλο για να αντιμετωπιστεί η “ακαμψία” του εργατικού εισοδήματος, δηλαδή των εργατικών αγώνων και της πτώσης του ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων που παρατηρείται στην περίοδο 1960-1980. Η εξαγωγή των παραγωγικών μονάδων προς τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού, αφ’ ενός, και η επίταση της μετανάστευσης φθηνών εργατικών χεριών, από την άλλη, συνέτριψαν τα εργατικά κινήματα στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης και σταθεροποίησαν τις εξουσίες του Τρίτου Κόσμου, μέσα από την εισροή κεφαλαίων και τα εμβάσματα των μεταναστών. Επρόκειτο για τον “ενάρετο κύκλο” της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η “απελευθέρωση” των κεφαλαίων από την “τυραννία του χώρου” –που εκφράστηκε και με την αλματώδη άνοδο της χρηματιστηριοποίησης της οικονομίας– επέτρεψε μέσα σε μερικά χρόνια να αυξηθούν και πάλι οι κοινωνικές ανισότητες, να υποβαθμιστεί η ποιότητα ζωής, να επελάσουν ακάθεκτα τα μεταλλαγμένα τρόφιμα. Αυτή την επιτάχυνση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων συνόδευσαν και οι απαραίτητες τεχνολογικές αλλαγές στις τηλεπικοινωνίες, το διαδίκτυο, τη γενετική.
Δεδομένης της κατάρρευσης του “σοσιαλιστικού στρατοπέδου”, το κεφάλαιο όχι μόνο βρήκε ελεύθερο πεδίο για ένα αληθινά παγκόσμιο πεδίο δράσης, αλλά στέρησε τους εργαζόμενους από ένα πρόταγμα που για πάνω από έναν αιώνα τροφοδοτούσε τα όνειρα και τους αγώνες τους, το όραμα μιας κοινωνίας δίκαιης και εξισωτικής. Ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, καθώς και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, μετά από τις παταγώδεις αποτυχίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, φάνηκε να χάνεται κάθε ορίζοντας οργανωμένης αντίστασης. Αλλά και στις δυτικές κοινωνίες, ο νεο-φιλελευθερισμός έμοιαζε μονόδρομος, έστω και σε σοσιαλδημοκρατική έκδοση. Οι λαοί και οι φτωχοί του κόσμου μας έχασαν κάθε ελπίδα εκτός από εκείνη που ξεπηδούσε από τα τρίσβαθα του πολιτισμού και της ταυτότητάς τους. Από τη θρησκεία και την εθνική ή εθνοτική τους ταυτότητα. Οι Ινδιάνοι Τσιάπας στο Μεξικό, οι Ιρανοί σιίτες, οι Σέρβοι, οι Αφγανοί, οι Βάσκοι, οι κάτοικοι του Τιμόρ, οι Παλαιστίνιοι, οι Τσετσένοι, καταφεύγουν σε αυτές εγκαινιάζοντας ένα νέο στάδιο στην αντίσταση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, η μόνη αντίσταση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ερχόταν από αυτή την αφύπνιση των ταυτοτήτων.
Και το φαινόμενο είχε παγκόσμιες διαστάσεις. Στην Ελλάδα εκφράστηκε με μια σειρά κινητοποιήσεων, που άρχισαν με τις τεράστιες διαδηλώσεις για το Μακεδονικό και ακολούθησαν οι μοτοσικλετιστές από την Ελλάδα και την Κύπρο, που πορεύτηκαν προς την πράσινη γραμμή, οι κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν και τη Γιουγκοσλαβία, τα εκατομμύρια των υπογραφών για το ζήτημα της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες κλπ. κλπ.
