του Σωτήρη Δημητρίου από την Καθημερινή
Θα περιορίσω τις θαλασσινές μου περιπέτειες στην ακτογραμμή του Δρεπάνου, όπου κάνουν μπάνιο οι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας.
Ξεκινώ, ποδαράτο που λέμε, με την αυγούλα.
Δυστυχώς, δεν βαδίζω ξένοιαστος, γιατί στον δρόμο αλλά και στο Δρέπανο γυρίζουν πολλά αδέσποτα σκυλιά. Οταν επισημαίνω καμιά μικροσυμμορία κάνω καμπύλες, σκαρφαλώνω σε πλαγιές, αλλά και κάτι φορές έκανα όπισθεν, οίκαδε ολοταχώς.
Μη φοβάσαι μου λένε οι ζωόφιλοι, μυρίζονται τον φόβο σου.
Μπορείς μετά από αυτήν την προτροπή να συνεχίσεις την κουβέντα μαζί τους;
Σε μια τυχαία συνάντηση είπα στον δήμαρχο να κάνει κάτι με τα αδέσποτα.
Γύρισε κι αυτός σ’ έναν παρατρεχάμενο.
Το άκουσες; Σημείωσέ το να μεριμνήσουμε.
Καλά, χαιρετίσματα.
Το αστείο είναι πως η πόλη βραβεύτηκε με κάποιο βραβείο αστικής κινητικότητας όπως το λένε, και τι εννοούν δεν κατάλαβα ποτέ.
Στον δρόμο, μου κορνάρουν σαν χαιρετισμό πολλοί που πάνε για μπάνιο με το αυτοκίνητό τους. Ποτέ, κανέναν, δεν κατάλαβα ποιος είναι, ίσα που με κάνουν να αναπηδάω αλαφιασμένος.
Φτάνω σε καμιά ώρα στο Δρέπανο και παρότι η πόλη δεν είναι τόπος προορισμού –και ευτυχώς να λέμε– η αμμουδιά είναι γεμάτη καντίνες, ξαπλώστρες και ομπρέλες. Βλέπεις και κάτι τετράγωνες κατασκευές που έχουν γύρω γύρω αραιοΰφαντα πανιά – γαλάζια, βεραμάν, άσπρα, χρυσαφιά. Βγάζουν μάτι, κάπως σαν ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας.
Οπου δεν υπάρχουν ξαπλώστρες στρατοπεδεύουν τουρίστες με τροχόσπιτα. Πλένουν τα πιατικά τους στις ντουζιέρες του δήμου κι όταν είναι να γεμίσουν τα μπιτόνια τους σκεπάζουν μ’ ένα πανί τις τρυπίτσες και κάνουν το ντους βρύση. Αυτό το κόλπο τούς το έμαθαν Αλβανοί τσιγγάνοι που εσχάτως κατασκηνώνουν και αυτοί με τροχόσπιτα.
Η μόνη διαφορά τους είναι πως στα τροχόσπιτα των Ευρωπαίων –Γερμανοί κυρίως– κατοικεί μόνο ένα ζεύγος συνταξιούχων, ενώ τα αλβανικά είναι τίγκα στο παιδομάνι.
Ισως πιο πολύ με ενοχλούν οι Ευρωπαίοι, που απλώνονται στο πάνινο σαλονάκι τους έμπροσθεν του τροχόσπιτου και κάνουν χάζι τους ντόπιους κολυμβητές που ξεντύνονται. Ξεντύσιμο στα δυο-τρία μέτρα τώρα.
Τόλμησα μια φορά να πω σ’ ένα ζευγάρι Γερμανών πως δίπλα υπάρχει κάμπινγκ, πως εδώ φερμπότεν, απαγορεύεται.
Με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια. Ηταν τέτοια η έκπληξή τους, που νόμισα πως παρανομώ που τους παρατηρώ και απομακρύνθηκα άρον άρον.
Οσο ανηφορίζει ο ήλιος, ο τόπος γεμίζει με τα αυτοκίνητα των μεταναστών στη Γερμανία που συρρέουν από τα χωριά τους.
Ενώ στη Γερμανία είναι Παναγίες, στην πόλη συμπεριφέρονται σαν να είναι η αυλή τους.
Τηλεφώνησα μια φορά στο λιμεναρχείο μήπως κάνουν τίποτα με τα τροχόσπιτα, μου απάντησε μια μηχανική φωνή που μου έλεγε να πατήσω κουμπιά.
Καλά λένε, όμως, δεν τη γλιτώνεις από αυτό που φοβάσαι.
Στο μέρος όπου κολυμπώ υπάρχει μια συκιά που επ’ αυτής έχω μόνον έναν ανταγωνιστή. Ουδείς άλλος απλώνει το χέρι του σαν να φοβούνται τα σύκα της αδέσποτης συκιάς.
Πριν από λίγο καιρό, από ώρα σε ώρα αυτή η συκιά θα ωρίμαζε τρία-τέσσερα σύκα. Τα πρώτα. Το ήξερα πως το ήξερε κι ο ανταγωνιστής μου, όπως κι αυτός ήξερε ότι το ήξερα κι εγώ.
Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες
Τέσσερις συγγραφείς μοιράζονται τα βιώματα και τους προβληματισμούς τους, στη μέση ενός φορτισμένου θέρους
13′ 52″ χρόνος ανάγνωσης
Η Χαμολιά από ψηλά, μια από τις λίγες ανεκμετάλλευτες παραλίες της Αττικής με ελεύθερη πρόσβαση. Εικόνες σαν και αυτή γίνονται ολοένα και πιο σπάνιες στο ελληνικό καλοκαίρι, που βιώνει ραγδαία ανάπτυξη, συχνά χωρίς κανόνες. [Νίκος Καρανικόλας]
Newsroom15.08.2023 • 20:00
Πώς ήταν η εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού χωρίς τις σύγχρονες υπηρεσίες που προσφέρουν οι παραθαλάσσιες –και ενίοτε θαλάσσιες– εγκαταστάσεις; Πώς ήταν οι παραλίες προτού ενταχθούν στη νέα γεωγραφία που διαμορφώνει
ο τουρισμός των «ρεκόρ»;
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πεζογράφος
Τα ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας
Θα περιορίσω τις θαλασσινές μου περιπέτειες στην ακτογραμμή του Δρεπάνου, όπου κάνουν μπάνιο οι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας.
Ξεκινώ, ποδαράτο που λέμε, με την αυγούλα.
Δυστυχώς, δεν βαδίζω ξένοιαστος, γιατί στον δρόμο αλλά και στο Δρέπανο γυρίζουν πολλά αδέσποτα σκυλιά. Οταν επισημαίνω καμιά μικροσυμμορία κάνω καμπύλες, σκαρφαλώνω σε πλαγιές, αλλά και κάτι φορές έκανα όπισθεν, οίκαδε ολοταχώς.
Μη φοβάσαι μου λένε οι ζωόφιλοι, μυρίζονται τον φόβο σου.
Μπορείς μετά από αυτήν την προτροπή να συνεχίσεις την κουβέντα μαζί τους;
Σε μια τυχαία συνάντηση είπα στον δήμαρχο να κάνει κάτι με τα αδέσποτα.
Γύρισε κι αυτός σ’ έναν παρατρεχάμενο.
Το άκουσες; Σημείωσέ το να μεριμνήσουμε.
Καλά, χαιρετίσματα.
Το αστείο είναι πως η πόλη βραβεύτηκε με κάποιο βραβείο αστικής κινητικότητας όπως το λένε, και τι εννοούν δεν κατάλαβα ποτέ.
Στον δρόμο, μου κορνάρουν σαν χαιρετισμό πολλοί που πάνε για μπάνιο με το αυτοκίνητό τους. Ποτέ, κανέναν, δεν κατάλαβα ποιος είναι, ίσα που με κάνουν να αναπηδάω αλαφιασμένος.
Φτάνω σε καμιά ώρα στο Δρέπανο και παρότι η πόλη δεν είναι τόπος προορισμού –και ευτυχώς να λέμε– η αμμουδιά είναι γεμάτη καντίνες, ξαπλώστρες και ομπρέλες. Βλέπεις και κάτι τετράγωνες κατασκευές που έχουν γύρω γύρω αραιοΰφαντα πανιά – γαλάζια, βεραμάν, άσπρα, χρυσαφιά. Βγάζουν μάτι, κάπως σαν ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας.
Οπου δεν υπάρχουν ξαπλώστρες στρατοπεδεύουν τουρίστες με τροχόσπιτα. Πλένουν τα πιατικά τους στις ντουζιέρες του δήμου κι όταν είναι να γεμίσουν τα μπιτόνια τους σκεπάζουν μ’ ένα πανί τις τρυπίτσες και κάνουν το ντους βρύση. Αυτό το κόλπο τούς το έμαθαν Αλβανοί τσιγγάνοι που εσχάτως κατασκηνώνουν και αυτοί με τροχόσπιτα.
Η μόνη διαφορά τους είναι πως στα τροχόσπιτα των Ευρωπαίων –Γερμανοί κυρίως– κατοικεί μόνο ένα ζεύγος συνταξιούχων, ενώ τα αλβανικά είναι τίγκα στο παιδομάνι.
Ισως πιο πολύ με ενοχλούν οι Ευρωπαίοι, που απλώνονται στο πάνινο σαλονάκι τους έμπροσθεν του τροχόσπιτου και κάνουν χάζι τους ντόπιους κολυμβητές που ξεντύνονται. Ξεντύσιμο στα δυο-τρία μέτρα τώρα.
Τόλμησα μια φορά να πω σ’ ένα ζευγάρι Γερμανών πως δίπλα υπάρχει κάμπινγκ, πως εδώ φερμπότεν, απαγορεύεται.
Με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια. Ηταν τέτοια η έκπληξή τους, που νόμισα πως παρανομώ που τους παρατηρώ και απομακρύνθηκα άρον άρον.
