Η Παλαιά Αθωνιάδα Σχολή που ίδρυσε ο πατριάρχης Κύριλλος Ε΄
Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).
του Γιώργου Καραμπελιά
Μετά τη λουκάρεια «έριδα», η σύγκρουση με τον καθολικισμό και την Οθωμανική εξουσία συνεχίζεται, γνωρίζοντας ιδιαίτερη έξαρση κατά τον 18ο αι., στον περιφερειακό ελληνισμό και τα ανατολικά Πατριαρχεία, όπου η καθολική επιρροή είχε ενισχυθεί μέσω της Ουνίας, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου όπου, ακόμα και κατά την Επανάσταση του ’21, η καθολική ιεραρχία θα προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες καθολικούς να μείνουν αμέτοχοι, ή ακόμα και να στραφούν ενάντιά της. Έτσι, η εξαιρετικά υποτιμημένη διαμάχη του «Αναβαπτισμού», που ξέσπασε στα μέσα του 18ου αι., με πρωταγωνιστή τον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, προσέλαβε εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα, προαναγγέλλοντας τις επαναστατικές κινήσεις που ακολούθησαν. Αφορμή της υπήρξε η απόφασή του, το 1750, να επιβάλει τον «αναβαπτισμό» των προσήλυτων στην ορθοδοξία καθολικών και Αρμενίων, θεωρώντας «μεμολυσμένον τὸ διὰ ραντίσματος βάπτισμα», που είχε καθιερώσει η Σύνοδος του Τριδέντου.
Η αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης
Τωόντι, μετά τη δολοφονία του Λούκαρι, οι φιλολατινικές τάσεις ενισχύθηκαν, η Ουνία επεκτάθηκε, και φιλολατίνοι ανέβαιναν στον θρόνο των πατριαρχείων. Ενώ η καλβινίζουσα «Ομολογία» του Λούκαρι καταδικάσθηκε σε έξι συνόδους, έγιναν αποδεκτές οι «Ομολογίες» του Πέτρου Μογίλα, μητρ. Κιέβου (1633-1647), και του Δοσίθεου, πατριάρχη Ιεροσολύμων (1669-1707), που ρέπουν προς την αντίθετη κατεύθυνση[1].
Οι Λατίνοι ιεραπόστολοι, κατ’ αυτή την περίοδο, προσηλύτισαν σημαντικές ορθόδοξες προσωπικότητες, τον μητροπολίτη Λακεδαίμονος, Ιωσαφάτ, τρεις πατριάρχες Αχρίδος, τον μητροπολίτη Ρόδου, Μελέτιο, έξι μητροπολίτες των Κυκλάδων, τη μονή του Αγίου Ιωάννου στην Πάτμο, δύο φορές, το 1681 και το 1725 κ.λπ. Στα Επτάνησα και τη Χίο, τελούνταν κοινές λειτουργίες των δύο δογμάτων και ο μητροπολίτης Χίου, ο μελλοντικός πατριάρχης, Παρθένιος Β΄, το 1640, δήλωσε υποταγή στον Πάπα[2].
Η κατάσταση επιδεινώνεται στα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Στην Αντιόχεια, «απεσκίρτησαν πολλοί, εναγκαλισθέντες τα παπικά δόγματα»[3]. Μετά το 1724, οι φιλοκαθολικοί εξέλεξαν ως πατριάρχη τον Σεραφείμ Τανάς, ενώ η σύνοδος της ΚΠολης εξέλεξε τον νεαρό Σιλβέστρο, και έτσι υπήρχαν δύο αντίπαλοι πατριάρχες στην Αντιόχεια. Ο Σιλβέστρος, που εγκατέλειψε το Χαλέπι επί επτά χρόνια, πατριάρχευσε έως το 1766 με τόσο ζήλο, ώστε ο Αργέντης τον αποκάλεσε «νέον Μέγα Ἀθανάσιον» και «ἀληθῶς ἀποστολικόν»[4].
Οι σχέσεις επιβαρύνθηκαν ακόμα περισσότερο από την παρουσία των Λατίνων στα νησιά και την κατοχή του Μορέως (1685-1718) και της Χίου (1694-1695)[5] από τους Ενετούς.
