Του Τάσου Χατζηαναστασίου
Με το συνθηματικό μήνυμα: «Η Αϊσέ πηγαίνει διακοπές» δόθηκε η εντολή για την αναμενόμενη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (επιχείρηση: «Αττίλας ΙΙ»), σα χθες, 14 Αυγούστου 1974. Οι Τούρκοι είχαν οδηγήσει εσκεμμένα τις προσχηματικές συνομιλίες στη Γενεύη σε ναυάγιο απαιτώντας ουσιαστικά να αποδεχτεί η ελληνική πλευρά τη διχοτόμηση της Κύπρου με την υπογραφή της. Το προηγούμενο διάστημα, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν αποβιβάσει ισχυρές δυνάμεις πεζικού και τεθωρακισμένων διευρύνοντας το προγεφύρωμα που είχαν δημιουργήσει παραβιάζοντας συστηματικά την εκεχειρία ενώ παράλληλα τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό, δολοφονώντας, βασανίζοντας, βιάζοντας και ξεσπιτώνοντας τον άμαχο πληθυσμό. Σε όλο αυτό το διάστημα, μετά και την κατάρρευση της Χούντας, εκτός ελαχίστων πυρομαχικών, καμία βοήθεια δε στάλθηκε από την Ελλάδα για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου. Κι όμως όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, αλλά και τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η αποστολή ενισχύσεων ήταν εφικτή. Παρόλα αυτά, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ τα σχέδια άμυνας του νησιού που συμπεριελάμβαναν την αποστολή υποβρυχίων και πολεμικών αεροσκαφών. Βρετανία και ΗΠΑ έκαναν ό,τι μπορούσαν τότε για να μην εμπλακεί η Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία ενώ η νέα κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε να θυσιάσει την Κύπρο προκειμένου να μη διακινδυνεύσει η ακεραιότητα της Ελλάδας. Δεν είναι της ώρας να αναπαραχθεί εδώ η σχετική συζήτηση, αλλά δεν πρέπει να λησμονιέται κι η πραγματικότητα: η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της κυπριακής τραγωδίας.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1974, η ελληνική, (ελλαδική και κυπριακή) ηγεσία αποφάσισαν την έναρξη διακοινοτικών συνομιλιών χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Έκτοτε η ελληνική πλευρά «διαπραγματεύεται» με την τουρκοκυπριακή ηγεσία η οποία αντιμετωπίζεται de facto, ακόμη και από διεθνείς οργανισμούς, ως ισότιμη με το μόνο επίσημα αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, την Κυπριακή Δημοκρατία κι έτσι ο εισβολέας και κατακτητής, η Τουρκία, μένει στο απυρόβλητο. Αυτό, βέβαια, αποτελούσε ανέκαθεν επιδίωξη των δυνάμεων που εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα στο Κυπριακό (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και αργότερα Ρωσία, Βρετανία, Ε.Ε.). Κυρίως όμως αποτελεί ευθύνη της ηγεσίας σε Ελλάδα και Κύπρο να αναδεικνύει διαρκώς το παράνομο καθεστώς των κατεχόμενων εδαφών, το ζήτημα των αγνοουμένων, των προσφύγων, της διαρκούς απειλής για ολοκληρωτική κατάληψη της Κύπρου από τα πολύ ισχυρότερα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα. Μόνες επιτυχίες, όχι αμελητέες, αλλά σίγουρα δεν αρκούν από μόνες τους να εγγυηθούν την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και η μη αναγνώριση του ψευδοκράτους, της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου.
Τη σημαία του ανυποχώρητου αγώνα για μη αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, σήκωσε όλ’ αυτά τα χρόνια ο κυπριακός λαός, μόνος του: πρώτα οι γυναίκες με πορείες προς τα κατεχόμενα από το 1975 με αποκορύφωμα την πορεία στον Άγιο Κασσιανό τον Ιούλιο του 1989 κατά την οποία οι κατοχικές δυνάμεις ξυλοκόπησαν βάναυσα και αιχμαλώτισαν 111 γυναίκες, γιατρούς, δημοσιογράφους και ιερείς, ύστερα οι μαθητές και οι σπουδαστές και τέλος, οι μοτοσικλετιστές που ανέδειξαν τους δύο ήρωες, τον Τάσο Ισαάκ και τον Σολωμό Σολωμού που σα σήμερα τιμάται η επέτειος της δικής του θυσίας, το 1996.
Αν έχει ένα νόημα να θυμόμαστε (ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ) και να τιμάμε τους νεκρούς και τα θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας του Αττίλα, είναι για να συνεχίσουμε το ίδιο και περισσότερο πεισματικά να αρνούμαστε την αποδοχή των τετελεσμένων, την αποδοχή δηλαδή μιας «λύσης» του Κυπριακού που θα υπονομεύει την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Όσο «ρομαντικό» κι αν ακούγεται ότι μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του ζητήματος προϋποθέτει την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων και την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους, πολύ περισσότερο ουτοπική αλλά και επικίνδυνη είναι η επιμονή σε μία «λύση» στην οποία η Τουρκία θα έχει αποφασιστικό ρόλο με αναγνωρισμένα επεμβατικά δικαιώματα.
Ίσα ίσα, σήμερα που η θέση της Τουρκίας στον δυτικό κόσμο τίθεται υπό αμφισβήτηση, σήμερα που ακόμη και παραδοσιακοί της σύμμαχοι όπως η Ολλανδία, η Γερμανία κ.ά. αντιλαμβάνονται ότι το τουρκικό καθεστώς απειλεί τη διεθνή ειρήνη και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, σήμερα που οι επιλογές της τη φέρνουν στο στρατόπεδο των αυταρχικών επεκτατικών καθεστώτων και του ισλαμοφασισμού, οι θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου γίνονται περισσότερο κατανοητές και το γεωστρατηγικό τους κεφάλαιο αυξάνεται.
Απαιτείται επομένως αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής, από την άμυνα στην επίθεση με ανάδειξη των εγκλημάτων και παρανομιών της Τουρκίας: της γενοκτονίας του μικρασιατικού ελληνισμού, της κατοχής και του εποικισμού της Κύπρου, των διωγμών σε βάρος των Ελλήνων της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, του casus belli, της υπονόμευσης της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη, της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, του αιτήματος έκδοσης των δολοφόνων του Ισαάκ και του Σολωμού. Αυτό θα ήταν ένα ειλικρινές, συνεπές και σήμερα περισσότερο από ποτέ τα τελευταία 48 χρόνια, πειστικό, ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!