Αρχική » Η κρητική διαδρομή και η ελληνική συνείδηση του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

Η κρητική διαδρομή και η ελληνική συνείδηση του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

από Γιώργος Καραμπελιάς

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Η Θεία Μορφή, αρχές δεκαετίας 1580

του Γιώργου Καραμπελιά

(Απόσπασμα από το υπό δημοσίευση έργο του συγγραφέα, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη Γενιά του ΄30. Μια πολιτική ιστορία.)

Μέχρι τη δεκαετία του 1960 πιστευόταν πως η βυζαντινή διάσταση που διαπιστώνεται στον έργο του Θεοτοκόπουλου μοιάζει μάλλον ακατανόητη, καθώς είχε μεταναστεύσει πολύ νέος, 19 ετών στην Ιταλία.  Αυτή η «βολική» χρονολόγηση για όσους αρνούνταν αυτή τη βυζαντινή διάσταση διευκόλυνε τη συσκότιση της και δυσχέραινε την μελέτη της καλλιτεχνικής διαδρομής του και βυζαντινής διάστασης. Γι’ αυτό και ο Βιλούμσεν, ο Τάλμποτ Ράϊς, ο Μπάϊρον, ο Μάγερ, ο Πρεβελάκης ή ο Κύρου στην Ελλάδα που αναφέρονται σε αυτή, την συνάγουν αποκλειστικά από τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά του έργου του.  Ο Κέλεμεν, στη σημαντική μελέτη του, που εκδόθηκε το 1961, (El Greco Revisited: Candia-Venice-Toledo – Επανεκτιμώντας τον Ελ Γκρέκο: Χάνδακας, Βενετία, Τολέδο), αναγκασμένος και αυτός να θυσιάσει στον μύθο της πρώιμης φυγής του, ενώ από το έργο του αναδυόταν έκδηλη η βαθιά γνώση της βυζαντινής ζωγραφικής, προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να αποδείξει ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να έχει συγκροτηθεί καλλιτεχνικά πολύ νέος, όπως ο Λεονάρντο ή ο Ραφαήλ[1].

Όμως, το 1961, στο Πρώτο Κρητολογικό Συνέδριο, ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος απεδείκνυε, με βάση τα ενετικά αρχεία, ότι ο Θεοτοκόπουλος, το 1566, σε ηλικία 25-26 χρονών, βρισκόταν ακόμα στην Κρήτη[2]. Ο Κέλεμεν  μάλιστα θα επανεκδώσει μέσα σε λίγους μήνες το βιβλίο του αλλάζοντας και τον τίτλο του (El Greco Revisited: His Byzantine Heritage – Επανεκτιμώντας τον Ελ Γκρέκο: Η βυζαντινή του κληρονομιά) [3].  Και οι «ανακαλύψεις» θα ακολουθήσουν με καταιγιστικό ρυθμό. Σύμφωνα με την επόμενη μαρτυρία που ήρθε στο φως το 1975 από την Μαρία Κωνσταντουδάκη, το 1566, πωλήθηκε στο Ηράκλειο έργο του με παράσταση του «Πάθους του Χριστού», στην τιμή των εβδομήντα δουκάτων. Επρόκειτο για ποσό ανάλογο με αυτά που εισέπρατταν ζωγράφοι όπως ο Τιντορέτο στη Βενετία, όταν οι τρέχουσες τιμές για ζωγραφικά έργα στην Κρήτη κυμαίνονταν μεταξύ ενός και οκτώ δουκάτων. Δηλαδή, ο Θεοτοκόπουλος ήταν «πιθανότατα ο ακριβότερος και πιο φημισμένος ζωγράφος του νησιού»[4]. Τέλος, σύμφωνα με νέο έγγραφο, που έφερε στο φως ο Ν. Παναγιωτάκης, το 1986, ο Θεοτοκόπουλος ήταν ήδη μαΐστορας  της ζωγραφικής και πιθανότατα οικογενειάρχης, ήδη από το 1563 (ίσως γι’ αυτό δεν νυμφεύτηκε ποτέ την Χερωνύμα ντε λας Κουέβας στο Τολέδο)[5]· μαρτυρία που επιβεβαιώνει και τη μόνιμη διαμονή του στην Κρήτη, μέχρι την αναχώρησή του, το 1567.

Σήμερα πλέον, είναι γνωστά τουλάχιστον τέσσερα, αν όχι πέντε, έργα της κρητικής περιόδου του καλλιτέχνη, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και η Προσκύνηση των Μάγων, στο Μουσείο Μπενάκη, η Κοίμηση της Θεοτόκου στον ομώνυμο ναό της Ερμούπολης, το Πάθος του Χριστού της Συλλογής Βελιμέζη, ίσως και το Τρίπτυχο της Μόντενα. στην Γκαλλερία Εστένσε. Ενώ έχει πλέον ανιχνευθεί και συνεχίζει να διερευνάται η βαθύτατη επίδραση του πρώϊμου Θεοτοκόπουλου στο αγιογραφικό έργο της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Μόνο σε ότι αφορά  στη Ζάκυνθο η Νανώ Χατζηδάκη κατέδειξε πως η κρητική ζωγραφική του Θεοτοκόπουλου, παράλληλα με έργα του της ιταλικής περιόδου, αποτέλεσε το πρότυπο πολλών έργων του 18ου και 19ου αιώνα στο νησί[6].

