του Αναστάση Μπαλτατζή
Οι διμερείς σχέσεις της Ρωσίας με το Ιράν ήταν τα τελευταία χρόνια κοντινές και η επιβολή κυρώσεων εναντίον τους φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο ώστε οι δύο χώρες να προσεγγίσουν περισσότερο η μία την άλλη.
Την περασμένη εβδομάδα ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραΐσι υποδέχτηκε στην Τεχεράνη τον γραμματέα του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Νικολάι Πάτρουσεφ κάνοντας λόγο για αναβάθμιση των διμερών σχέσεων σε «στρατηγικό» επίπεδο. Το Σάββατο ακολούθησε και τηλεφώνημα ανάμεσα στον Ραΐσι και τον Βλαντιμίρ Πούτιν όπου συζητήθηκε η σύσφιξη των σχέσεων σε «πολιτικό, εμπορικό και οικονομικό» επίπεδο. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Η Τεχεράνη, η οποία προσπαθούσε να κρατήσει σε διπλωματικό επίπεδο αποστάσεις από την Ρωσία όσον αφορά την εισβολή στην Ουκρανία αναγκάστηκε προ ολίγων ημερών να παραδεχτεί μέσω του Υπουργού Άμυνας Χοσεΐν Αμιραμπντολαχιάν ότι είχε προμηθεύσει την Ρωσία με περιορισμένο αριθμό ντρώουν πριν την έναρξη του πολέμου. Όπως είναι γνωστό τα Σαχέντ-136 χρησιμοποιούνται από τον ρωσικό στρατό για να πλήξουν κυρίως ουκρανικές εγκαταστάσεις ενέργειας προκαλώντας τεράστια προβλήματα στο δίκτυο αλλά και για επιθέσεις τύπου καμικάζι. Ο υπουργός στάθηκε στον μικρό αριθμό ντρώουν (ο οποίος φαίνεται πως είναι όμως πολύ μεγαλύτερος) ενώ τόνισε ότι η χώρα του δεν έχει προμηθεύσει την Ρωσία με πυραύλους. Από την άλλη πλευρά, τον προηγούμενο μήνα δύο Ιρανοί αξιωματούχοι και δύο διπλωμάτες ανέφεραν στο πρακτορείο Ρόιτερς ότι υπήρχε συμφωνία για προμήθεια πυραύλων επιφάνειας και περισσότερων ντρώουν.
Ταυτόχρονα το Ιράν έχει βάλει πλώρη για προσέγγιση του με το ευρύτερο ευρασιατικό μπλοκ. Τον Σεπτέμβρη υπέγραψε μνημόνιο ένταξης της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, διαδικασία που είχε ξεκινήσει τον περασμένο χρόνο. Στα πλαίσια της συνάντησης στην Σαμαρκάνδη ο Πούτιν και ο Ραΐσι συζήτησαν, με τον πρώτο να κάνει λόγο για βελτίωση τον σχέσεων των δύο χωρών και τον δεύτερο να δηλώνει ότι «η σχέση μεταξύ χωρών στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ, όπως το Ιράν, η Ρωσία ή άλλες χώρες, μπορεί να ξεπεράσει πολλά προβλήματα και ζητήματα και να τις καταστήσει ισχυρότερες».
Τα τελευταία 30 χρόνια οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών είχαν μείνει σε χαμηλά επίπεδα, περιορισμένες συνήθως σε αγροτικά προϊόντα, με την παραγωγή ίδιου τύπου αγαθών να μην βοηθάει στην αναβάθμισή τους. Τον τελευταίο καιρό όμως αυτό φαίνεται να αλλάζει. Σύμφωνα με πηγές της εφημερίδας Ντι Βελτ 80 ρωσικές μεγάλες επιχειρήσεις θα ξεκινήσουν να δραστηριοποιούνται στο Ιράν. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τον όγκο συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια όπως τον παρουσιάζει ο Οργανισμός Προώθησης Εμπορίου του Ιράν, με την Ρωσική Ομοσπονδιακή Τελωνειακή Υπηρεσία να καταγράφει πάντως διπλάσιο όγκο συναλλαγών και προς τις δύο κατευθύνσεις. Στόχος πάντως σύμφωνα με δηλώσεις του Ραΐσι μετά την επίσκεψη του στην Μόσχα τον περασμένο Γενάρη, είναι η αύξηση του όγκου των συναλλαγών στα 10 δις. $ ετησίως, ποσό που όμως δεν ξεπερνάει το 3% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών. Το πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο στόχος μένει να φανεί το επόμενο διάστημα.
