Σφαγές και εξορίες Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη (1914-1918)
Του Μισέλ Μπρινό* δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 117
Μια σειρά μέτρων που έλαβαν οι Νεότουρκοι προετοίμασαν, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την εξάλειψη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία με τη γερμανική υποστήριξη. Κατ’ αρχάς, τα ελληνικά σχολεία τέθηκαν υπό την άμεση εποπτεία του τουρκικού υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης και όχι πλέον του πατριαρχείου. Ομοίως, στον τομέα της δικαιοδοσίας, καταργήθηκαν τα προνόμια του πατριαρχείου, πολλά εκκλησιαστικά αγαθά κατασχέθηκαν από το τουρκικό κράτος. Οι χριστιανοί στάλθηκαν σε «τάγματα εργασίας» (amele tabourou). Επρόκειτο για μια πρώτη μορφή εξόντωσης: «Χωρίς αμοιβή, υποσιτισμένοι και κακοντυμένοι, εκτεθειμένοι στην κακοκαιρία, τον καυτό ήλιο της Βαγδάτης ή το έντονο κρύο του Καυκάσου, πάσχοντες από ασθένειες, πυρετούς, τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες» (R. Puaux, 1918, 19).
Το εμπορικό μποϊκοτάζ και το σύστημα κατασχέσεων χρησιμοποιήθηκαν επίσης εναντίον των Ελλήνων: «Το σύστημα δεν συνίστατο σε μερική επίταξη των εμπορευμάτων, αλλά στη σχεδόν πλήρη κατάσχεση του εμπορικού κεφαλαίου, ώστε να μην αφήνει πλέον στον έμπορο τη δυνατότητα να ξαναρχίσει τις συναλλαγές του» (R. Puaux, 1918, 23). Επιβλήθηκαν επίσης υποχρεωτικές εισφορές προς όφελος του ναυτικού, του ιματισμού των στρατιωτών…, όπως και οι άμισθες υποχρεωτικές εργασίες.
«Με το σύστημα των αγγαρειών, όλοι οι άνδρες που μπορούσαν να εργαστούν, χωρίς διακρίσεις ηλικίας, απασχολούνταν με την καλλιέργεια των αγρών των ανταλλαχθέντων μουσουλμάνων και στερούνταν ακόμα και το απόθεμα των σπόρων τους, ώστε να μην έχουν χρόνο να ασχοληθούν με τις δικές τους γεωργικές εργασίες. Από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα για να στερήσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς από τη συγκομιδή των χωραφιών τους» (R. Puaux, Οι διωγμοί … 1918, 25).
Η προσφυγή της κυβέρνησης στην απαλλοτρίωση της περιουσίας των Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει από ένα χωριό σε άλλο, καθώς επίσης και οι αναγκαστικοί προσηλυτισμοί στο ισλάμ, ως παραδοσιακό μέσο απάλειψης του χριστιανικού στοιχείου, αξιοποιήθηκαν ξανά. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης ατιμώρητες ατομικές δολοφονίες, καταστέλλοντας τους ανθρώπους με επιρροή και εμποδίζοντάς τους να βγουν από τα χωριά για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Ένα άλλο μέσο ήταν ο βιασμός Ελληνίδων γυναικών και νεαρών κοριτσιών. Οι εξολοθρεύσεις των προκρίτων, συχνά κατακρεουργημένων, αναφέρονται επίσης στις προξενικές εκθέσεις (R. Puaux, 1918).
Οι συμμορίες εγκληματιών, που δραπέτευσαν ή απελευθερώθηκαν από τη φυλακή, υπό την καθοδήγηση της χωροφυλακής, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1913-14 (R. Puaux, 1918, 32). Με την εκδίωξη και τη χρεοκοπία των Ελλήνων εμπόρων και επιχειρηματιών, που κυριαρχούσαν στην οικονομία, έπρεπε να ανοίξει ο δρόμος για μια οικονομία στα χέρια και μόνο των μουσουλμάνων Τούρκων. Το πιο ακραίο γεγονός σε αυτή την εκστρατεία διώξεων ήταν η σφαγή των Ελλήνων της Φώκαιας και η συστηματική καταστροφή της πόλης, που αριθμούσε 8.000 έως 9.000 Έλληνες και 400 Τούρκους, από τις συμμορίες των ατάκτων μπασιμποζούκων (başıbozuk), στις 12 Ιουνίου 1914. Συνέπεσε με τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων της χερσονήσου του Καρά Μπουρνού προκαλώντας τη φυγή 18.000 Ελλήνων από τον Τσεσμέ (Κρήνη) προς το γειτονικό νησί της Χίου.
Ο Mathias Bjornlund (2008, 47-48) εκτιμά, σύμφωνα με προξενικές πηγές, ότι 150.000 με 200.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στις ακτές του Αιγαίου πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου […] (Μ. Bjornlund, 2008, 50).
Ομοίως, στις ακτές του Αιγαίου ή της Μαύρης Θάλασσας, οι μαζικές εξορίες αποτέλεσαν ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο εξάλειψης της ελληνικής παρουσίας.
«Οι δύστυχοι εξόριστοι, κυνηγημένοι από τα χωριά τους, δεν είχαν την άδεια να παίρνουν μαζί τους ούτε τα απολύτως απαραίτητα. Ξυπόλυτοι, δίχως τροφή και νερό, ξυλοφορτωμένοι, υβριζόμενοι και χτυπημένοι στον δρόμο από συμμορίες, περιπλανιόνταν στα βουνά, συνοδευόμενοι από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι υπέκυπταν από την κόπωση και τις ταλαιπωρίες. Οι ετοιμοθάνατοι εγκαταλείπονταν στον δρόμο. Οι γυναίκες, αφού έφερναν στον κόσμο τα παιδιά τους, υποχρεώνονταν να τα εγκαταλείψουν όπου να ’ναι, προκειμένου να ακολουθήσουν, όπως μπορούσαν, τους συντρόφους της δυστυχίας τους. Διότι οι χωροφύλακες φρόντιζαν να μην καθυστερούν στον δρόμο. Απαγορευόταν οι εξόριστοι να μπαίνουν στα χωριά που συναντούσαν, έτσι ώστε να μην μπορούν να προμηθευτούν φαγητό. Το τέλος του ταξιδιού δεν σήμαινε το τέλος των δυστυχιών τους για αυτούς τους δύστυχους. Διότι οι βάρβαροι κάτοικοι κάποιου απομονωμένου χωριού αναλάμβαναν να τους αποτελειώσουν. Οι περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και του Αϊβαλίου ήταν οι πιο δύσκολες» (Puaux R., 1918, 40-41).
Τον Μάρτιο με Σεπτέμβριο του 1915, εκκενώθηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Θράκης, των νησιών της Θάλασσας του Μαρμαρά, των Δαρδανελίων και μέρους του Βοσπόρου. Τα σπίτια πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν, διαπράχθηκαν άγρια εγκλήματα και φρικτά βασανιστήρια, ενώ οι πληθυσμοί στέλνονταν υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες σε αναγκαστικές πορείες προς το εσωτερικό της Ανατολίας, στα μέσα του χειμώνα (1916-1917). Πρόκειται ειδικότερα για το τμήμα του Πόντου που δεν είχε κατακτηθεί από τον ρωσικό στρατό και, στην ακτή του Αιγαίου, το Αϊβαλί (Κυδωνίες), που ήταν η δεύτερη ελληνική πόλη στην παραλία μετά τη Σμύρνη, με τους 36.000 κατοίκους της, όλους χριστιανούς. Οι Έλληνες πρόσφυγες, σε αυτές τις πορείες εξορίας, έπεσαν θύματα πείνας, κρύου, ασθενειών, γεγονός που επέφερε πολύ υψηλή θνησιμότητα ανάμεσά τους.
Μια έκθεση του Φεβρουαρίου του 1916 αναφέρει, μεταξύ άλλων, την τρομακτική κατάστασή τους: «Οι πρωτοφανείς στερήσεις τούς είχαν αφαιρέσει κάθε σπίθα ζωής και η θνησιμότητα, μέσα στον σκληρό χειμώνα, είναι πολύ μεγάλη ανάμεσά τους. Για να προμηθευτούν το ψωμί, το οποίο έχει γίνει είδος πολυτελείας, κατέληγαν να πουλάνε όλα τα ρούχα τους. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα και οι ιερείς δεν σταματούν να θάβουν τους νεκρούς» (R. Puaux, 1918, 59).
Έλληνες ιστορικοί (Κ. Φωτιάδης, Χ. Τσιρκινίδης) αλλά και μη Έλληνες, οι T. Hofmann και Μ. Bjornlund, ερεύνησαν τα τελευταία είκοσι χρόνια διάφορα προξενικά αρχεία για να φέρουν στο φως πολλαπλές μαρτυρίες, ειδικά ταξιδιωτών και διπλωματών που διέμεναν εκεί […]. Η Tessa Hofmann (2011, 49-95) συγκέντρωσε πρόσφατα […] αυτές τις μαρτυρίες που προκύπτουν από τα συγκεκριμένα αρχεία και συνέκρινε τη γενοκτονία των Αρμενίων με τις σφαγές και τις απελάσεις που υπέστησαν οι Έλληνες της οθωμανικής Τουρκίας.
Σύμφωνα με την Tessa Hofmann (2011, 47), «η γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων ή των Αραμαίων / Ασσυρίων δεν θα πρέπει να θεωρείται ως άμεση απάντηση σε υποτιθέμενες χριστιανικές προκλήσεις, αλλά ως ένα στάδιο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, το οποίο, αντιδρώντας στη συνεχιζόμενη αποσύνθεση της αυτοκρατορίας, προσανατολιζόταν όλο και περισσότερο προς έναν στενό εθνικισμό, αποκλείοντας τους αυτόχθονες χριστιανούς της Μικράς Ασίας από το ηθικό σύμπαν του κράτους. Δίνοντας προτεραιότητα στον απαξιωμένο μύθο ότι οι χριστιανοί δεν ήταν έντιμοι, στο πλαίσιο των απελάσεων και των σφαγών, προ, κατά και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτίθονταν στα θύματα και στην ιστορική αλήθεια κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που χρησιμοποίησαν οι ναζί για να δικαιολογήσουν το Ολοκαύτωμα ως μια υποτιθέμενη διεθνή εβραϊκή συνωμοσία.
Διότι οι χριστιανοί στην οθωμανική κοινωνία, όπως οι εβραίοι στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη, δεν έχασαν τη ζωή τους λόγω όσων έκαναν ή δεν έκαναν, αλλά γι’ αυτό που ήταν και λόγω του τρόπου που τους αντιλαμβάνονταν οι αυτουργοί της γενοκτονίας. Είναι ψυχολογικά ζωτικής σημασίας για τους δράστες μιας γενοκτονίας να πιστεύουν οι ίδιοι την αναγκαιότητα της αυτοάμυνας». Συνέκρινε επίσης τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων αποδεικνύοντας ότι έλαβαν χώρα σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο: κατά τη διάρκεια μιας προκαταρκτικής φάσης, γίνονται μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις μελών της πνευματικής και πολιτικής ελίτ, εκμηδένιση μιας πιθανής αντίστασης με τον αφοπλισμό, καταναγκαστική εργασία των ενήλικων ή εφήβων ανδρών σε ειδικές μονάδες και, σε πιο προχωρημένο στάδιο, τοπικές ή περιφερειακές σφαγές και πορείες θανάτου για τον υπόλοιπο χριστιανικό πληθυσμό και, στο τέλος, απαγωγή παιδιών και αναγκαστικός εξισλαμισμός και εκτουρκισμός.
Η διασπορά προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αν. Θράκη στην Ελλάδα
Η Ελλάδα δέχτηκε τους περισσότερους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη που έφτασαν μεταξύ του 1913 και 1924. Η προέλευση των προσφύγων που καταγράφηκαν στην Ελλάδα το 1928 κατανέμεται ως εξής: περισσότεροι από τους μισούς (57%) από τη δυτική και κεντρική Ανατολία, το 23% από την Ανατολική Θράκη, το 16,5% από τον Πόντο και το 3,5% από την Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκαν κατά προτίμηση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη όπου αντιπροσώπευαν, το 1928, μεταξύ 25 και 50% του πληθυσμού, ξεπερνώντας ακόμη και το 50% στους νομούς της Πέλλας, της Θεσσαλονίκης (με τα προάστια), της Δράμας και της Καβάλας.
Το άλλο μέρος που δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων είναι η Αττική, και συγκεκριμένα η ευρύτερη περιοχή Αθηνών-Πειραιά, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού δραστηριοτήτων και ευκαιριών απασχόλησης. Στη συνέχεια έρχονται (μεταξύ 5 και 20% του πληθυσμού) η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Λήμνος, η Μυτιλήνη, η Χίος και η Κρήτη […] (M. Sivignon, 2003, 40).
Το 1928, ο αγροτικός πληθυσμός είναι ο πιο πολυάριθμος. Τα δύο τρίτα της καλλιεργήσιμης γης που διατέθηκε στην Επιτροπή Εγκατάστασης των Προσφύγων βρίσκονταν στη Μακεδονία, όπου στο 80% των οικογενειών παραχωρήθηκε κάποιο κομμάτι γης. Με 538.000 πρόσφυγες, δηλαδή πάνω από τους μισούς, η Μακεδονία ήταν μακράν η μεγαλύτερη περιοχή υποδοχής.
Ο ξεριζωμός και η γέννηση μιας μνήμης ως στήριγμα μιας ταυτότητας διασποράς
Μέρος αυτού του πληθυσμού μετανάστευσε, στη συνέχεια, και πάλι στη διασπορά του Νέου Κόσμου (Αμερική, Αυστραλία) και της Δυτικής Ευρώπης. Ένα άλλο κομμάτι, που κατέφυγε και βρέθηκε έγκλειστο στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1989, επανέρχεται εν μέρει (περίπου 200.000 άνθρωποι) στην Ελλάδα, όπου δυσκολεύεται να ενταχθεί.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ελληνικό κράτος αποσιώπησε την ιστορία των εξοριών, των σφαγών και της ανταλλαγής πληθυσμών, κυρίως για να διατηρήσει καλές σχέσεις με τον Τούρκο γείτονά του (ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας Ινονού-Βενιζέλου του 1930). Έτσι, κατάφερε να αποφύγει να φωτίσει τις πραγματικές ευθύνες των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών αρχών σε αυτή την καταστροφή και να μην ενοχλήσει τις δυτικές δυνάμεις που χρειάζονταν την Τουρκία απέναντι στο ανατολικό μπλοκ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η σιωπή της ελληνικής ιστοριογραφίας ευνοήθηκε από ένα κράτος του οποίου ο προσανατολισμός είχε γίνει αποκλειστικά βαλκανικός. Ανησυχούσε περισσότερο από τα σλαβικά και κομμουνιστικά κράτη του Βορρά παρά από τον τουρκικό εθνικισμό στην Ανατολή, έναν αναπόφευκτο εταίρο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Οι πρόσφυγες που επιβίωσαν από τη Μεγάλη Καταστροφή αναγκάστηκαν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, στην Ελλάδα, να σβήσουν την ανάμνηση του τι είχε συμβεί στην Τουρκία και στην ΕΣΣΔ από το 1937 έως το 1956. Τους απασχολούσε κυρίως η επιβίωσή τους. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική κατοχή πάγωσαν κατόπιν την κατάσταση, επιτρέποντας ταυτόχρονα την καλύτερη ενσωμάτωση αυτών των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία χάρη στην ενεργό συμμετοχή τους στην Αντίσταση.
Μόνο μετά τη δεκαετία του 1970 και την οικονομική απογείωση της Ελλάδας, η αναγέννηση της κοινοτικής ζωής και το έργο της μνήμης απέκτησε μια κάποια άνθηση, στους κόλπους των προσφυγικών1ενώσεων. Εξάλλου, η μνήμη που συνδέεται με την ορθοδοξία αποτελεί μια ουσιαστική διάσταση της ταυτότητας αυτών των προσφύγων της Μικράς Ασίας και των απογόνων τους που, για πολύ καιρό, υπήρξαν κοινωνικά και πολιτικά περιθωριοποιημένοι στην Ελλάδα. Αυτή η μνήμη περνά μέσα από την ορθόδοξη θρησκεία, ενσαρκώνεται σε κάθε είδους τελετουργίες και έχει καταστήσει δυνατή την υπέρβαση του τραύματος του ξεριζωμού. Στην οθωμανική κοινωνία, που ήταν οργανωμένη σύμφωνα με τις θρησκείες (σύστημα μιλλέτ), δεν υπήρχε διαχωρισμός, αφενός, μεταξύ του ιερού και του πνευματικού και, αφετέρου της κοινωνικής ζωής.
Ένα μέρος της σιωπής της εθνικής ιστοριογραφίας άρχισε τότε να ελευθερώνεται χάρη στην έκδοση βιβλίων, την οργάνωση παγκόσμιων παμποντιακών συνεδρίων (1985, 1988, 1993, 1997, 2002), για παράδειγμα, στα οποία συμμετείχαν μερικές από τις επιφανέστερες προσωπικότητες του κράτους. Δεν ήταν παρά ένα πρώτο βήμα του έργου της μνήμης, που ζητούσαν οι ενώσεις Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Στη δεκαετία του ’80, άρχισε μια συζήτηση στους ποντιακούς συλλόγους και στον ελληνικό πολιτικό χώρο για την ύπαρξη μιας «γενοκτονίας» των Ελλήνων του Πόντου, καθώς και του συνόλου των Ελλήνων της οθωμανικής Τουρκίας, μεταξύ του 1916 και 1923, για την οποία ευθύνονταν οι ανώτατες οθωμανικές αρχές των Νεοτούρκων, ιδιαίτερα ο Ταλάτ πασάς, υπουργός Εσωτερικών, και ο Μουσταφά Κεμάλ. Η συζήτηση ξεκίνησε από το 1985, χρονιά του πρώτου Παμποντιακού Συνεδρίου, από έναν Ελληνο-αυστριακό ιστορικό, ποντιακής καταγωγής, τον Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, από έγγραφα που ανακαλύφθηκαν στα αρχεία της Βιέννης και του Βερολίνου, των υπουργείων Εξωτερικών των δύο συμμάχων με την Τουρκία χωρών κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλοι ιστορικοί του Πόντου, κυρίως ο Κώστας Φωτιάδης και ο Χαράλαμπος Τσιρκινίδης, συγκέντρωσαν έγγραφα που βρέθηκαν στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Μεγ. Βρετανίας, της Ελλάδος και του υπουργείου Άμυνας της Γαλλίας (Αρχεία του Château de Vincennes). []
Οι σφαγές και οι εξορίες (αναγκαστικές πορείες) είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο μεγάλου αριθμού θυμάτων, από το 1916 έως το 1923: ο αριθμός των 350.000 προβάλλεται από τις ενώσεις για έναν ποντιακό ελληνικό πληθυσμό, που εκτιμάται σε περίπου 750.000 στις αρχές του 20ού αιώνα. Η απαίτηση για μια διεθνή αναγνώριση αυτής της γενοκτονίας έγινε, από το 1988, κεντρικό θέμα των Παγκόσμιων Παμποντιακών Συνεδρίων, με στόχο την επίσημη συγγνώμη από το τουρκικό κράτος, πάνω στο πρότυπο των εβραίων από το γερμανικό κράτος. Το ελληνικό κράτος (1994) και η Σουηδία (2011) είναι, προς το παρόν, τα μόνα κράτη που έχουν αναγνωρίσει αυτή τη γενοκτονία. Εκτός της Ελλάδας, εκείνοι που δείχνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αναγνώρισή της, ιδίως από τα Ηνωμένα Έθνη, είναι τα μέλη της Διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Αυστραλία.
*Περιοδικό Anatoli, 2012
Mετάφραση από τα γαλλικά: Στράτος Ιωαννίδης
(Συνεπτυγμένη εκδοχή)
Εκδίωξη και διασπορά των Ελλήνων της Μ. Ασίας και της Αν. Θράκης (1914-1923) – Α΄ Μέρος