Εγκαινιάζουμε ένα νέο αφιέρωμα με κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η αντίσταση στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό πεδίο (όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμα μας, Η αντίσταση των Ελλήνων), αλλά εξίσου σημαντική ήταν και στο πνευματικό πεδίο (Ορθοδοξία, γλώσσα, ιστορική συνείδηση και λαϊκή παράδοση).
του Γιώργου Καραμπελιά
Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, θα προβάλει στο προσκήνιο η μεγάλη μορφή του Κυρίλλου Λουκάρεως (1570-1638), πατριάρχη Αλεξανδρείας (1601-1620) και πέντε φορές πατριάρχη Κων/πόλεως (1620-23, 1623-33, 1633-34, 1634-35, 1637-38). Ο Λούκαρις συγκρούστηκε μετωπικά με τον καθολικισμό, επιχείρησε να ανανεώσει την ορθόδοξη Εκκλησία, έδωσε νέα πνοή στην Πατριαρχική Ακαδημία με τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα, τον σημαντικότερο ίσως φιλόσοφο της Τουρκοκρατίας, εισήγαγε το πρώτο τυπογραφείο, με τον Νικόδημο Μεταξά, το 1627, για να γνωρίσει τραγικό θάνατο, με απαγχονισμό το 1638. Η δράση του τον έφερε στη Βενετία, την Αλεξάνδρεια, την Πολωνία, την Κύπρο, τη Βλαχία, τα Ιεροσόλυμα. Οι Ιησουΐτες, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί τον θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό τους, οι δε Άγγλοι και οι Ολλανδοί τον μεγάλο σύμμαχό τους[1].
Γεννήθηκε μεταξύ του 1570 και του 1572, στο ενετοκρατούμενο Ηράκλειο[2]. Μαθήτευσε στην Κρήτη, κοντά στον Μελέτιο Βλαστό, και στη Βενετία, κοντά στον Μάξιμο Μαργούνιο και, σε ηλικία 17 ετών, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Το 1593, χρίστηκε πρεσβύτερος και ακολούθησε τον θείο του, Μελέτιο Πηγά, στην Αλεξάνδρεια, όπου ο τελευταίος ενθρονίστηκε Πατριάρχης.
Το 1595 θα σταλεί ως έξαρχος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, μαζί με τον έξαρχο της Κπόλεως, Νικηφόρο, στην Πολωνία, –που κατείχε τότε το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας, τη Λιθουανία και τη Λευκορωσία– όπου, υπό τον φανατικό καθολικό βασιλιά Σιγισμούνδο Γ΄, επιχειρείται η εκρίζωση της ορθοδοξίας[3]. Πράγματι το 1595, ο μητροπολίτης Κιέβου κηρύσσει την ένωση μέσω της Ουνίας, ενώ ο γιος του Σιγισμούνδου, Λαδισλάος, ανακηρύσσεται τσάρος της Ρωσίας· οι ορθόδοξοι Κοζάκοι θα διαμελιστούν στη κεντρική πλατεία της Βαρσοβίας, ο Νικηφόρος θα πεθάνει από ασιτία στη φυλακή, ο δε Κύριλλος θα διασωθεί ως εκ θαύματος[4].
Πάντως, ο Λούκαρις θα μείνει στην Πολωνία μέχρι το 1601, θα χρηματίσει σχολάρχης στο ελληνικό σχολείο της Βίλνας, όπου εγκατέστησε και τυπογραφείο, και θα εργασθεί στο σχολείο του Λβιβ («Λεοπόλεως»). Εδώ θα συνειδητοποιήσει βαθύτερα το μορφωτικό έλλειμμα της ορθοδοξίας –κλήρου και λαού– έναντι των καθολικών, αλλά και των διαμαρτυρομένων. Το 1601, καθώς επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια εκλέγεται Πατριάρχης, σε ηλικία 29 ετών.
