Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).
του Γιώργου Καραμπελιά
Τον Σεπτέμβριο του 1752 πραγματοποιήθηκε η μοναδική στην ιστορία μετά το 1453 εξέγερση του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης ενάντια στην παρέμβαση των Οθωμανικών αρχών στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων, η οποία από κάποιες πλευρές έλαβε τον χαρακτήρα και ανοικτής αμφισβήτησης της οθωμανικής εξουσίας. Και όμως αυτό το τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός παραμένει αποσιωπημένο από την επίσημη ελληνική ιστορία, αλλά εν πολλοίς και από την εκκλησιαστική ιστορία. Αναφερθήκαμε ήδη στο γεγονός πως η εξέγερση αυτή υποχρέωσε τον Σουλτάνο να συναινέσει στανικά στην επανενθρόνιση του Κυρίλλου. Ωστόσο αυτό το κίνημα θα λάβει στο πρόσωπο του οσίου Αυξεντίου μια ανοικτά ανατρεπτική μορφή, γι΄ αυτό άλλωστε και ο όσιος θα δολοφονηθεί από την οθωμανική εξουσία.
Ο όσιος Αυξέντιος, προφήτης, δημεγέρτης και μάρτυρας
Ο Αυξέντιος γεννήθηκε στην Άνδρο· μοναχός στο Όρος και νεωκόρος στον Γαλατά, εγκαταστάθηκε τελικώς ως διάκονος στην παραθαλάσσια κωμόπολη Κατιρλί της Νικομήδειας, όπου ήταν μητροπολίτης ο Κύριλλος. Άρχισε να κηρύττει και σύντομα θεωρήθηκε άγιος και θαυματοποιός. Δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές διέσχιζαν τον Βόσπορο, άτεκνες γυναίκες, Φαναριώτες, λόγιοι, ακόμα και ο πατριάρχης Παΐσιος. «Δὲν ἔμεινε Χριστιανὸς εἰς τὴν Πόλιν καὶ τὰ περίχωρα καὶ τῶν ἐντοπίων καὶ τῶν ξένων, ὁποῦ νὰ μὴν ἀπῆλθεν εἰς τὸ Κατιρλὶ καὶ οἱ πάντες ἡβηδὸν ἐπῄνουν αὐτὸν…· εἰσὶ δ’ οἵ καὶ προφήτην αὐτὸν ἀποκαλεῖν οὐκ ὤκνησαν!»[1] Ο Καισάριος Δαπόντες, στον Καθρέπτη Γυναικών, περιγράφειτην επίσκεψή του εκεί, μαζί με τον Ματθαίο, πατριάρχη Αλεξανδρείας:
Οι καταστροφές, οι θεομηνίες και οι λοιμοί, που σημειώνονται την ίδια εποχή, επιτείνουν τον αναβρασμό. Το 1750, μια τρομακτική πυρκαγιά κατέστρεψε 80.000 σπίτια – ενώ νέα θα ξεσπάσει το 1756. Το 1750, ένας ισχυρός σεισμός προκάλεσε τον θάνατο 3.000 ανθρώπων και πολύ περισσότερων το 1756[3]. Το 1751, ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία πανώλους την οποία, ο εγκατεστημένος στην περιοχή Άγγλος γιατρός, Μακένζη (Mordach Mackenzie), θεωρεί «ως την αγριότερη πανώλη» της εποχής –οι «Έλληνες και οι Αρμένιοι υποφέρουν περισσότερο»– και ανεβάζει τους νεκρούς σε 150.000, σημειώνει δε[4] ότι πολλοί «καταφεύγουν στην Προύσα, τη Νικομήδεια, την Αδριανούπολη, τα νησιά», ενώ ο Άγγλος πρέσβης, Τζέιμς Πόρτερ, «εκτιμά, ότι η πανώλης του 1751 εξόντωσε 60.000 άτομα»[5].
