του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Το σύνθημα “make love, not babies” προέκυψε, ως γνωστόν, μέσα στην «επαναστατική έξαψη» του κινήματος του ΄68 και μάλιστα με τέτοια ορμή που εξακολουθεί να συνεπαίρνει ακόμα και σήμερα πολλούς Ευρωπαίους, κυρίως στο χώρο των «προοδευτικών». Όμως, σημειολογικά τουλάχιστον, το σύνθημα αυτό έχει και τη δημογραφική του σημασία, μόνο και μόνο επειδή τελικά περιορίστηκε στη χριστιανική Ευρώπη. Σήμερα, σε κάθε Ευρωπαία αντιστοιχούν μόνο 1,5 παιδιά, όταν στο διάστημα 1000-1500 μ.Χ. ήταν 2-3, ενώ στην περίοδο 1500-1915 έφτανε στο 5-7, κατά μέσο όρο.
Ανεξάρτητα από τους ατέλειωτους πολέμους, τους λοιμούς και τη μετανάστευση, η Ευρώπη στο διάστημα 1485 έως 1915 δεκαπλασίασε τον πληθυσμό της, από 50 σε 500 εκατομμύρια. Ιστορικά, είναι η περίοδος που η δημογραφικά κυρίαρχη Ευρώπη κατέκτησε σχεδόν ολόκληρη την υφήλιο, συνδυάζοντας υψηλή (για την εποχή) τεχνολογία, αναπτυγμένο πολιτισμό και υπερπληθυσμό. Διαθέτοντας περίπου 250.000 στρατιώτες στην περίοδο αυτή εξασφάλισε, πολεμώντας, καταστρέφοντας και σφάζοντας, «ζωτικό χώρο» για περίπου 20 εκατομμύρια Ευρωπαίους μετανάστες προς τις υπερπόντιες χώρες. Ήταν η ιστορική περίοδος που κάθε οικογένεια μπορούσε να «διαθέσει» για αυτό το «σκοπό» 2 και 3 αγόρια, χωρίς να δημιουργείται δημογραφικό πρόβλημα. Το «καλό παράδειγμα» ερχόταν από τις «ελίτ» της εποχής: Ο Λουδοβίκος XIV της Γαλλίας είχε 17 παιδιά και η Μαρία Θηρεσία 16, ο Φρειδερίκος ΙΙ 13 αδέλφια, όπως και ο Ναπολέοντας, στον οποίο ανήκει και η περίφημη φράση : «Μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στο Παρίσι μου δίνει ένα νέο στράτευμα». Ήταν η εποχή που ίσχυε και η διαπίστωση του Γερμανού στρατάρχη von der Goltz : «Η ισχύς του λαού βρίσκεται στη νεολαία του», η οποία «απαρνιέται πιο εύκολα τη ζωή» γιατί «η λαχτάρα της για έντονα βιώματα την κάνουν πολεμόχαρη». Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (για κάποιους «ευρωπαϊκοί εμφύλιοι») σηματοδότησαν το τέλος αυτής της περιόδου. Σήμερα, μαζί με το «γκριζάρισμα» της Γηραιάς Ηπείρου αυξάνεται για ευνόητους λόγους και ο ευρωπαϊκός «πασιφισμός», όπως και «η εμπέδωση των πανανθρώπινων, ευρωπαϊκών αξιών»[1] από τον ευρωπαϊκό «πληθυσμό».
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις και προκειμένου η Ευρώπη να εξασφαλίσει «δημογραφική ισορροπία» μέχρι το 2050 «χρειάζεται περίπου 100 εκατομμύρια μετανάστες». Όμως, με τη «δημογραφική έκρηξη» που παρατηρείται κυρίως στην υποσαχάρια ζώνη, στις αραβικές χώρες και στις ισλαμικές χώρες της Ασίας (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδονησία, Μπαγκλαντές και Μαλαισία) και παρουσιάζοντας «δείκτη πολέμου»[2] μεταξύ 3 και 7 (Ευρώπη <1), οι «διαθέσιμοι» που σκέφτονται ή έχουν στόχο τη μετανάστευσή τους φτάνουν σήμερα τα 500 εκατομμύρια. Το 2050 εκτιμάται ότι θα φτάσουν στα 900 εκατομμύρια[3].
