του Κώστα Χατζηαντωνίου | Δημοσιεύθηκε στο Ποντίκι (03/09/2022)
Καθώς ο χρόνος κυλάει και σε λίγους μήνες θα σβήσουν τα επετειακά φώτα των ποικίλων εκδηλώσεων και δημοσιεύσεων, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη μικρασιατική τραγωδία, όταν θα επιστρέψουμε στην καθημερινότητα του ελλαδικού πολιτικού βίου, τι θα έχει πραγματικά μείνει ως μάθημα εθνικής αυτογνωσίας από την τραγωδία αυτή;
Το γνωρίζουμε σχεδόν όλοι. Η συμφορά του 1922, πέρα από μια απροσμέτρητων διαστάσεων ανθρωπιστική καταστροφή, σήμανε το τυπικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας, του επί αιώνες νοήματος υπάρξεως του νέου ελληνισμού και καθοδηγητικού σκοπού του πρώτου αιώνα της κρατικής μας ζωής. Η Ιδέα αυτή πνίγηκε τέτοιες ημέρες πριν από εκατό χρόνια στο λιμάνι της Σμύρνης.
Ακριβώς επειδή αυτός ο θάνατος έχει μείζονα ιστορική αλλά και πολιτική σημασία, καθώς αφορά και τη σημερινή εθνική πραγματικότητα, είναι αναγκαίο, θεωρώ, να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν ήταν γεγονός μοιραίο και αναπόφευκτο, αλλά προήλθε από σειρά στρατηγικών σφαλμάτων και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων που επιτρέπουν να κάνουμε λόγο όχι για θάνατο, αλλά για δολοφονία της Μεγάλης Ιδέας.
Στη Σμύρνη το 1922 ο ελληνισμός πλήρωσε το πανάκριβο τίμημα της κυριαρχίας του παλαιοκομματισμού, του μικροελλαδισμού και της πατριδοκαπηλίας. Συνασπισμένοι επικράτησαν στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και οδήγησαν, είκοσι δύο μήνες αργότερα, διά πράξεων και παραλείψεων, στη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή της καθόλου Ιστορίας μας. Και μόνο το γεγονός του αφανισμού του ελληνισμού από την Ιωνία, έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια, αρκεί για να κατανοήσει κάποιος το μέγεθος της συμφοράς. Συνέπεια αντικειμενική για την οποία μικρή σημασία έχουν οι προθέσεις, αφού για τους πρωταίτιους ακόμα και ο πιθανός πατριωτισμός τους είχε υποταχθεί στα ατομικά, κομματικά και ταξικά τους πλέγματα και συμφέροντα.
Θα ήταν παρήγορο, ίσως, έστω και υπ’ αυτό το βάρος, αν η Καταστροφή είχε λειτουργήσει διδακτικά και αν το έθνος είχε αφομοιώσει δημιουργικά αίτια και αιτιατά, προχωρώντας, παρά τον ακρωτηριασμό του, σε έναν νέο ιστορικό κύκλο, με πατριωτισμό, καθαρό μυαλό και ειλικρίνεια. Όμως το πλέον απελπιστικό είναι πως οι δυνάμεις και οι ιδέες της Καταστροφής παραμένουν ισχυρότατες στη δημόσια σφαίρα (τις είδαμε στην Κύπρο το 1974 αλλά και στον χώρο της ιστορικής αναθεώρησης σήμερα) και απειλούν ακόμη και με νέες τραγωδίες. Αυτή ακριβώς η απειλή επιβάλλει τη μελέτη των αιτίων της ήττας του 1922, αίτια τα οποία πολλοί επιχειρούν να συσκοτίσουν είτε χάριν κομματικών σκοπιμοτήτων είτε λόγω του ενοχικού συμπλέγματος που γεννά η αίσθηση σε κάποιους ότι είναι πολιτικοί ή και φυσικοί απόγονοι των πρωταίτιων της Καταστροφής και δολοφόνων της Μεγάλης Ιδέας. Είναι πραγματικά απογοητευτικό η παραχάραξη να ανταγωνίζεται τη λήθη και να μην τολμάμε να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια, όσο και αν την τραγωδία κάνει ακόμα πιο αβάσταχτη η συνείδηση πως δεν ήταν αναπόφευκτη, όπως οι κληρονόμοι των ενόχων προσπαθούν να μας πείσουν. Πως σταθήκαμε ανάξιοι ως λαός μιας ιστορικής ευκαιρίας που μόνο μία φορά στα χίλια χρόνια παρουσιάζεται.