Μέσα λοιπόν σε συνθήκες κυριολεκτικής Αποκάλυψης, το κήρυγμα του Αυξέντιου μεταβλήθηκε σε ένα σάλπισμα σωτηρίας και –γιατί όχι;– και εξέγερσης. Εξάλλου, έως το 1751, αντιμετωπιζόταν μάλλον ευνοϊκά από τη Σύνοδο, όπως αναγνωρίζει και η καταδικαστική απόφαση του 1752:
Ωστόσο, μετά την εκθρόνιση του Κυρίλλου, το 1751, μεταβλήθηκε σε οιονεί ηγέτη των Αναβαπτιστών –«δύο καὶ τρεῖς φορὲς θαῤῥῶ μιλῶντας δημοσίᾳ,/ διὰ τὸν ἀναβαπτισμὸν ἐτοῦτον παρρησίᾳ»[8]–, αντιμετώπισε την μήνι ιεραρχών και πρεσβειών[9], ενώ και η σουλτανική εξουσία άρχισε να ανησυχεί με τη συγκέντρωση χιλιάδων πιστών στο Κατιρλί. Συνεχίζει η απόφαση:
Ο Κριτίας, που στάλθηκε να τον μεταπείσει, διώχθηκε κακήν κακώς από το Κατιρλί, ενώ ο πατριάρχης Παΐσιος απέτυχε να τον προσελκύσει στην Πόλη. Εν τέλει, μετά τις παραινέσεις του Παϊσίου και τις πιέσεις της γαλλικής πρεσβείας, η Πύλη αποφάσισε να κόψει η ίδια ένα ζιζάνιο που κινδύνευε να μεταβληθεί σε εθνικό κίνημα. Γράφει ο Κομνηνός Υψηλάντης: «Οἱ ἀνοητότεροι τῶν ἐθελαγάθων τοῦ ὁσίου, ὑπέρπολλοι ὄντες, ἐφαντάζοντο ἀνανεῶσαι δι’ αὐτοῦ καὶ τὴν βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων»[11]. Δαβάζουμε στα στρεφόμενα εναντίον του στηλιτευτικά κείμενα[12]:
Το κήρυγμα και τα θαύματα του Αυξεντίου συναρτώνται με τα αποκαλυψιακά κείμενα της εποχής για την απελευθέρωση του έθνους και την ανάσταση του «μαρμαρωμένου Βασιλιά», του «Κωστή», ενώ και ο Αγαθάγγελος θα εκπονηθεί από τον Πολυείδη σε άμεση συνάφεια με τους πρωτεργάτες του Αναβαπτισμού. Ο Δ. Πασχάλης, παρότι επικριτικός προς τον Αυξέντιο, αναδεικνύει αυτή την αποσιωπημένη διάσταση: «Οι δε απλούστεροι… επίστευον ακραδάντως και έλεγον ότι δι’ αυτού θα απελευθερωθή το ελληνικόν γένος και θα αναστηλωθή η πάλαι αυτοκρατορία»[14]. Το ίδιο υπογραμμίζει και ο Αγαμέμνων Τσελίκας: «Ο πολύς λαός έβλεπε στο πρόσωπο του Αυξεντίου έναν άνθρωπο που δεν είχε μόνο το χάρισμα της προφητείας, αλλά και τη δύναμη να ελευθερώσει το ελληνικό γένος και να αναστηλώσει την αυτοκρατορία του Βυζαντίου»[15].