Είναι σαφές ότι η αριθμητική διαφορά των «απαιτούμενων» και των «διαθέσιμων» μεταναστών είναι ασύλληπτη και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ευρώπη αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Αυτό που επίσης έχει καταγραφεί είναι ότι αν για το δεκαπλασιασμό του ευρωπαϊκού πληθυσμού χρειάστηκαν 430 χρόνια, για τον δεκαπλασιασμό των μουσουλμάνων, από 150 εκατομμύρια το 1900 σε 1,5 δισεκατομμύρια το 2015, χρειάστηκαν μόνο 115. Σήμερα, το παράδειγμα για το μουσουλμανικό πληθυσμό αποτελεί ο Χασάν Νασράλα της Χεζμπολάχ με 9 αδέλφια και ο ηγέτης της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια με 13 παιδιά.
Συνδυάζοντας σαφή στατιστικά στοιχεία για το δημογραφικό με ευρωπαϊκές πολιτικές και ιστορικές αναφορές μπορεί κάποιος να βγάλει κάποια συμπεράσματα για το “Quo Vadis Europe” στα επόμενα χρόνια. Το πρώτο: Αυτό που μόλις ξεκίνησε σαν μεταναστευτική κρίση είναι η αρχή της νέας μετανάστευσης λαών, κυρίως με οικονομικά κίνητρα, από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη. Η επιλογή που έχει να κάνει η Ευρώπη ως προς αυτό είναι να διαλέξει μεταξύ μιας «απάνθρωπης» μεταναστευτικής πολιτικής των «φρουρίων» και της παρακμής της λόγω «αλλαγής» του πληθυσμού της. Και απ’ ότι φαίνεται γέρνει ήδη προς την ιστορική της υποχώρηση. Το δεύτερο: Η διαφορά με το ευρωπαϊκό «αιματοβαμμένο» παράδειγμα των περασμένων αιώνων είναι ότι η επερχόμενη «κατάληψη» της Ευρώπης θα προκληθεί από «άοπλους» νεαρούς οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες, που θα βρίσκονται στην πλευρά των «χαμένων» της παγκοσμιοποίησης, στοιβαγμένοι κάπου στον «Τρίτο κόσμο», σε συνθήκες εμφυλίου, μαζικής ανεργίας και οικονομικής δυσπραγίας.
[1] Τα Νέα, 2-9-2017, Συνέντευξη Δ. Αβραμόπουλου.
[2] Ο “Δείκτης πολέμου” (Kriegsindex) είναι πολύ σημαντικός για την παρακολούθηση των παγκόσμιων εξελίξεων στο δημογραφικό και τις άμεσες επιπτώσεις που έχει στο μεταναστευτικό ζήτημα που μας αφορά σαν χώρα. Σύμφωνα με τον Γερμανοπολωνό καθηγητή παιδαγωγικής Gunnar Hainsohn ο δείκτης αυτός ισχύει σε εθνικό επίπεδο και αντανακλά τη σχέση μεταξύ ανδρών ηλικίας 55 έως 59 (λίγο πριν τη σύνταξη) και νεαρών ανδρών μεταξύ 15 και 19, όταν ξεκινούν το δικό τους «αγώνα ζωής». Ένας δείκτης π.χ. 0,66, όπως στη Γερμανία, σημαίνει ότι στους 1000 ηλικιωμένους αναλογούν μόνο 666 νέοι άνδρες. Αντίθετα, π.χ. στη Νιγηρία, ο δείκτης είναι κοντά στο 5, δηλαδή τους 1000 ηλικιωμένους αναλογούν 5.000 νέοι, κάτι που υπήρχε στην Ευρώπη των νεότερων χρόνων (1500-1915). Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός βρίσκεται στο άκρως απογοητευτικό 0,7. Το μεγαλύτερο δείκτη παρουσιάζει η Ουγκάντα με 8, ενώ το Αφγανιστάν, παρότι βρίσκεται σε 40ετή πόλεμο και παρουσιάζει μεγάλη μετανάστευση είναι στο 5,99. Για την ομαλή επιβίωση μιας χώρα ο δείκτης πρέπει να κυμαίνεται γύρω στο 3 και να υπάρχει ασφαλώς και θετικό πρόσημο στην οικονομική ανάπτυξη.
[3] die Zeit, 21-11-2015.