Την ίδια εποχή κορυφώνεται η προσπάθεια προσεταιρισμού της ορθόδοξης εκκλησίας. Ο πατριάρχης Ραφαήλ Β΄ (1603-1607) αποδέχεται το πρωτείο του πάπα[5] ενώ ο Νεόφυτος Β΄ (1602-1603, 1607–1612), θα αποστείλει ομολογία πίστεως στον πάπα[6] με αποτέλεσμα να διωχθεί από τον κλήρο και το λαό και να αναλάβει ως τοποτηρητής ο Λούκαρις. Όμως, οι λατινόφρονες και οι Ιησουΐτες εξέλεξαν ως πατριάρχη τον Τιμόθεο Β΄ (1612–1621), ανεβάζοντας το πεσκέσι στον σουλτάνο στα 8.000 χρυσά νομίσματα και το χαράτσι στα 4.000.
Ο Λούκαρις αντέδρασε με σειρά κειμένων του, που αποτελούν μια κυριολεκτικά ελληνοκεντρική παρακαταθήκη. Στον «Διάλογο βραχὺ» μεταξύ του «Ζηλωτῆ καὶ τοῦ Φιλαλήθη», το 1616, γράφει σε δημώδη διάλεκτο:
«… ἀφ’ οὗ ἐπάρθη ἡ ΚΠολις ἀπὸ τοὺς Τούρκου… ἄρχισεν ἡ ἀκαταστασία αὕτη, καλὰ καὶ νὰ εἶναι πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς, ἀμὴ τώρα κινδυνεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ὥστε πλέον Ἐκκλησίαν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἀνατολικοί. ὅλαις ταῖς τέχναις ταῖς πονηραῖς κρυφίως ταῖς χρειάζουνται οἱ Γεζουΐται, διὰ νὰ ξαπλώνουν τὴν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα… πρῶτον ἐκατοίκησαν εἰς τὴν Χίο καὶ ἔκαμαν σπουδαστήριον καὶ ἔσυραν τοὺς ἥμισυ παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς… τὴν θρῃσκείαν τως… Άπ’ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς ΚΠολιν [ ], καὶ πρῶτον ἐπίασαν τὰ παιδία καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων.»
Και αυτή η ζοφερή εξέλιξη κινδυνεύει να ολοκληρωθεί με την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου: «Ὅταν λοιπὸν βάλουν αὐτοὶ πατριάρχην λατινόφρονα καὶ ἐδικὸν τως· τότε ἡ πνευματικὴ διαγωγὴ εἰς τὸ χέρι τως…· ὁποῦ δὲν ἀκολουθᾶ παρὰ ὁ παντελὴς ἀφανισμὸς τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολικῆς. Πρέπον εἶναι, ὧ ἄνδρες Ἕλληνες καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γνήσια παιδία, ἂν ἴσως καὶ ἤμασθεν ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀνάπαυσαις, νὰ μὴν προδώσωμεν ποτὲ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς μας… .»
Σε άλλο κείμενό του, της ίδιας περιόδου, προβαίνει σε ένα υπέροχο εγκώμιο του ελληνισμού και της ορθοδοξίας:
«Ὅσον πῶς δὲν ἔχομεν σοφίαν καὶ μαθήματα, ἀλήθεια εἶναι· ἀμὴ … τὸν καιρὸν τὸν παλαιὸν ὁποῦ ἡ σοφία ἐπολιτεύετον εἰς τὴν Ἑλλάδα, τοὺς Λατίνους οἱ Ἕλληνες τοὺς εἶχαν διὰ βαρβάρους· καὶ τώρα ἂν ἐβαρβαρώθημεν ἡμεῖς καὶ ἐκεῖνοι ἐσοφίσθησαν, παράξενον δὲν εἶναι· ἡ πτωχεία καὶ ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας μας τὸ ἔκαμαν. ἂν δὲν ἔχωμεν σοφίαν ἐξωτέραν, χάριτι Χριστοῦ ἔχομεν σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν…· καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς Λατίνους. [ ] Ἂν εἶχεν βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγγίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες, καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους εὑρίσκεται καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν τους. [ ] Τὴν σοφίαν σου δὲν τὴν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ· κάλλιον ἦτο νὰ ἔχῃ τινὰς καὶ τὰ δύο, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, πλὴν ἀπὸ τὰ δύο τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ»[7].