Το κήρυγμα του Αυξεντίου, εκτός από την εθνική, προσελάμβανε και ευρύτερη κοινωνική διάσταση: «Ο Αυξέντιος προτρέπει να απελευθερώνονται οι γυναίκες σκλάβοι.[ ] αιφνιδιάζει με τον επαναστατικό του λόγο, θέτοντας το ερώτημα: Γιατί παίρνετε γυναίκες σκλάβες αφού είναι σαν και σας, δηλαδή υπόδουλοι. Τέλος, αναθεματίζει όποιον δίδει ή παίρνει τράχωμα, δηλαδή μετρητά στον γάμο»[16]. Διαβάζουμε στον Αυξεντιανό…:
Ακριβώς επειδή το κήρυγμά του προσλαμβάνει εθνική και κοινωνική διάσταση, αναμείχθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος, στέλνοντας τον αρχιδήμιό του, τον Μποστατζήμπασή,[20] , στο Κατιρλί και, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ο αρχιδήμιος τον έπνιξε στη θάλασσα ενώ δήθεν τον μετέφερε στην πρωτεύουσα για να συναντηθεί με τον Σουλτάνο[21]! Η εξαφάνισή του όμως προκάλεσε τέτοια οργή που οδήγησε σε πραγματική εξέγερση. Ο Γάλλος πρέσβης, Ντεζαγιέ (Desalleux), γράφει στον υπουργό Εξωτερικών του, την 1η Οκτωβρίου 1752:
«Πριν 4 ή 5 μήνες, έφτασε στην ΚΠολη η πληροφορία πως, δίπλα στην Προύσα, ένας άξεστος Έλληνας ερημίτης κήρυττε με μια ευγλωττία που συναγωνιζόταν τους πρώτους προφήτες· οι Έλληνες είχαν ενθουσιαστεί και μόνον ο πατριάρχης και ένας μικρός αριθμός λογικών Ελλήνων προσπαθούσαν να πείσουν τον λαό ότι ήταν απατεώνας. Όμως, το κόμμα του αγίου ήταν πολύ ισχυρό για να καταστραφεί ανοιχτά. Μάθαμε πως παρουσιάστηκε στον ερημίτη ένας απεσταλμένος του Μ. Βεζίρη και ήθελε να τον μεταφέρει στην ΚΠολη, ακολουθώντας εντολές του Μεγάλου Κυρίου. Ο Άγιος δέχτηκε να τον αλυσοδέσουν. Ωστόσο, οι αλυσίδες λύθηκαν και μια φοβερή θύελλα ξέσπασε, ενώ ο λαός που παρευρισκόταν στα γεγονότα αρνήθηκε να υπακούσει.
Όλα αυτά έγιναν γνωστά στην ΚΠολη από έναν Έλληνα που ήρθε να πληροφορήσει τον λαό, ο οποίος δεν είχε καμία αμφιβολία πως οι διαταγές της Μεγάλης Πύλης ήταν συνέπεια των δολοπλοκιών του πατριάρχη(Παϊσίου). Όλες οι συντεχνίες συμμετείχαν στον ξεσηκωμό. Ο αριθμός μεγάλωνε, καθώς το πλήθος κατευθυνόταν προς το Πατριαρχείο, και έφθασε τους 10.000 Έλληνες, που υπερκέρασαν την τουρκική φρουρά του Πατριαρχείου και την περίπολο της περιοχής, μπήκαν στα διαμερίσματα του πατριάρχη, και τον έσυραν ξεδιάντροπα στο μέσον του δρόμου, με βρισιές και χτυπήματα, ενώ, γύρω στις 5 το απόγευμα, τον πήγαν στο Παλάτι του Μεγάλου Βεζίρη.[ ]
Το πλήθος, που είχε αυξηθεί, πλημμύρισε τις λεωφόρους του Παλατιού. Ο Βεζίρης φοβήθηκε μήπως η εξέγερση καταλήξει σε κάτι σοβαρότερο, ζήτησε να μάθει τι ακριβώς ήθελαν, και ακούστηκε μόνο μια κραυγή, «ιστεμεΐζ», «ιστεμεΐζ», δηλαδή, δεν τον θέλουμε. [ ] Ο βεζίρης ανέθεσε το έργο του κατευνασμού σε έναν Έλληνα ονομαζόμενο Χατμάνο, πεθερό του πρίγκιπα της Βλαχίας. Ο Χατμάνος, τον οποίο υποπτεύονταν ότι είχε στρέψει την Πύλη εναντίον του Αγίου, προσπάθησε να καθησυχάσει τους Έλληνες, όμως αυτοί τον καθύβρισαν και, αν δεν υπήρχε η φρουρά, θα κινδύνευε