Πλέον όμως, η συγκυρία έχει αρχίσει να μεταβάλλεται, η ομόδοξη Ρωσία αναδύεται ως η κύρια αντίπαλος των Οθωμανών, ενώ η άνοδος των Φαναριωτών, η ισχυροποίηση των εσναφίων, η επέκταση των εκπαιδευτικών μηχανισμών, ωθούν μέρος των ανερχόμενων στρωμάτων να αντιταχθεί στη δυτική διείσδυση. Έχει αρχίσει η ελληνική Αναγέννηση και η νέα αυτοπεποίθηση των Ελλήνων θα εκφραστεί και ως αντίθεση στην επιρροή του καθολικισμού.
Αυτή την υποτιμημένη παράμετρο αναδεικνύει ανάγλυφα η οξεία αντίθεση των Χίων προς τον καθολικισμό, έκδηλη και στο έργο του Κοραή. Ο καθολικισμός, εδώ, διέθετε βαθιές ρίζες εξ αιτίας της μακράς γενουατικής κατοχής (1346-1566): Στην περίφημη Νέα Μονή, ο επίσκοπος Massone (1603-1641) τελούσε την καθολική λειτουργία, υποβοηθούμενος από τον ορθόδοξο ηγούμενο και τους μοναχούς, υπήρχαν δε κοινές εκκλησίες και τελούνταν πολλοί μικτοί γάμοι. Υπήρχαν πολλά καθολικά σχολεία –τρία διέθεταν οι Ιησουίτες– και αρκετοί Χιώτες είχαν σπουδάσει στο Κολλέγιο της Ρώμης, όπως ο σημαντικότερος Έλληνας «παπικός», ο Λέων Αλλάτιος, και ο περιβόητος Παΐσιος Λιγαρίδης.
Όμως, στη Χίο –τον «παράδεισο της Ελλάδας» για τον Κορνέλις ντε Μπρυν[6]–, συγκροτήθηκε η ρωμαλεότερη αστική τάξη, δημιουργήθηκε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο, η «Χία Σχολή», και αναδείχθηκαν σημαντικοί θεολόγοι, όπως ο Κορέσσιος ή ο Αργέντης, ενώ και ο Λιγαρίδης επέστρεψε στην ορθοδοξία. Καθώς ενισχύονται οι Έλληνες, οι σχέσεις με τους καθολικούς επιδεινώνονται: Στα 1756, έγραφε ο Γάλλος υποπρόξενος: «Οι Έλληνες αφόρισαν τους ορθοδόξους που υπηρετούν σε σπίτια Λατίνων. Η πανουργία των γερόντων*, του επισκόπου και των παπάδων* σκοπεύει να στερήσει από τους Λατίνους όχι μόνο τους υπηρέτες, αλλά και τους αγρότες που δουλεύουν στη γη τους και να τους καταστρέψουν ολοσχερώς[7]». Σε νέα επιστολή προς τον πρέσβη, ταυτίζει «γαλλικό εμπόριο» και «θρησκεία»!
«Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την αποκατάσταση της ηρεμίας στη χώρα αυτή θα ήταν να αδράξουν τον Ζαννή Πετροκόκκινο, τον Ζαννή Σκαραμαγκά, και τον γιατρό, Ευστράτιο Αργέντη, και να τους κρεμάσουν. Η χώρα βρίσκεται υπό την ηγεσία των τριών αυτών ορκισμένων εχθρών του καθολικισμού, φθονούν το γαλλικό εμπόριο· και μόνο με την πτώση τους, θα είναι δυνατό να σωθεί η θρησκεία μας»[8].
