Κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Συγγραφέας: Ισραήλ Σαχάκ
Τίτλος: Εβραϊκή Ιστορία – Εβραϊκή Θρησκεία: Το Βάρος 3.000 Χρόνων
Πρόλογος: Γκορ Βιντάλ & Έντουαρντ Σαΐντ
Μετάφραση: Κατερίνα Φαμελιάδου
Επιμέλεια: Γιώργος Καραμπελιάς
Σελίδες: 256
Χρονολογία Έκδοσης: 2009
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος του Γκορ Βιντάλ
Πρόλογος του Έντουαρντ Σαΐντ
Εισαγωγή του επιμελητή
Μια κλειστή ουτοπία;
Προκαταλήψεις και παραποίηση της αλήθειας
Ορθοδοξία και Ερμηνεία
Το βάρος της Ιστορίας
Οι Νόμοι κατά των μη Εβραίων
Πολιτικές συνέπειες
Πρόλογος του Έντουαρντ Σαΐντ στη δεύτερη αγγλική έκδοση
Ο Ισραήλ Σαχάκ, ομότιμος καθηγητής της Οργανικής Χημείας στο εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Τον συνάντησα για πρώτη φορά και άρχισα να αλληλογραφώ μαζί του πριν περίπου εικοσιπέντε χρόνια: αμέσως μετά τον πόλεμο του ’67 και, στη συνέχεια, εκείνον του 1973. Είχε γεννηθεί στην Πολωνία, είχε επιζήσει του εγκλεισμού του σε αρκετά ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πήγε στην Παλαιστίνη αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σαν όλους τους νεαρούς Ισραηλινούς, υπηρέτησε στον στρατό και μετά εξετέλεσε πλήρως τα καθήκοντά του ως έφεδρος, όπως αυτά ορίζονται από τον ισραηλινό νόμο. Προικισμένος με μια άτεγκτη λογική, ακούραστα περίεργη και παθιασμένα αποδεικτική, ο Σαχάκ ακολούθησε την ακαδημαϊκή καριέρα του αναγνωρισμένου πανεπιστημιακού καθηγητή και ερευνητή –πολλές φορές τον ψήφισαν ως καλύτερο καθηγητή οι φοιτητές του και πήρε αρκετά βραβεία για την ποιότητα της εργασίας του–, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να διακρίνει τις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις που προκαλούσε ο σιωνισμός και η κρατική πρακτική του Ισραήλ, όχι μόνο στους Παλαιστίνιους της Γάζας και της Υπεριορδανίας, αλλά, επίσης, και σ’ εκείνη την πολυπληθή «μη-εβραϊκή» (δηλ. παλαιστινιακή) μειονότητα που την αποτελούσαν εκείνοι που δεν έφυγαν μετά τους διωγμούς του 1948, έμειναν στον τόπο τους, και έγιναν έκτοτε ισραηλινοί πολίτες. Αυτές οι σκέψεις τον οδήγησαν σε μια συστηματική έρευνα της φύσης του Κράτους του Ισραήλ, της ιστορίας του καθώς και των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του και οι οποίες, όπως γρήγορα κατάλαβε, ήταν άγνωστες στη συντριπτική πλειοψηφία των ξένων, και κυρίως στους Εβραίους της διασποράς, για τους οποίους το Ισραήλ ήταν ένα κράτος θαυμαστό, δημοκρατικό και θεόπνευστο, που άξιζε την άνευ όρων προστασία και υποστήριξή τους.
Αργότερα, ίδρυσε τη Λίγκα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ισραήλ, της οποίας ήταν πρόεδρος για πολλά χρόνια, οργάνωση σχετικά ολιγομελή, μέλη της οποίας ήταν κάποιοι, που πίστευαν ότι τα δικαιώματα ήταν κοινά για όλους και όχι μόνο για τους Εβραίους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, έμαθα για πρώτη φορά γι’ αυτόν και το έργο του. Η ιδιαιτερότητα που μ’ έκανε να τον ξεχωρίσω αμέσως από τις άλλες «περιστερές» (εβραϊκές, ισραηλιτικές και μη-ισραηλιτικές) ήταν ότι ήταν ο μόνος που έλεγε την αλήθεια χωρίς φιοριτούρες και χωρίς να τον ενδιαφέρει αν αυτή η απλή αλήθεια θα είναι «καλή» για το Ισραήλ ή για τους Εβραίους. Ήταν βαθιά και, θα έλεγα, επιθετικά μη-ρατσιστής και αντιρατσιστής, τόσο στα κείμενά του όσο και στις δημόσιες δηλώσεις του. Χρησιμοποιούσε ένα μέτρο, και μόνο ένα, για τη μέτρηση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λίγο λοιπόν τον ενδιέφερε εάν, τις περισσότερες φορές, έπρεπε να στηλιτεύσει επιθέσεις Εβραίων με θύματα Παλαιστίνιους· διότι απλά αυτός, ως διανοούμενος, έπρεπε να στηλιτεύσει αυτές τις επιθέσεις.
Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι, επειδή παρέμενε αταλάντευτος στην εφαρμογή αυτής της τακτικής, έγινε πολύ σύντομα εξαιρετικά αντιπαθής στο πλατύ κοινό του Ισραήλ. Θυμάμαι ότι, πριν περίπου 15 χρόνια, ανακοινώθηκε δημόσια ο θάνατός του ενώ ήταν, βέβαια, απολύτως υγιής. Η εφημερίδα Washington Post είχε ανακοινώσει τον «θάνατό» του σε κάποιο άρθρο και, παρά την προσωπική του επίσκεψη στην εφημερίδα, όπως ο ίδιος διηγήθηκε αστειευόμενος στους φίλους του, ποτέ δεν διαψεύστηκε επίσημα! Έτσι, για κάποιους παραμένει «νεκρός»· ευχή-φαντασίωση που αποδεικνύει πόσο δυσαρεστεί μερικούς «φίλους του Ισραήλ».
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο τρόπος με τον οποίο λέει την αλήθεια είναι ορμητικός και ασυμβίβαστος. Δεν περιέχει ωραιοποιήσεις. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να την εκφράσει πιο «μαλακά» ή να την κάνει πιο αποδεκτή ή πιο εξηγήσιμη.
Για τον Σαχάκ, σφαγή σημαίνει έγκλημα, και έγκλημα σημαίνει σφαγή, που σημαίνει έγκλημα: Το στυλ του είναι να επαναλαμβάνει, να σοκάρει, να ταρακουνάει τους οκνηρούς και τους αδιάφορους, ώστε να συνειδητοποιήσουν, να αποκτήσουν μια συνείδηση γαλβανισμένη από την ανθρώπινη δυστυχία, για την οποία ίσως φέρουν μια κάποια ευθύνη. Πολλές φορές προσέβαλε και εξόργισε ανθρώπους, αλλά αυτό αποτελούσε τμήμα της προσωπικότητάς του και, πρέπει να το πούμε, μέρος της αποστολής του. Μαζί με τον μακαρίτη τον καθηγητή Γιεχοσουά Λέϊμποβιτς –τον οποίο θαύμαζε και με τον οποίο συνεργάστηκε πολλές φορές– ο Σαχάκ ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τον όρο «ιουδαιο-ναζισμός» προκειμένου να χαρακτηρίσει τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλινοί για να υποτάξουν και να καταπιέσουν τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, ποτέ δεν είπε ούτε έγραψε κάτι που δεν είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ο ίδιος. Αυτό που τον ξεχώρισε από τους άλλους συμπατριώτες του ήταν ότι εντόπισε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του σιωνισμού, του ιουδαϊσμού και των καταπιεστικών ενεργειών εις βάρος των «μη Εβραίων», και βέβαια έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα.
