του Γιώργου Ρακκά
Στο Ιράν, πυκνώνουν οι φήμες που θέλουν την διαβόητη ‘αστυνομία ηθών’ να καταργείται.
Το καθεστώς, διά στόματος του Γενικού Εισαγγελέα πήρε αποστάσεις από το Σώμα, ωστόσο κανείς ακόμα δεν γνωρίζει αν οι κληρικοί ‘τεστάρουν’ αντιδράσεις και δοκιμάζουν να κάμψουν με προσχηματικές κινήσεις το μαζικότατο κίνημα που έχει ξεσπάσει με αφορμή την δολοφονία της ιρανο-κούρδισσας Ζίνα (Μάσα) Αμίνι από αστυνομικούς αυτού του ειδικού σώματος.
Στην πράξη, όμως, σε πολλές περιοχές του Ιράν –όχι μόνο σε εκείνες των Κούρδων, αλλά και σε περιοχές άλλων εθνικών μειονοτήτων όπως οι Βαλούχοι, επίσης στην ίδια την Τεχεράνη, και πόλεις που άλλοτε θεωρούνταν προπύργια του καθεστώτος, η αστυνομία ηθών δεν μπορεί εν τοις πράγμασι να κυκλοφορήσει στους δρόμους. Ούτε η υποχρεωτικότητα της μαντίλας ισχύει πια, και οι διαβόητες πολιτοφυλακές Μπασίτζ, που έχουν συνδέσει τ’ όνομά τους με τη σκληρή καταστολή της εξέγερσης (περίπου 500 νεκροί μέχρι σήμερα) καταδιώκονται όπου κι αν εμφανιστούν.
Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν δοκιμάζεται από τη βαθύτερη, πλατύτερη και συνταρακτικότερη εξέγερση που υπήρξε σε όλα τα χρόνια της κυριαρχίας του –από την Επανάσταση του 1979.
Ο αγώνας για την αξιοπρέπεια των γυναικών βρίσκεται μεν στο επίκεντρο, αλλά σε αυτόν όλες οι κοινωνικές ομάδες που αισθανόταν ασφυξία υπό την τυραννία των κληρικών βλέπουν το δικό τους πρόσωπο: Οι Κούρδοι, οι Βαλούχοι και οι Αζέροι, τα κατώτερα στρώματα που υποφέρουν από τη διαφθορά την οικονομική ακινησία και τον νεποτισμό του καθεστώτος, τα μεσαία στρώματα των πόλεων και οι νέοι, που συνθλίβονται στις μυλόπετρες του δεσποτισμού και των αρτηριοσκληρωτικών κανόνων της άρχουσας γεροντοκρατίας.
Στο σημερινό κίνημα συμπυκνώνονται όλοι οι προηγούμενοι κύκλοι των κινητοποιήσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία 15 χρόνια, από εκείνες του 2009, που κατήγγειλαν τη νοθεία στις εκλογές και απαιτούσαν πραγματική δημοκρατία, μέχρι τις κινητοποιήσεις για την ακρίβεια και το υψηλό κόστος διαβίωσης που ξέσπασαν το 2019.
Το γυναικείο ζήτημα δεν βρίσκεται τυχαία στο επίκεντρο, καθώς, η χειραφέτηση των γυναικών από τους αυστηρότατους περιορισμούς στην ιδιωτική και την δημόσια ζωή που προβλέπει ο ισλαμικός νόμος κλονίζει τα θεμέλια του θεοκρατικού καθεστώτος. Το ζήτημα της μαντίλας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ισλαμικής ιδεολογίας: συμβολίζει την περιθωριοποίησή τους από τον δημόσιο χώρο, από μίαν αντίληψη που υπαγορεύει ότι ο κατ’ εξοχήν τους χώρος βρίσκεται μέσα στο σπίτι· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οφείλουν να κυκλοφορούν στους δρόμους ‘απρόσωπες’, δηλαδή καλυμμένες.
Η αμφισβήτηση, λοιπόν, του ιερού κανόνα συνεπάγεται ρήξη με τα θεμέλια της θεοκρατικής λογικής· και είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται από το 1979 σε αυτό το επίπεδο, γεγονός που αποδεικνύει το βάθος του ρήγματος που έχει ανοίξει στο εσωτερικό της ιρανικής κοινωνίας. Το ότι δε, πλείστα όσα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης συσπειρώνονται γύρω από το κεντρικό σύνθημα Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία καταδεικνύει πως η δυσαρέσκεια πλέον στοχοποιεί τον ίδιο το χαρακτήρα του καθεστώτος.
Η σημασία αυτής της εξέλιξης είναι καίρια όχι μόνον για το Ιράν αλλά για το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο που η ισλαμική επανάσταση του 1979 σηματοδότησε μιαν ευρύτερη καμπή –όχι μόνον για τον σιιτικό αλλά για και τον σουνιτικό κόσμο– καθώς σήμανε την αφετηρία ενός ρεύματος ριζοσπαστικοποίησης του ισλαμισμού, έτσι και τώρα η εμφάνιση ενός λαϊκού κινήματος στην καρδιά της θεοκρατίας με προμετωπίδα του την εκκοσμίκευση, δείχνει ότι το εκκρεμές αρχίζει και στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το ιρανικό κίνημα, λοιπόν, έρχεται να προστεθεί σε αυτό των Κούρδων που –ιδίως στη Συρία– πρεσβεύουν ένα μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης το οποίο υπερβαίνει τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς· και εκφράζει μια κουλτούρα συνύπαρξης των πολιτισμών, που ιστορικά ήταν κυρίαρχη στην ευρύτερη περιοχή προτού καταπλακωθεί από την ισλαμική επέκταση.
Υπάρχει, ακόμα, και μια ακόμη διάσταση με το κίνημα στο Ιράν, εξίσου ενδιαφέρουσα. Συγχρονίζεται με την ουκρανική εθνική αντίσταση στη ρωσική εισβολή, ακόμα, τα κινήματα στο Χονγκ Κόνγκ και την Ταϊβάν, που προτάσσουν τα δικά τους αιτήματα αυτονομίας και εκδημοκρατισμού έναντι του ‘σινικού γίγαντα’, ή την κουρδική αντίσταση στη Συρία. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, οι μαζικές κινητοποιήσεις συγκρούονται με τα δεσποτικά καθεστώτα του ‘Ευρασιατικού άξονα’, τις ‘παλιές αυτοκρατορίες’. Συμπυκνώνουν μέσα τους αιτήματα εθνικά, κοινωνικά, προσωπικής και συλλογικής αξιοπρέπειας. Συγκρούονται με τον επεκτατικό, και συνάμα δεσποτικό χαρακτήρα των καθεστώτων.
Επί της ουσίας, αντιμάχονται τον ρεβανσιστικό τους χαρακτήρα, δηλαδή την υπόσχεση που δίνουν ότι θα αναβιώσουν τα μεγαλεία ενός περασμένου αυτοκρατορικού παρελθόντος, αξιώνοντας μάλιστα να αναδιοργανώσουν σε αυτή την βάση τις ισορροπίες του παγκόσμιου συστήματος.
Και εδώ ακριβώς έγκειται μια ακόμη πανουργία της Ιστορίας: η προπαγάνδα όλων των Ευρασιατικών καθεστώτων, από τον Πούτιν στον Ερντογάν, και από τον Σί στον Ραΐσι, θέλει τα κινήματα αυτά να αποτελούν ‘ενεργούμενα της Δύσης’, που υποτίθεται ότι φράσσουν τον δρόμο στην έλευση ενός πολυπολικού κόσμου. Στην πραγματικότητα είναι τα κινήματα αυτά που τον επιταχύνουν, καθώς αγωνίζονται να αποτινάξουν το δίδυμο επεκτατισμού και τυραννίας το οποίο και απειλεί να καταβυθίσει την ιστορία των πρώτων δεκαετιών του 21ου στις πολεμικές περιπέτειες των μη-δυτικών ιμπεριαλισμών.
«Κάτι κινείται», επομένως, στην περίμετρο και την καρδιά του Ευρασιατικού τόξου. Και η Δύση, αποτελματωμένη στο δικό της πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτικό αδιέξοδο οφείλει να αφουγκραστεί τι έχουν να της πουν οι κινήσεις αυτές.