Αρχική » Η μάχη του Βαλτετσίου – Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Η μάχη του Βαλτετσίου – Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

από Άρδην - Ρήξη

Απόσπασμα από το βιβλίο των Τάσου Χατζηαναστασίου και Μαρία Κασιμάτη, Πολεμώντας το ’21, Εναλλακτικές Εκδόσεις (2021).

Το Βαλτέτσι είναι ορεινό χωριό της πρώην επαρχίας Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας και σήμερα ανήκει στον δήμο Τριπόλεως από την οποία απέχει 12 χλμ. προς Ν. Βρίσκεται, επίσης, 6 χλμ δυτικά του δρόμου Τρίπολης – Καλαμάτας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.050 μέτρων μέσα σε χαράδρα, στις νότιες πλαγιές του Μαινάλου και αποτελεί πέρασμα σε οροπέδιο ανάμεσα σε τέσσερα υψώματα (Χωματοβούνι, Μύλοι, Νταβρουλέικα και Κούκοι) με δύο μόνο διαβάσεις, μία από τα ΝΑ και μία από τα ΒΑ. Αν δει κανείς μάλιστα τον χάρτη της Πελοποννήσου, φαίνεται το Βαλτέτσι να βρίσκεται στο κέντρο της, ως φυσικό οχυρό, κι αυτό δικαιολογεί τη σημασία που είχε ο έλεγχός του στην Επανάσταση.

Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο (άνοιξη του ’21)

«25 Μαρτίου ήταν η μέρα της γενικής επαναστάσεως», γράφει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του. Η Επανάσταση ήταν να ξεκινήσει του Ευαγγελισμού, καθώς όλα τα σημαντικά γεγονότα συνδυάζονταν συμβολικά με θρησκευτικές επετείους. Πολύ χαρακτηριστικό και το ότι η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1814, του Σταυρού, δηλαδή. Παρ’ όλα αυτά, όπως συμβαίνει συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις, δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί με συνέπεια η προσυμφωνημένη ημερομηνία είτε γιατί η προετοιμασία είχε γίνει αντιληπτή από τους Τούρκους, οπότε επισπεύστηκε το ξέσπασμά της, είτε γιατί παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις για διάφορους λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς. Το ίδιο έγινε, όπως είδαμε, και στη Μολδοβλαχία. Έτσι, οι Έλληνες απελευθέρωσαν πρώτα τα Καλάβρυτα στις 21 Μαρτίου και μπήκαν στην Πάτρα στις 22. Στις 23 Μαρτίου απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και το Αίγιο και στη συνέχεια κι άλλες περιοχές. Ο Κολοκοτρώνης μεταφέρει ένα κλίμα ενθουσιασμού, συγκίνησης και κατάνυξης, που συνόδευε τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στον Μοριά:

Κινώντας εγώ είχαν μια προθυμίαν οι Έλληνες όπου όλοι με τας εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις. – Μου ήρχετο ποτέ να κλαύσω. Από την προθυμίαν όπου έβλεπα.

Παράλληλα, άρχισε η πολιορκία των κάστρων των πόλεων όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι περιμένοντας βοήθεια, καθώς ο κύριος όγκος των τουρκικών στρατευμάτων είχε μετακινηθεί στην Ήπειρο με επικεφαλής τον Χουρσίτ Πασά για να καταστείλει την αποστασία του Αλή Πασά. Όπως αναφέρεται στις τουρκικές πηγές, η Ελληνική Επανάσταση αιφνιδίασε τις οθωμανικές αρχές, που δεν περίμεναν να πάρει τόσο μεγάλη έκταση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Χουρσίτ έστειλε δύο στρατιές που κινήθηκαν νότια με σκοπό να καταστείλουν την Επανάσταση στον Μοριά και τη Ρούμελη, την Aνατολική Στερεά Ελλάδα.