Ένα μεγάλο μέρος των κειμένων του είναι αφιερωμένο στην αποκάλυψη της προπαγάνδας και των ψευδών της. Το Ισραήλ αποτελεί παγκόσμια εξαίρεση ως προς την ανεκτικότητα που επιδεικνύεται απέναντί του: οι δημοσιογράφοι δεν βλέπουν, ή δεν γράφουν την αλήθεια, είτε γιατί φοβούνται ότι θα τους βάλουν στη μαύρη λίστα είτε επειδή φοβούνται πιθανά αντίποινα. Προσωπικότητες του χώρου της πολιτικής, της διανόησης και του πολιτισμού, ειδικά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υμνούν το Ισραήλ και επιδεικνύουν προς αυτό μια τέτοια απλοχεριά που καμιά άλλη χώρα δεν έχει γνωρίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, παρ’ όλο που οι ίδιοι έχουν συνείδηση της αδικίας που συντελείται. Γι’ αυτήν δεν λένε τίποτε. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδεολογικό προπέτασμα καπνού, που ο Σαχάκ, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, προσπάθησε να διαλύσει. Θύμα και επιζών του ολοκαυτώματος ο ίδιος, γνωρίζει τι είναι αντισημιτισμός. Όμως, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, δεν επιτρέπει στη φρίκη του ολοκαυτώματος να καλύψει τα εγκλήματα που, εν ονόματι του εβραϊκού λαού, το Ισραήλ διέπραξε ενάντια στους Παλαιστίνιους. Γι’ αυτόν, ο πόνος δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο κάποιων συγκεκριμένων θυμάτων και μόνο. Θα έπρεπε μάλλον να αποτελεί –αλλά αυτό σπάνια επιτυγχάνεται– μια αφετηρία για τον εξανθρωπισμό του θύματος, που θα αναλάμβανε την αποστολή να μην επιτρέψει την επανάληψη παρόμοιων φρικαλεοτήτων επί άλλων θυμάτων. Ο Σαχάκ εκλιπαρούσε τους συμπατριώτες του να μη λησμονούν πως το ότι υπήρξαν θύματα του αντισημιτισμού και ότι υπέφεραν δεν τους δίνει το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι δεν είναι και πολύ λαοφιλής, διότι με τα κείμενά του απαξίωνε ηθικά τους νόμους και τις πρακτικές του Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους.
Ο Σαχάκ όμως πηγαίνει ακόμη πιο μακριά: Είναι απόλυτα και ακούραστα άθρησκος σε ό,τι αφορά την ιστορία. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω ότι στρέφεται ενάντια στη θρησκεία, αλλά περισσότερο ότι είναι εναντίον της χρήσης της θρησκείας ως ερμηνευτικού εργαλείου των γεγονότων, ως επιχειρήματος για να υποστηριχθούν κάποιες παράλογες και ωμές πρακτικές, ως δικαιολογίας για μεγαλύτερη εύνοια προς τους «δικούς μας πιστούς» εις βάρος των άλλων. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι ο Σαχάκ δεν ανήκει, ούτως ή άλλως, στην Αριστερά. Σε πολλά σημεία, διάκειται πολύ κριτικά απέναντι στον μαρξισμό και θεωρεί ότι η δική του κοσμοαντίληψη πηγάζει από τη σκέψη των φιλελεύθερων και ελευθέρως σκεπτόμενων Ευρωπαίων διανοουμένων, καθώς και διάσημων και θαρραλέων διανοητών σαν τον Βολταίρο και τον Όργουελ. Αυτό που καθιστά τον Σαχάκ, υπερασπιστή των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, ακόμη πιο επικίνδυνο για τους αντιπάλους του είναι το γεγονός ότι δεν διακατέχεται από συναισθηματισμούς, ώστε να συγχωρεί τις ηλιθιότητες των Παλαιστινίων, με τη δικαιολογία ότι αυτοί υποφέρουν υπό τον ζυγό του Ισραήλ. Αντίθετα, κράτησε πάντοτε πολύ κριτική στάση απέναντι στην ασυνέπεια της Ο.Α.Π. (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), την ελλιπή ενημέρωσή της σχετικά με το Ισραήλ, την ανικανότητά της να αντισταθεί αποφασιστικά, τους συμβιβασμούς της, την προσωπολατρία που βασίλευε στο εσωτερικό της, και γενικότερα την έλλειψη σοβαρότητας που την χαρακτήριζε. Ύψωσε πάντα το ανάστημά του ενάντια στην εκδίκηση και τις δολοφονίες, «για λόγους τιμής», γυναικών της Παλαιστίνης, και ήταν πάντα υπέρμαχος της γυναικείας απελευθέρωσης.