η ζωή του. Ο Βεζίρης, που είχε στο μεταξύ δεχτεί μηνύματα από τον Σουλτάνο να ηρεμήσει τα πνεύματα, δέχτηκε 4 ή 5 αντιπροσώπους του πλήθους και υποσχέθηκε να αλλάξει τον πατριάρχη. Ο όχλος ζητούσε την άμεση καθαίρεσή του, έτσι κάλεσαν τον πρώην πατριάρχη Κύριλλο, του έδωσαν επί τόπου τον θρόνο και τον έστειλαν στο Πατριαρχείο με τη συνοδεία του έθνους του. Αυτή η εξέγερση των Ελλήνων, που λέγεται ότι δεν έχει προηγούμενο μετά την Άλωση, προκάλεσε τέτοιο τρόμο στα Ανάκτορα, ώστε ο Μεγάλος Κύριος έστελνε συνεχώς μηνύματα στον Βεζίρη να κατευνάσει τα πνεύματα με οποιοδήποτε τίμημα…»[22]
Ο Πλανοσπαράκτης επιβεβαιώνει την αντίθεση του πλήθους στον Παΐσιο Β΄και την διεκδίκηση ενός νέου ρόλου των Ελλήνων της Πόλης στην εκλογή του Πατριάρχη. Αυτή δεν θα αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Μεγάλης Πύλης, αλλά θα πρ΄πει να συνυπολογίζει και την θέληση των ορθοδόξων:
Δύο από τους πρωταιτίους του ξεσηκωμού κρεμάστηκαν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία ωστόσο υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την επιστροφή του Κυρίλλου, αφού πλέον είχε εξαφανίσει τον Αυξέντιο, ο οποίος προσέδιδε στο κίνημα χαρακτήρα προφητικό-επαναστατικό και εθνικό. Εξάλλου, αναφέρει ο Παγκράτιος Δημάρης, ο ίδιος ο Κύριλλος μόλις που διεσώθη από την αγχόνη:
Ο πατριάρχης εν τέλει διεσώθη από «τὴν ὀργὴν τοῦ ὑπάτου διὰ ταλάντων ἐννενήκοντα» και, κυρίως, γράφει ο Γάλλος πρέσβης, διότι ο Σουλτάνος πίεζε τον Βεζίρη να κατευνάσει τα πνεύματα. Έτσι, από μία λαϊκή εξέγερση χωρίς προηγούμενο, επανήλθε ο Κύριλλος, για να συνεχιστεί το κίνημα στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει και με τον θάνατό του ο Αυξέντιος.
Ο όσιος είχε όντως μαζικοποιήσει το κίνημα, αν και τα τεχνάσματά του (φωσφορίζοντες πάσσαλοι κ.ά.) είχαν προκαλέσει την αντίθεση αρκετών υποστηρικτών του Αναβαπτισμού προσφέροντας όπλα στους αντιπάλους του. Ακόμα και ο Κολλυβάς «Αναβαπτιστής», Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος γνώριζε τον Αυξέντιο ως πρώην μοναχό των Καυσοκαλυβίων, σε δύο επιστολές του 1751, τον χαρακτηρίζει «φιλόδοξο», «κενόδοξο», με «φαρισαϊκή μεγαλαυχία», απατεώνα και φιλήδονο[25], ενώ υποστηρίζει πως όχι μόνο δεν έκανε θαύματα, όπως ισχυριζόταν ήδη στο Όρος, αλλά ήταν επιληπτικός («μὴ καὶ τὴν ἀπὸ παίδων αὐτῷ ἐπιληψίαν προσμαρτυρήσωσιν»)[26]. Εν τούτοις, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έμεινε πιστή στον «καλόγερο» και τη μνήμη του, ο οποίος οσιοποιήθηκε, και το Συναξάρι του αναφέρει ότι «ο Όσιος έριχνε στη θάλασσα το τριβώνιο που φορούσε και το χρησιμοποιούσε ως βάρκα. Έτσι έφθασε στην ΚΠολη, αφού κατέπαυσε την τρικυμία της θάλασσας». Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Φεβρουαρίου, τμήμα του λειψάνου του μεταφέρθηκε, το 1922, από τους πρόσφυγες, στον Σταυρό Χαλκιδικής όπου, το 2000, θεμελιώθηκε ναός που φέρει το όνομά του.