Η μία στρατιά είχε επικεφαλής τον Μουσταφά Κεχαγιάμπεη, όπως αναφέρεται στις ελληνικές πηγές, όνομα που δηλώνει τον τίτλο (κεχαγιάς) του αντιπροσώπου του σουλτάνου. Ο Κεχαγιάμπεης είχε ξεκινήσει από τα Γιάννενα με 3.500 στρατό, κυρίως Αλβανούς μουσουλμάνους, με διαταγή του Χουρσίτ, και είχε περάσει στην Πελοπόννησο από το Αντίρριο. Προχωρώντας προς την Τριπολιτσά διέλυσε τις πολιορκίες των Ελλήνων στην Πάτρα και την Κόρινθο κι αφού πυρπόλησε τη Βοστίτσα (το Αίγιο), στα τέλη Απριλίου κατόρθωσε να διαλύσει την πολιορκία του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, σκορπίζοντας τους επαναστάτες και σκοτώνοντας εκατοντάδες απ’ αυτούς. Επειδή θεωρούσε το Βαλτέτσι στρατηγικής σημασίας για την Πελοπόννησο, αποφάσισε να συγκροτήσει μεγάλη δύναμη, για να νικήσει τους Έλληνες και κατόπιν να επικρατήσει στη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Απώτερος σκοπός του ήταν να υποτάξει οριστικά ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η άλλη στρατιά, με επικεφαλής τον Ομέρ Βρυώνη, όπως είδαμε παραπάνω, κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα για να καταστείλει την Επανάσταση εκεί και ύστερα να περάσει στην Πελοπόννησο, κάτι που, όπως είδαμε, δεν έγινε ποτέ, κυρίως χάρη στην ηρωική αντίσταση των Ελλήνων με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς.

Η προετοιµασία των Ελλήνων και ο Κολοκοτρώνης

Ο κύριος όγκος των Ελλήνων επαναστατών με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη βρισκόταν σε τρία στρατόπεδα που είχαν συσταθεί με δική του πρωτοβουλία και σχημάτιζαν ένα νοητό τρίγωνο, στο Βαλτέτσι, την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι Αρκαδίας κοντά στην Τρίπολη, την πρωτεύουσα του πασαλικίου του Μοριά, που ήταν ο τελικός στόχος των αγωνιστών. Στην Πιάνα επικεφαλής ήταν ο Δημήτρης Πλαπούτας, στο Χρυσοβίτσι ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, ενώ άλλοι οπλαρχηγοί ηγούνταν στο Λεβίδι. Το Βαλτέτσι είχε εγκαταλειφθεί στις 24 Απριλίου, όταν ο Κεχαγιάμπεης επιτέθηκε στους επαναστάτες που το υπερασπίζονταν και τους ανάγκασε να υποχωρήσουν στα γύρω ορεινά. Χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά) και του Πλαπούτα, ο οπλαρχηγός Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κατάφερε να διατηρήσει τη θέση του στα υψώματα γύρω από το Βαλτέτσι, ενώ οι Τούρκοι επέστρεψαν στην Τριπολιτσά.

Ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία αυτής της θέσης, πρότεινε να ανακαταληφθεί. Οι οπλαρχηγοί των Βερβαίνων, Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης, επέμεναν να καταληφθεί το Ζέλι, νότια της λίμνης Τάκας. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Κολοκοτρώνη και στις 10 Μαΐου, αφού συγκεντρώθηκαν περισσότεροι οπλαρχηγοί κι αγωνιστές, ανακαταλήφθηκε το Βαλτέτσι και αποφασίστηκε να κατασκευαστούν κλειστοί προμαχώνες (ταμπούρια) στους λόφους γύρω από το χωριό και να χρησιμοποιηθούν ως οχυρά η εκκλησία και ορισμένα σπίτια. Τον ανατολικό προμαχώνα, στον λόφο Χωματοβούνι, κατέλαβαν ο Κυριακούλης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, τον δυτικό ο προχωρημένης ηλικίας –καθώς ήταν ήδη εβδομήντα έξι χρονών– αλλά με μοναδικό σθένος Μήτρος Πέτροβας, γνωστότερος ως Μητροπέτροβας, ο Δημήτρης Παπατσώνης και άλλοι Μεσσήνιοι, τον βορειοανατολικό οι Φλεσσαίοι, της οικογένειας δηλαδή του Παπαφλέσσα, και οι Γορτύνιοι οπλαρχηγοί. Στην εκκλησία οχυρώθηκαν οι Μπουραίοι, τα αδέρφια Κώστας, Ζαφείρης και Παναγιώταρος Μπούρας με το δικό τους σώμα, από τους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας. Γενικός αρχηγός ορίστηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, νεότερος αδελφός του Πετρόμπεη. Τέλος, στην επάνω Χρέπα των Τρικόρφων τοποθετήθηκε σκοπιά, που θα ειδοποιούσε έγκαιρα με καπνούς ποια θα ήταν η κατεύθυνση των εχθρικών στρατευμάτων.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν ο ιθύνων νους και η ψυχή του σχεδιασμού της μάχης. Κινούμενος αδιάκοπα μεταξύ Πιάνας, Χρυσοβιτσίου και Βαλτετσίου, δηλαδή στα τρία κύρια στρατόπεδα των επαναστατών, είχε τον έλεγχο όλης της επιχείρησης. «Εγώ εκοιμόμουν εις το Βαλτέτζι, εγευμάτιζα στην Πιάνα κι εδείπναγα εις το Χρυσοβίτζι», αφηγείται ο ίδιος γλαφυρά την αδιάκοπη κίνησή του μεταξύ των στρατοπέδων για εμψύχωση και οργάνωση της άμυνας.

Κινήσεις και σχέδια του τουρκικού στρατού

Τα ξημερώματα της 12ης Μαΐου, σώμα το οθωμανικού στρατού με επικεφαλής τον στρατηγό Βαρδουνιώτη Ρουμπή ξεκίνησε από την Τριπολιτσά και κατευθύνθηκε στα βόρεια του Βαλτετσίου. Σκοπός τους ήταν να παρεμποδίσουν την αποστολή βοήθειας από τα γειτονικά στρατόπεδα των Ελλήνων, στην Πιάνα και το Χρυσοβίτσι, που βρίσκονταν δυτικά, και ταυτόχρονα να διασπάσουν την άμυνα των Γορτυνίων που είχαν στήσει οχυρώματα. Μετά το πρώτο και κύριο σώμα στρατιωτών, οι Τούρκοι έστειλαν και δεύτερο σώμα με κατεύθυνση το Καλογεροβούνι, νότια του Βαλτετσίου, προς ενίσχυση του Ρουμπή. Επιπλέον, το εφεδρικό αυτό σώμα θα παρεμπόδιζε μαζί με τα σώματα που κατευθύνονταν προς το Φραγκόβρυσο και την Κανδρέβα (σημ. Ασέα), στα νότια του Βαλτετσίου, πιθανή αποστολή βοήθειας προς τους Έλληνες από τα Βέρβαινα. Επίσης, σχεδίαζαν να αποκόψουν τον δρόμο διαφυγής των Ελλήνων από το Βαλτέτσι και να τους εγκλωβίσουν εκεί ώστε να τους εξοντώσουν καταπνίγοντας κάθε αντίσταση. Το τουρκικό ιππικό κατέλαβε τους Αραχαμίτες, νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου, ενώ ακολούθησε και πέμπτο σώμα τριών χιλιάδων ανδρών με πολεμοφόδια και κανόνια.

Σχέδιο του Νικόλα Δημητριάδη

Η µάχη

Μόλις ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων, έσπευσε με το εκεί ελληνικό σώμα από το Χρυσοβίτσι στο Βαλτέτσι. Παράλληλα, ειδοποίησε τον Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα και τους άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου να κατευθυνθούν όσο γρηγορότερα γινόταν εκεί. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης πρόλαβε και κατέλαβε ένα ύψωμα στα βόρεια του χωριού κι άρχισε αμέσως επίθεση στο σώμα του Ρουμπή, που προσπαθούσε με κυκλωτικές κινήσεις να νικήσει τους οχυρωμένους στον ανατολικό και βορειοανατολικό προμαχώνα. Όταν κατά το μεσημέρι έφθασε και ο Πλαπούτας στα βορειοανατολικά του Βαλτετσίου, ενίσχυσε την ελληνική δύναμη πυρός. Την ίδια στιγμή, το σώμα του Ρουμπή βαλλόταν από τους οχυρωμένους στα ταμπούρια. Οι δυνάμεις του, παρά την αριθμητική τους υπεροχή, είχαν περιέλθει σε δύσκολη θέση. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε δυνάμεις από το Καλογεροβούνι, για να επιτεθούν στο ταμπούρι των Μανιατών. Και αυτή η έφοδος αποκρούσθηκε με επιτυχία από τους επαναστάτες. Τότε, οι Τούρκοι αποφάσισαν να στήσουν τα κανόνια τους απέναντι από τον κεντρικό προμαχώνα. Εξαιτίας όμως του ανώμαλου εδάφους, τα βλήματα των πυροβόλων άλλες φορές χτυπούσαν τους άνδρες του Ρουμπή και άλλες αστοχούσαν εντελώς πέφτοντας στο έδαφος.

Το βράδυ βρήκε και τις δύο πλευρές να βάλλουν πεισματικά η μια προς την άλλη. Ο Κολοκοτρώνης, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του ηθικού των ανδρών του, έτρεξε σ’ ένα ύψωμα (μέχρι σήμερα λέγεται του Κολοκοτρώνη το βουνό) και φώναξε στον γερο-Μητροπέτροβα:

Έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες, βαστάτε!

Με αιφνιδιαστική έφοδο, το ίδιο βράδυ, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης διέσπασε τον κλοιό και έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στους Έλληνες που βρίσκονταν μέσα στους προμαχώνες. Η μάχη σταμάτησε αργά τη νύχτα, αλλά οι δύο πλευρές έμειναν ακλόνητες στις θέσεις τους περιμένοντας τον αντίπαλο να υποχωρήσει πρώτος.

Κατά τα μεσάνυχτα, έφθασαν νέες ενισχύσεις με επικεφαλής τους Πέτρο Βαρβιτσιώτη και Αντώνη Μαυρομιχάλη. Άλλο σώμα τετρακοσίων ανδρών έφθασε τα χαράματα με επικεφαλής τους Παναγιώτη Γιατράκο, Αναγνώστη Κονδάκη και άλλους. Το επόμενο πρωί ξανάρχισε η μάχη και οι Τούρκοι έταξαν και πάλι τα πυροβόλα εναντίον του μανιάτικου προμαχώνα, αλλά και αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Ο κλοιός γύρω από τους Τούρκους του Ρουμπή ενισχυόταν συνεχώς. Στο μεταξύ, ο Κεχαγιάμπεης είχε αντιληφθεί ότι ερχόταν κι άλλη βοήθεια από τα Βέρβαινα για να ενισχύσει τους αμυνόμενους. Ήταν οι οπλαρχηγοί Νικηταράς και Ιωάννης Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου (περισσότερο γνωστός με το προσωνύμιο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που το πήρε στις μάχες κατά των Τούρκων), που επέστρεφαν από το Άργος μεταφέροντας μολύβι για τα βόλια των αγωνιστών. Αυτοί κατέλαβαν το Ζέλι (τη σημερινή Κάνδαλο) και από εκεί τη λίμνη Τάκα, αλλά όταν έφτασαν στην Μπολέτα (Μάκρη Δήμου Τριπόλεως Αρκαδίας), οι Τούρκοι είχαν ήδη τραπεί σε άτακτη φυγή.

Οι Τούρκοι υπέστησαν σημαντική φθορά από τους ταμπουρωμένους Έλληνες, οι οποίοι βγήκαν για να τους κυνηγήσουν, αλλά κυρίως από το σώμα του Πλαπούτα. Αναφέρεται πως τριακόσιοι νεκροί και πάνω από πεντακόσιοι τραυματίες μεταφέρονταν όλη τη νύχτα στην Τριπολιτσά. Οι αριθμοί φαντάζουν υπερβολικοί και πιθανότατα αποτελούν αυθαίρετες εκτιμήσεις, δίνουν όμως, αναλογικά έστω, το μέγεθος των απωλειών.

Στα δημοτικά τραγούδια, μάλιστα, είναι ακόμη μεγαλύτερος ο αριθμός των νεκρών Τούρκων καθώς γίνεται λόγος για χιλιάδες και για δεκάδες χιλιάδες, και φανερώνουν τη ζωηρή εντύπωση από τη νίκη των Ελλήνων αλλά και το συλλογικό μίσος εναντίον των εχθρών. Τονίζεται δε ιδιαίτερα η σφαγή των Τούρκων που τους «βάζουν μπροστά σαν πρόβατα, σαν γίδια» οι πρώην ραγιάδες, το κοπάδι που εκμεταλλεύονταν και κακοποιούσαν το προηγούμενο διάστημα τα τωρινά θύματά τους.

Η μάχη του Βαλτετσίου, που κράτησε είκοσι τρεις ώρες, απέδειξε ότι η Επανάσταση δεν ήταν μια απλή εξέγερση λίγων ραγιάδων, αλλά ένας αγώνας αποφασισμένων για ελευθερία Ελλήνων. Η για πρώτη φορά άρτια οργάνωση της συγκεκριμένης μάχης οδήγησε στην επιτυχή έκβασή της, αλλά και στην ενίσχυση του ηθικού των επαναστατών για τις μελλοντικές τους επιχειρήσεις και ειδικά για την άλωση της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