Οσο ανηφορίζει ο ήλιος, ο τόπος γεμίζει με τα αυτοκίνητα των μεταναστών στη Γερμανία που συρρέουν από τα χωριά τους.
Ενώ στη Γερμανία είναι Παναγίες, στην πόλη συμπεριφέρονται σαν να είναι η αυλή τους.
Τηλεφώνησα μια φορά στο λιμεναρχείο μήπως κάνουν τίποτα με τα τροχόσπιτα, μου απάντησε μια μηχανική φωνή που μου έλεγε να πατήσω κουμπιά.
Καλά λένε, όμως, δεν τη γλιτώνεις από αυτό που φοβάσαι.
Στο μέρος όπου κολυμπώ υπάρχει μια συκιά που επ’ αυτής έχω μόνον έναν ανταγωνιστή. Ουδείς άλλος απλώνει το χέρι του σαν να φοβούνται τα σύκα της αδέσποτης συκιάς.
Πριν από λίγο καιρό, από ώρα σε ώρα αυτή η συκιά θα ωρίμαζε τρία-τέσσερα σύκα. Τα πρώτα. Το ήξερα πως το ήξερε κι ο ανταγωνιστής μου, όπως κι αυτός ήξερε ότι το ήξερα κι εγώ.
Τον είδα να έρχεται αντιθέτως και έτρεξα προς τη συκιά. Αρχισε να τρέχει κι αυτός, επιτάχυνα και ιδού μια συμμορία αδέσποτων πετάχτηκε από κάτι βούρλα γαβγίζοντας μανιασμένα.
Πανικοβλήθηκα ξουτ, ξουτ, ξουτ και έστριψα προς τη θάλασσα. Θάλαττα, θάλαττα. Μπήκα στο νερό με τα ρούχα, αυτά έξω μάνιασαν, ένα δε μαύρο γνωστό μου που δεν με χώνευε μπήκε κι αυτό στη θάλασσα.
Τέλος πάντων, πήγα στα άπατα, έφυγαν, βγήκα, έτρεμα απ’ την ταραχή μου και νόμιζα πως έτρεμα απ’ το κρύο.
Την άλλη μέρα κλινήρης με πυρετό. Φοβήθηκα, γιατί εσχάτως έμαθα πως ο ιός ξετσουτσούνισε. Αρχισα να μυρίζω διάφορα μπουκάλια κουζίνας και τουαλέτας. Ευτυχώς δεν είχα ανοσμία, αλλά το λάδι μύριζε σαν ξίδι, το ξίδι σαν χλωρίνη και το αφτερσέιβ σαν αμμωνία.
Πήγα στο Κέντρο Υγείας, ευτυχώς είχα μόνο πνευμονία.
Χρειάζεται να πω ότι θύμωσα πολύ με τη αδιαφορία των αρχών; Αλλά δεν θα τ’ αφήσω έτσι, θα διαπραγματευτώ την ψήφο μου στις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Θα ψηφίσω αυτόν που θα απομακρύνει τα αδέσποτα, θα μαντρώσει τα τροχόσπιτα στο κάμπινγκ, θα ρίξει άσφαλτο μπροστά από το σπίτι μου και, τέταρτον, αλλά όχι τόσο ανελαστικώς, θα απαγορεύσει στην αμμουδιά τα βασιλικά ενδιαιτήματα.
Εντάξει, ας μην είμαι απόλυτος, το έθνος μας απ’ το σερβίρισμα ζει. Θα μπορούσα στα ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας να κλείνω τα μάτια ή καλύτερα να κοιτάζω προς την Κέρκυρα.
Γυρίζω με το λεωφορείο. Μεγάλη θλίψη για το ΚΤΕΛ αυτό το δρομολόγιο. Το λεωφορείο μεταφέρει ελάχιστους –αφού όλοι πάνε με τα αυτοκίνητά τους– και γυρίζει σχεδόν άδειο. Μόνον εμένα έχει επιβάτη στο πρώτο δρομολόγιο των 10.30. Νιώθουμε κάπως άβολα κι εγώ και ο οδηγός. Τώρα λεωφορείο πριβέ σαν ταξί;
Τις προάλλες, ευτυχώς, μπήκε και μια φοιτήτρια.
«Κάνετε μια στάση στην παιδική χαρά;» είπε μόλις μπήκαμε στην πόλη. Κατέβηκε, «καλή συνέχεια» είπε στον οδηγό, και μου προκάλεσε αποστροφή. Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;
Εγώ θα κατέβαινα στην επόμενη στάση, Πάνθεον.
Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;
Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;
Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;
Μου κόλλησε η φράση και κατεβαίνοντας είπα κι εγώ καλή συνέχεια. Για να το πω κι εγώ, πάει πολιτογραφήθηκε.
Μάλλον δεν ωφελεί πλέον καμιά διαμαρτυρία, για τίποτα.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Μια Μαρίνα Τζάφου» (διηγήματα) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.