από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Μα τρελάθηκαν οι Αμερικανοί; Αυτό ήταν το ερώτημα που ήρθε πολλές φορές αυθόρμητα στο στόμα χιλιάδων και εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στην περίοδο που προηγήθηκε της επιδρομής ενάντια στο Ιράκ καθώς και κατά τη διάρκειά της. Ή, πώς είναι δυνατόν αυτός ο ολιγοφρενής να σέρνει πίσω του μια ολόκληρη υπερδύναμη; Και γι’ αυτό πολλοί απέδωσαν αυτή την κρίση πυρετού των ΗΠΑ στις συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου και της ανασφάλειας που κατέλαβε τις ΗΠΑ, κρίση η οποία αργά ή γρήγορα θα θεραπευτεί και η ατλαντική υπερδύναμη θα επιστρέψει στη συνήθη πολιτική της. [Βλέπε το κείμενο του Χρήστου Καπούτση, «Πτυχές ενός παράνομου και αιματηρού πολέμου» σσ. 49-51.]
Δυστυχώς όμως , αν και η 11η Σεπτεμβρίου οδήγησε στον παροξυσμό ορισμένα φαινόμενα, εντούτοις τα ίδια έχουν βαθύτερες ρίζες και ανάγονται σε ένα ολόκληρο σύστημα αιτίων που καθόρισαν τις τρέχουσες εξελίξεις και τα οποία θα συνεχίσουν να επηρεάζουν αποφασιστικά τη συμπεριφορά της υπερδύναμης.
Αρχικώς πρόκειται για τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που βρίσκονται πίσω από την «υπερστρατιωτικοποίηση» της πολιτικής των ΗΠΑ. Εξελίξεις στις οποίες έχουμε αναφερθεί δια μακρών σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού. Η κρίση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης –που καταδεικνύεται από την χρηματιστηριακή κρίση των δύο τελευταίων χρόνων– και η αυξανόμενη αδυναμία των ΗΠΑ να διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία (το έλλειμμα των εξωτερικών ανταλλαγών ξεπέρασε το 2002 τα 500 δισ. $) οδηγεί στη στρατιωτικοποίηση της παγκοσμιοποίησης. Η ηγεμονία στηρίζεται πλέον κατ’ εξοχήν στην συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ, υπεροχή η οποία πρέπει να καταδεικνύεται όλο και πιο συχνά και να οδηγεί στην καθυπόταξη κάθε αμφισβητία (από τον Σαντάμ και τον Μουλά Ομάρ, έως τον… Πούτιν και τον Σιράκ) [Βλέπε το άρθρο του Μισέλ Σοσουντόφσκυ «Η Ευρώπη εναντίον του αγγλοαμερικανικού άξονα», σσ. 40-43]. Η οικονομική πρωτοκαθεδρία διασφαλίζεται δια των όπλων (η πρόσβαση στα πετρέλαια του Ιράκ για τις αμερικάνικες εταιρείες επιτυγχάνεται με τον πόλεμο). Και στο επίπεδο της εσωτερικής οικονομίας των ΗΠΑ, μετά την κρίση των εταιρειών της πληροφορικής και του χρηματιστηρίου –καταβαράθρωση του δείκτη Nasdaq, κρίση της Amazon, Enron κλπ., εταιρειών συνδεδεμένων με την πληροφορική και χρηματιστική παγκοσμιοποίηση– στο επίκεντρο της αμερικανικής οικονομίας θα περάσουν και πάλι οι εταιρείες πετρελαίου και οπλικών συστημάτων. Αυτή η εξέλιξη χαρακτηρίζει και την πολιτική του πιο στενού συνεργάτη των ΗΠΑ, του Ισραήλ. Οι απόπειρες εμπορικής και χρηματιστικής διείσδυσης στις αραβικές οικονομίες των προηγούμενων χρόνων εγκαταλείφθηκαν και παραχώρησαν τη θέση τους στον διαρκή και ανελέητο επεκτατικό πόλεμο κατά των Παλαιστινίων, για να κερδηθεί ο «ζωτικός χώρος» τον οποίον χρειάζεται το Ισραήλ έως τις όχθες του Ιορδάνη.