Εν τέλει, το 1620, εκλέγεται πατριάρχης αλλά, τον Απρίλιο του 1623, απομακρύνεται, μετά από παρέμβαση του πρέσβη της Γαλλίας, ντε Σεζύ (Philippe de Césy), για να επανέλθει χάρη στην υποστήριξη του πρέσβη της Ολλανδίας (Haga), και της Αγγλίας, (Sir Thomas Rowe)[8].
Ο Λούκαρις επιμένει ιδιαίτερα στην παιδεία –την «ἐξωτέραν σοφίαν» – και ήδη το 1617 αποστέλει στο Λονδίνο για σπουδές τον Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589-1639, μελλοντικό πατριάρχη Αλεξανδρείας). Ο Νικόδημος Μεταξάς[9] τυπώνει στο Λονδίνο και την Κεφαλονιά αντικαθολικά έργα του Παλαμά, του Μαργούνιου του Κυρίλλου, και το 1627 μεταφέρει το τυπογραφείο στην Πόλη. Όμως, τον Ιανουάριο του 1628, το τυπογραφείο θα καταστραφεί από τους γενιτσάρους, με παρέμβαση των Ιησουιτών.
Το 1629, κυκλοφόρησε στα λατινικά, και εν συνεχεία στα ελληνικά, η Ομολογία του Λούκαρι που σηματοδοτεί μια προφανή δογματική παραχώρηση στους καλβινιστές. Παράλληλα, ανέθεσε στον Μάξιμο Καλλιουπολίτη τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε δημώδη γλώσσα, την οποία και ολοκλήρωσε το 1632, βοηθούμενος από τον Αντουάν Λεζέ (Antoine Léger), εφημέριο της ολλανδικής Πρεσβείας, και τον θεολόγο, Μελέτιο Βλαστό[10].
Το 1637, οι καθολικοί, σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Βεροίας (Χαλεπίου) Κύριλλο Κονταρή, συκοφάντησαν τον Λούκαρι ότι συνεννοούνταν με τους «Μοσκόβους και Κοζάκους» και ο σουλτάνος θα διατάξει τον στραγγαλισμό του, ενώ ο Κονταρής[11] θα χριστεί για τρίτη φορά διάδοχός του (1633, 1635-36, 1638-39) ως Κύριλλος Β΄.
Ο Λούκαρις υπήρξε ίσως η πρώτη μεγάλη μορφή του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού που επιχείρησε την –διαρκώς αναζητούμενη και έως σήμερα ανεπίτευκτη– ελληνική σύνθεση ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για την ολοκλήρωση της ανακοπείσας μεταβυζαντινήςΑναγέννησης. Γι’ αυτό συγκρούστηκε με τον καθολικισμό και τους Ιησουίτες, που αποτελούσαν, μετά τους Τούρκους, τη μεγαλύτερη απειλή, γι’ αυτό θα προχωρήσει και στην ενίσχυση της παιδείας.. Τέλος, θα αποπειραθεί και τη μετάφραση του Ευαγγελίου στην κοινή ελληνική, ως ένα ακόμα όπλο στην πάλη του ενάντια στους Λατίνους, οι οποίοι ήδη τύπωναν έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων στη δημώδη. Το 1576, ήδη, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ σκόπευε να προβεί στη διανομή δώδεκα χιλιάδων αντιτύπων κατήχησης· το 1595, τυπώθηκε στη Ρώμη η Διδασκαλία χριστιανική των Ιησουιτώνπου ανατυπώθηκε πολλές φορές· το 1598, τυπώθηκε το Νέον Ανθολόγιον του Αντώνιου Αρκούδιου· το 1603, κυκλοφόρησε η Διδασκαλία Χριστιανική Σύντομος την οποία μάλλον επιμελήθηκε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης· το 1616, μεταφράστηκε η Μεγάλη Διδασκαλία Χριστιανική του Bellarmino κ.λπ. [12]. Έγραφε σχετικά με το ζήτημα της δημώδους ο Λούκαρις:
«Καὶ οἱ Ἀπόστολοι τὰς ἐπιστολὰς τους γράφουσι ὄχι μοναχὰ εἰς τοὺς διδασκάλους, ἀλλὰ εἰς ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ εἰς αὐτὰς συντυχαίνουσι καὶ εἰς ἄνδρας καὶ εἰς γυναίκας καὶ εἰς πατέρας καὶ εἰς παιδία καὶ εἰς τοὺς ἀφεντάδες καὶ εἰς τοὺς δουλευτάδες, καὶ εἰς μικροὺς καὶ εἰς μεγάλους…[ ] Ὁ θεὸς ἤθελε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πάντοτε νὰ ἀναγινώσκωνται τὰ λόγια του εἰς ἁπλῆ γλῶσσα»[13].