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄, τσιγκογραφία
Η αντίδραση της Εκκλησίας και ο Αναβαπτισμός
Έντονα αντέδρασε στη διείσδυση των καθολικών ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Δοσίθεος (1669-1707), ο «Λατινομάστιξ», ενώ στην Κωνσταντινούπολη –μετά μία πρώτη συνοδική καταδίκη της Ουνίας, το 1727–, η εκλογή του Κυρίλλου Ε΄, το 1748, θα αποτελέσει την αποφασιστική απάντηση στην ενισχυόμενη, ακόμα και στη Σύνοδο, καθολική επιρροή. Ο Κύριλλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Καράκαλλος, γεννήθηκε πιθανότατα στη Δημητσάνα, στη σχολή της οποίας και μαθήτευσε. Το 1715, κατά την ανακατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, αιχμαλωτίστηκε μαζί με τη μητέρα, τον αδελφό και την αδελφή του, και πουλήθηκαν ως σκλάβοι στον Θεόδωρο Αλευρά, στην Πόλη, ο οποίος, αφού νυμφεύθηκε την αδερφή του, τον έστειλε να σπουδάσει στην Πατριαρχική Σχολή και εν συνεχεία στην Πατμιάδα. Εκάρη μοναχός, εξελέγη μητροπολίτης Μελενίκου, εν συνεχεία Νικομηδείας, και, το 1748, Οικουμενικός Πατριάρχης. Ήδη το 1750, κάλεσε τους ορθοδόξους του Χαλεπίου να αντιμετωπίσουν τη δράση των καθολικών, που είχαν ορίσει ως αρχιεπίσκοπο τον ουνίτη Μάξιμο[9], ενώ επιγενέστερα, το 1751, επιτίμησε τους πιστούς της Σίφνου και της Μυκόνου, που πίστευαν ότι μεταξύ Λατίνων και ορθοδόξων δεν υπάρχει καμία διαφορά. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ευγένιος Βούλγαρις, το 1756:
«Πιστεύσατέ μοι, ὅτι περισσότερους Ἀνατολικοὺς ἐπλάνησαν καὶ ἔφεραν οἱ Λατίνοι πρὸς ἑαυτοὺς μὲ τὴν δόσιν πάρεξ μὲ τὴν διάλεξιν· περισσοτέρους μὲ τὰ χρήματα, πάρεξ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· περισσοτέρους μὲ τὰς κολακείας, μὲ τὰς ὑποσχέσεις, μὲ τὰς χάριτας, μὲ τὰς εὐεργεσίας, μὲ τὰς κοσμικὰς βοηθείας… μὲ δαπάνην πολλῶν χρημάτων ηὔξησεν ἡ Ρώμη τὸν παπισμόν, συναθροίζουσα παπιστὰς ὡσὰν στράτευμα μισθοφόρων»[10].
Ο Αναβαπτισμός αποτέλεσε συνεπώς τη σχεδόν φυσιολογική κορύφωση μιας μακράς αντιπαράθεσης: Το 1750, όταν ορισμένοι Λατίνοι του Γαλατά εκδήλωσαν την επιθυμία να προσέλθουν στην ορθοδοξία, ο πατριάρχης, απεφάνθη ότι ήταν αναγκαίος ο «αναβαπτισμός» καθολικών και Αρμενίων, πράγμα που, τυπικώς, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα[11].
Η θέση του όμως «δεν ήχησε ευαρέστως εις τα ώτα της πλειοψηφίας των αρχιερέων, ειδικώτερον της ενδημούσης εν Κων/πόλει συνόδου». Ο Κύριλλος «επροτίμησε την συμπαράστασιν των λαϊκών τάξεων, εισήγαγε τους αρχηγούς των συντεχνιών εις την διοίκησιν» και «προσεταιρίσθη ασυστόλως, τον ιεροδιάκονον Αυξέντιον, κατωτέρους κληρικούς, ιερομονάχους τυχοδιώκτας κ.λπ.» [12]
Ο Κύριλλος επιβάρυνε οικονομικά τους μητροπολίτες και ελάφρυνε τις ενορίες, κατήργησε το καθεστώς των ενδημούντων στην Πόλη αρχιερέων, που ήλεγχαν το πατριαρχείο και εισήγαγε τους εσναφλήδες (συντεχνίτες) στη διοίκηση. Γι’ αυτό και συκοφαντήθηκε, ως άξεστος και φανατικός, παρότι δημιούργησε την «Αθωνιάδα» Σχολή στο Άγιον Όρος και πρωτοστάτησε στην ίδρυση δύο νοσοκομείων, στην Αδρ/πολη και στην ΚΠολη, μαζί του, δε, είχαν συνταχθεί οι σημαντικότεροι λόγιοι και θεολόγοι, ο Βούλγαρις και ο Αργέντης. Ο Καράκαλλος, «…ζηλωτὴς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο καὶ παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ διαφερόντως ἠγαπᾶτο, εἰ καὶ τὸν ἀληθῆ ζῆλον τοῦ ἀνδρὸς ποικίλως συγκαλῦψαι ἐτεχνῶντο οἱ διαβάλλοντες, πανοῦργον αὐτὸν ἀποκαλοῦντες, ὥσπερ οἱ αἱρετικοὶ αἱρετικὸν ἐδυσφήμουν τὸν ὀρθοδοξότατον»[13]. Το 1751, με ενέργειες του Γάλλου πρέσβη και των καθολικών, εξορίστηκε στη Χάλκη, για να επανέλθει το 1752, μετά από μια πρωτοφανή κινητοποίηση που συνδέεται άμεσα με το λαϊκό «κίνημα» του «Οσίου Αυξεντίου.