Επομένως βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολεμική μετεξέλιξη του κυρίαρχου σήμερα διδύμου ΗΠΑ-Ισραήλ που έχει βαθιές οικονομικές και κοινωνικές ρίζες.
Συχνά έχουμε αναφερθεί σε αυτές τις εξελίξεις [Βλέπε τα τεύχη του Άρδην 32, 33-34, 35, το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Δεκέμβριος 2001 και το πρόσφατο βιβλίο του Em. Todd, Μετά την Αυτοκρατορία, Εκδόσεις Κριτική], θα μέναμε όμως σε έναν απλό οικονομισμό εάν δεν προσπαθούσαμε να διερευνήσουμε πώς συντελέστηκε η ιδεολογική προετοιμασία αυτών των μετασχηματισμών και ποιες είναι οι πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από το φαινόμενο Μπους και το κάνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδιαιτέρως επικίνδυνο. Σε αυτές τις αιτίες θα επικεντρωθεί κυρίως το αφιέρωμα που ακολουθεί:
Η άνοδος του Μπους και της πολιτικής του στηρίχτηκε στην άνοδο και τη σύγκλιση τριών μεγάλων και ισχυρών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων:
Α. Του φονταμενταλιστικού προτεσταντισμού, που αποτελεί και τη μαζική βάση του «φαινομένου Μπους». Οι newborn –ξαναγεννημένοι– Χριστιανοί, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Τζωρτζ Μπους ο νεώτερος, αριθμούν 40-50 εκατομμύρια, ενώ οι τηλε-ευαγγελιστές διαθέτουν τεράστια απήχηση και οικονομική ισχύ. Οι παραδοσιακές προτεσταντικές εκκλησίες υποχωρούν διαρκώς μπροστά στους ξαναγεννημένους ευαγγελικούς οι οποίοι αναδείχτηκαν, μέσα σε είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, ίσως στο ισχυρότερο λόμπυ των σημερινών ΗΠΑ. [Σε αυτούς αναφέρονται ιδιαίτερα τα άρθρα του Θεόδωρου Ντρίνια «Ο Θεός να ευλογεί την Αμερική», σσ. 24-26 και της Ίνγκριντ Καρλάντερ, «Η αποθέωση της θρησκείας-θεάματος», σσ. 29-33.]
Β. Του εβραϊκού σιωνισμού, ο οποίος κατόρθωσε να κυριαρχήσει στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοεβραίοι, παραδοσιακά φιλελεύθεροι και ταυτισμένοι με την «αριστερή» πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, με το κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ και υπέρ των εγχρώμων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και υπέρ μιας ειρηνικής λύσης του παλαιστινιακού, μετεστράφησαν ριζικά: Τώρα ένα μεγάλο μέρος τους θα υποστηρίζει πλέον την πολιτική του Σαρόν στο Ισραήλ, θα τροφοδοτεί τον αντιμουσουλμανισμό και αντιαραβισμό των ΜΜΕ και του Χόλλυγουντ, όπου κυριαρχούν, θα υποστηρίζει όλο και περισσότερο τους ρεπουμπλικάνους και τις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, και θα κατευθύνει αναλόγως την πολιτική των ΗΠΑ, εξ αιτίας της τεραστίας ισχύος του λόμπι σε όλα τα οικονομικά και πολιτικά κέντρα αποφάσεων.[ Για το ζήτημα του σιωνισμού και του Ισραήλ βλέπε τα άρθρα των Μάθιου Ένγκελ «Οι νέοι σιωνιστές», σσ. 27-28, το κείμενο υποστήριξης του Ισραήλ από τον παλιό αριστεριστή Ντέϊβιντ Χόροβιτς, σσ. 44-46 .]