Η μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημώδη γλώσσα εκείνη την εποχή, θα μπορούσε άραγε να μευαβάλει την ίδια την ιστορική εξέλιξη και να βάλει τέλος στην κυριαρχία της διγλωσσίας, σε μια εποχή που το 80% των εκδιδόμενων βιβλίων ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα; Η γλώσσα της Εκκλησίας μπορούσε ακόμα να κρίνει την τύχη του γλωσσικού ζητήματος εγκαινιάζοντας μια μεγάλη πνευματική επανάσταση;
Η απόπειρα του Κυρίλλου δεν πρέπει να ταυτίζεται με ανάλογες απόπειρες των προτεσταντών μισιονάριων, δύο αιώνες αργότερα, όταν ο Σολωμός έγραφε τον Ύμνο εις την Ελευθερία στη δημοτική και η μη θρησκευτική γραμματεία, υπερτερούσε της θρησκευτικής. Πλέον, η «μετάφραση» του Ευαγγελίου θα λειτουργούσε ως εξωτερική παρέμβαση, καθώς η Ορθοδοξία σε έναν αιώνα κατίσχυσης της Δύσης όπως ο 19ος, αντιστεκόταν και μέσω της εμμονής στη γλώσσα των Ευαγγελίων.
Ωστόσο ο ίδιος είχε συνείδηση της τεράστιας δυσκολίας του εγχειρήματος και ως πατριάρχης Αλεξανδρείας είχε επισημάνει τις αιτίες της εμμονής των Ελλήνων στην παράδοση· σε επιστολή του προς τον προτεστάντη θεολόγο και πάστορα Uyttenbogaert, στις 30 Μαΐου 1612, έγραφε:
«Ο Λαός μας αρκείται στην γυμνή πίστη του στον Ιησού Χριστό, την οποία προσέλαβε από τους Αποστόλους και τους προγόνους του· μένει ακλόνητος σε αυτή ακόμα και αν χρειαστεί να χύσει το ίδιο του το αίμα [ ], δεν πραγματοποιεί καμία αλλαγή, παραμένει πάντοτε αναλλοίωτος, και διατηρεί και συντηρεί ακέραια και αμετάβλητη την Ορθή Δόξα της Θρησκείας του. [ ] Διότι από τη στιγμή και μετά που αυτοί οι Χριστιανοί υποτάχτηκαν στη σκλαβιά, παρότι καταδιωκόμενοι από τις εγχώριες έχιδνες, δηλαδή από τους απίστους, που τους αφαιρούν την ίδια τους την υπόσταση και τους αρπάζουν τα παιδιά από τα χέρια τους, [ ] εν τούτοις υπομένουν υπομονετικά όλα αυτά τα πράγματα για την πίστη του Χριστού, [ ] ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνουν. [ ] Είναι πολύ δύσκολο να εισαγάγετε σε αυτή την περιοχή οποιοδήποτε νεωτερισμό στην Εκκλησία ή στα άρθρα της Πίστεως…»[14]
Ο Λούκαρις διακρίνει τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονούσε οποιαδήποτε βίαιη μεταρρυθμιστική απόπειρα. Ένας λαός που επιστρατεύει τη θρησκεία και την πίστη του ως το αποφασιστικότερο όπλο ενάντια στους δυνάστες του πολύ δύσκολα μπορεί να επιχειρήσει οποιαδήποτε αλλοίωση της παράδοσης, διότι, μέσα από αυτή, κινδυνεύει να παρεισφρήσει η αποσύνθεση του ίδιου του σώματος του έθνους. Απέναντι στις απειλές που αντιμετώπιζε το γένος, είτε θα διέθετε τις δυνάμεις να πραγματοποιήσει αυτόνομα μια βαθύτατη μεταρρύθμιση, ώστε να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, είτε θα υποχρεωνόταν να στηριχθεί σε ξένες δυνάμεις, χάνοντας εν τέλει την ίδια τη λαϊκή στήριξη. Μπροστά σε αυτό το δίλημμα, τόσο κατά τον 14ο όσο και κατά τον 17ο και 18ο αι., ο ελληνικός λαός και η Εκκλησία θα επιλέξουν την οδό της εμμονής στα πάτρια. Ο εφημέριος της αγγλικής πρεσβείας στην Πόλη, Τόμας Σμιθ (1668-1671), θα γράψει με εκπληκτική οξυδέρκεια:
«Αποδίδω τη διάσωση του Χριστιανισμού εδώ, [ ] και στην αυστηρή και απαρέγκλιτη τήρηση των Εορτών και των Νηστειών της Εκκλησίας. [ ] Και ενώ εορτάζουν τα βάσανα και τα μαρτύρια των Αποστόλων, του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και των άλλων μεγάλων αγίων[ ] παίρνουν κουράγιο από τέτοια λαμπρά παραδείγματα, και μπορούν να αντέξουν με τα λιγότερα προβλήματα και τη μικρότερη αποθάρρυνση τις δυστυχίες και τις κακουχίες που καθημερινά αντιμετωπίζουν»[15].