Ο Γιάννης Μηλιάδης, πολύ πριν γίνουν γνωστά τα κρητικά έργα του Θεοτοκόπουλου, σε άρθρο του το 1933[7], για να υποστηρίξει την απόρριψη της όποιας επίδρασης της (μετα)βυζαντινής ζωγραφικής στο έργο του, αναρωτιέται, για ποιο λόγο ο Θεοτοκόπουλος δεν ζωγράφισε τα μεγάλα του έργα στην Κρήτη και έπρεπε να βρεθεί στην Ισπανία για να τα δημιουργήσει!

Προφανώς δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξή του αν έμενε στην Κρήτη,–κανείς εξάλλου δεν ισχυρίζεται πως ο Γκρέκο στο Τολέδο ζωγράφιζε κατά τον ίδιο τρόπο που «θα ζωγράφιζε» στο Ηράκλειο. Όμως ο Γιάννης Τσαρούχης, όπως πάντα εχθρός της «πολιτικής ορθότητας» και της μικρο-ελλαδικής λογικής, αντιστρέφει προκλητικά το επιχείρημα του Μηλιάδη: «Ποιος ξέρει τι θα γινόταν ο Γκρέκο στην Κρήτη, πολύ πιο διάσημος ίσως και πιο μεγάλος.» [8] 

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο) | «Άποψη του Όρους και της Μονής Σινά», 1570.

Άλλωστε, γνωρίζοντας πλέον ορισμένα έργα της κρητικής περιόδου, διαπιστώνουμε ήδη την μετεξέλιξη του προς ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ιδίωμα. Ιδίωμα που δεν αποτελεί μια απλή σύνθεση της maniera greca με την manierma latina, αλλά ένα προείκασμα της μελλοντικής τέχνης του, όπως διαγράφεται  ήδη στα τέσσερα βεβαιωμένα κρητικά έργα του, αλλά και στο Τρίπτυχο της Μόντενας. Ιδιαίτερα το «Πάθος του Χριστού», της συλλογής Βελιμέζη,  που σχεδόν βέβαια αποτελεί το τελευταίο γνωστό έργο του της κρητικής περιόδου, καθώς ταυτίζεται  με το έργο που είχε πωληθεί το 1566, προαναγγέλλει ήδη την μετάβαση προς το επιγενέστερο θεοτοκοπούλειο ύφος. Γράφει σχετικά η Νανώ Χατζηδάκη: «Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος αποσπάται δυναμικά, για πρώτη φορά από τις παραδόσεις τόσο της βυζαντινής όσο και της ιταλικής ζωγραφικής  και οδηγείται στην αναζήτηση περιβάλλοντος που θα του επέτρεπε να πραγματοποιήσει τα εικαστικά του οράματα[9].

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΠΙΕΤΑ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
Κρήτη, 1566

Δηλαδή, το έργο του Θεοτοκόπουλου, στο σύνολό του, προϋποθέτει τη βυζαντινή παράδοση, βυθίζεται σε αυτή και μας προϊδεάζει για τις δυνατότητές της. Επιπλέον, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Θεοτοκόπουλος, στα σχόλιά του στον Βαζάρι, επιμένει πως εκτιμά τη βυζαντινή ζωγραφική περισσότερο από εκείνη του Τζιότο· δηλαδή, έχει απαντήσει ο ίδιος στο ζήτημα – εκτός εάν του καταλογίσουμε «ψευδή συνείδηση». Επιπλέον, ο Όττο Ντέμους μας έδειξε ότι η ζωγραφική της «δυτικότερης» εποχής του Γκρέκο, εκείνη της Βενετίας, ήταν και αυτή σε μεγάλο βαθμό σφραγισμένη από τη βυζαντινή παράδοση[10]

Καινούργιες έρευνες θα επιβεβαιώσουν την εμμονή του στην ελληνική του ταυτότητα. Όπως θα καταδειχθεί από το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του στην Ισπανία, και προπαντός από τα σχόλιά του σε ορισμένα από τα βιβλία που περιλάμβανε. Γράφει ο Παλ Κέλεμεν σχετικά με τη βιβλιοθήκη: 

“Μια ένδειξη για τους πνευματικούς προσανατολισμούς του μας προσφέρει το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του, το οποίο γνωρίζουμε εν μέρει από τον σχετικό κατάλογο που συνέταξε ο γιος του, Χόρχε Μανουέλ. Σε μια βιβλιοθήκη με 130 βιβλία, κατέγραψε τους τίτλους σαράντα τεσσάρων από αυτά, 27 στα ελληνικά και 17 στα ιταλικά. Ανάμεσα στα ελληνικά βιβλία, ο Όμηρος, οι μύθοι του Αισώπου, οι τραγωδίες του Ευριπίδη, έργα του Ξενοφώντα, του Ισοκράτη, του Αριστοτέλη, τα σχόλια του Ιωάννη Φιλόπονου πάνω στα Φυσικὰ και στα Περὶ ψυχῆς, οι Λόγοι του Δημοσθένους, οι Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου, οι Ἰουδαϊκοὶ πόλεμοι του Ιώσηπου Φλάβιου, η Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις του Αρριανού, τα Αἰθιοπικὰ του Ηλιοδώρου, τα Ὀνειροκριτικὰ του Αρτεμίδωρου, τα φιλοσοφικά έργα του Βοήθιου κ.ά. Στα οκτώ χριστιανικά έργα περιλαμβάνονται η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη καθώς και έργα του Ιουστίνου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου καθώς και το Περὶ τῆς Οὐρανίου Ἱεραρχίας του (ψευδο)Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. (Όπως σημειώνει ο Κέλεμεν) η βιβλιοθήκη του δεν περιείχε ούτε ένα έργο των δυτικών Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Αυγουστίνου ή του Ακινάτη”[11].

Στη βιβλιοθήκη του περιλαμβάνονταν πολλά λατινικά και ιταλικά βιβλία για τη ζωγραφική, όπως οι Βίοι του Βαζάρι, και για την αρχιτεκτονική – ο Βιτρούβιος υπήρχε σε μια λατινική και τρεις ιταλικές εκδόσεις. Σε μία από αυτές ανακαλύφθηκαν σημειώσεις του Γκρέκο οι οποίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1991[12]· εκεί, μιλώντας για τους αρχαίους Έλληνες, αναφέρεται διαρκώς στους «Έλληνες προγόνους» του («mis padres Griegos»). Τέλος, στα σχόλιά του, στους Βίους του Βαζάρι, που μεταφράστηκαν στα ελληνικά το 2001, υπερασπίζεται τη βυζαντινή ζωγραφική έναντι του «απλουστευτικού» Τζιότο και δηλώνει πως γνωρίζει αυτή τη ζωγραφική, σε αντίθεση με τον Βαζάρι που την αγνοεί[13]. Κατά τον Ν. Χατζηνικολάου, εκδότη του βιβλίου στα ελληνικά, αποτελεί τη «μοναδική περίπτωση υπεράσπισης της ανωτερότητας της ζωγραφικής βυζαντινού τύπου κατά τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη»[14].


[1] Pál Kelemen, El Greco Revisited: Candia-Venice-Toledo, Macmillan, Ν. Υόρκη 1961, σ. 151.

[2] K. Μέρτζιος, «Σταχυολογήματα από τα κατάστιχα του νοταρίου Κρήτης Μιχαήλ Μαρά (1538-1578)», Κρητικά Χρονικά 15-16 (1961-1962), 228-308, εδώ σσ. 302-308.

[3] Το βιβλίο του «Επανεκτιμώντας τον Ελ Γκρέκο: Χάνδακας, Βενετία, Τολέδο» (El Greco Revisited: Candia – Venice – Toledo) έγινε «Επανεκτιμώντας τον Ελ Γκρέκο: Η βυζαντινή του κληρονομιά» (El Greco Revisited: His Byzantine Heritage).

[4] Marie Konstantoudaki, «Domenicos Théotokopoulos (El Greco) de Candie à Venise. Documents inédits (1566-1568)», Θησαυρίσματα, τ. 12, Βενετία 1975, σσ. 292-308.

[5] Νικόλαος Παναγιωτάκης, Τα νεανικά, ό.π., σ. 67.

[6] Νανώ Χατζιδάκη, Εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη, ΜΜ, Αθήνα 1997, σσ. 52-54.

[7] Γιάννης Μηλιάδης, «Γύρω από τον Γκρέκο», 1933, στο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, τ. ΙΙ, σ. 245.

[8] Γιάννης Τσαρούχης, Μαθήματα ζωγραφικής, Χίος 1981, Άγρα, Αθήνα 2023, σ. 387.

[9]  Νανώ Χατζιδάκη Εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη, ό.π,, σσ. 215-216.     

[10] Otto Demus, Byzantine Art and the West, New York UP 1970.  σσ. 233-240.

[11] Pál Kelemen, El Greco Revisited: His Byzantine Heritage, Macmillan, Νέα Υόρκη 1961, σσ. 104-113.

[12] Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, «Σχόλια περί τέχνης και αρχιτεκτονικής», στο Δομήνικος Θεοτόκοπουλος Κρης εποίει, Τετράδια Ευθύνης 31, αφιέρωμα στα 450 χρόνια από τη γέννησή του, 1991, σσ. 95-137.

[13] Φερνάρντο Μαρίας, Ο Γκρέκο και η τέχνη της εποχής του. Τα σχόλια στους βίους του Βαζάρι, ΠΕΚ, 2001, σ. 19.

[14] Φερνάρντο Μαρίας, Ο Γκρέκο και η τέχνη της εποχής…, ό.π., σ. λε΄.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