Οπως έκανε και η Κυβέρνηση του Κλίντον, η σημερινή κυβέρνηση της Γερμανίας, και ιδιαίτερα το Υπουργείο Εξωτερικών του Γιόσκα Φίσερ, δικαιολόγησαν την επέμβασή τους στο Κόσοβο υπογραμμίζοντας την “ανθρωπιστική καταστροφή”, τη “γενοκτονία” και την ‘”εθνική εκκαθάριση” που συντελείται εκεί, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν της νατοϊκής επίθεσης. Τα εσωτερικά ντοκουμέντα που δημοσιεύονται προέρχονται από το υπουργείο του Φίσερ και από διάφορα περιφερειακά Διοικητικά Δικαστήρια της Γερμανίας, καλύπτουν τον χρόνο πριν την αεροπορική επίθεση του NATO και πιστοποιούν ότι δεν συγκεντρώνονται τα κριτήρια εθνικής εκκαθάρισης και γενοκτονίας. Τα ντοκουμέντα του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν απαντήσεις σε ερωτήσεις δικαστηρίων προκειμένου να αποφασίσουν για το καθεστώς των Αλβανών Κοσοβάρων προσφύγων στη Γερμανία. Παρά το ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως είναι πιθανό να υποτιμάται η ανθρωπιστική καταστροφή προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των προσφύγων, ωστόσο παραμένει άκρως σημαντικό το ότι το Υπουργείο Εξωτερικών, σε αντίθεση με τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του για εθνική εκκαθάριση και γενοκτονία, προκειμένου να δικαιολογήσει την επέμβαση του NATO, κατ’ ιδίαν, εξακολουθούσε να τις αρνείται ως πολιτική της Γιουγκοσλαβίας σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο. Και αυτή εξακολουθούσε να είναι η εκτίμησή τους ακόμα και τον Μάρτιο αυτού του χρόνου. Έτσι, αυτά τα ντοκουμέντα τείνουν να αποδείξουν ότι η αποτροπή της γενοκτονίας δεν αποτέλεσε την αιτία λόγω της οποίας η γερμανική κυβέρνηση και το NATO επενέβησαν στο Κοσσυφοπέδιο, και πως αυτή η γενοκτονία (όπως γίνεται κατανοητή στο γερμανικό και διεθνές δίκαιο), στο Κοσσυφοπέδιο, δεν προηγήθηκε των βομβαρδισμών του NATO, τουλάχιστον όχι στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις αρχές του 1998 και τον Μάρτιο του 1999, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα αυτών των βομβαρδισμών.
Αποσπάσματα αυτών των επίσημων αρχείων συγκέντρωσε η IALANA (International Association of Lawyers Against Nuclear Arms- Διεθνής Ένωση Δικηγόρων Κατά Των Πυρηνικών Όπλων) η οποία τα έστειλε σε διάφορα μέσα ενημέρωσης. Τα κείμενα που χρησιμοποιούνται εδώ δημοσιεύτηκαν στη γερμανική Junge Welt, στις 24 Απριλίου 1999.. Σύμφωνα με τις πηγές μου, αυτά είναι μια πλήρης αναπαραγωγή των ντοκουμέντων που υπάρχουν στα γερμανικά ΜΜΕ τη στιγμή που αυτά γράφτηκαν. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τη δική μου μετάφραση αυτών των δημοσιευμένων αποσπασμάτων.
Έρικ Κανεπά
Μπρεχτ Φόρουμ, Νέα Υόρκη, 28 Απριλίου 1999.
I: Αναφορά Υπηρεσίας Πληροφοριών. Από το Υπουργείο Εξωτερικών, 6 Ιανουαρίου 1999, προς το Διοικητικό Δικαστήριο της Βαυαρίας, Ανσμπαχ:
“Αυτή τη χρονική περίοδο, στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Ο.Δ.Γ.), παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση επιστροφής των προσφύγων στις κατοικίες τους, παρά την τραγική οικονομική κατάσταση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (σύμφωνα με επίσημες πληροφορίες της Ο.Δ.Γ., 700.000 πρόσφυγες από την Κροατία, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη στεγάστηκαν από το 1991 και μετά), δεν έχουν γίνει γνωστά περιστατικά χρόνιου υποσιτισμού ή ανεπαρκούς ιατρικής περίθαλψης μεταξύ των προσφύγων ούτε έχει παρατηρηθεί σημαντικό ποσοστό αστέγων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών, κάποιοι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου (και η στενή τους οικογένεια) έχουν ακόμα περιορισμένες δυνατότητες εγκατάστασης σε αυτά τα σημεία της Γιουγκοσλαβίας στα οποία ήδη ζουν συμπατριώτες ή φίλοι τους που είναι έτοιμοι να τους υποδεχθούν και να τους στηρίξουν”.
II. Αναφορά Υπηρεσίας Πληροφοριών από το Υπουργείο Εξωτερικών, 12 Ιανουαρίου 1999, προς το Διοικητικό Δικαστήριο της Τρίρ (Αζ: 514-516.80/32 426):
“Ακόμα και στο Κοσσυφοπέδιο,δεν έχουν επαληθευτεί σαφείς πολιτικές διώξεις ενάντια στην αλβανική εθνότητα. Η ανατολική περιοχή του Κοσσυφοπεδίου δεν έχει ακόμα εμπλακεί σε ένοπλες συγκρούσεις. Η δημόσια ζωή, σε πόλεις όπως η Πρίστινα, το Ουρό-σεβατς, το Γκντζίλαν, κ. ά., σε όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων, συνεχίστηκε σε σχετικά φυσιολογικές συνθήκες.” Οι “ενέργειες των δυνάμεων ασφαλείας δεν κατευθύνονταν κατά των Αλβανών-Κοσοβάρων, ως εθνικά προσδιορισμένη ομάδα, αλλά κατά των στρατιωτικών αντιπάλων και των πραγματικών ή υποτιθέμενων υποστηρικτών τους.”
III. Αναφορά του Υπουργείου Εξωτερικών, 15 Μαρτίου 1999, (Αζ: 514-516.80/33841) προς το Διοικητικό Δικαστήριο, Μάιντς:
“Όπως αναφέρεται στην αναφορά (status report) της 18ης Νοεμβρίου 1998, ο Α.Σ.Κ. ανακατέλαβε τις θέσεις του μετά τη μερική απόσυρση των (σερβικών) δυνάμεων ασφαλείας, τον Οκτώβριο 1998, και έτσι ελέγχει και πάλι ευρείες περιοχές στη ζώνη των συγκρούσεων. Πριν από τις αρχές της Άνοιξης του 1999, παρατηρούνταν ακόμα συγκρούσεις ανάμεσα στον Α.Σ.Κ. και τις δυνάμεις ασφαλείας, παρ’ ότι αυτές δεν έχουν μέχρι τώρα πλησιάσει το επίπεδο της έντασης των συγκρούσεων, που είχε παρατηρηθεί την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1998.”
IV. Γνωμοδότηση του Διοικητικού Δικαστηρίου της Βαυαρίας, 29 Οκτωβρίου 1998 (Αζ: 22 ΒΑ 94.34252):
“Οι αναφορές ίου Υπουργείου Εξωτερικών της 6ης Μαΐου, της 8ης Ιουνίου και 13ης Ιουλίου 1998, που επιδόθηκαν στους ενάγοντες στην κλήτευση για προφορική διαβούλευση, δεν επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχουν διώξεις της αλβανικής εθνότητας στο Κοσσυφοπέδιο, ούτε ακόμα και τοπικές διώξεις, που στρέφονται κατά των Αλβανών σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, μπορούν να παρατηρηθούν με αρκετή βεβαιότητα. Οι βίαιες ενέργειες του γιουγκοσλαβικού στρατού και της αστυνομίας, από τον Φεβρουάριο του 1998 και μετά, απέβλεπαν στις αποσχιστικές δραστηριότητες και δεν αποτελούν απόδειξη διώξεων του συνολικού πληθυσμού των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου ή μέρους αυτού. Αυτό που περιλαμβανόταν στις βίαιες και ακραίες ενέργειες της Γιουγκοσλαβίας από τον Φεβρουάριο του 1998 και μετά ήταν μια επιλεκτική βίαιη δράση κατά του παράνομου στρατιωτικού κινήματος (ιδιαιτέρως του Α.Σ.Κ.) και των ανθρώπων που βρίσκονταν σε άμεση επαφή μαζί του στις περιοχές δράσης του… Ένα κρατικό πρόγραμμα ή δίωξη με στόχο τον συνολικό αλβανικό πληθυσμό ούτε τώρα υπάρχει, ούτε υπήρξε προηγουμένως.”
V. Γνωμοδότηση του Διοικητικού Δικαστηρίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, 4 Φεβρουαρίου 1999 (Αζ: Α 14 S 22276/98):
“Οι διάφορες αναφορές που παρουσιάστηκαν στη Γερουσία συμφωνούν όλες ότι η ανθρωπιστική καταστροφή, που συχνά πολλοί φοβούνται ότι απειλεί τον πληθυσμό των Αλβανών, έχει αποτραπεί. Αυτή φαίνεται να είναι η κατάσταση από τότε που περιορίστηκαν οι μάχες ύστερα από μια συμφωνία που έγινε με τη σερβική ηγεσία στα τέλη του 1998 (Αναφορά Status report του Υπουργείου Εξωτερικών, 8 Νοεμβρίου 1998). Από τότε, τόσο η κατάσταση ασφάλειας όσο και οι συνθήκες ζωής του πληθυσμού αλβανικής καταγωγής βελτιώθηκαν αισθητά. Ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις, η δημόσια ζωή έχει, στο εξής, επανέλθει σε σχετικά φυσιολογική κατάσταση (σχετικά με αυτό, βλέπε Υπουργείο Εξωτερικών, 12 Ιανουαρίου 1999, προς το Διοικητικό Δικαστήριο της Τρήρ, 28 Δεκεμβρίου 1998, προς το Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο του Δύνεμπεργκ και 23 Δεκεμβρίου 1998 προς το Διοικητικό Δικαστήριο του Κάσελ), έστω και αν διάφορες εντάσεις ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες αυξήθηκαν στο μεταξύ λόγω ατομικών πράξεων βίας εναντίον αμάχων, (π. χ. στο Ρατσάκ, αποδόθηκαν από την κοινή γνώμη στη σερβική πλευρά και προκάλεσαν μεγάλη αγανάκτηση). Όμως, ο αριθμός και η συχνότητα τέτοιων ακροτήτων δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι κάθε Αλβανός που ζει στο Κοσσυφοπέδιο είναι εκτεθειμένος σε τεράστιο κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα ούτε και ο καθένας που επιστρέφει εκεί απειλείται με θάνατο οι σοβαρές βλάβες.”
VI: Γνωμοδότηση του Ανωτέρου Διοικητικού Δικαστηρίου στο Μύνστερ, 24 Φεβρουαρίου 1999 (Αζ: 14 Α 3840/94, Α):
“Σήμερα, δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη κάποιου μυστικού προγράμματος ή μιας μη εκπεφρασμένης επιδίωξης της σερβικής πλευράς με στόχο να εκκαθαρισθεί ο αλβανικός λαός, να εκδιωχθεί ή να καταδιωχθεί με τον ακραίο τρόπο που σήμερα περιγράφεται. Εάν η σερβική κρατική εξουσία, εφαρμόζοντας τους νόμους της, ασκεί, υποχρεωτικά, πίεση στην αλβανική εθνική μειονότητα, η οποία με τη σειρά της
γυρίζει τις πλάτες στο κράτος και υποστηρίζει κάποιο μποϊκοτάζ, τότε η αντικειμενική κατεύθυνση αυτών των μέτρων δεν συνιστά προγραμματική επιδίωξη αυτής της πληθυσμιακής ομάδας. Ακόμα και αν το σερβικό κράτος ήταν πρόθυμο να δεχτεί ότι ένα μέρος του πληθυσμού θα μετανάστευε, επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται σε απελπιστική θέση ή αντιτίθεται στα κατασταλτικά μέτρα, τότε ακόμα και αυτό δεν αντιπροσωπεύει κάποιο πρόγραμμα διώξεων, με στόχο το σύνολο των Αλβανών (στο Κοσσυφοπέδιο).”
“Επιπλέον, εάν το (γιουγκοσλαβικό) κράτος αντιδρά σε αποσχιστικές απόπειρες με σταθερή και δριμεία εφαρμογή των νόμων του και με αντιαποσχιστικά μέτρα, και αν κάποιοι, σαν αποτέλεσμα αυτών των μέτρων, αποφασίσουν να φύγουν στο εξωτερικό, αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη πολιτική του (γιουγκοσλαβικού) κράτους με σκοπό τον εξοστρακισμό και την εκδίωξη της μειονότητας, αντιθέτως, στοχεύει στο να διατηρήσει αυτούς τους ανθρώπους μέσα στο ομοσπονδιακό κράτος”.
“Μετά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 1998, τα γεγονότα δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη προγράμματος διώξεων με βάση την αλβανική εθνικότητα. Τα μέτρα που ελήφθησαν από τις σερβικές ένοπλες δυνάμεις αποβλέπουν κατά κύριο λόγο στην καταπολέμηση του Α.Σ.Κ. και τους υποτιθέμενους υποστηρικτές και μέλη τους.”
VII: Γνωμοδότηση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου στο Μύνστερ, 11 Μαρτίου 1999 (Αζ: 13Α 3894/94.Α):
“Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου ούτε στο παρελθόν ούτε τώρα βρίσκονται εκτεθειμένοι σε διώξεις, είτε περιφερειακές είτε σε πανεθνικό επίπεδο, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.” (θέσις 1).
Μετάφραση, Χριστίνα Σταματοπούλοι