του Γιώργου Καραμπελιά
Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενισχύθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο, τα κόμματα που κάποιοι αποκαλούν συλλήβδην «ακροδεξιά», άλλοι τα χαρακτηρίζουν λαϊκιστικά, ενώ βάσιμα θα μπορούσαμε να τα ταυτίσουμε με την λαϊκή δεξιά. Και αυτό διότι, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, έχουν δεξιά ή ακροδεξιά προέλευση, ενώ η βασική κοινωνική τους αναφορά είναι κατ’ εξοχήν τα λαϊκά και περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα.
Αυτά τα κόμματα ενισχύθηκαν λιγότερο ή περισσότερο σε όλη την Ευρώπη, προτάσσοντας: Α. την εναντίωση στην εγκατάσταση μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη· Β. την ενίσχυση της ασφάλειας και της άμυνας – ατομικής και συλλογικής· Γ. την καταγγελία των κυρίαρχων ελίτ για την κοινωνική τους αναλγησία και την επιβολή ενός woke πολιτισμικού μοντέλου.
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα προηγούμενα χρόνια τουλάχιστον, ήταν ενάντια στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και υποστήριζαν μια συμμαχία ή, έστω, τη διατήρηση στενών σχέσεων με τη Ρωσία του Πούτιν, κάποτε με το αζημίωτο.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, προπαντός εκεί όπου έχουν αποκτήσει ισχυρή παρουσία, έχουν απομακρυνθεί από τις εμφανείς τουλάχιστον σχέσεις με τη Ρωσία –ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία– ενώ έχουν βάλει νερό στο κρασί του αντιευρωπαϊσμού τους.
Κάποιοι μάλιστα –όπως η Μελόνι στην Ιταλία– βλέπουν πλέον την ενωμένη Ευρώπη ως ένα όχημα ενίσχυσης της εθνικής ασφάλειας, τόσο στο αμυντικό όσο και στο οικονομικό και μεταναστευτικό πεδίο. Στην πραγματικότητα, σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, εκφράζουν τη σταδιακή μετάλλαξη της παραδοσιακής και φιλελεύθερης, τα τελευταία χρόνια, δεξιάς σε μία περισσότερο συντηρητική, λαϊκή και ταυτοτική κατεύθυνση.
Γι’ αυτό και ο όρος ακροδεξιά δεν είναι δόκιμος, για αρκετά από αυτά, ενώ ισχύει για κόμματα όπως το ΑfD στη Γερμανία, που εξακολουθεί να καυχιέται για τις ναζιστικές ρίζες του και διεκδικεί απροκάλυπτα τον φιλορωσικό του προσανατολισμό· το ίδιο συμβαίνει με την αποδυναμωμένη Χρυσή Αυγή και το κόμμα του Κασιδιάρη.
Στην Ελλάδα, εξαιτίας του ιδιαίτερου βάρους της Ορθοδοξίας, κατ’ εξοχήν για τα λαϊκά στρώματα, τα κόμματα της «λαϊκής δεξιάς» διεκδικούν και έναν θρησκευτικό – ορθόδοξο προσανατολισμό· άλλωστε, κάποια από αυτά αποτελούν δημιουργήματα συντηρητικών και φιλορωσικών ορθόδοξων κύκλων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε δε πως και το κόμμα του πρωτοπόρου στον χώρο Γιώργου Καρατζαφέρη, αποκαλούνταν «Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός» ενώ και η ίδια αρχαιολατρική ναζιστική Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε στο τέλος ως αυστηρά ορθόδοξη, θέλοντας να προσαρμοστεί στο φρόνημα της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων της.
Ο χώρος της υπερσυντηρητικής και λαϊκής Δεξιάς στην Ελλάδα αναπτύχθηκε με βάση την αντίθεση στα μεταναστευτικά ρεύματα –και των Αλβανών σε μια πρώτη φάση–, στον εθνομηδενισμό της εκπαίδευσης και την πολιτισμική παρακμή, και όχι τόσο με την αντίθεση ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό. Οι στενές σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν, που τα τελευταία χρόνια συμμαχεί με τον Ερντογάν, αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για μια συστηματική αντιοθωμανική πολιτική.
Πράγματι, ο «χώρος» παραμένει περισσότερο επικεντρωμένος στην αντίθεση με τον «μακεδονισμό» των Σκοπίων και τον αλβανικό εθνικισμό, εξ ου και η μεγάλη δύναμή του στη Βόρεια Ελλάδα. Η έντονη αντίθεση τους με τη Συμφωνία των Πρεσπών συνοδοιπορούσε βέβαια με την προσπάθεια των Ρώσων να αποτρέψουν την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Αυτά τα κόμματα ήταν μέχρι πρόσφατα ιδιαίτερα μικρά, με μικρή προϊστορία, και επομένως πολύ πιο εύκολα χειραγωγήσιμα από τους όποιους εντολείς τους. Ωστόσο, στις τελευταίες εκλογές κατόρθωσαν να αναδειχθούν ως ο μεγάλος κερδισμένος της αναμέτρησης – και οι αιτίες ήταν πολλές: 1. Η πολιτική της εγκατάλειψης της περιφερειακής Ελλάδας και ιδιαίτερα τις βόρειας, από ένα αθηνοκεντρικό και ελιτίστικο πολιτικό σύστημα· 2. Η επιβολή του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της σταδιακής επέκτασης της woke ατζέντας που αγνοεί την πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων· 3. Η επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω του πληθωρισμού.
Όλα αυτά, μαζί με τη σχετική χαλαρότητα της ψήφου των ευρωεκλογών και την τεράστια αποχή, τους επέτρεψε να καταγάγουν μια συμβολική εκλογική νίκη, ενώ η εξαφάνιση των Σπαρτιατών ενίσχυσε τα υπάρχοντα σχήματα και ανέδειξε καινούργια όπως εκείνο της Λατινοπούλου.
Επειδή η Αριστερά έχει ταυτιστεί με τον φιλομεταναστευτισμό, τον εθνομηδενισμό και την πολιτισμική διάλυση, ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων αναζητά εναγωνίως «αντισυστημικούς» φορείς για να διοχετεύσει, έστω και περιστασιακά, τη διαμαρτυρία του. Χαρακτηριστικό είναι πως η Ελληνική Λύση και η Νίκη άντλησαν τα υψηλότερα ποσοστά τους από ψηφοφόρους που αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο (10,2% για την Ελληνική Λύση και 6,2% για τη Νίκη) ενώ πήραν μικρότερα ποσοστά από όσους αυτοτοποθετούνται στη Δεξιά (8,6% και 4,7% αντίστοιχα), σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll των εκλογών! Δηλαδή, εισέπραξαν ένα σημαντικό ποσοστό μιας γενικότερης αντισυστημικής ψήφου.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι πολύ πιο σοβαρό από όσο θέλουν να δείχνουν διάφοροι χαρτογιακάδες που αγνοούν την πραγματικότητα, όπως έκαναν οι αντίστοιχοί τους στη Γαλλία. [Να θυμίσω ότι, στις προεδρικές εκλογές του 1968, ο Ζαν Μαρί Λεπέν, ο ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου, είχε πάρει μόλις το 0,2% των ψήφων για να φθάσει σήμερα η διάδοχός του στο 32% !]
Αν, λοιπόν, κάποια από αυτά τα κόμματα, και ιδιαίτερα οι ηγεσίες τους, κατορθώσουν να ξεπεράσουν τον περιθωριακό και ενίοτε γραφικό χαρακτήρα τους, αυτή η ταύτιση μπορεί να αποκτήσει μονιμότερο χαρακτήρα. Όπως ακριβώς συνέβη στη Γαλλία και την Ιταλία.
Άλλωστε, η ενίσχυσή τους μπορεί να λειτουργεί ως πολιτική χιονοστιβάδα, όπως συνέβη σε αυτές τις δύο χώρες, όπου η ακροδεξιοποίηση της αντίδρασης των λαϊκών στρωμάτων στην επιβολή της «πολιτικής ορθότητας» είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση αυτών των κομμάτων. Όταν ο πατριωτισμός χαρακτηρίζεται ακροδεξιός, τότε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου στρέφεται προς την «ακροδεξιά».
*****
Εντούτοις, τα περισσότερα λαϊκοδεξιά κόμματα στην Ελλάδα κουβαλάνε ένα μεγάλο βαρίδι, τη στενή σχέση τους, αν όχι και την εξάρτηση τους, από τα ρωσικά συμφέροντα – όπως και οι θρησκευτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες που τους στηρίζουν. Και επειδή για την Ελλάδα η ενίσχυση των αμυντικών δεσμών με την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα, αποτελεί ζήτημα ζωής η θανάτου απέναντι στην Τουρκία· επειδή το μεταναστευτικό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική· όσο αυτά τα κόμματα παραμένουν αντιευρωπαϊστικά και φιλορωσικά, θα είναι αδύνατο να περάσουν αξιόπιστα στο πολιτικό προσκήνιο.
Μόνο ένα κόμμα που α) θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον ρωσοκινούμενο αντιευρωπαϊσμό – όπως έκανε η Μελόνι· β) θα αποκτήσει μία στοιχειωδώς αξιόπιστη ηγεσία· και τέλος γ) θα διαθέτει ένα πραγματικό πολιτικό όραμα, θα μπορούσε να ριζώσει κοινωνικά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου.
Και καθώς κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμα, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε πως άλλες δυνάμεις –εκείνες του δημοκρατικού πατριωτισμού, που προτάσσουν μια γηγενή πατριωτική και οραματική αντίληψη– θα μπορούσαν να εκφράσουν αποτελεσματικά την απογοήτευση και την αποξένωση των πολιτών από ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που τους αγνοεί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, για την ώρα, οι πολίτες επιλέγουν κυρίως τη μαζική αποχή.
Διαβάστε επίσης:
2 ΣΧΟΛΙΑ
[…] Πηγή: https://ardin-rixi.gr/ […]
[…] https://ardin-rixi.gr/archives/257534 […]