Κοινή συνιστώσα στην οικονομική δραστηριότητα των δύο χωρών είναι οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων. Τη χρονιά που μας πέρασε, και οι δύο χώρες παρέμειναν μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων παραγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Κι αν η Ρωσία διέθετε την πλειονότητα των ορυκτών της καυσίμων στην Ευρώπη, οι κυρώσεις και η μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης απ’ αυτή δημιουργούν την ανάγκη για διάθεση της παραγωγής της.
Αντίστοιχα το Ιράν έχει προβλήματα αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου του, με τον Υπουργό Πετρελαίου της χώρας Τζαβάντ Οούτζι να κάνει λόγο για ανάγκη επενδύσεων ύψους 80 δις. $. Τον Ιούλιο ανακοινώθηκε συμφωνία μεταξύ της Γκάζπρομ και της Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου. Ο όγκος της επένδυσης της ρωσικής εταιρίας αγγίζει τα 40 δις. $ και ως στόχο έχει την εξόρυξη κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και την συμμετοχή στην ολοκλήρωση έργων υγροποιημένου φυσικού αερίου και την κατασκευή αγωγών για εξαγωγές.
Από την άλλη μεριά σημαντική είναι η τεχνογνωσία που διαθέτει η Τεχεράνη σε θέματα παράκαμψης των εμπάργκο, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει δηλαδή τώρα η Ρωσία. Η συνηθισμένη πρακτική είναι πετρελαιοφόρα που μεταφέρουν ιρανικό πετρέλαιο και ανήκουν σε εταιρίες βιτρίνες να απενεργοποιούν το σήμα τους μεσοπέλαγα. Στην συνέχεια το πετρέλαιο φορτώνεται σε άλλα πλοία όπου αναμιγνύεται με αυτό άλλων χωρών. Με αυτό τον τρόπο δεν είναι εύκολο να ανιχνευτεί η προέλευση του φορτίου. Την πρακτική αυτή φαίνεται πως ακολουθεί πλέον και η Ρωσία καθώς από την αρχή του πολέμου τα ρωσικά πλοία-φαντάσματα έχουν αυξηθεί κατά τρεις φορές, όπως αναφέρουν βρετανικά μέσα.
Παράλληλα το Ιράν επιδιώκει να διαδραματίσει και ρόλο ενδιάμεσου για την εμπορεία του ρωσικού πετρελαίου. Αυτό ειπώθηκε μάλιστα και από επίσημα χείλη από τον σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ: «Λαμβάνουμε πετρέλαιο από τη Ρωσία και το Καζακστάν μέσω της Κασπίας Θάλασσας για να το χρησιμοποιήσουμε για εσωτερική κατανάλωση και στη συνέχεια παραδίδουμε πετρέλαιο στην ίδια ποσότητα στους πελάτες τους στο νότο».
Πέραν όμως από τις όποιες διαμεσολαβητικές διευκολύνσεις προκύπτει το ερώτημα για το κατά πόσο θα επωφελούταν οι δύο χώρες από την μεταξύ τους συνεργασία. Ήδη έγινε λόγος για το γεγονός ότι οι εξαγωγικές τους δυνατότητες είναι στους ίδιους τομείς, μία άλλη όμως όψη τους είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Το καλοκαίρι φαινόταν πως το Ιράν είναι κοντά στο να έρθει σε συμφωνία με τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες πυρηνικές δυνάμεις, γνωστές κι ως P5+1. Ταυτόχρονα όμως προσπαθούσε να έρθει σε συμφωνία και με την Ρωσία, υπό τον φόβο ότι οι Αμερικάνοι θα μπορούσαν στο μέλλον να αποσυρθούν από την συμφωνία όπως έκανε ο Τραμπ το 2018. Μάλιστα πριν την εισβολή στην Ουκρανία η Ρωσία είχε αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο Ιράν, την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας και τα υπόλοιπα μέλη του Ρ5+1, ρόλο που εγκατέλειψε με την αρχή της εισβολής. Οι δύο χώρες έχουν πάντως ανοιχτό λογαριασμό για τον πυρηνικό αντιδραστήρα που κατασκεύασε η Ρωσία την προηγούμενη δεκαετία στο Μπουσίρ με το Ιράν να μην μπορεί να αποπληρώσει ακόμα τα 500 εκατ. $ που κόστισε η κατασκευή του.
Ρωσία και Ιράν έχουν χτυπηθεί από τις κυρώσεις και σίγουρα αναμένεται να αυξήσουν την μεταξύ τους συνεργασίας μέσα κι έξω από το ευρασιατικό μπλοκ. Το πόσο θα μπορούν όμως να καλύψουν τα κενά που δημιουργούν οι κυρώσεις αποτελεί ερώτημα.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube