Αρχική » Ντιμπέιτ: Οι σκιαμαχίες της βαλκανικής κομματοκρατίας

Ντιμπέιτ: Οι σκιαμαχίες της βαλκανικής κομματοκρατίας

από Άρδην - Ρήξη

του Γιάννη Σιδέρη από το liberal.gr

Σταθερό προβάδισμα -ακόμη και με αέρα αυτοδυναμίας- έδιναν οι δημοσκοπήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει των εκλογών του Ιανουαρίου το 2015.  

Η Metron Analysis έδινε διαφορά  4,4 μονάδες, ενώ το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε το λυμφατικό ποσοστό του 3,3%. Η Rass προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ 4,8%, η Marc 6,2%, η  Pulse 5%, η Alco διαφορά 6,6%, η GPO 6,7%, η MRB 5,2%, η Kάπα Research 3,4 μονάδες, ενώ η  Palmos Analysis για το tvxs  του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κούλογλου, έδινε διαφορά 10 μονάδες. 

Τότε η ΝΔ, ή το ΠΑΣΟΚ με τα λυμφατικά ποσοστά που του έδιναν,  δεν κατήγγειλαν τις εταιρείες δημοσκοπήσεων ούτε απαίτησαν να αναρτούν «από εδώ και στο εξής τα πρωτογενή και αστάθμητα δεδομένα των ερευνών τους», κάτι που κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελώντας πρωτοτυπία σε παγκόσμια κλίμακα. 

Φτηνοί εντυπωσιασμοί  της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκειμένου να δρέψει ακόμη μία φορά την ψευδεπίγραφη αγανάκτηση, και να συσπειρώσει όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ  παραμένει μάχιμο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς το οποίο αντιμάχεται το «σύστημα». 

Και παράλληλα να βρει δικαιολογητική βάση η ηγεσία του κόμματος για τη διαφαινόμενη ήττα, ότι δήθεν απέτυχε γιατί την πολέμησε το σύστημα της κεφαλαιοκρατίας, «καναλιζάροντας» την κοινή γνώμη με διοχετευτικά κανάλια τις εταιρίες δημοσκοπήσεων!

Απορίας άξιον είναι πάντως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δημοσιεύει δικές του δημοσκοπήσεις να διαψεύσει τις υπάρχουσες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο στην άλλη πρόταση που διετύπωσε η Τσαπανίδου, να τηρηθεί αυστηρά ισότιμος χρόνος κάλυψης των θέσεων των κομμάτων σε όλα τα Μέσα Ενημέρωσης. Έχει δίκιο γιατί σε μια εκλογική αναμέτρηση όλα τα κόμματα ξεκινούν από μηδενικής βάσεως. Μόνο που αυτή την αρχή καταστρατηγεί η τρίτη πρότασή της «να διεξαχθούν δυο τηλεμαχίες σε εθνική εμβέλεια. Μια με το σύνολο των πολιτικών αρχηγών, αλλά και μια δεύτερη μεταξύ του απερχόμενου πρωθυπουργού και του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης».

Η απαίτηση για τηλεμαχία των δύο καταστρατηγεί την αρχή της ισοτιμίας των κομμάτων και επιβάλει ανισότητα και εξουσιαστική συμπεριφορά των μεγάλων έναντι των μικρών. Εδράζεται βέβαια στο κακό παρελθόν, καθώς υπήρξαν τέτοιες διευθετήσεις.  

Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συμφέρον να το ζητάει, γιατί μια τηλεοπτική μονομαχία με τον πρωθυπουργό αναβαθμίζει και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τον διαχωρίζει από το σύνολο των υπολοίπων κομμάτων, φτωχών συγγενών, και του προσδίδει κύρος εξουσίας. Εξ αυτού έχει κάθε λόγο  να ζητάει τηλεμαχία των Δύο και για τον ίδιο λόγο η ΝΔ να το αρνείται. Μάλλον δεν το αρνείται για λόγου αρχής, αλλά εκ του αποτελέσματος είναι συνεπής και με τους λόγους αρχής. 

Το «Ντιμπέιτ» στα… νεοελληνικά και οι όροι διεξαγωγής του, είναι μια διαχρονικώς ατυχής και πονεμένη ιστορία που αντανακλά την βαλκανική μας υστέρηση, και κυρίως την επικυριαρχία της κομματοκρατίας και της τηλεοκρατίας επί της δημοσίας ζωής και επί του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Και είναι θλιβερό που σχεδόν καθολικά ο δημοσιογραφικός κόσμος το θεωρούσε δεδομένο και το αποδεχόταν! 

Ελάχιστες φωνές και  γραφίδες εναντιώνονταν στον εκ των κομμάτων εκπορευόμενο ευτελισμό του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, αλλά και στην τηλεοπτική επικυριαρχία, αλλά οι φωνές τους ήταν περιφερειακές και περιθωριακές, και ως εκ τούτου αδύναμες (μάθαινε η…παρέα τους τις αντιρρήσεις τους). 

Υπήρχε εθιμικά το απαράδεκτο, να συμμετάσχουν όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, για να μην φανεί κάποιο παρακατιανό αν δεν συμμετείχε.Τα οποία κανάλια έστελναν τους κεντρικούς τους παρουσιαστές, που με την σειρά τους ως «σταρ» έκαναν και  δηλώσεις πριν και μετά το ντιμπέϊτ… για το ντιμπέϊτ,  κρίνοντας  τις απαντήσεις των πολιτικών (αλλά όχι την αστεία διαδικασία ή τις δικές τους ερωτήσεις).  Οι καλοί δημοσιογράφοι των εφημερίδων  ήταν ανύπαρκτοι.

Το χειρότερο όμως ήταν (και ανήκουστο για τον Δυτικό κόσμο), ότι τα κόμματα είχαν δικαίωμα διαλογής των δημοσιογράφων που θα συμμετείχαν. Αν δεν άρεσε η πολιτική τους θέση τους απέκλειαν – λες και οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις  (καθώς δεν μιλάμε για άρθρα) μπορούσαν να έχουν χρώμα!

Απλώς νομίζουμε ότι εκκινούνταν από τη φοβικότητα και ανασφάλεια των περιχαρακωμένων χώρων, και – κυρίως – την εξουσιαστική διάθεση επιβολής των θελήσεών τους στη δημόσια ζωή. 

Ας ελπίσουμε αυτή τη φορά να αλλάξει κάτι. Όχι χάριν της δημοκρατίας -δεν εξαρτάται από την τυπολατρία και τις διευθετήσεις της διακομματικής η δημοκρατία –  αλλά χάριν εναρμονισμού με την υπόλοιπη ώριμη  Δύση, στην οποία υποτίθεται ότι  ανήκουμε.  

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