Γ. Του νεο-συντηρητικού ρεύματος, που αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια και διαμορφώνει την ιδεολογική βάση της Νέας Τάξης: Νεο-συντηρητικοί, όπως αυτοαποκαλούνται, όχι μόνο διότι, στην πλειοψηφία τους, προέρχονται από την Αριστερά (είτε του δημοκρατικού κόμματος είτε ακόμα και από το κομμουνιστικό κόμμα, την τροτσκιστική Αριστερά ή το κίνημα της δεκαετίας του 1960 και τους εβραίους φιλελευθέρους), αλλά και διότι, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, θέλουν να εισαγάγουν ένα νέο πνεύμα στη συντηρητική άποψη. Οι νεο-συντηρητικοί δεν αρκούνται στη «συντήρηση» αλλά προωθούν μια επιθετική πολιτική στο εσωτερικό: ακραίος νεο-φιλελευθερισμός στην οικονομία, κατάργηση των θετικών διακρίσεων που έχουν θεσπιστεί υπέρ των μειονοτήτων, ολοκληρωτική αποδιάρθρωση του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας – ούτως ώστε να θεμελιωθεί μια πλήρως χομπσιανή κοινωνία απελευθερωμένου ανταγωνισμού. Στις εξωτερικές σχέσεις, είναι οπαδοί της επιθετικής πολιτικής και της απομάκρυνσης παραδοσιακών συντηρητικών κυβερνήσεων –τύπου Σαουδικής Αραβίας– και της εγκατάστασης φιλοδυτικών εκσυγχρονιστικών κυβερνήσεων –όπως σκοπεύουν να προωθήσουν στο Ιράκ. [Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του διανοουμένου της κυβέρνησης Μπους, Ρόμπερτ Κάπλαν, σσ. 52-54, που προδιαγράφει από τα τέλη του 2002 ένα «Σενάριο για τη μετά-Σανταμ εποχή».] Οι νεοσυντηρητικοί –που συχνά συμμετέχουν παραλλήλως και στο σιωνιστικό λόμπυ– επιτάχυναν την ιδεολογική τους συγκρότηση στη διάρκεια των δύο τετραετιών της κυβέρνησης Κλίντον και αποτέλεσαν το προζύμι για τη σύγκλιση των τριών ρευμάτων. Ιδεολογικό τους Μανιφέστο υπήρξε το «Σχέδιο για έναν Νέο Αμερικανικό Αιώνα» που εξεδόθη το 1997 (στα ελληνικά εκδόθηκε στο σύνολό του ως ένθετο στον «Κόσμο του Επενδυτή»).
Το νεο-συντηρητικό ρεύμα εγκαινιάζεται από τον πρώην τροτσκιστή Ίρβινγκ Κρίστολ και τον ριζοσπάστη Νόρμαν Πόντορετς –οι οποίοι εγκαταλείπουν τη ριζοσπαστική εβραιοαμερικανική παράδοση, ήδη από τη δεκαετία του 1960, όταν ο Κρίστολ εκδίδει το περιοδικό Public Interest. Στη συνέχεια, με την ενίσχυση ιδρυμάτων όπως το American Enterprise Institute και την έκδοση του Weekly Standard από τον Γουΐλιαμ Κρίστολ, γιο του Ίρβινγκ, οι νεο-συντηρητικοί ανέρχονται στο προσκήνιο της αμερικανικής ζωής. [Στους νεοσυντηρητικούς αναφέρεται το άρθρο του Μάικλ Λιντ, «Πώς οι νεοσυντηρητικοί κατέκτησαν την Ουάσινγκτον», σσ. 34-35 και της δημοσιογραφικής ομάδας του Ομπσέρβερ, «βαθειές είναι οι ρίζες του μίσους του Μπους για τον Σαντάμ», σσ. 46-48.]