Ωστόσο, μετά το 1997-98, η παγκοσμιοποίηση μπαίνει σε κρίση. Τα χρηματιστήρια, αρχίζοντας από την Ανατολική Ασία, ακολουθούν μια καθοδική πορεία που θα προσλάβει πλανητικές διαστάσεις μέχρι το 2002. Οι τρελές αγελάδες και τα κοτόπουλα που τρέφονται με μηχανέλαια καταδεικνύουν την παράνοια της βιομηχανικής γεωργίας. Το έλλειμμα των εξωτερικών ανταλλαγών των ΗΠΑ, απορροφώντας το 80% των επενδυομένων διεθνών κεφαλαίων, αποσταθεροποιεί την παγκόσμια οικονομία και οδηγεί τις χώρες του Τρίτου Κόσμου στα όρια της λιμοκτονίας. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 καταδεικνύει το αδιέξοδο της μονόδρομης παγκοσμιοποίησης.
Εγκαινιάζεται λοιπόν ένας νέος κύκλος αγώνων όπου, εκτός από τις κινητοποιήσεις και τις αλλαγές στις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Τσάβες στην Βενεζουέλα, Λούλα στη Βραζιλία, Αργεντινή, Ισημερινός κ.λπ.), επανεμφανίζεται και ένα κίνημα αμφισβήτησης στη Δύση, που εγκαινιάζεται με το Σηάτλ τον Σεπτέμβριο του 1999 και φτάνει μέχρι τις μεγάλες αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του 2003. Αυτό το κίνημα, συγκριτικά με τη φάση των αγώνων που προηγήθηκαν, διαθέτει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Συνδέεται περισσότερο με τα εναλλακτικά κινήματα που αναδύθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια, όπως το οικολογικό, καθώς και με τα παραδοσιακά ή τα νέα στρώματα των εργαζομένων.
Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου έχει πολύ πιο μαζικό χαρακτήρα, είναι συνδεδεμένο και με τα εγχώρια εθνικά ή εθνοτικά κινήματα, καθώς και με τις λαϊκές ιδεολογίες. Στη Λατινική Αμερική μεγάλο μέρος της εκκλησίας, τουλάχιστον στο επίπεδο του κατώτερου κλήρου, συμμετέχει σε όλα τα μεγάλα κινήματα, ιδιαίτερα στο Μεξικό και τη Βραζιλία. στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο, τα κινήματα εμπνέονται από τη θρησκεία –όπως συμβαίνει με τη Χαμάς και τη Χεζμπολά. στην Ινδία και τη Λατινική Αμερική συμμετέχει στο κίνημα και ένα μεγάλο μέρος των αγροτών – στη Δύση κάτι αντίστοιχο συμβαίνει μόνο με τους Γάλλους αγρότες του Ζοζέ Μποβέ. Εδώ το κίνημα είναι αυθεντικά αντιπαγκοσμιοποιητικό, διότι, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, επιχειρεί να προτείνει ένα μοντέλο εθνικής και περιφερειακής ανάπτυξης, το οποίο έχει μπολιαστεί με οικολογικές και εναλλακτικές αντιλήψεις.
Στις δυτικές χώρες –ιδιαίτερα σε εκείνες όπου η αριστερή παράδοση παραμένει ισχυρή–, είναι έντονος ο πειρασμός να μπει το αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα στα καλούπια και τα ιδεολογικά πρότυπα μιας ευρωπαϊκής Αριστεράς με ισχυρή παγκοσμιοποιητική παράδοση. Κατά συνέπεια εμφανίζονται έντονες πιέσεις για να διολισθήσει το κίνημα στη λογική της “εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης”, τουτέστιν μιας “light” παγκοσμιοποιητικής εκδοχής. Μιας εκδοχής όπου η αγριότητα του κεφαλαίου και της στρατιωτικοποιημένης αμερικανικής ηγεμονίας θα απαλύνεται από κοινωνικά και οικολογικά μέτρα και την ενίσχυση των παγκόσμιων οργανισμών. Γι’ αυτό και ήδη ορισμένοι προωθούν την ιδέα της μετονομασίας του αντιπαγκοσμιοποιητικού σε “άλτερ-παγκοσμιοποιητικό” (sic), υπό το πρόσχημα ότι ένα απλό “αντί” δεν αρκεί για να οριστεί η εναλλακτική υφή του κινήματος. Ωστόσο, είναι φανερό ότι η ισχύς του κινήματος βρίσκεται ακριβώς στην απόρριψη της παγκοσμιοποίησης και όχι βέβαια στην υπό όρους αποδοχή της, ακόμα και αν πρόκειται για μια “μαρξιστική” έκδοσή της.