Η μεγάλη μεταρρυθμιστική απόπειρα του Λούκαρι απεδείχθη ανέφικτη και όχι μόνο θα καταδιωχθεί ανηλεώς από τους Ιησουίτες και την Πόρτα αλλά θα συναντήσει και την έντονη αμφισβήτηση ενός μεγάλου μέρους του κλήρου.
Πάντως, ο Ιερεμίας και ο Κύριλλος ως οι θεσμικές κορυφές της ορθοδοξίας επιχειρούσαν μια μεταρρύθμιση «από τα πάνω», στηριζόμενοι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς συμμάχους, και το εγχείρημα του Λούκαρι διέθετε κάποιες –λίγες–, δυνατότητες επιτυχίας:
Πράγματι κατά τον αρχόμενο 17ο αιώνα, η Δύση δεν έχει ακόμα μεταβάλει σε ημιαποικία την Ανατολή, τα οθωμανικά στρατεύματα θα φτάσουν και πάλι έξω από τη Βιέννη και θα καταλάβουν την Κρήτη. Η διείσδυση της Δύσης δεν έχει αποκτήσει ολοκληρωμένα αποικιακά χαρακτηριστικά και προσλαμβάνει κατ’ εξοχήν θρησκευτικό και πνευματικό χαρακτήρα, με προφυλακές της τα επιθετικά μοναχικά τάγματα, κυρίως τους Ιησουίτες. Και τα όπλα τα οποία διέθεταν ήταν πολλά: η μορφωτική τους ανωτερότητα, η στήριξη σε ισχυρές κρατικές εξουσίες, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Αυστρίας, κατά τον 17ο αι., κ.λπ.
Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο δεν είχαν αναδυθεί ακόμα οι δυνάμεις που θα έρχονταν να συμπληρώσουν αλλά και κάποτε να ανταγωνιστούν την Εκκλησία. Η άνοδος των Φαναριωτών, θα αρχίσει μισόν αιώνα μετά. Οι έμποροι θα αποτελέσουν αυτόνομη κοινωνική δύναμη έναν αιώνα αργότερα, οι λόγιοι, με τον Βούλγαρι, τον Κοραή ή τον Σολωμό, ενάμιση ή δύο. Οι κοινότητες είναι ακόμα στα σπάργανα. Ακόμα και οι ένοπλες δυνάμεις θα ενισχυθούν και πάλι κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. Ο Βελεστινλής, ο Κατσώνης, ο Καποδίστριας, θα έλθουν σχεδόν δύο αιώνες μετά.
