Του Βασίλη Ασημακόπουλου από το slpress.gr
Στα τέσσερα προηγούμενα άρθρα παρουσίασα κριτικά το 1ο, 2ο, 3ο και 4ο επεισόδιο της σειράς “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι και επιμελήθηκε ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Στάθης Καλύβας. Τα πρώτα 4 επεισόδια καλύπτουν την περίοδο 1821-1950. To 5o επεισόδιο θα σχολιαστεί σε δύο μέρη.
Η παρουσίαση της περιόδου διακρίνεται σε τρία επιμέρους πεδία. Το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Θα ακολουθήσω τη θεματική σειρά που ακολουθεί το επεισόδιο και όχι τη χρονική για να είναι πιο σαφή τα σημεία κριτικής και διαφωνίας. Αφετηριακά, έχει ενδιαφέρον η επιλογή του τίτλου του επεισοδίου για την περίοδο 1950-1974. “Η Δημοκρατική Επανάσταση”. Στην εσωτερική διάρθρωση του επεισοδίου, ως δημοκρατική επανάσταση τιτλοφορείται και η τελική φάση της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή η στιγμή της Μεταπολίτευσης.
Όμως ο γενικός τίτλος παραμένει, όχι αυθαίρετα, καθώς κατά την αφήγηση υφίσταται μια γενική πορεία εκδημοκρατισμού από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, που συντονίζεται ή ακολουθεί την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη και τις κοινωνικές-πολιτισμικές αλλαγές, με κάποια αρνητικά πολιτικά πισωγυρίσματα, που τελικά οδηγούν και στο μεγάλο πισωγύρισμα που είναι η δικτατορία. Στο παρόν κείμενο θα σχολιαστούν οι αναφορές του επεισοδίου για την οικονομία της περιόδου, που τοποθετείται και στο επίκεντρο της παρουσίασης.
Στη σειρά αναπαράγεται η θεώρηση της περιόδου 1950-1973, ως οικονομικού θαύματος. Και πράγματι αυτή η διάσταση από την οπτική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, των ποσοτικών μεγεθών αύξησης του ΑΕΠ, της σημαντικής ενίσχυσης του βιομηχανικού τομέα, των κρατικών υποδομών ιδίως στον τομέα της ενέργειας, είναι πολύ σημαντική.
Η συνέντευξη του Χρυσάφη Ιορδάνογλου στην εκπομπή, ενός πολύ καλού γνώστη των οικονομικών μεγεθών της μεταπολεμικής περιόδου και συγγραφέα του βιβλίου “Η ελληνική οικονομία μετά το 1950- Τόμος Α : Περίοδος 1950-1973: Ανάπτυξη, Νομισματική Σταθερότητα και Κρατικός Παρεμβατισμός” (Τράπεζα της Ελλάδος, 2020), προσφέρει μια στέρεη βάση της συγκεκριμένης θεώρησης. Όπως αναφέρει ο Ιορδάνογλου στην εκπομπή, κλειδί για την οικονομική επιτυχία είναι «ο συνδυασμός ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομής και η επίπτωσή τους στην παραγωγικότητα της εργασίας στην οικονομία».
Συγκριτική ανάλυση
Η διαδικασία αυτή έθεσε την Ελλάδα στη ζώνη της ανάπτυξης και της ευημερίας σύμφωνα με την εκπομπή. Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι η θεώρηση αυτή αν και πραγματική, είναι μονοδιάστατη και όταν προβάλλεται με όρους αποκλειστικότητας με ευθύνη του υπεύθυνου της εκπομπής, οδηγεί στη στρέβλωση της πραγματικότητας, αλλά και στην αδυναμία να εξηγηθούν μετέπειτα παθογένειες δομικού χαρακτήρα.
Χρήσιμο εργαλείο για τα ζητήματα αυτά είναι η συγκριτική ανάλυση, καθώς η Ελλάδα από τη δεκαετία του ’50 και μετά επιταχύνει τη διαδικασία διεθνούς ενσωμάτωσής της, σ’ έναν κόσμο που εκτός από τη γεωπολιτική διαίρεση, τείνει και στην περιφερειακή ενοποίηση. Η οπτική της συγκριτικής ανάλυσης διαφεύγει όμως από την εκπομπή.
Η Ελλάδα, παρά τις πολύ μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού στον αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού, λόγω εμφυλίου πολέμου και μετεμφυλιακής συνθήκης, δεν βιώνει την “αντιφασιστική στιγμή του 1945”, η οποία στη δυτική Ευρώπη, με την οικονομική ενίσχυση των ΗΠΑ (Σχέδιο Μάρσαλ) –και τη στρατιωτική παρουσία (ΝΑΤΟ)– μεταρρυθμίζει ριζικά τον προπολεμικό φιλελεύθερο καπιταλισμό, σε δημοκρατικό, στο πλαίσιο που ορίζει το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (Bretton Woods, 1944) και η χαμηλή τιμή πετρελαίου.
Θεμέλιο του δημοκρατικού αυτού κύματος στις κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης την περίοδο 1945-1975, που καθόλου τυχαία χαρακτηρίστηκαν ως 30 ένδοξα χρόνια, είναι η σημαντική οικονομική ανάπτυξη, με το κεϋνσιανό παρεμβατικό κράτος στην οικονομία και τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας καθολικού χαρακτήρα. Αυτό που χαρακτηρίστηκε ως σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης-συναίνεσης.
Κοινωνικό κράτος
Οι δύο αυτές διαστάσεις δεν υπάρχουν στην ελληνική περίπτωση της αντίστοιχης περιόδου. Ο κεϋνσιανισμός υφίστατο μόνον στο σκέλος της προσφοράς και όχι της ζήτησης, καθώς οι μισθοί και τα ημερομίσθια παρέμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθ’ όλη την περίοδο 1950-1974 –με την εξαίρεση του διαλείμματος της Ε.Κ. 1963-1965– λόγω του κοινωνικό-πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων και της περιοριστικής κρατικής εισοδηματικής πολιτικής που εξασφάλιζε ο μηχανισμός του ν. 3239/55.
Το δε κοινωνικό κράτος ήταν εξαιρετικά περιορισμένο, όπως άλλωστε καταγράφεται στη διάρθρωση των δημοσίων δαπανών της υπό εξέταση περιόδου, με την εξαίρεση ορισμένων δομών κοινωνικής ασφάλισης κορπορατίστικου χαρακτήρα. Πλέον αυτών τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων ήταν κρατικώς δεσμευμένα για την ενίσχυση της (ιδιωτικής) βιομηχανίας, με καθεστώς άτοκου δανεισμού (ν. 1611/1950).
Αναφέρεται στην εκπομπή και αυτό είναι πράγματι ορθό ότι η σημερινή Ελλάδα, είναι προϊόν του οικονομικο-κοινωνικού μετασχηματισμού της την 20ετία 1950-1970. Όμως ποιο είναι το εμβληματικό στοιχείο στο οποίο αποτυπώνεται αυτός ο μετασχηματισμός; Είναι η Αθήνα-Αττική και για την ακρίβεια η εκρηκτική γιγάντωσή της μέσα σε μια 15ετία.
Η εκπομπή ενώ αναφέρεται στην κίνηση της εσωτερικής μετανάστευσης, τη θεωρεί κατά βάση θετική εξέλιξη, με την εξαίρεση μιας επιμέρους ένστασης στο πολεοδομικό και αισθητικό αποτέλεσμα της “πολυκατοικίας”, που αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο τίμημα του μηχανισμού-θεσμού της αντιπαροχής και αναπαραγωγής του μικροϊδιοκτητικού τύπου συσσώρευσης, σε συνθήκες περιορισμένης κεφαλαιακής επάρκειας και απουσίας κρατικής παρέμβασης.
“Κράτος-πρωτεύουσα”
Στην ενότητα της εκπομπής για το κοινωνικό-πολιτισμικό πεδίο διατυπώνεται και με τη φράση ότι «η αστικοποίηση η ελληνική της δεκαετίας του ’50 και του ’60 είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χώρας». Αυτή ουσιαστικά αποτέλεσε στην πράξη τον υπαρκτό εκσυγχρονισμό, αλλά και τη θετική πρόσληψή του. Όμως η εκπομπή δεν εξετάζει αφενός την συγκριτική προοπτική, αφετέρου την ιστορική, αυτού του ολικού πράγματι μετασχηματισμού.
Η Ελλάδα, το “σύστημα χώρα”, μεταπολεμικά οικοδομείται ως “κράτος-πρωτεύουσα”. Ανάλογο φαινόμενο δεν παρατηρείται σε κανέναν άλλον δυτικού τύπου εθνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η ανατροφοδοτούμενη δυναμική του “κράτους-πρωτεύουσα” ωθεί διαρκώς σε εισοδηματικού-καταναλωτικού χαρακτήρα συσσώρευση και όχι παραγωγικού τύπου επένδυση. Και αυτό αφορά το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Η σταδιακή ερημοποίηση της υπαίθρου, η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα της οικονομίας, το διαρκές εμπορικό έλλειμμα ως οικονομικό μέγεθος έχει τις βάσεις του σ’ αυτή τη διαδικασία και τις αντίστοιχες αντιλήψεις που κυριάρχησαν. Το “κράτος-πρωτεύουσα” έχει περισσότερο τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά και λιγότερο ευρωπαϊκά. Και στην ιστορική προοπτική δεν οδήγησε στην ανάπτυξη, παρά το σύντομο αρχικά εντατικό αναπτυξιακό κύκλο, αλλά στην υπανάπτυξη, ιδίως με τη μορφή της από-παραγωγικοποίησης.
Η τάση αυτή ήταν απολύτως κυρίαρχη και στην περίοδο μετά το 1974 και σε επίπεδο πολιτικού συστήματος. Μόνον το ΠΑΣΟΚ είχε αφετηριακά μια κριτική προσέγγιση στο αναπτυξιακό υπόδειγμα του “κράτους-πρωτεύουσα”. Η κρατικοποίησή του θα το μεταμορφώσει στη συνέχεια σε πρωταγωνιστικό πολιτικά διαχειριστή εκείνου που ονομάστηκε “αθηνοκεντρισμός”.
Απουσία κρατικής πολιτικής
Σε μια ιστορική προοπτική η διαδικασία απο-παραγωγικοποίησης οδήγησε στη σταδιακή οικονομική αποδυνάμωση του “συστήματος χώρα”, η οποία στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης επιταχύνθηκε συμβάλλοντας αποφασιστικά στη χρεοκοπία του 2010. Για μια κριτική προσέγγιση στο φαινόμενο της μεταπολεμικής αθηναϊκής συγκεντροποίησης, Guy Burgel, “Αθήνα: Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας” (Εξάντας, 1976). Για το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης την περίοδο 1950-1980 βλ. Τάκης Φωτόπουλος, “Εξαρτημένη Ανάπτυξη-Η ελληνική περίπτωση” (Κουκκίδα, 2017).
Κρίσιμο ρόλο στη μεταπολεμική αθηναϊκή συγκεντροποίηση και με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έλαβε, διαδραμάτισε η σκόπιμη απουσία οργανωμένης κρατικής πολιτικής, καθώς η διαδικασία αυτή αποτέλεσε βασικό μηχανισμό εξωθεσμικής συναίνεσης και λειτουργίας της κοινωνικής κινητικότητας σε συνθήκες περιορισμένων διαθέσιμων κεφαλαίων.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε μοντέλο κοινωνικής συναίνεσης δια του κοινωνικού κράτους, το οποίο –στις χώρες της Δυτ. Ευρώπης– στηρίχθηκε στην ολοκλήρωση της βιομηχανικής ανάπτυξης και την υψηλή άμεση φορολογία, αλλά δια της οικοδομής, των περιορισμένων φορολογικών εσόδων και σ’ ένα “ιδιωτικο-δημόσιο” (ο όρος είναι του Κων/νου Καραβίδα από τον Μεσοπόλεμο) μοντέλο βιομηχανίας-κρατικού τραπεζικού συστήματος, τα όρια και οι ανεπάρκειες του οποίου θα καταδειχθούν την επόμενη περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Αθηναϊκό λεκανοπέδιο
Για την εξέλιξη αυτή, ο προδικτατορικός Κων/νος Καραμανλής έχει μεγάλη πολιτική ευθύνη. Όπως και για το Κυπριακό. Το τοποφαγικό και αντιπαραγωγικό στην προοπτική του αθηναϊκό μοντέλο μεταφέρθηκε στις πόλεις της περιφέρειας, ιδίως από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Με αποτέλεσμα ένα από τα μεγάλα ελλείμματα της χώρας να είναι ο αστικός χώρος. Με έντονες αρνητικές επιπτώσεις στο οικονομικό πεδίο στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές-μεταφορντικές συνθήκες οργάνωσης της παραγωγής.
Πόλεις χωρίς ταυτότητα, μνήμη, τοπίο, αισθητική, που ωθούν στην υποβάθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων, αυτό που ονομάστηκε –με μεγάλη κατανάλωση του όρου– ποιότητα ζωής. Όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στο βιβλίο “Πόλεων και Τόπου Παιδεία” (Στράβων, 2004) «Κανείς μέχρι σήμερα δεν μέτρησε ακόμη το κόστος αυτής της ιστορικής καταστροφής. Μετριέται ως πρόοδος, ενώ πρόκειται για καταστροφή. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη κρίση του αστικού και αγροτικού χώρου. Η ύπαιθρος ερημώνεται ή γίνεται “πόλις” και η πόλις γίνεται μη-πόλις, αντίπολις» (σ.9).
Πλέον αυτών σε μια μακροσκοπική θεώρηση, η γεωγραφία του Ελληνισμού, μετά τον γενοκτονικό ξεριζωμό του 1922 συρρικνώνεται στην ελλαδική χερσόνησο και ύστερα από την καταστροφική δεκαετία του ’40, από τη δεκαετία του ’50 και μετά εμφανίζει έντονες τάσεις συγκεντροποίησης στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο, με σαφείς επιπτώσεις εκτός όλων των άλλων στη δημογραφία. Αυτή η οπτική απουσιάζει από την εκπομπή.