Τη δεκαετία του ’80, όταν ήταν στη μόδα, μεταξύ των Παλαιστινίων διανοουμένων και μερικών από τους υπεύθυνους της Ο.Α.Π., η ιδέα ενός «διαλόγου» με τις «περιστερές» (ειρηνόφιλους) του Ισραήλ (την οργάνωση «Ειρήνη Τώρα», το Εργατικό Κόμμα και το Μερέτζ[1]), ο Σαχάκ αποκλείστηκε εκ των προτέρων. Διότι, από τη μια τηρούσε ιδιαίτερα κριτική στάση απέναντι στο ειρηνόφιλο ισραηλινό στρατόπεδο τόσο για τους συμβιβασμούς του και την απεχθή του συνήθεια να ασκεί πολύ ισχυρότερη πίεση στους Παλαιστίνιους παρά στην ισραηλινή κυβέρνηση, προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικές αλλαγές, όσο και για την απροθυμία του να απορρίψει τη λογική της «πάση θυσία» υπεράσπισης του Ισραήλ, η οποία το οδηγεί στο να αποφεύγει με κάθε τρόπο την όποια κριτική εναντίον του, παρουσία των μη Εβραίων. Εκτός αυτού, ο Σαχάκ δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός: δεν πίστεψε ποτέ τις πόζες και τις περίτεχνες εκφράσεις, στις οποίες τόσο αρέσκονται οι πολιτικάντηδες. Μαχόταν για ισότητα, αλήθεια, πραγματική ειρήνη και πραγματικό διάλογο με τους Παλαιστίνιους.
Οι επίσημες «περιστερές» πάλευαν για συμβιβασμούς, που θα έφερναν μια ειρήνη σαν αυτή που έφερε η συμφωνία του Όσλο και που ο Σαχάκ ήταν από τους πρώτους που την κατήγγειλαν. Όμως, και μιλάω τώρα σαν Παλαιστίνιος, πάντα ντρεπόμουν που τα παλαιστινιακά στελέχη, ενώ εκδήλωναν τόσο μεγάλη επιθυμία για κρυφό ή φανερό διάλογο με τους Εργατικούς ή με το Μερέτζ, αρνούνταν κάθε επαφή με τον Σαχάκ. Γι’ αυτούς, ήταν πολύ ριζοσπάστης, πολύ ευθύς, πολύ περιθωριακός, σε σχέση με την επίσημη εξουσία. Πιστεύω ότι, κατά βάθος, φοβούνταν ότι θα στεκόταν κριτικά και απέναντι στην παλαιστινιακή πολιτική. Και πιστεύω ότι, όντως, έτσι θα γινόταν.
Εκτός από το προσωπικό του παράδειγμα, δηλαδή του διανοούμενου που μένει πάντα πιστός στις πεποιθήσεις του και δεν δέχεται συμβιβασμούς ως προς την αλήθεια, έτσι όπως αυτός την προσλαμβάνει, ο Σαχάκ πρόσφερε και μια άλλη τεράστια εξυπηρέτηση στους φίλους του στο εξωτερικό. Έχοντας ως βάση τη σωστή σκέψη ότι ο ισραηλινός Τύπος, παραδόξως, προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια και προσφέρει περισσότερες πληροφορίες από τον Τύπο των αραβικών και των δυτικών χωρών, μετέφρασε, σχολίασε, ανατύπωσε και έστειλε στο εξωτερικό χιλιάδες άρθρα του εβραϊκού Τύπου. Αυτή είναι μια υπηρεσία που δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί. Εγώ προσωπικά, π.χ., ως συγγραφέας που μίλησε και έγραψε για την Παλαιστίνη, δεν θα μπορούσα να κάνω όσα έχω κάνει, χωρίς τα κείμενά του, όπως και χωρίς το παράδειγμα ενός ερευνητή της αλήθειας, της γνώσης και της δικαιοσύνης, που αποτελεί ο ίδιος. Είναι απλό: του χρωστώ τόσα πολλά. Τις περισσότερες φορές, έβαζε ο ίδιος τα έξοδα και τον χρόνο γι’ αυτή τη δουλειά. Τα σχόλια που έκανε και οι μικρές εισαγωγές, που πρόσθετε σ’ αυτές τις μηνιαίες επιλογές άρθρων από τον ισραηλινό Τύπο, έχουν ανεκτίμητη αξία τόσο για το καυστικό τους πνεύμα, όσο και για την πληροφοριακή διεισδυτικότητα και την παιδαγωγική υπομονή τους. Ταυτόχρονα, ο Σαχάκ συνέχιζε τις επιστημονικές του έρευνες και το διδακτικό του έργο, που τίποτε το κοινό δεν είχαν με τις μεταφράσεις και τα σχόλιά του.