Έτσι η «θρησκευτική συσσωμάτωση», σύμφωνα με τον Νικόλαο Πανταζόπουλο, αποτελούσε ακόμα το αποκλειστικό κέντρο ενός γένους που είχε χάσει κάθε άλλη θεσμική μορφή συγκρότησης μετά την Άλωση. Η Εκκλησία ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να επιχειρήσει την όποια ανανέωση, αλλά ταυτόχρονα η αλλόθρησκη τουρκική κατοχή την υποχρέωνε σε μια πολιτική αυστηρής προσήλωσης στα πάτρια. Γι’ αυτό και ο υπόδουλος ελληνισμός, πολιορκημένος από την παπική Δύση και την ισλαμική Ανατολή, δεν μπορούσε να ολοκληρώσει μια μεταρρύθμιση, στηριγμένος αποκλειστικά στις δικές του πνευματικές προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Λούκαρις θα παγιδευτεί εν μέρει στην ιδεολογία των προτεσταντών συμμάχων του και η Εκκλησία θα επιστρέψει στην ασφάλεια της παράδοσης, η οποία θα επιτρέψει την επιβίωση της ίδιας και του έθνους, με τίμημα όμως μια αδυναμία ανανέωσης.
Σε αυτά τα πλαίσια, θα εξελιχθεί η υπεράνθρωπη λουκάρεια απόπειρα για τη διαμόρφωση ενός ελληνικού δρόμου στη νεωτερικότητα. Μια απόπειρα που έχει υποτιμηθεί, δραματικά: η Εκκλησία θα φοβάται τον «προτεσταντισμό», ενώ οι αποδομητές θα αδυνατούν να συλλάβουν τη σημασία του θρησκευτικού ουμανισμού, του οποίου ο Κύριλλος υπήρξε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος.
Ο Ευγένιος Γιαννούλης, μαθητής του Κορυδαλλέα, παρότι θεωρούσε ότι ο τελευταίος «οὐκ ἦν ὀρθοποδῶν ὅλως πρὸς τὴν ἀλήθειαν»[16], δεν δίστασε να γράψει ακολουθία για τον πατριάρχη στην οποία τον εγκωμίαζε ως άγιο.
Ο Ιταλός ερευνητής Λετέριο Αουγλιέρα, στη μελέτη του για τον Νικόδημο Μεταξά, σημειώνει: «…διαπράττει σοβαρό σφάλμα ιστορικής εκτίμησης και κρίσης όποιος αποπειράται να αποσυνδέσει τις δογματικές και θεολογικές θέσεις του Λούκαρι από το οικουμενικό όραμα και τις εθνικιστικές του ανησυχίες, τις πολιτικές επιλογές από τις ενδελεχείς προσπάθειες, που κατέβαλε για να ανυψώσει το μορφωτικό επίπεδο και να προαγάγει μια πραγματική ανανέωση του ελληνισμού[17]».
Τονίζει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ουδέποτε ίσως το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως ». Η παρακαταθήκη της σύγκρουσης με τον καθολικισμό και τον επεκτατικό ιμπεριαλισμό των ιησουϊτών, των Γάλλων, των Αυστριακών, κατ’ εξοχήν του Πάπα, που εμαίνετο για δύο αιώνες τουλάχιστον, θα σφραγίσει την ελληνική σκέψη. Οι Έλληνες λόγιοι θα ανατραφούν μέσα στο κλίμα αυτής της αντιπαράθεσης, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο διαφωτιστικός αντικληρικαλισμός των Ελλήνων να έχει ως κύριο στόχο την καθολική Εκκλησία, όπως συμβαίνει και με τον Αδαμάντιο Κοραή.
Επρόκειτο λοιπόν για μια μεγάλη απόπειρα μεταρρύθμισης, με αφετηρία την ίδια την Εκκλησία και την ιεραρχία της. Η Εκκλησία θα συνεχίσει, βέβαια, να αποτελεί τον κυριότερο θεσμό του ελληνισμού και τη βάση της παιδείας του και πολλοί κληρικοί –δάσκαλοι, λόγιοι και διανοούμενοι– θα διαπρέπουν ως πατέρες του έθνους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα αποτελεί πλέον –παρά μόνο ίσως στην περίπτωση του Κύριλλου Ε΄– την προωθητική δύναμη της αλλαγής. Άλλες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις θα αναλάβουν αυτό το έργο και θα έρθουν συχνά σε σύγκρουση –έστω και μερική– με την Εκκλησία.