Ο Αυξέντιος, σε μια στιγμή κρίσης και ενδυνάμωσης του γένους, εξέφρασε ένα αίτημα εθνικής και κοινωνικής ανόρθωσης, ανεξάρτητα από τις αμφιλεγόμενες πρακτικές του. Έτσι και θα πρέπει να κριθεί, ως οδοδείκτης της εποχής του. Με τον Αυξέντιο και τον Κύριλλο πραγματοποιήθηκε η μοναδική εξέγερση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
[1] Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν, Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789), Κωνσταντινούπολη 1870,σ. 368.
[3] Br. Mc Gowan, «The age of the Ayans, 1699-1812», στο Inalcik, Quattaert, ό.π., τ. Β΄, σ. 651.
[4] Charles Hutton, George Shaw, Richard Pearson, The Philosophical Transactions of the Royal Society of London…, τ. 10, Λονδίνο 1809 (επιστολές 23/7/1751, 23/11/1751) σσ. 240, 241.
[5]Journal encyclopédique, τ. 7, Λιέγη, 1/11/1756, σ. 56. Ο Κων. Κωστής (Στον καιρότηςπανώλης, Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14-19ος αι., ΠΕΚ, Ηράκλειο 2013), δυστυχώς, δεν μνημονεύει το γεγονός, υποστηρίζει δε ότι, για τα έτη 1751-52, «δεν έχει φθάσει… καμιά μνεία για παρουσία πανώλης» (σ. 377). Αλλά, εκτός από τους προαναφερθέντες Ευρωπαίους αυτόπτες, και ο Ντανιέλ Πανζάκ, στον οποίο παραπέμπει, επισημαίνει την επιδημία. (D. Panzac, La peste dans l’ Empire ottoman, 1700-1850, Peeters, Λουβαίνη 1985, σ. 359.)
[9] Στον Αυξέντιο αναφέρεται και ο πρέσβης της Αγγλίας, James Porter (1747-1762 (Observationsonthereligion, law, government, andmanners, oftheTurks, Δουβλίνο 1768, σσ. 203-206).
[14] Δημήτριος Πασχάλης, «Ο εκ της νήσου Άνδρου Αυξέντιος ασκητής, ο αποκληθείς όσιος», Θεολογία 11 (1933), σσ. 302-318, εδώ σ. 315.
[15] Αγ. Τσελίκας, «Εισαγωγή» στο Καλλίνικος Γ΄, Πατριάρχης Κπόλεως, Τα κατά και μετά την εξορίαν επισυμβάντα και έμμετροι επιστολαί (επιμ. Αγαμ. Τσελίκας),ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 13.
[20] Ο Μποστατζήμπασης, αρχηγός της Αυτοκρατορικής Φρουράς και των μποστατζήδων («κηπουρών»), έμενε στην Πύλη Ογλάν Καπουσού, όπου και οι ανακριτικές φυλακές των κρατουμένων για πολιτικά εγκλήματα. Από εκεί οδηγούνταν στον τόπο της εκτέλεσης, τον περιβόητο «φούρνο», όπου ψηνόταν το ψωμί των μποσταντζήδων. Ο Μποστατζήμπασης είχε την επίβλεψη των Ανακτόρων, ως καπετάνιος του σουλτανικού σκάφους και εκτελούσε τις θανατικές ποινές. Γι’ αυτό και πολλοί τον χαρακτηρίζουν απλώς ως αρχιδήμιο. Βλ. Δημήτριος Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων: Τουρκοκρατία, Περίοδος πρώτη, 1458-1687, τ. 1, Αθήνα 1889, σσ. 57-58.
