του Γιάννη Χαραλαμπίδη από την ιστοσελίδα radiome.gr
Έρχεται από παλιά αυτή η αντίληψη, τις τελευταίες ημέρες έκανε δυναμική επανεμφάνιση λόγω του τραγικού δυστυχήματος που σημειώθηκε με σοβαρές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές μεταξύ των μελών της ελληνικής αποστολής στη Λιβύη. Είναι η αντίληψη της “μικράς Ελλάδος”, μιας μικρής και αδύναμης χώρας που πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αυτοσυντήρηση και να μην αντιλαμβάνεται ή να μην αντιδρά σε ό,τι γίνεται γύρω της, μέχρι να ξυπνήσει μια μέρα και να την έχουν χτίσει μέσα σε τείχη.
Δυστυχώς γράφτηκαν ακόμα και από σοβαρούς ανθρώπους που εκτιμώ αυτά τα πράγματα. “Γιατί πήγαμε εκεί;”… Μα γιατί έπρεπε. Γιατί είναι δίπλα μας, μια ανάσα, πρόκειται για συνέπειες του ίδιου καιρικού φαινομένου που χτύπησε κι εμάς. Γιατί έπρεπε να φανεί η ελληνική σημαία. Γιατί όταν το φθινόπωρο του 2019 φάγαμε τον κόλαφο του τουρκολυβικού μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες, δεν ξέραμε από πού μας ήρθε. Γιατί έπρεπε να είμαστε εκεί χρόνια τώρα. Γιατί αυτό που κάναμε ήταν αναγκαίο, αλλά ελάχιστο, μηδαμινό.
Στείλαμε 3 τόνους βοήθεια και μια χούφτα άτομα. Η Τουρκία έστειλε στολίσκο αρματαγωγών, με πλήθος προσωπικού και μηχανημάτων και χιλιάδες τόνους βοήθεια. Η τραγικότητα του δυστυχήματος υπήρξε τέτοια λόγω του ότι η αποστολή έγινε στο πόδι και εκ των ενόντων. Σκεφτείτε, αν επρόκειτο για μια αποστολή με εκατοντάδες ή αρκετές δεκάδες άτομα, με οχήματα, φορτηγά και βαρέα μηχανήματα, που θα σχημάτιζε κομβόι, θα ήταν ίδιες οι πιθανότητες ενός τέτοιου δυστυχήματος; Το μέγεθος μετράει.
Το μέγεθος όμως βρίσκεται πρωτίστως στο μυαλό μας. Στο μυαλό μας η Ελλάδα είναι μικρή, ανήμπορη, αδύναμη, καχεκτική. Δεν είναι όμως. Ξεχασμένη με φαγητό σε ένα καναπέ είναι και μόλις κάνει να κουνηθεί και δράσει έστω και λίγο, τα βαρύνοντα λίπη της λένε “Πού πάς; Είσαι εσύ τώρα για να τρέχεις; Εσύ έχεις δικές σου ανάγκες, έχεις την βολή σου, την αυτοσυντήρησή σου να διαφυλάξεις”. Έτσι όμως το μόνο που θα γίνει είναι να έρθει και το έμφραγμα ή το εγκεφαλικό επεισόδιο κάποια στιγμή και να καταλήξει ημιθανής.
Η μιζέρια ξεκινάει και τελειώνει στο μυαλό μας. Πόροι για να συντηρηθεί η σπατάλη του δημοσίου χρήματος σε μύρια μέτωπα δεν έλειψαν ποτέ, πόροι για να συντηρηθούν τα μεταφορικά αεροσκάφη και ελικόπτερα πχ δεν υπήρχαν τόσα χρόνια τώρα. Και τώρα πρόσφατα που προσπαθεί η χώρα μας κάτι να κάνει, έστω κι αν δεν ξέρει ή δεν νοιάζεται να το κάνει σωστά, έστω κι αυτό το λίγο, πετάγονται από παντού γιαγιάδες και κρώζουν “πού πας; κάτσε εδώ! Ζακέτα να πάρεις!”
Επειδή κάποιοι γεράσαμε ή γεννηθήκαμε γέροι νομίζουμε ότι με αυτούς τους ρυθμούς κινείται ο κόσμος. Ο κόσμος όμως τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, εμείς θέλουμε να προχωράμε με αραμπά. Εμείς θα πεθάνουμε όμως κάποια στιγμή, η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ. Μπορεί όμως να διατηρείται επί μακρόν μισοπεθαμένη…