Η ερμηνεία της Μικρασιατικής καταστροφής δεν μπορεί να γίνει λοιπόν χωρίς πλήρη γνώση όλου του ιστορικού πλαισίου της εποχής. Χωρίς γνώση όχι μόνο των ιδεολογικών συνθηκών που οδήγησαν στην αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αλλά και της αντικειμενικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται αφενός από την απόφαση των Νεότουρκων για εθνική εκκαθάριση όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μ. Ασίας και αφετέρου από τη συμμετοχή της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο, αναγκαία για να μη γίνουμε ένα κρατίδιο με σύνορα στην Ελασσόνα. Η συμμετοχή αυτή, χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο, έφερε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών και σε μοναδική θέση ισχύος. Δεν θα σταθώ εδώ στην πολιτική ουδετερότητας των γερμανόφιλων κυβερνήσεων του παλαιοκομματισμού, στην αδιαφορία για τους αλύτρωτους Έλληνες της Ανατολής που εσφαγιάζοντο ή στην παράδοση της Μακεδονίας από την κυβέρνηση των «εθνικοφρόνων» στους Βούλγαρους. Η νίκη του 1918 καθιστούσε, για πρώτη φορά και τελευταία, ρεαλιστικό το όραμα για ελευθερία τουλάχιστον της Ιωνίας όπου ζούσαν 700.000 Έλληνες, από τα δύο εν συνόλω εκατομμύρια του μικρασιατικού ελληνισμού. Και ήταν δίκαιο αλλά και ρεαλιστικό όσο η ελληνοτουρκική σύγκρουση ήταν μέρος του παγκόσμιου πολέμου και η Ελλάδα συνεπής σύμμαχος της Αντάντ.
Η μελέτη της περιόδου από κάθε καλόπιστο ερευνητή θα αποδείκνυε ότι η μικρασιατική εκστρατεία δεν ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Τα στρατιωτικά, διπλωματικά, δημογραφικά και οικονομικά δεδομένα του 1919 δεν είχαν καμία σχέση με αυτά των επόμενων δεκαετιών. Η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική υπεροχή, ενώ δημογραφικά υστερούσε ελάχιστα: επτά εκατομμύρια ήταν το σύνολο του ελεύθερου και αλύτρωτου ελληνισμού έναντι δώδεκα των Τούρκων. Στο μέτωπο η στρατιωτική υπεροχή μόνο το 1922 γίνεται ισοδυναμία (μετά την εγκληματική επιχείρηση προς Άγκυρα και τις εξ αυτής τρομερές απώλειες), τον μοιραίο δε Αύγουστο ο κεμαλικός στρατός υπερέχει μόνο στην περιοχή όπου εκδηλώνεται η γενική του επίθεση. Τα εγκληματικά λάθη στη διεύθυνση των επιχειρήσεων του 1922, με τη Στρατιά να εκδίδει διαταγές εκτός τόπου και χρόνου, καθώς βρισκόταν 400 χλμ. μακριά από το μέτωπο (αποκορύφωμα η υποχώρηση βήμα – βήμα προς δυσμάς, κίνηση που εξέθετε δύο σώματα στρατού στα πλευρικά πυρά και τελικά στην περικύκλωση από τον εχθρό αντί μιας σύμπτυξης προς βορράν όπου βρισκόταν ανέπαφο το τρίτο σώμα στρατού), οδήγησαν τελικά στην πλήρη καταστροφή, αφού το όποιο ηθικό είχε απομείνει, κατέρρευσε μέσα στη φυγή.