Όπως επισημάναμε, αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η συνέργεια που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτών των τριών ρευμάτων, που στο παρελθόν διαφορίζονταν έντονα μεταξύ τους. Οι φονταμενταλιστές προτεστάντες παραδοσιακά είχαν ισχυρούς δεσμούς με την αντιεβραϊκή ακροδεξιά της Κου Κλουξ Κλαν, την αντιομοσπονδιακή παράδοση –στους οποίους εντάσσεται και ο Μακ Βη που ανατίναξε το κυβερνητικό κτίριο στην Οκλαχόμα– τα φιλοναζιστικά κόμματα και ρεύματα κ.ά. Οι «Εβραίοι», ταυτισμένοι με την Αριστερά και την «έκλυση των ηθών» των μεγαλουπόλεων, αποτελούσαν τον κατ’ εξοχήν αντίπαλό τους, στον ίδιο βαθμό με τον κομμουνισμό.
Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αρχίζουν να αναπτύσσονται τάσεις στήριξης του Ισραήλ, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις θα επισφραγίσουν τη νέα συμμαχία. Σιωνιστές και προτεστάντες φονταμενταλιστές θα ενωθούν στο κοινό μίσος και την απέχθειά τους για τους μουσουλμάνους και τους Άραβες, ενώ η σταδιακή απομάκρυνση των Αμερικανοεβραίων από τη συμμαχία τους με τους Αφροαμερικανούς θα ανοίξει τον δρόμο για τη συνεννόηση μεταξύ των «λευκών». Επί πλέον, οι προτεστάντες φονταμενταλιστές θα ανακαλύψουν και θεολογικές βάσεις προσέγγισης με τον σιωνισμό. Το προτεσταντικό δόγμα αναφέρεται προνομιακά στην Παλαιά Διαθήκη και καλλιεργεί ομότροπα με τον εβραϊσμό το πρακτικό πνεύμα της παραγωγικότητας και του εμπειρισμού. Εξάλλου, σύμφωνα με τα κηρύγματα των τηλε-ευαγγελιστών, η Δευτέρα Παρουσία προϋποθέτει τον προσηλυτισμό των Εβραίων στο Χριστιανισμό. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει πρώτα να «επιστραφούν» στους Εβραίους όλοι οι Άγιοι Τόποι. Όπερ έδει δείξαι. Παράλληλα, η υστερική επιθετικότητα των φονταμενταλιστών εναντίον κάθε «εχθρού» συναντάει τη λογική του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» του σύγχρονου σιωνισμού. Τέλος, ο θαυμασμός για τις στρατιωτικές «αρετές» του Ισραήλ είναι έκδηλος στα κείμενα και τα κηρύγματα των «ξαναγεννημένων».[ Πάνω σε αυτή τη σύγκλιση, βλέπε το κείμενο του Ιμπραήμ Γουάρντ «Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη πριν την έλευση του Μεσσία», σσ. 36-38, και την Επιστολή των νεοσυντηρητικών στον πρόεδρο Μπους για εντονότερη υποστήριξη του Ισραήλ, σσ. 38-39.]
Οι νεοσυντηρητικοί, με τις εκδόσεις, τα περιοδικά, τις πανεπιστημιακές τους έδρες, τα ιδρύματα στα οποία κυριαρχούν, αποτέλεσαν τη γέφυρα που επέτρεψε αυτές τις συγκλίσεις και συγκρότησε το ενιαίο ιδεολογικό και πολιτικό δόγμα το οποίο υποστηρίζει αυτή την πανίσχυρη συμμαχία.
Είναι προφανές λοιπόν πως η ανατροπή μιας τόσο ισχυρής συμμαχίας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και το φαινόμενο Μπους, όπως ο ρηγκανισμός παλιότερα, έχει μεγάλη πιθανότητα να συνεχίσει να μας απασχολεί για πολλά χρόνια ακόμα.