Μια κοινωνική σύγκρουση
Κατά την δεύτερη πατριαρχία του Κυρίλλου (1752-1757), εγκαθιδρύεται ένα είδος δυαδικής εξουσίας στο εσωτερικό του ελληνισμού. Ο Κύριλλος και οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας στηρίζονται στον κατώτερο κλήρο, στους εσναφλήδες (συντεχνίτες), στους Χιώτες εμπόρους, τον λαό της Πόλης και σε ορισμένους λογίους και θεολόγους (τον Αργέντη, τον Βούλγαρη, τον Χριστόφορο, τον Μισαήλ κ.ά). Αντίπαλοί τους, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Προϊλάβου, Καλλίνικο, είναι οι περισσότεροι συνοδικοί και οι Φαναριώτες, οι ξένες πρεσβείες και οι λόγιοι του «κλίματος του Πατριαρχείου» (ο Νικόλαος Κριτίας, «Μέγας Εκκλησιάρχης», ο Ανανίας Αντιπάριος, διευθυντής της Ακαδημίας, ο Παγκράτιος Δημάρης κ.λπ.).
Ο Καράκαλλος επιστρατεύει τον Αργέντη, τον Βούλγαρι, τον Χριστόφορο, τον Μισαήλ και άλλους[14], προκειμένου να στηρίξουν δογματικά, θεολογικά και παιδευτικά το αναβαπτιστικό εγχείρημα, με την επικουρία πολυάριθμων –αν και απολεσθέντων– στηλιτευτικών κειμένων. Οι αντίπαλοί του απαντούν με –ευάριθμα– δογματικά κείμενα και εκατοντάδες ριμάδες, στηλιτευτικά κείμενα κ.λπ., προπαντός δε με την κινητοποίηση των συμμάχων τους, Φαναριωτών και ξένων διπλωματών. Κατά δε την οξύτερη φάση της σύγκρουσης, μετά το 1755, εκδίδουν ακόμα και αποφάσεις κατά του αναβαπτισμού: έτσι, στις 28 Απριλίου 1755, η σύνοδος, απόντος του πατριάρχη, καταδίκασε ομόφωνα τον Κύριλλο και τον Χριστόφορο Αιτωλό, αδελφό του Κοσμά, συγγραφέα του έργου Ραντισμού στηλίτευσις. Ο Κύριλλος απάντησε τον Ιούνιο του 1755, με τον «Αναθεματισμό» του που απευθύνεται άμεσα στον λαϊκό κλήρο και τους πιστούς: «τοῦτο τὸ γράμμα ὅτε… ἐπ’ ἄμβωνος ἀνεγινώσκετο, τότε δὴ ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα… ὁμοθυμαδὸν τὸ ἀνάθεμα τρὶς ἐπεβόων»[15]. Η ρήξη με την ιεραρχία ριζοσπαστικοποιεί τα στρατόπεδα και υποχρεώνει τον Κύριλλο να στραφεί στους εσναφλήδες και το λαϊκό σώμα. Διαβάζουμε σε αντικυριλική ριμάδα:
ὄχλος καὶ χύδην ὁ λαὸς ἀπέῤῥιψεν αἰσχύνην [ ]
ὁ ῥάπτης γίνεται κριτής, ὁ κτίστης θεολόγος,
δερματορράπτης δ’ αὔθις τε ῥήτωρ ἀποκατέστη,
ὁ σκυτοτόμος καὶ χαλκεὺς παρόμοιοί τε ἄλλοι
ψήφους τελοῦσιν ἀναιδῶς τῶν προχειριζομένων
εἰς μητροπόλεις κλίματος θρόνου τῆς Κωνσταντίνου[16].
