Αρχική » Δ. Ορθοδοξία και Δύση

Δ. Ορθοδοξία και Δύση

από Γιώργος Καραμπελιάς

Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).

του Γιώργου Καραμπελιά

Η αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τη λατινική Δύση εγκαινιάζεται με τη σύγκρουση του πατριάρχη Φωτίου με τον πάπα Νικόλαο Α΄, το 867. Θα ακολουθήσει το «Μεγάλο Σχίσμα» του 1054, που θα διαιρέσει τον χριστιανισμό σε καθολικισμό και ορθοδοξία, και θα αποκτήσει στρατιωτικο-πολιτικές διαστάσεις μετά το 1204 και την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους.

Ακόμα και μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, το 1261, οι προσπάθειες των καθολικών συνεχίστηκαν και, σε δύο Συνόδους, στη Λυών το 1274 και στη Φεράρα-Φλωρεντία το 1439, φάνηκαν να ευοδώνονται καθώς η ορθόδοξη Εκκλησία, υπό την πίεση του Αυτοκράτορα, αποδέχθηκε το πρωτείο του Πάπα. Ωστόσο, οι Σύνοδοι αυτές θα αποκηρυχθούν, το σχίσμα θα διαιωνιστεί και οι καθολικοί, για πέντε ή έξι αιώνες, θα επιδιώκουν την υποταγή της ορθόδοξης Εκκλησίας και την υπαγωγή της στο Βατικανό.

Οι Ενετοί είχαν ήδη προσπαθήσει να επιβάλουν τον καθολικισμό στους κατακτημένους. Όμως, στην Κρήτη –και στα Επτάνησα–, την οποία κατείχαν από το 1211, και παρά τη δολοφονία 74 ορθόδοξων ιερέων[1], πολλοί καθολικοί, προσχωρούν εν τέλει στην ορθοδοξία ή ακολουθούν το τυπικό της. Η ενετική διοίκηση θα αντιδράσει απαγορεύοντας τον διορισμό ορθοδόξων επισκόπων στην Κρήτη, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, όπου ορίζονται μόνο πρωτοπαπάδες – διότι όπως αναφέρει ο γενικός προνοητής της Κρήτης, Τζιάκομο Φοσκαρίνι, το 1584, αν οι αμαθείς παπάδες κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν 20.000 καθολικούς, μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα μπορούσαν να κάνουν αν διέθεταν μορφωμένη ηγεσία[2].

Εν τέλει, αποδεχόμενοι ένα modus vivendi με τους ορθοδόξους υπηκόους τους, οι Ενετοί –Siamo veneziani e poi Cristiani–, αποδέχτηκαν το γεγονός πως κάθε προσηλυτιστική απόπειρα έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα[3].

Η «Αντιμεταρρύθμιση» και ο επιθετικός καθολικισμός

Γενικότερα, μέχρι την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, οι σχέσεις ορθοδόξων-καθολικών είχαν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο διαρκούς αλλά ήπιας αντιπαράθεσης. Οι καθολικοί δεν έπαυαν τις προσπάθειες προσηλυτισμού αλλά, υπό την επίδραση, κυρίως, του πάπα Λέοντος Ι΄ (1513-1521), γιου του Λαυρέντιου των Μεδίκων, υποστηρικτή της ελληνικής παιδείας, ο ορθόδοξος κλήρος και οι πιστοί των λατινοκρατούμενων περιοχών, απέκτησαν το δικαίωμα να ασκούν απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (Βούλα της 18ης Μαΐου 1521)[4]. Ενάντια μάλιστα στις απόπειρες περιστολής της ορθόδοξης λατρείας, οι πάπες Κλήμης Ζ΄ και Παύλος Γ΄, στα 1526 και 1546, θα επικυρώσουν εκ νέου τις διατάξεις του Λέοντος[5].

Όμως, από τα μέσα του 16ου αι., η καθολική Εκκλησία γίνεται επιθετική, εξαιτίας και της σύγκρουσής της με τους μεταρρυθμιστές ενώ, στα πλαίσια της κρίσης του ελληνισμού και των συγκρούσεων Ενετών και Ισπανών με τους Οθωμανούς, ενισχύονται οι φιλολατινικές τάσεις: Ο πατριάρχης Διονύσιος Β΄ (1546-1556) απέστειλε στη Βενετία ως έξαρχο τον φιλοκαθολικό μητροπολίτη Καισαρείας, Μητροφάνη ο οποίος ανακοίνωσε στον Παύλο Γ΄ (1534-1549) και του ότι ο πατριάρχης δέχεται την ένωση των Εκκλησιών. Η φήμη διαδόθηκε ταχύτατα και συντάραξε τους Ρωμιούς. Αναφέρει ο Ψευδο-Δωρόθεος[6]:

«… ἔμαθάν το οἱ Ρωμαῖοι καὶ εἴχαν τον ὡς Διάβολον. Καὶ ἀπέρασεν ἀπὸ τὰ Ἰω­άν­νινα καὶ ἦλθεν εἰς τὸ Μετέωρον, καὶ κανεὶς δὲν τὸν εἶχε διὰ χριστιανόν, ἀλλὰ μή­τε εἰς τὸ μοναστήρι τὸν ἀνέβασαν· ὑπῆγε γοῦν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἔγινε σύγχυσις εἰς τὸν λαὸν πολλή».

Ο «παμμίαρος» και «ανόσιος» Καισαρείας θα καθαιρεθεί ενώ ο Διονύσιος Β΄ θα τραυματιστεί από δολοφονική επίθεση, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, και θα τον διαδεχτεί ένας επιφανής «αντιλατίνος» πατριάρχης, ο Ιωάσαφ Β΄[7].

Μέχρι τα μέσα του 18ου αι., θα συνεχίζεται η σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ του επιθετικού καθολικισμού και της ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία και θα διαμορφώσει σχεδόν οριστικά το ορθόδοξο δόγμα και τυπικό, ως έκφραση της ιδιοπροσωπίας του «γένους».

Αρκετοί Έλληνες, εξ αιτίας της αντίθεσης με τον καθολικισμό υποστηρίζουν τη Μεταρρύθμιση[8]. Ο Φραγκίσκος Πόρτος (1511-1581) ασπάζεται τον καλβινισμό και κατα­φεύγει στη Γενεύη, όπου διδάσκει και συνεργάζεται με τον Καλβίνο και τον Βέζα[9]. Ο Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης (1511-1564), φίλος του Μελάγχθωνα, ηγεμόνας της Μολδαβίας μετά το 1561, προσπάθησε να εισαγάγει τον προτεσταντισμό, αλλά αντιμετώπισε την εχθρότητα των ορθοδόξων και το 1564 εξοντώθηκε[10].

Ο πατριάρχης Ιωάσαφ Β΄ Μεγαλοπρεπής (1556-1565) διάδοχος του φιλοκαθολικού Διονύσιου Β΄ ήλθε σε επαφή με τον Μελάγχθωνα και τον Βασιλικό στη Μολδαβία[11]. Οι καθολικοί ανταπάντησαν, επιβάλλοντας «δικούς» τους πατριάρχες, όπως τον Μητροφάνη Γ΄ (1565-1572), ανέτρεψαν δε προς στιγμήν τον Ιερεμία Β΄ και επέβαλαν για έναν ακόμα χρόνο τον Μητροφάνη (1579-1580)[12].

Η επίθεση των καθολικών στην Ανατολή επιτείνεται αμέσως μετά τη Σύνοδο του Τριδέντου (Trento), επί πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ (1572-1585), ο οποίος εισήγαγε το «γρηγοριανό» ημερολόγιο ενώ ίδρυσε το 1576 το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη. Ο ιδρυτής του τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιος Λογιόλα (1491 –1556) και ο καρδινάλιος Μπελαρμίνο (1542-1621) –που είχε ρίξει τον Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά– εμπνεύστηκαν τα Collegia Nationalia, με σκοπό την εκπαίδευση αποστόλων του καθολικισμού.

Στο Κολλέγιο, οι ελληνόπαιδες γίνονταν δεκτοί σε ηλικία περίπου 14 ετών, ώστε να μπορούν να διαπλαστούν θρησκευτικά και πνευματικά[13]. Από το 1576 έως το 1700 φοίτησαν σε αυτό 690 σπουδαστές  εκ των οποίων οι Έλληνες αντιπροσώπευαν το 75%. Από τους 113 που ακολούθησαν εκκλησιαστική σταδιοδρομία, 32 έγιναν διαπρύσιοι οπαδοί της «ένωσης» – ανάμεσά τους ο Ιωάννης Καριοφύλλης (1566-1633), ο «Ελληνομάστιξ», Πέτρος Αρκούδιος (1562-1633), και ο βιβλιοθηκάριος του Βατικανού, σοφός Χιώτης, Λέων Αλλάτιος (1587-1669). Αντίθετα, άλλοι σπουδαστές, όπως ο Θ. Κορυδαλλέας, θα διακριθούν για τα αντικαθολικά τους αισθήματα[14].

Στη νέα περίοδο, ένα μέρος της καθολικής ιεραρχίας στρέφεται με βιαιότητα εναντίον των «αιρετικών» Ελλήνων  και ο πάπας, Παύλος Ε΄ (1605-1621), -ο ίδιος που φίμωσε τον Γαλιλαίο-, σε εγκύκλιό του προς τους Ενετούς διοικητές της Πελοποννήσου τονιζε:

«… οι Έλληνες δεν έχουσι πίστιν… δέον να μεταχειριζόμεθα αυτούς ως άγρια θηρία, να τους αποσπώμεν τους οδόντας και τους όνυχας, να μην παύσωμεν ταπεινούντες αυτούς και ιδίως να τους εμποδίζωμεν την περί των όπλων άσκησιν. Ουδέν δ’ άλλο να παρέχωμεν εις αυτούς ή ξύλον και άρτον, άρτον και ξύλον!»[15].

Την αιχμή του δόρατος της καθολικής προπαγάνδας στην Ανατολή θα αποτελέσουν οι Ιησουίτες[16] που εγκαταστάθηκαν στην Πόλη το 1583,  ενώ το 1609, με την υποστήριξη του φιλοενωτικού Νεόφυτου Β΄, οργάνωσαν σχολείο σε γαλλική και ελληνική γλώσσα, στο οποίο φοιτούσαν ιερωμένοι και πενήντα λαϊκοί. Μαθητές του σχολείου ήταν και ορθόδοξοι ιερωμένοι, όπως ο Βεροίας (Χαλεπίου), Κύριλλος Κονταρής, ο μετέπειτα  φιλοκαθολικός πατριάρχης, ή ο ιερομόναχος, Νικόδημος ο οποίος σε στιχούργημά του εκθειάζει τους Σταυρο­φόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας[17]: «Καὶ τε τὴν Κωνσταντίνου τε, την τυραννευομένην/ ὑπ’ Ἀλεξίου δυσμε­νοῦς, εὖ εἰρηνευομένην,/αὖθις ἀπεκατέστησαν διάγειν μετ’ εἰρήνης (161-163)».

Στη Χίο, όπου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος λόγω και της μακράς παρουσίας των Γενουατών (1346-1566), το 1592  αποκτούν εκκλησία και σχολείο, στην Απλωταριά, με 250 μαθητές, οι δε καθολικοί, από 700 άτομα, θα φθάσουν τις 4.000 στα μέσα του 17ου αιώνα[18].

Το 1624, εγκαθίστανται στη Σμύρνη οι ιησουΐτες και το 1627 οι καπουτσίνοι, οι οποίοι εξομολογούν ορθόδοξους και κηρύττουν στις εκκλησίες[19]. Ακόμα και στο Άγιον Όρος, ο απόφοιτος του Κολεγίου, μισιονάριος Νικόλαος Ρώσης, από το Ναύπλιο, αναπτύσσει έντονο προσηλυτιστικό έργο και παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο[20].

Το 1642, ο Ιησουΐτης Ρισάρ (François Richard) άνοιξε σχολείο στη Σαντορίνη ενώ κυκλοφόρησε ένα γαλλικό βιβλιαράκι, μεταφρασμένο στη δημοτική, τη Χριστιανική Διδασκαλία. Στη Νάξο, ο επίσης Ιησουΐτης, Ροσιέρ (François Rossiers), κήρυττε πως για την έκρηξη της Σαντορίνης, το 1650, ευθυνόταν ο «ψευδάγιος και αιρετικός», Γρηγόριος Παλαμάς! Ως απάντηση, οι ορθόδοξοι τον αναθεμάτισαν, τα δε παιδιά, περνώντας με λιτανεία από το μοναστήρι των ιησουϊτών, φώναζαν «ανάθεμα στον πατέρα» ενώ ορισμένα το λιθοβόλησαν[21].

Στη Βενετία, ακόμα και ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας, Γαβριήλ Σεβήρος (1541-1616), υποχρεώθηκε να κάνει παραχωρήσεις στους καθολικούς: να αποφεύγεται η ακολουθία του Γρηγορίου Παλαμά και να αποκα­θαρ­θούν εκκλησιαστικά βιβλία από αντιπαπικές εκφράσεις. Κρίνοντας με ορθολογικά κριτήρια, υποστηρίζει την ανάγκη να εισαχθεί το γρηγοριανό ημερολόγιο, όμως, ο Ιερεμίας Β΄ Τρανός συνιστά εμμονή στα πάτρια, κρίνοντας προφανώς με βάση πολιτικά κριτήρια!

Στην Κύπρο, την Κρήτη, τα Ιόνια, τα νησιά του Αιγαίου, η σύγκρουση, εκφράζει παράλληλα και μια κοινωνική αντιπαλότητα, δεδομένου ότι οι «Λατίνοι» κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της γης. Σε πολλά νησιά του Αιγαίου, ακόμα και μετά την κατάληψή τους από τους Τούρκους, οι Φράγκοι φεουδάρχες συνέχισαν να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της γης· το 1641, πραγματοποιείται εξέγερση των αγροτών της Νάξου –με υποκινητές της τον οικονόμο της εκκλησίας, Δρυμαλιά, και τον πρωτοπαπά Πολίτη– που αρνούνταν να καταβάλουν τη δεκάτη στους φεουδάρχες[22].

Στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, θα αναδειχθούν μάλιστα και οι κυριότεροι θεολογικοί αντίπαλοι του καθολικισμού. Σε αυτή την εν πολλοίς άγνωστη «τιτανομαχία», θα θεμελιωθεί και το παιδευτικό έργο της Εκκλησίας, που θα επανορίσει και τις διαφορές ελληνισμού και Δύσεως, ως συστατικού της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Ένας μεγάλος αριθμός από θρησκευτικά κείμενα, ομιλίες και κηρύγματα μεγάλων ιεροκηρύκων της περιόδου, του Ηλία Μηνιάτη και του Μελέτιου Πηγά, έχουν ως στόχο τις «παπικές κακοδοξίες».

Με τον μορφωτικό  αγώνα τον οποίο εγκαινίασε ο Ιερεμίας Β΄ Τρανός, συνδέεται άμεσα και η προσπάθεια αναγέννησης των γραμμάτων και της παιδείας, ως απάντηση στη διείσδυση των Ιησουιτών καθώς, μετά τις πρώτες προσπάθειες του Γεννάδιου, η πατριαρχική Ακαδημία είχε περιοριστεί σε μια υποτυπώδη λειτουργία. Ο Πιερ Μπελόν, φυσιοδίφης που περιηγήθηκε την Ανατολή μεταξύ 1546 και 1549, μας δίνει μια καταθλιπτική εικόνα για το μορφωτικό επίπεδο της Εκκλησίας και των μοναχών του Αγίου Όρους:

«Ανάμεσα στους έξι χιλιάδες καλογήρους που κατοικούν πάνω στο Όρος, είναι αμφίβολο αν μπορεί να βρει κανείς 2 ή 3 σε κάθε μοναστήρι που να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση…»[23].

Ο Μπελόν, παρότι προκατειλημμένος, περιγράφει εν τούτοις με ακρίβεια την κοινοβιακή ζωή των Ελλήνων μοναχών που συμμετείχαν όλοι σε χειρωνακτικές εργασίες, και δεν χρησιμοποιούσαν –προς μεγάλη έκπληξή του– μισθωτούς.

Για να ξεπεραστεί επομένως, η αμάθεια και η απαιδευσία, την οποία εκμεταλλεύτηκαν τα καθολικά τάγματα, θα αρχίσουν οι προσπάθειες για εκπαιδευτική αναγέννηση, που θα εγκαινιάσει ο Ιωάσαφ Β΄ και θα συστηματοποιήσει ο Ιερεμίας Β΄. 

Εκείνη ακριβώς την περίοδο αναδεικνύονται και οι μεγάλες εκκλησιαστικές και λόγιες μορφές της ορθοδοξίας, που θα διαμορφώσουν αυτό που ο Κ.Θ. Δημαράς χαρακτήρισε «θρησκευτικό ουμανισμό»: οι Μελέτιος Πηγάς, Ιερεμίας Β΄ Τρανός, Κύριλλος Λούκαρις, Νικόδημος Μεταξάς, Θεόφιλος Κορυδαλλέας, κ.ά.

Ο πατριάρχης Ιωάσαφ Β΄, «μεγαλοπρεπής» (1556-1565), είχε σπουδάσει στη μονή Φιλανθρωπινών, στα Γιάννενα, και στο Ναύπλιο με τον Ιωάννη Ζυγομαλά, (επαν)ίδρυσε την Πατριαρχική Ακαδημία με χορηγία του τσάρου Ιβάν Τρομερού, και δάσκαλο τον Ιωάννη Ζυγομαλά, ενώ πραγματοποίησε και τις πρώτες επαφές με τους προτεστάντες.

Ο Μελέτιος Πηγάς (1549-1601) είχε σπουδάσει στην Πάδοβα φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και ιατρική διηύθυνε αρχικώς τη Σχολή του Χάνδακα, το δε 1578 μετέβη πιθανότατα στη Μονή της αγίας Αικατερίνης, στο Σινά, ενώ σύντομα έγινε ο επίσημος ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου στην Αλεξάνδρεια και δίδαξε στην πρώτη ελληνική σχολή. Το 1582, έγραψε την Ορθόδοξο Διδασκαλία ενώ το 1590 εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας και το 1597 τοποτηρητής του Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Ο Μελέτιος έδινε κουράγιο στους Έλληνες καλώντας τους να υπερηφανεύονται για την καταγωγή τους και ανανέωσε το κήρυγμα, το έκανε πιο ζωντανό, πλησιέστερο στη λαϊκή γλώσσα…

«Ἐ­σεῖς εἶ­σθε τὸ γέ­νος ἐ­κεῖ­νο τὸ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νον τῶν Ρω­μαί­ων[ ]. Ἡ πρώ­τη μο­ναρ­χί­α τῶν Περσῶν με­τε­τέ­θη εἰς Αἰ­γυ­πτί­ους, ἀ­πὸ τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους εἰς Μα­κε­δό­νας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­σαν Ἕλ­λη­νες, τὸ γνή­σιον γέ­νος σας… εἶ­σθε ἐ­κεῖ­νοι, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ πα­τέ­ρες ἐ­φώ­τι­σαν τὴν οἰ­κου­μέ­νην, τὴν ὀρ­θο­δο­ξί­αν τῆς Χρι­στοῦ πί­στε­ως. Τὰ λεί­ψα­να εἶ­σθε ἐ­σεῖς τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν Ρω­μαί­ων, ἐ­σεῖς τὰ λεί­ψα­να τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας. [ ] Ὅ­λος ὁ κό­σμος εἰς ἐ­σᾶς ἀ­να­δρα­νί­ζει, ἐ­σᾶς ὡς φῶς τοῦ κό­σμου»[24].

Ο πατριάρχης Κ/πόλεως, Ιερεμίας Β΄ Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία – την οποία και αναδιοργάνωσε· φιλόσοφος, ιστορικός καιθεολόγος – κατά τον Ράνσιμαν «πιθανώς ο ικανότερος άνθρωπος που κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο κατά την διάρκεια της δουλείας»[25]. Καθαιρέθηκε δύο φορές από τη Σύνοδο, γιατί ήταν αντίθετος στη σιμωνία, και δύο φορές επανήλθε, μετά από κινητοποιήσεις του λαϊκού ποιμνίου. Επί της πατριαρχίας του, αποσαφηνίστηκαν για πρώτη φορά και οι σχέσεις με τους λουθηρανούς, οι οποίοι επιχειρούσαν να προσεταιριστούν την ορθοδοξία, στο κλίμα μιας γενικότερης προσέγγισης με τον ελληνισμό, στην οποία πρωτοστατούσαν ο Καπνίων και ο Μελάγχθων[26]. Ο Ιερεμίας, με την εμπερίστατη απάντησή του στα εικοσιένα άρθρα της ομολογίας του Άουγκσμπουργκ, διευκρίνισε τα σημεία της συμφωνίας και της διαφωνίας των δύο δογμάτων και κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τους προτεστάντες για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των καθολικών χωρίς να υποταχθεί σε αυτούς. Επιπροσθέτως, ρύθμισε τις σχέσεις με τη ρωσική Εκκλησία και πήρε την πρωτοβουλία για την εγκαθίδρυση αυτόνομου πατριαρχείου στη Μόσχα (1589-1593)[27].                  


[1] Μ. Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής – Από τις πρώτες ρίζες ως την Επανάσταση (1000-1821), τ. Α΄, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σσ. 477-478.

[2] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 307-310 και Αγαθάγγελος, Ξηρουχάκης, «Περί της θέσεως του ελληνικού κλήρου εν Κρήτη επί βενετοκρατίας», Εκκλ. Φάρος 35 (1936) σ. 517.

[3] Δύο αιώνες μετά την κατάληψη της Κρήτης, σε επιγραφές εκκλησιών της υπαίθρου, συνέχισαν να αναφέρονται τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Βλ. David Holton, «Η κρητική αναγέννηση», στο David Holton, David Holton (επιμ.), Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2002, σ. 3.

[4] Kenneth M. Setton, The Papacy and the Levant, 1204-1571, τ. 4, American Philosophical Society, Φιλαδέλφεια 1984.

[5] Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 176-177, ΙΕΕ, ΕΑ, τ. Ι΄, σσ. 122-123.

[6] Βιβλίον ιστορικόν περιέχον εν συνόψει διαφόρους και εξόχους ιστορίας…, και εις την κοινήν γλώσσαν μεταφρασθέν παρά του πανιερωτάτου μητροπολίτου Μονεμβασίας Κυρίου Δωροθέου. Βενετία 11631, εδώ Βενετία 1814, σ. 441.

[7] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 192, 193. Π. Ζιώγας, «Μία κίνηση πνευματικῆς ἀνα­γεν­νήσεως τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ κατὰ τὸν 16ο αἰ. (1540-1550)», Ἑλληνικά, 27 (1974), σσ. 50-78.

[8] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄,σ. 187· Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Πρώται σχέσεις των Ορθοδόξων προς τους Διαμαρτυρομένους κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα, Αθήνα 1924, σ. 6.

[9] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄,σ. 189· Χρ. Παπαδόπουλος, Πρώται…, ό.π., σ. 14.

[10] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σ. 189· Émile Legrand, Deux vies de Jacques Basilicos seigneur de Samos, Marquis de Paros, comte Palatin et Prince de Moldavie / lune par Jean Sommer, lautre par A.-M. Graziani, suivies de pièces rares et inédites, J. Maisonneuve, Παρίσι 1889· Δημήτριος Π. Πασχάλης, «Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης (1561-1564)», (ΗΜΕ) 1936(15), σσ. 243-280· Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Πρώται, ό.π., σσ. 15-20.

[11] Απ. Βακαλόπουλος ΙΝΕ, τ. Γ΄,σ. 189.

[12] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄,σ. 197· Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα», Θεολογία 3, Αθήνα 1925, σ. 16.

[13] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Κύριλλος ο Λούκαρις και η εν Ρώμη σχολή του αγίου Αθανασίου», Ιστορικαί μελέται, Ιεροσόλυμα 1906, σσ. 207-233.

[14] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ,τ. Γ΄,σσ. 202-207· Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, Το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του (1576-1700): Συμβολή στη μελέτη της μορφωτικής πολιτικής του Βατικανού, ΠΙΠΜ, Θεσ/νίκη 1980· ΙΜΕ,  Όλγα Κατσιαρδή-Hering (επιμ.), Παροικιακός Ελληνισμός (15ος-19ος αι.), http://www.fhw. gr/projects/migra­tion­/­15-19/gr /index.html

[15] Δημήτριος Πασχάλης, «Η Δυτική Εκκλησία εις τας Κυκλάδας επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας», Ανδριακά Χρονικά 1-2 (1948), 5-136, σ. 18· Γιάννης Κορδάτος, Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας, τ. Α΄, Αθήνα 1956, σ. 192.

[16] Το «Τάγμα του Ιησού» ιδρύθηκε από τον Ισπανό Ιγνάτιο Λογιόλα, το 1539 και πρωτοστάτησε στο κίνημα της αντιμεταρρύθμισης. Γνωστό για τον ρόλο του στην Ιερά Εξέταση, το Τάγμα επέμενε ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική και ιεραποστολική δράση – κατά τον θάνατο του Ιγνάτιου, το 1556, λειτουργούσε ήδη 74 κολέγια. Για τον προσηλυτιστικό ζήλο τους, ο Κοραής, στην Αυτοβιογραφία του, γράφει: «ἐνόμιζαν, καὶ νομίζουν ἀκόμη σήμερον, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ Ἰησουῖται τὴν ἐπιστροφὴν ἑνός Γραικοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν των πολὺ πλέον ἀξιόμισθον ἔργον παρὰ νὰ κατηχήσωσι δέκα Τούρκους, ἤ δέκα εἰδωλολάτρας» (Αδ. Κοραής, «Βίος Αδαμαντίου Κοραή», στο Απάνθισμα Δεύτερον Επιστολών Αδαμαντίου Κοραή, εκδ. Ιακ. Ρώτα, 1841, σ. 7.)

[17] Άλκηστις Πρωίου, «Νικοδήμου Θεσσαλονικέως, στιχούργημα περί της Δ΄ Σταυροφορίας», Παρνασσός 5, περίοδος. Β΄, Αθήνα 1963, σ. 524· Απ. Βακαλόπουλος, , ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 392-393. 

[18] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 397-399.

[19] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄,σ. 429.

[20] Pietro Pompilio, Rodotà, Del’ origine, progresso e stato presente del rito greco in Italia…, τ. 3, Ρώ­μη 1763, σσ. 175, 176·  Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, σσ. 400-403.

[21] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σ. 417.

[22] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π.,σσ. 296.

[23] Pierre Belon, Les observations de plusieurs singularitez…, ό.π.

[24] Γεώργιος Βαλέτας, Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, Ευαγγελικής Διδασκαλίας Περίοδος, Αθήνα 1958, σ. 398· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 437-447.

[25] Στήβεν Ράνσιμαν Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, Μπεργαδής, 1972, τ. Β΄, σσ. 385, 402.

[26] Ο Καπνίων (εξελληνισμένος τύπος του ονόματός του, Johann Reuchlin, 1455–1522) σπούδασε και στην Πλατωνική Ακαδημία της Φλω­ρεντίας, όπου συνάντησε τους Έλληνες ουμανιστές. Βοήθησε έμμεσα στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση και στην επικράτηση των διαμαρτυρομένων στη Γερμανία, αν και ο ίδιος παρέμεινε καθολικός έως το τέλος. Ο Μελάγχθων (1497–1560, εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γερμανού ουμανιστή και ηγέτη της Μεταρρύθμισης Philipp Schwarzert), μαθητής του Καπνίωνα, έγινε νεότατος, το 1518, καθηγητής της κλασικής ελληνικής στο πανεπιστήμιο της Βυρτεμβέργης. Πιστός συνεργάτης του Λούθηρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου (1546), απομακρύνθηκε από τις λουθηρανικές αντιλήψεις επιμένοντας στις αξίες του θρησκευτικού ουμανισμού και της θύραθεν παιδείας· απέρριπτε τη λουθήρεια απαισιοδοξία ως προς το προπατορικό αμάρτημα και αποδεχόταν μια Εκκλησία ορατή και υποκείμενη σε επισκόπους. Πίστευε ότι η ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούσε τον εκπρόσωπο του χριστιανικού κόσμου των Πατέρων, ενώ ήρθε σε επαφή με τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Ιάκωβο Ηρακλείδη Βασιλικό, και τον Ιωάσαφ Β΄, επιδιώκοντας μια συνεργασία εναντίον της καθολικής Εκκλησίας.

[27] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σ. 197.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία:

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Γεώργιος Π. 30 Αυγούστου 2024 - 03:45

Έχω προμηθευτεί το σπουδαίο αυτό βιβλίο προκειμένου να μάθω τον ρόλο της Εκκλησίας μας κυρίως τόσο στον αντίποδα της φράγκικης ισοπέδωσης (1204 μΧ) όσο και στην θεωρία της μη συμβολής της ορθόδοξης χριστιανοσύνης στα ζητήματα του γένους επί τουρκοκρατίας με πρόσημο την κατηγορία των λεγόμενων “παγανιστών” (δωδεκάθεο, κοκ).
Με αφορμή το παρόν κείμενο, θα ήθελα κάποιος γνωστής εφόσον επιθυμεί, να τοποθετηθεί για το φλέγον (;) ζήτημα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης.
Σαφώς δεν τίθεται αυστηρά σε επίπεδο δογματικής αλλά πρακτικά ως πίστη, η αποδοχή του ημερολογίου τελικά οδήγησε σε διάβρωση του χριστιανικού (του ελληνορθόδοξου σαφώς) βιώματος ή/και τυπικού, ή είναι μια επουσιώδης συνθήκη, ένα “αναγκαίο κακό”;
Αυτά δεδομένου ότι Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Άγιον όρος κ.λπ. υιοθετούν το λεγόμενο πατριό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, χωρίς φυσικά να έχουν διακόψει το μνημόσυνο των λειτουργών του νέου (γρηγοριανού) ημερολογίου.

Με απλούστερη (έως κ απλοϊκή) διατύπωση.
Είναι τελικά σημαντικό το ζήτημα του ημερολογίου για τα της πίστης μας;

Σας ευχαριστώ.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