[21] Το βέβαιο είναι ότι εξαφανίστηκε οριστικά και αμετάκλητα (Βλ. τις διαφορετικές εκδοχές στα, Th. Papadopoullos, Studies and documents relating to the history of the Greek Church and people under Turkish domination, Variorum, Μπρούκφηλντ, 21990, σσ. 213-216 και Ι. Βιβιλάκης, ό.π., σσ. 199-201.)
[22] Aurelio Palmieri, «La rebaptisation des latins chez les grecs», Revue de l’Orient chrétien, Παρίσι, 1902 τ. 8, σσ. 129-131.
[24] J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum…,ό.π.,σ. 579.
[25] Νίκος Ζαχαρόπουλος, Η πνευματική κίνηση του ΙΗ΄ αιώνα στον ελληνικό χώρο μέσα από την χειρόγραφη παράδοση (έκδοση ανεκδότων λυτών χειρογράφων),ΑΠΘ, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Παράρτ. 39, τ. 27, 1982, Θεσ/νίκη 1984, σσ. 186-194.
[26] Νίκος Ζαχαρόπουλος, Η πνευματική κίνηση του ΙΗ΄ αιώνα στον ελληνικό χώρο μέσα από την χειρόγραφη παράδοση (έκδοση ανεκδότων λυτών χειρογράφων),ΑΠΘ, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Παράρτ. 39, τ. 27, 1982, Θεσ/νίκη 1984, σσ. 215-226, εδώ σ. 219.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γεννήθηκε το 1946 στην Κ. Αχαΐα. Από το 1964 έως το 1967, φοιτητής της Ιατρικής ενώ το 1967-1973 σπούδασε Οικονομία στο Παρίσι. Το 1964 μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη και μετά το 1966 δραστηριοποιείται εκτός κοινοβουλευτικών κομμάτων. Συνελήφθη από τη δικτατορία, συμμετείχε στο «Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας» και δραστηριοποιείται στον «Μάη του ’68» στη Γαλλία. Στην Ελλάδα, μετά το 1974 δραστηριοποιείται στα εργοστασιακά σωματεία και σε κινητοποιήσεις υπέρ της Κύπρου. Μέλος της Οργάνωσης «Ρήξη (1980-1989), των «Οικολόγων–Εναλλακτικών» (1989-1993), της «Σπίθας» και του «Κινήματος Άρδην». Από το 1968 έως το 1974 εξέδιδε τον «Αντιφασίστα»· από το 1975 έως το 1979 το «Πολιτικό Δελτίο Πληροφόρησης»· από το 1979 έως το 1993 το περιοδικό Ρήξη. Από το 1995 εκδίδεται το Άρδην, το 2006 η εφημερίδα Ρήξη, το 2011 ο νέος Λόγιος Ερμής. Το 1980, δημιουργείται το «Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο» και οι «Εναλλακτικές Εκδόσεις». Έχει γράψει πάνω από 40 βιβλία, και μετά το 1989 επικεντρώνεται στη μελέτη της ιστορίας, ως του επικέντρου των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στην Ελλάδα. Μπροστά σε μία παρακμή που απειλεί τους Έλληνες με ιστορική έκλειψη, απορρίπτει το σχήμα Αριστερά-Δεξιά, προτάσσοντας τη σημασία του έθνους και έναν «ελληνικό δρόμο» σύνθεσης ατομικού και συλλογικού μπροστά στα αδιέξοδα κολεκτιβισμού και ατομικισμού. Κείμενα, αποσπάσματα από βιβλία του και βίντεο από τηλεοπτικές εκπομπές μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα www.ardin-rixi.gr