Οι Χιώτες έμποροι και οι βιοτέχνες κινητοποιούνται υπέρ του Κυρίλλου ενώ κυκλοφορούν αντιλατινικά κείμενα του Αργέντη και του Βούλγαρι· τέλος, τον Ιούλιο του 1755, οι πατριάρχες Κπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εκδίδουν τον συνταχθέντα από τον Αργέντη «Όρο»[17], που θεσπίζει τον αναβαπτισμό των Λατίνων και ο Κύριλλος διαλύει εκ νέου την ενδημούσα Σύνοδο και αναθέτει τα οικονομικά της Εκκλησίας σε μια πλειοψηφία λαϊκών. Πράγματι, τον Σεπτέμβριο του 1755, ορίζεται νέα επιτροπή οικονομικών, από τρεις ιεράρχες, τρεις Φαναριώτες και δέκα συντεχνίτες[18]. Διαβάζουμε και πάλι:
«σπουδαῖοι ἀπελάθησαν, διδάσκαλοι μισοῦνται,
ὑπόκρισις θαυμάζεται καὶ τρόπαια ἐγείρει […]
ἀρχιερεῖς σεβάσμιοι χριστιανῶν ποιμένες
ὑβρίζονται ἐλαύνονται ὑπὸ τῆς Κωνσταντίνου […]
τὰ στίφη τῶν ὑποκριτῶν λυμαίνουσι τοὺς οἴκους»[19].
Εις μάτην επιχειρεί ο Κύριλλος να επιβάλει τη μετακίνηση των αρχιερέων στις μητροπόλεις τους[20]. Οι περισσότεροι κρύβονται σε σπίτια πρέσβεων, Φαναριωτών ή Οθωμανών, προετοιμάζοντας την ανατροπή του· έτσι ελάχιστοι στέλνονται δια της βίας στις έδρες τους! Ο Αντιπάριος διεκτραγωδεί τις διώξεις και αποκαλύπτει τα ποσά που εξόδευσαν οι συνοδικοί ιεράρχες για να αποφύγουν να μεταβούν στις επισκοπές τους:
«Παίρνοντας δὲ τὴν εἴδησιν ἔφυγε, ἐφυλάχθη (ο Καλλίνικος)
Ἀντίκρυ εἰς τοὺς φίλους του κ’ ἔτσι δὲν ἐπειράχθη.
Μετὰ ἡμέρας δ’ ὕστερον καὶ ὅλην τὴν ἁγίαν
Σύνοδον τὴν ἐξόρισαν μὲ τόσην ἀτιμίαν. [ ]
Ὁ γὰρ γε τῆς Ἀδριανοῦ πεντήκοντα πουγγία/Καὶ ἔτι πρὸς ἐξόδευσεν. [ ]
Καὶ Δέρκων ἐκινδύνευσε νὰ χάσῃ τὴν ζωὴν του [ ]
καὶ ὑπέρ τὰ τριάκοντα εξόδευσε πουγγία
διὰ τῶν φίλων καὶ ἐδικών, ἵνα στὰ Θεραπεῖα /καθήσῃ ἀνενόχλητος. [ ]
Καὶ Χαλκηδόνος τὰ αὐτὰ ἔπαθεν, ἐπειράχθη
κ’ εἰς οἶκον ὀθωμανικὸν μῆνας ἕξ ἐφυλάχθη.[ ]
Τὰ σίδερα τὰ σιωπῶ, ἅ φόρεσ’ Ἡρακλείας
καὶ ἄλλοι δύο μετ’ αὐτοῦ, κ’ ἔτσι εἰς ἐπαρχίαν
μὲ τὰ δεσμὰ εστάλθησαν αὐτῶν καὶ μ’ ἀτιμίαν…»[21]
Η πτώση του Κυρίλλου ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Διαφορετικά, στην καρδιά της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα εγκαθιδρυόταν μια αντιεξουσία, απαράδεκτη για τους κρατούντες, σηματοδοτώντας μια κυριολεκτική κοινωνική ανατροπή και την άνοδο στην «εξουσία» της ελληνικής κοινότητας μιας συμμαχίας εμπόρων, εσναφλήδων, πληβείων και προοδευτικών «εθνικιστών», αντιλατίνων ιερωμένων και λογίων. Μια τέτοια «εξουσία» θα αμφισβητούσε ανοικτά τις ευρωπαϊκές Πρεσβείες αλλά και την ίδια την οθωμανική διοίκηση.
Η σύγκρουση μεταξύ ορθοδοξίας και καθολικισμού που βρίσκεται σε έξαρση επί δύο αιώνες, από τα τέλη του 16ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα και θα γνωρίσει την κορύφωσή της με το κίνημα του Αναβαπτισμού, στα 1750, αποτελεί ένα φαινόμενο με πολλές διστάσεις, κάποτε κρυμμένες ή αποσιωπημένες. Καθόλου τυχαία «αντιλατίνοι» ιερωμένοι, όπως ο Κύριλλος Λούκαρις ή ο Κοσμάς Αιτωλός, τελικώς θα εξοντωθούν από τους Οθωμανούς. Η αντιλατινική ροπή της Εκκλησίας στην πλειοψηφική της εκδοχή –εκτός από περιπτώσεις όπως εκείνες του Αθανάσιου Πάριου– είναι στο βάθος της και αντιοθωμανική.
Ενώ εμφανίζεται και αποτελεί κίνημα απόκρουσης της λατινικής διείσδυσης και του καθολικισμού στο θρησκευτικό/ταυτοτικό επίπεδο, είναι κατεξοχήν έκφραση της ενδυνάμωσης του κατεχόμενου ελληνισμού –ενίσχυση του ελληνικού εμπορίου σε όλη την ευρύτερη περιοχή, ανάπτυξη των εκπαιδευτικών μηχανισμών και της κλεφτουριάς – που εξ αντικειμένου οδηγεί στην αντιπαλότητα με την Οθωμανική εξουσία.
Άλλωστε η αντίθεση με τον καθολικισμό μεταβάλλεται και υποκρύπτει την σύγκρουση του ενδυναμωνόμενου ελληνισμού με τους δυτικούς εμπορικούς και γεωπολιτικούς εταίρους της Οθωμανικής εξουσίας. Οι Γάλλοι, που καθοδηγούν τους Ιησουΐτες αποτελούσαν τους κατ’ εξοχήν συμμάχους των Οθωμανών ήδη από την εποχή του Φραγκίσκου του Α΄, ο οποίος, το 1536 ήδη, υπέγραψε με τον Σουλεϊμάν τις διομολογήσεις που παρείχαν εμπορικά και διοικητικά προνόμια στους Γάλλους εμπόρους – προνόμια που θα επεκταθούν σύντομα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Καθώς, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, ενισχύεται με τον Μεγάλο Πέτρο ο ρόλος της αντι-οθωμανικής Ρωσίας, οι Έλληνες δεν προσφεύγουν πλέον σε δυτικές δυνάμεις αλλά αντίθετα στρέφονται προς την ομόδοξη Ρωσία για προστασία. Ένας ακόμα λόγος για να στραφούν οι Δυτικές καγκελαρίες προς την Πύλη και να δημιουργηθεί τόσο στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων όσο και της εσωτερικής πολιτικής, η μακρόχρονη συμμαχία Οθωμανών και Δύσης, στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο.
[1] Timothy (Callistos) Ware, Eustratios Argenti, a study of the Greek Church under Turkish Rule, Clarendon Press, Οξφόρδη 1964, σσ. 13-15.
[2] T. Ware, ό.π., σσ. 19, 27.
[3] Βλ. Θεόδωρος Αριστοκλής, Κωνσταντίου Α του από Σιναίου πατρ. Κπόλεως, βιογραφία και συγγραφαί αι ελάσσσονες, Κωνσταντινούπολη 1896, σσ. 139, 140.
[4] Βλ. Κλήμης Καρναπάς, «Ο πατριάρχης Αντιοχείας Σιλβέστρος ο Κύπριος», Νέα Σιών, τ. Β΄, 1905, τ. Γ΄, τ. Δ΄, τ. Ε΄, τ. Στ΄, Ιερουσαλήμ 1905-1907, εδώ τ. Β΄, σσ. 192-193· Γεννάδιος Αραμπατζόγλου, Φωτίειος Βιβλιοθήκη, μέρος Β΄, Κωνσταντινούπολη 1935, σσ. 53-69.
[5] Βλ. Βασίλειος Σφυρόερας, «Ο Βικέντιος Κορέσης και η έναντι των ορθοδόξων στάσις αυτού εν Νάξω, Τόμος Εις μνήμην Κ. Ι. Αμάντου, Αθήναι 1960, σ. 523· T. Ware, ό.π., σσ. 28-30.
[6] Φ. Αργέντης-Στ. Κυριακίδης, Η Χίος παρά τοις γεωγράφοις και τοις περιηγηταίς από του ογδόου μέχρι του εικοστού αιώνος, τ. 1, Αθήνα 1946, σ. 330.
[7] P.P. Argenti, Diplomatic Archive of Chios, 1577-1841, Cambridge UP, 1941, σσ. 1006-1008.
[8] P. P. Argenti, ό.π., σσ. 1010-1011.
[9] Βλ. την αποσιωπηθείσα από τον Γεδεών επιστολή: Καλλίνικος Δελικάνης (επιμ.), Τα εν τοις κωδίξι του πατριαρχικού αρχειοφυλακείου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα …, ΚΠολη 1904, σσ. 195-200· Th. Papadopoullos, Studies and documents relating to the history of the Greek Church and people under Turkish domination, Variorum, Μπρούκφηλντ, 21990, σσ. 187-188.
[10] Ευγενίου Βουλγάρεως, «Κατὰ Λατίνων στηλιτευτικὴ ἐπιστολὴ», στο Ηλίας Τανταλίδης, Παπιστικών ελέγχων, Κωνσταντινούπολη 1850, τ. 2, σ. 284.
[11] Βλ. Ι. Ν. Καρμίρης, «Πως δει δέχεσθαι τους προσιόντας τη Ορθοδοξία ετεροδόξους», Θεολογία, τχ. 2, 1954, σ. 211 επ.· π. Γ. Μεταλληνός, http://www.oodegr.com/oode/biblia/ baptisma1/C2.htm
[12] Ε. Σκουβαράς, «Στηλιτευτικά κείμενα του ΙΗ΄ αιώνος (Κατά των Αναβαπτιστών)», Byzantinisch–Neugriechische Jahrbucher, τ. 20, Αθήναι 1967, σσ. 53-54.
[13] Βλ. Σ. Μακραίος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π.,σσ. 206, 207.
[14] Βλ. Ε. Αργέντη, Εγχειρίδιον…, ό.π., και Συνταγμάτιον…, ό.π.· Χρ. Αιτωλός, Ραντισμού Στηλίτευσις· Μισαήλ, Φως των εν σκότει· Ε. Βούλγαρις, «Κατὰ Λατίνων…», ό.π.
[15] Th. Papadopoullos, Studies…,ό.π., σ. 443.
[16] Th. Papadopoullos, Studies…,ό.π., «Πλανοσπασπαράκτης», σ. 276.
[17] Th. Papadopoullos, Studies…,ό.π., σσ. 444-447.
[18] Βλ. J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, τ. 38, 1736-1789, Παρίσι 21907 , στ. 633-640.
[19] Th. Papadopoullos, Studies…,ό.π., σ. 275.
[20] Τ. Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 374.
[21] Καλλίνικος Γ΄, Πατριάρχης Κπόλεως, Τα κατά και μετά την εξορίαν επισυμβάντα και έμμετροι επιστολαί (επιμ. Αγαμ. Τσελίκας),ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004,σσ. 505-507.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία:
9 ΣΧΟΛΙΑ
[…] Η κατάσταση επιδεινώνεται στα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Στην Αντιόχεια, «απεσκίρτησαν πολλοί, εναγκαλισθέντες τα παπικά δόγματα»[3]. Μετά το 1724, οι φιλοκαθολικοί εξέλεξαν ως πατριάρχη τον Σεραφείμ Τανάς, ενώ η σύνοδος της ΚΠολης εξέλεξε τον νεαρό Σιλβέστρο, και έτσι υπήρχαν δύο αντίπαλοι πατριάρχες στην Αντιόχεια. Ο Σιλβέστρος, που εγκατέλειψε το Χαλέπι επί επτά χρόνια, πατριάρχευσε έως το 1766 με τόσο ζήλο, ώστε ο Αργέντης τον αποκάλεσε «νέον Μέγα Ἀθανάσιον» και «ἀληθῶς ἀποστολικόν»[4]. […]
[…] «Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την αποκατάσταση της ηρεμίας στη χώρα αυτή θα ήταν να αδράξουν τον Ζαννή Πετροκόκκινο, τον Ζαννή Σκαραμαγκά, και τον γιατρό, Ευστράτιο Αργέντη, και να τους κρεμάσουν. Η χώρα βρίσκεται υπό την ηγεσία των τριών αυτών ορκισμένων εχθρών του καθολικισμού, φθονούν το γαλλικό εμπόριο· και μόνο με την πτώση τους, θα είναι δυνατό να σωθεί η θρησκεία μας»[8]. […]
[…] Η θέση του όμως «δεν ήχησε ευαρέστως εις τα ώτα της πλειοψηφίας των αρχιερέων, ειδικώτερον της ενδημούσης εν Κων/πόλει συνόδου». Ο Κύριλλος «επροτίμησε την συμπαράστασιν των λαϊκών τάξεων, εισήγαγε τους αρχηγούς των συντεχνιών εις την διοίκησιν» και «προσεταιρίσθη ασυστόλως, τον ιεροδιάκονον Αυξέντιον, κατωτέρους κληρικούς, ιερομονάχους τυχοδιώκτας κ.λπ.» [12] […]
[…] μὲ τὰ δεσμὰ εστάλθησαν αὐτῶν καὶ μ’ ἀτιμίαν…»[21] […]
[…] [4] Βλ. Κλήμης Καρναπάς, «Ο πατριάρχης Αντιοχείας Σιλβέστρος ο Κύπριος», Νέα Σιών, τ. Β΄, 1905, τ. Γ΄, τ. Δ΄, τ. Ε΄, τ. Στ΄, Ιερουσαλήμ 1905-1907, εδώ τ. Β΄, σσ. 192-193· Γεννάδιος Αραμπατζόγλου, Φωτίειος Βιβλιοθήκη, μέρος Β΄, Κωνσταντινούπολη 1935, σσ. 53-69. […]
[…] [9] Βλ. την αποσιωπηθείσα από τον Γεδεών επιστολή: Καλλίνικος Δελικάνης (επιμ.), Τα εν τοις κωδίξι του πατριαρχικού αρχειοφυλακείου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα …, ΚΠολη 1904, σσ. 195-200· Th. Papadopoullos, Studies and documents relating to the history of the Greek Church and people under Turkish domination, Variorum, Μπρούκφηλντ, 21990, σσ. 187-188. […]
[…] [13] Βλ. Σ. Μακραίος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π.,σσ. 206, 207. […]
[…] [18] Βλ. J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, τ. 38, 1736-1789, Παρίσι 21907 , στ. 633-640. […]
[…] Τωόντι, μετά τη δολοφονία του Λούκαρι, οι φιλολατινικές τάσεις ενισχύθηκαν, η Ουνία επεκτάθηκε, και φιλολατίνοι ανέβαιναν στον θρόνο των πατριαρχείων. Ενώ η καλβινίζουσα «Ομολογία» του Λούκαρι καταδικάσθηκε σε έξι συνόδους, έγιναν αποδεκτές οι «Ομολογίες» του Πέτρου Μογίλα, μητρ. Κιέβου (1633-1647), και του Δοσίθεου, πατριάρχη Ιεροσολύμων (1669-1707), που ρέπουν προς την αντίθετη κατεύθυνση[1]. […]