Στην Ελλάδα, μια χώρα που βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όπου το εναλλακτικό κίνημα είναι εξαιρετικά ασθενές και η πάλη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να στηριχθεί αποφασιστικά στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα και την πάλη για εθνική ανεξαρτησία, διαπιστώνεται κυριολεκτικά μια διχοτόμηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού ρεύματος. Η εκσυγχρονιστική και ευρωπαϊστική Αριστερά επιχειρεί να αποσυνδέσει το σημερινό κίνημα από κάθε εγχώριο ρίζωμα και κάθε αναφορά στην ταυτότητά μας. Έτσι, για παράδειγμα, υπερασπίζεται το άκρο άωτο μιας αμερικανικής και “παγκοσμιοποιητικής” πολιτικής, όπως είναι το σχέδιο Ανάν, την ίδια στιγμή που στρέφεται ενάντια στην αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ! Ή ταυτίζεται –και υπερθεματίζει– με την κυβερνητική πολιτική, που επιχειρεί μια αυξανόμενη αποεθνικοποίηση της εκπαίδευσης και της γλώσσας, η οποία αποτελεί ένα από τα τελευταία αναχώματα στην παγκοσμιοποίηση.
Από την αντίστροφη πλευρά, εκείνο το ρεύμα που τα τελευταία χρόνια υπήρξε πρωτοπορία στις κινητοποιήσεις για τα εθνικά ζητήματα –από το Μακεδονικό έως τη Γιουγκοσλαβία και το Κυπριακό– ή για τα θέματα πολιτισμικής ταυτότητας –γλωσσικό, ταυτότητες–, όχι μόνο αδυνατεί να παρακολουθήσει το διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, αλλά οπισθοδρομεί ακόμα και ως προς την υπεράσπιση των ίδιων των εθνικών ζητημάτων. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ένα κύμα φιλοαμερικανισμού διαπερνάει την ηγεσία της εκκλησίας και ένα σημαντικό μέρος του “εθνικού χώρου” – βλέπε τη στροφή του Σαμαρά για το Κυπριακό, καθώς και τη χλιαρή στάση του Αρχιεπισκόπου όχι μόνο στο Ιράκ αλλά και στο σχέδιο Ανάν.
Αυτή η διχοτόμηση των δυνάμεων που, με τον ένα ή άλλο τρόπο, στρέφονται κατά της παγκοσμιοποίησης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει π.χ. στη Λατινική Αμερική ή την Παλαιστίνη, όπου τα δύο ρεύματα –το εθνικό παραδοσιακό και το σύγχρονο εναλλακτικό– συμπορεύονται και αλληλοϋποστηρίζονται, απειλεί με ασφυξία και εγκλωβισμό σε μια βραχυπρόθεσμη οπτική οποιοδήποτε μακρόπνοο κίνημα. Υπάρχουν άραγε οι δυνάμεις που θα πραγματοποιήσουν αυτή τη διαρκώς αναβαλλόμενη σύζευξη;
Τα δύο αφιερώματα του τρέχοντος τεύχους –ο ελληνικός Λόγος απέναντι στον δυτικό ορθολογισμό μέσα από τη σκέψη του Κώστα Παπαϊωάννου, και η κριτική της παγκοσμιοποίησης μέσα από το βιβλίο Αυτοκρατορία του Αντόνιο Νέγκρι– αποτελούν μια προσπάθεια διερεύνησης τουλάχιστον των θεωρητικών και ιδεολογικών προϋποθέσεων μιας τέτοιας σύζευξης. Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού […]