Χάνει το προβάδισμά της στον διεθνή ενεργειακό χάρτη, μειώνεται το ΑΕΠ της
Από την Καθημερινή
Μακροπρόθεσμα η ενίσχυση και η διατήρηση της ενεργειακής παραγωγής της Ρωσίας στα ίδια επίπεδα εξαρτώνται άμεσα από τη δυνατότητα απόκτησης των κατάλληλων μηχανημάτων και τεχνολογίας, που κατά κύριο λόγο κατασκευάζονται σε χώρες της Δύσης. Η αδυναμία απόκτησης αυτής της τεχνολογίας θα αποτελέσει εμπόδιο για την κυριαρχία της Ρωσίας στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά.
Παρότι τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία η ρωσική οικονομία φάνηκε να έχει αντοχή έναντι των πιέσεων που γεννούσαν οι κυρώσεις της Δύσης εις βάρος της, τα σημάδια καταπόνησης έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Ταυτόχρονα, η χώρα φαίνεται πως σταδιακά χάνει την επιρροή της ως ηγετική δύναμη στον ενεργειακό κλάδο. Απορροφώντας τα πλήγματα από τις κυρώσεις της Ε.Ε., των ΗΠΑ και της Βρετανίας, η Ρωσία «απάντησε» στρέφοντας την πλάτη στη Δύση και ενισχύοντας το εμπόριο με τις φιλικές προς αυτήν χώρες. Χρησιμοποιώντας την ενέργεια ως όπλο, η Ρωσία διέκοψε πλήρως τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 1, ενώ παράλληλα διοχέτευε τα περίσσια αποθέματα σε πελάτες της στην Ασία, και συγκεκριμένα την Κίνα και την Ινδία. Ειδικότερα, οι πωλήσεις ορυκτών καυσίμων προς τις δύο αυτές χώρες έφτασε σε αξία συναλλαγών τα 24 δισ. δολάρια μόνο στους πρώτους τρεις μήνες του πολέμου. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με τον Γιούρι Γκοροντνιτσένκο, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, η απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση έχει οδηγήσει σε αποδυνάμωση της οικονομίας, η οποία πρόκειται μάλιστα να διαρκέσει για αρκετά χρόνια ακόμη. «Αυτό που προτείνουν να γίνει είναι η συνταγή για μακροπρόθεσμη στασιμότητα», δήλωσε ο Γκοροντνιτσένκο στον οικονομικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Business Insider, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Βόρεια Κορέα, το Αφγανιστάν και την Κούβα.
Από τα τέλη Φεβρουαρίου, οι συναλλαγές με τις χώρες που έχουν επιβάλει κυρώσεις έχουν υποχωρήσει κατά 60%.
Βέβαια, η απομόνωση της Ρωσίας είχε ήδη ξεκινήσει από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,78 τρισ. δολάρια το 2021 έναντι 2,06 τρισ. δολαρίων επτά χρόνια νωρίτερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το 2022 θα υποχωρήσει κατά 6% σε σχέση με πέρυσι. «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η απομόνωση μειώνει τον αριθμό των προϊόντων τα οποία μπορεί να αγοράσει η Ρωσία», δήλωσε ο Τζέι Ζαγκόρσκι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. «Μπορεί μόνο να αγοράσει αγροτικά προϊόντα από την Ινδία, επεξεργασμένα προϊόντα από την Κίνα, τέτοια πράγματα. Και όταν περιορίζεται κανείς σε μία συγκεκριμένη χώρα, συχνά καταλήγει να μην παίρνει την καλύτερη ποιότητα ή την καλύτερη τιμή», συμπλήρωσε. Επίσης, ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τις πληρωμές με το «μη φιλικό» αμερικανικό δολάριο, το οποίο και χρησιμοποιείται για το 88% των παγκόσμιων συναλλαγών σε ξένα νομίσματα, αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο, καθιστώντας ακριβότερες τις εισαγωγές στη χώρα. Από τα τέλη Φεβρουαρίου, οι συναλλαγές με τις χώρες που έχουν επιβάλει κυρώσεις έχουν υποχωρήσει κατά 60% και το εμπόριο με τις υπόλοιπες έχει επίσης μειωθεί κατά 40%, όπως πρόσφατα ανέφερε ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στην αμερικανική εφημερίδα The New York Times.
Ως αποτέλεσμα της απομόνωσης, η Ρωσία φαίνεται πως σταδιακά χάνει και το προβάδισμά της στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Πέρυσι τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτέλεσαν έως και το 45% του ΑΕΠ της χώρας, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα η ενίσχυση και η διατήρηση της παραγωγής στα ίδια επίπεδα εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα απόκτησης των κατάλληλων μηχανημάτων και τεχνολογίας, που κατά κύριο λόγο κατασκευάζονται σε χώρες της Δύσης. Η αδυναμία απόκτησης αυτής της τεχνολογίας θα αποτελέσει εμπόδιο για την κυριαρχία της Ρωσίας στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, ιδίως ενόσω η Ευρώπη ξοδεύει δισεκατομμύρια για να θωρακίσει την ενεργειακή της ασφάλεια την επόμενη δεκαετία. Παράλληλα όμως, η Ρωσία δυσχεραίνει τη θέση της, επιλέγοντας να πουλήσει πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε συγκεκριμένους αγοραστές με μειωμένη τιμή. Αυτό ενδέχεται να ευθύνεται εν μέρει για τις απώλειες που καταγράφονται από την έναρξη της εισβολής. Το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας δεν δημοσιεύει κάθε μήνα τα οικονομικά στοιχεία, αλλά εσωτερικά έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του Bloomberg δείχνουν ότι η Ρωσία είχε άμεσες ζημίες δισεκατομμυρίων ως αποτέλεσμα των κυρώσεων και ότι το πλεόνασμα του προϋπολογισμού είχε συρρικνωθεί κατά 137 δισ. ρούβλια (περίπου 2,1 δισ. δολάρια) μέχρι τον Αύγουστο. «Το γεγονός ότι δεν δημοσιεύουν πολλά οικονομικά στοιχεία δείχνει ότι ξέρουν πως υπάρχουν ζημίες, αλλά θα ήθελαν να κρύψουν την έκταση αυτών των ζημιών», σημειώνει εν κατακλείδι στο Business Insider ο Ντον Χάνα, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. «Ολα είναι σχεδιασμένα ώστε να αποκρύπτουν τις συνέπειες της εισβολής στη ρωσική οικονομία», συμπληρώνει ο ίδιος.