Μια σύγκρουση ίσων δυνάμεων, είναι πασίδηλο, κρίνεται στο πεδίο της διπλωματίας και του ηθικού. Και αν το ηθικό είχε υπονομευθεί καίρια από την πασιφιστική προπαγάνδα του παλαιοκομματικού μικροελλαδισμού (το διαβόητο «πνεύμα του Οίκαδε»), η διπλωματική ισχύς της Ελλάδας είχε εξανεμιστεί εξαιτίας της μεταπολίτευσης του 1920 και της επιστροφής στην εξουσία του γερμανόφιλου παλαιοκομματισμού. Οι δυνάμεις της Αντάντ, χωρίς τη βεβαιότητα πως μια ισχυρή Ελλάδα θα ήταν φιλικός για αυτές παράγων στην Ανατολή (ο ισχυρός περιφερειακός εταίρος της Δύσης), αποστασιοποιήθηκαν με συνέπεια η σύγκρουση να καταστεί αποκλειστικά ελληνοτουρκική.
Τούτο, πέρα από τις διπλωματικές είχε και σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες, καθώς διακόπηκαν οι στρατιωτικές και λοιπές πιστώσεις. Η μεταβολή των αντικειμενικών συνθηκών αλλά και των υποκειμενικών (καθώς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικό, και τους πολέμαρχους της Αμύνης διαδέχθηκαν ανάξιοι επαρχιώτες πολιτευτές και ανίκανοι στρατιωτικοί), μοιραία οδηγούσε στην Καταστροφή, με τις κυβερνήσεις των αντιβενιζελικών απλώς να αναζητούν τρόπο απεγκλωβισμού, εγκαταλείποντας συγχρόνως τον μικρασιατικό ελληνισμό στην τύχη του, ώστε να διασώσουν την εξουσία τους.
Η απομονωμένη Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να επιβληθεί στρατιωτικά, αλλά ούτε και να ελιχθεί διπλωματικά. Για τον παλαιοκομματισμό, μετά την τυχοδιωκτική και εγκληματική προς Άγκυρα επιχείρηση, ο μόνος σκοπός της εκστρατείας το 1922 ήταν πλέον η απαγκίστρωση. Τα άρθρα του Γ. Βλάχου, «Οίκαδε» και «Πομερανοί», είναι χαρακτηριστικά.
Ο μικρασιατικός ελληνισμός ήταν ένα πολιτικό και ιδεολογικό βάρος για τη μικρά και δήθεν έντιμον Ελλάδα, εξ ου και η συνειδητή εγκατάλειψή του τον Αύγουστο του 1922, ακόμη και όταν είχε διαταχθεί η πλήρης εκκένωση του μικρασιατικού χώρου. Ίσως για να εκπληρωθεί το γράμμα εκείνο του πρίγκιπα Ανδρέα από τη Σμύρνη, τον Δεκέμβριο του 1921, προς τον Ι. Μεταξά: «Απαίσιοι είναι οι εδώ Έλληνες. Θα ήξιζεν πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους».
Και μετά; Μετά απλώθηκε ο θάνατος και η προσφυγιά. Οι παράγκες της Αγια-Σωτήρας, η καραντίνα του Αϊ-Γιώργη στο Κερατσίνι κι οι βαλτότοποι της Καρβάλης όπου ρίξανε το πιο εκλεκτό τμήμα Ελλήνων, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει χίλια χρόνια στη σκλαβιά, μα άντεξαν με ψυχή βαθιά και αδούλωτη. Κι ήρθαν οι λύκοι και οι ύαινες στις παράγκες για να τους πουν πως δεν έπρεπε να ζήσουν ελεύθεροι ή για να τους «σερβίρουν» εθνικοφροσύνη αυτοί που τους κατέστρεψαν. Κι όμως αυτοί οι Έλληνες, ορφανοί, χωρίς την Ιδέα πια, άντεξαν, ακόμη κι όταν δεν είχαν να φάνε. Είχαν Πίστη. Δεν παραδόθηκαν στην εθνική κατάθλιψη. Έφτιαξαν ξανά τη ζωή τους και έδωσαν ζωή στο καθυστερημένο ελλαδικό κράτος. Κι όπως έγραψε ο ποιητής της Μεγάλης Ιδέας, ο μέγας Παλαμάς, «πολίτες και οπλίτες όλοι», έχτισαν «του ονείρου εδώ την Πόλη με την Αγια-Σοφιά».
4 ΣΧΟΛΙΑ
Το 1921 υπερτερούσαμε συντριπτικά σε πολεμικά μέσα, σημαντικά αριθμητικά (αν και δεν επιστρατευτήκαμε παρά μόνο μερικώς), συντριπτικά στο ηθικό των απλών στρατιωτών. Διχασμό είχαμε και εμείς και οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι πολεμούσαν από το 1911 αδιάκοπα, εμείς είχαμε πολεμήσει ελάχιστα. Το παιχνίδι ομως κρίθηκε στο επίπεδο της ηγεσίας όπου η διαφορά ήταν η μέρα με τη νύχτα.
Στο άρθρο σας αποδίδετε ως συνήθως τα αίτια της αποτυχίας στη μία πλευρά. Εγώ δεν παίρνω θέση υπέρ κάποιας πλευράς του οδυνηρού διχασμού.
Εσείς παίρνετε την παγιωμένη από το 1974 θέση από όλους τους πανεπιστημιακούς της Ιστορίας και ακόμη τους τοπικούς λόγιους σύμφωνα με την οποίαν για όλα φταίγανε οι αντιβενιζελικοί. Πρέπει να ψάξει κανείς πολύ για να μάθει, ότι στην Κωνσταντινούπολη είχαν μαζευτεί από γνωστό Έλληνα εφοπλιστή επώνυμοι βενιζελικοί στρατιωτικοί και παρασκεύαζαν το πραξικόπημα, που οι προοδευτικοί το λένε Κίνημα…και εκτέλεσαν 6 ανθρώπους.
Τέλος, πάντων πρέπει να μάθουμε να σκύψουμε με ειλικρίνεια στο παρελθόν και να αποδώσουμε τις ευθύνες εκεί που πρέπει για τα δύο μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα: την Μικρασιατική Καταστροφή και τον εμφύλιο Πόλεμο 1943- 1949.
Ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός Sir Antony Beevor γράφει για την μεταπολεμική Γερμανία:
“Καμία άλλη χώρα με μία οδυνηρή κληρονομιά δεν έκανε τόσα πολλά για να αναγνωρίσει την αλήθεια”. Βλέπε Berlin The Downfall 1945, Penguin σελ. 431. Εμείς τα ρίχνουμε ο ένας στον άλλον.
Όσο για τον ρόλο των ξένων σπάνια αναφέρεται ότι οι Σοβιετικοί στα 1922 δούλεψαν υπέρ της Τουρκίας και οι Έλληνες κατηγορούν τους Βρετανούς…, οι οποίοι στο τέλος – τέλος μας εγκατέλειψαν τελευταίοι και αφού εμείς τα κάναμε μούσκεμα και έπρεπε εκείνοι να βρουν και ένα modus vivendi με τους Τούρκους .
Τι εννοείτε αν αναφέρεστε στην ελληνική πολιτική ηγεσία, η μία πλευρά ήταν δαίμονες και οι άλλοι άγγελοι;
Σαν τετριμμένη μου φαίνεται μία τέτοια προσέγγιση. Άλλωστε η πρόσφατη ιστορική έρευνα έχει δείξει άλλα. Χωρίς να παίρνω θέση υπέρ καμίας πλευράς του οδυνηρού διχασμού δεν μπορώ να φανταστώ τον Δ. Γούναρη ότι διέπραξε έγκλημα εσχάτης προδοσίας.
Ποίος; ο κοινοβουλευτικό Γούναρης, πού όταν στα 1909 του προτάθηκε η αρχηγία του στρατιωτικού Συνδέσμου είπε: “Δεν διενοήθην άλλην δράσιν πλην της κοινοβουλευτικής”. Ο Βενιζέλος δέχθηκε την αρχηγία του Συνδέσμου που άλλοι ονομάζουν κίνημα (οι προοδευτικοί) και άλλο ι πραξικόπημα (οι αντιδραστικοί). Χρησιμοποιώ του συνήθεις όρους. Γιατί να χαλάσω χατήρι σε κανέναν; Εσείς διαλέγετε και παίρνετε.
Εξαιρετικό άρθρο.