Με κάποιο ανεξιχνίαστο τρόπο, έβρισκε και τον τρόπο να επιμορφώνεται σε όλους τους τομείς και έτσι να γίνει ο πιο μορφωμένος άνθρωπος που έχω συναντήσει. Η έκταση των γνώσεών του στη μουσική, τη λογοτεχνία, την κοινωνιολογία και ειδικά την ιστορία –της Ευρώπης, της Ασίας κ.ά.– είναι, κατά τη γνώμη μου, ανυπέρβλητη. Όμως, ως ειδικός στον τομέα του ιουδαϊσμού, ξεπερνά κατά πολύ όλους τους άλλους, διότι σ’ αυτόν αφιέρωσε τις βασικές του προσπάθειες από την αρχή, ως ερευνητής και αγωνιστής. Εδώ και κάποια χρόνια, άρχισε να προσθέτει στις μεταφράσεις του διαφωτιστικά σχόλια, που σύντομα μετατράπηκαν σε αρκετά ογκώδη μηνιαία δελτία, για ένα θέμα κάθε φορά, π.χ. το πραγματικό ραβινικό παρασκήνιο της δολοφονίας του Ραμπίν, ή το γιατί το Ισραήλ πρέπει να κάνει ειρήνη με τη Συρία (περιέργως, γιατί η Συρία είναι η μόνη αραβική χώρα που μπορεί να το βλάψει πραγματικά στον στρατιωτικό τομέα) κτλ. Αυτά τα δελτία αποτελούσαν ανεκτίμητες περιλήψεις των δημοσιευμάτων του Τύπου, αλλά ταυτόχρονα και διεισδυτικές αναλύσεις, με δυναμική προσέγγιση των ρευμάτων, των τάσεων και των επίκαιρων ζητημάτων που οι μεγάλες εφημερίδες είτε αποσιωπούν είτε σκόπιμα περιπλέκουν.
Από παλιά γνώριζα τον Σαχάκ ως καταπληκτικό ιστορικό, ως λαμπρό διανοούμενο, ως έναν πνευματικό άνθρωπο παγκόσμιας εμβέλειας, ως έναν πολιτικό αγωνιστή. Αλλά, όπως είπα και πιο πάνω, αργότερα κατάλαβα ότι βασικό του μέλημα ήταν η μελέτη του ιουδαϊσμού, των ραβινικών και ταλμουδικών παραδόσεων, καθώς και όλων των σχετικών με αυτά πονημάτων. Το βιβλίο που κρατάτε είναι μια σημαντική συνδρομή σ’ αυτόν τον τομέα. Δεν είναι παρά μια σύντομη ιστορία του «κλασικού» ιουδαϊσμού, όπως και των νεώτερων παραφυάδων του, με ειδική μνεία των σημείων που έχουν σημασία για την κατανόηση του σύγχρονου Ισραήλ. Ο Σαχάκ αποδεικνύει ότι τα σκοτεινά μέτρα, εξωφρενικά σοβινιστικού χαρακτήρα, που έχουν ληφθεί ανά τους αιώνες ενάντια στους «Ανεπιθύμητους Άλλους», έχουν τις ρίζες τους στον ιουδαϊσμό (όπως και σε άλλες μονοθεϊστικές παραδόσεις βέβαια), αλλά απέδειξε επίσης και την άρρηκτη συνέχεια που υπάρχει μεταξύ αυτών και του τρόπου με τον οποίο το Ισραήλ μεταχειρίζεται τους Παλαιστίνιους, τους Χριστιανούς και τους άλλους μη-Εβραίους. Αναδεικνύεται, έτσι, μια αποκρουστική εικόνα προκαταλήψεων, υποκρισίας και θρησκευτικής εμπάθειας.
Όμως, το σημαντικό σχετικά με αυτά είναι ότι η περιγραφή που μας δίνει ο Σαχάκ, όχι μόνο διαψεύδει τις ονειροφαντασίες που κατά κόρον δημοσιεύονται, σχετικά με την ισραηλινή δημοκρατία, στα ΜΜΕ της Δύσης, αλλά στιγματίζει εμμέσως και τους Άραβες πολιτικούς και διανοούμενους για τη σκανδαλώδη άγνοιά τους γι’ αυτό το κράτος, ειδικά όταν με στόμφο αναγγέλλουν στους λαούς τους ότι το Ισραήλ όντως άλλαξε και επιθυμεί πραγματικά την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους και τους άλλους Άραβες.
Ο Σαχάκ είναι πολύ θαρραλέος και θα έπρεπε κανονικά να βραβευτεί για τις υπηρεσίες του προς την ανθρωπότητα. Όμως, το παράδειγμα άοκνης εργασίας, άκαμπτης ηθικής ενέργειας και διανοητικής λάμψης, που εκπέμπει, αποτελεί έναν συνεχή ερεθισμό για το «στάτους κβο» και για όλους εκείνους για τους οποίους η λέξη «αντίρρηση» σημαίνει «ενόχληση» και «σύγχυση». Χαίρομαι ιδιαιτέρως διότι, για πρώτη φορά, ένα δικό του μεγάλο έργο μεταφράζεται στα αραβικά. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο του, Εβραϊκή Ιστορία – Εβραϊκή Θρησκεία, θα ενοχλήσουν και τους Άραβες αναγνώστες του. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αυτό θα τον χαροποιούσε.
Έντουαρντ Γ. Σαΐντ
Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1996
[1] Μερέτζ, κόμμα αριστερής απόκλισης του ισραηλινού Κοινοβουλίου με οικολογικές ανησυχίες. Πρωτοεμφανίστηκε στην Κνεσσέτ το 1992 με 9 βουλευτές, ως συνασπισμός 3 μικρών κομμάτων, και με ηγέτη τον Γιόσι Σαρίντ. Στις εκλογές του 2003, έπεσε στους 6 βουλευτές, με αποτέλεσμα να βρίσκεται, σήμερα, στα όρια της διάλυσης (σ.τ.ε.).
1 ΣΧΟΛΙΟ
Και οι κομμουνιστές ήταν ενάντια στο ελληνικό “ιμπεριαλιστικό” εθνοκράτος, η στάση τους στο Μακεδονικό ζήτημα και στη Μ.Ασία, όχι στον πόλεμο και τις σφαγές, ευχές για ειρηνική συμβίωση με τους τότε φερέλπιδες Νεότουρκους, όλα αιτιολογημένα “για το καλό της ανθρωπότητας” (ενάντια πάντα στο ιστορικό δίκαιο του έθνους τους). Είναι η ίδια λογική.
Οι Εβραίοι δεν θεωρούν τους εαυτούς τους εποίκους όπως συνέβη πχ στην Αμερική ή στην Αυστραλία. Θεωρούν την περιοχή ιστορική τους κοιτίδα που τους ανήκει δικαιωματικά, γι’αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν εκεί. Ο μικροισραηλισμός(όπως μικροελλαδισμός) θα ήταν η λύση; Θα άντεχε στο χρόνο, στο εχθρικό περιβάλλον και θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των Εβραίων; Πόσοι θα χωρούσαν στα ελάχιστα σε έκταση αρχικά εβραϊκά εδάφη;
Αν υπήρχε εντιμότητα θα έπρεπε ο καθηγητής να δωρίσει το σπίτι του σε Παλαιστίνιους και να εγκατασταθεί σε χώρα του εξωτερικού. Πως συμβαδίζει να λέει τέτοια λόγια από την άνεση του εβραϊκού Πανεπιστημίου της εβραϊκής(!) Ιερουσαλήμ, άλλη μια ανεντιμότητα του. Να καταδικάσει εξαρχής τους εβραϊκούς εποικισμούς: οι Γερμανοί τους ξεκλήρισαν όχι οι Παλαιστίνιοι, να επιχειρηματολογήσει για την ίδρυση κράτους εντός της Γερμανίας, κάτι πιο εποικοδομητικό.
Ξέρετε υπάρχουν και άλλοι ρομαντικοί που ονειροπολούν ότι η Αμερική θα έπρεπε να μοιραστεί ακριβοδικαια στη μέση ανάμεσα σε ινδιάνους και Αμερικάνους, ώστε να είναι και οι δύο ευχαριστημένοι…
Μάλλον έχουμε να κάνουμε με απλούς θεωρητικούς που εγείρουν, με τον αυνανιστικό τρόπο των διανοουμένων, αξιώσεις ηθικής υπεροχής.