[1] Thomas Smith, Collectanea de Cyrillo Lucario, Patriarcha Constantinopolitano, Λονδίνο 1707· Μ. Ι. Γεδεών, Κύριλλος Λούκαρις· Μάρκος Ρενιέρης, Κύριλλος Λούκαρις, ο οικουμενικός πατριάρχης, 1859· Χρυσ. Παπαδόπουλος, Κύριλλος Λούκαρις, 21939· Κύριλλος ο Λούκαρις (1572-1638),τόμος επί τη τριακοσιετηρίδι του θανάτου του, από την ΕΚΣ και τον ΣΜΓ, 1939· Γ.Α. Χατζηαντωνίου, Κύριλλος Λούκαρις, 1954· Gunnar Hering, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Ευρωπαϊκή πολιτική, 1620-1638, ΜΙΕΤ, 2003· Gerhard Podskalsky, Η ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας 1453-1821. Η ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των δυτικών δογμάτων μετά τη μεταρρύθμιση, (μτφρ π. Γ. Μεταλληνός) ΜΙΕΤ, 2005, σσ. 165-411· Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, 1992, σσ. 123-128· Χρ. Πατρινέλης, «Ανταγωνισμός των ιδεών Μεταρρυθμίσεως, Αντιμεταρρυθμίσεως», ΙΕΕ, ΕΑ, τ. Ι΄, σ. 130· π. Γ. Μεταλληνός, Παράδοση και αλλοτρίωση, Δόμος, 1986, σσ. 117-124.
[2] Σύμφωνα με την σήμερα επικρατέστερη εκδοχή, καταγόταν από γνωστή οικογένεια και πατέρα ιερωμένο (Βλ. Χρυσ. Παπαδόπουλος, «Ο Κύριλλος Λούκαρις ως πατριάρχης Αλεξανδρείας», Θεολογία, τ. ΙΖ΄, τχ. σ. 54· G. Hering, Οικουμενικό…, ό.π., σ. 30 και Keetje Rozemond «La naissance de Cyrille Loukar», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδου, ΕΙΒΜΣΒ, αρ. 6, Βενετία 1974, σσ. 261-264).
[3] Μάρκος Ρενιέρης, Κύριλλος Λούκαρις, ό.π· Μανουήλ Ι. Γεδεών, Κύριλλος Λούκαρις, ό.π.
[4] Μ. Ρενιέρης, ό.π., σσ. 11-17· Γ.Α. Χατζηαντωνίου, ό.π., σσ. 24-35.
[5] Χρυσόστομος Η. Τσίτερ, Τρεις μεγάλοι διδάσκαλοι του Γένους: Αναστάσιος Γόρδιος, Χρύσανθος Αιτωλός, Φραγκίσκος Κόκκος, Αθήνα 1934.
[6] Ιωάννης Κ. Χασιώτης, Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί (Μελισσουργοί) 16ος-17ος αι.,ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1966· Χρυσ. Παπαδόπουλος, «Κύριλλος Λούκαρις», Θεολογία 17 (1939), σσ. 101-103.
[7] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ό.π. , σσ. 121-122· Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας : από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, σ. 73· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 449-450.
[8] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 452-453, Μ. Μανούσακας, Η ανέκδοτος μυστική αλληλογραφία του Κυρίλλου Λουκάρεως προς τον Άγγλον πρεσβευτήν εν Κωνσταντινουπόλει Sir Thomas Rowe, 1625-1628, χ.τ. χ.ο, χ.χ., ανάτ. από τα «Πεπραγμένα του Θ΄ Διεθνούς Βυζαντ. Συνεδρίου Θεσσαλονίκης», 2, Θεσ/νίκη 1955, σσ. 540-541.
[9] Letterio Augliera, Βιβλία, πολιτική, Θρησκεία στην Ανατολή τον 17ο αιώνα, ΤΕΔK Κεφαλονιάς και Ιθάκης, Αθήνα 2006, σσ. 47-48.
[10] Χ. Α. Παπαδόπουλος, «Συμμετοχή Κυρίλλου του Λουκάρεως εν τη μεταφράσει της Αγίας Γραφής»· του ίδιου, Ιστορικαί Μελέται, Ιερουσαλήμ 1906, σσ. 234-244· Letterio Auglierra, Βιβλία, Πολιτική…, σσ. 38-40.
[11] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄,σσ. 462-463· Κ. Μέρτζιος, «Αι τελευταίαι ημέραι Κυρίλλου του Λουκάρεως», ΕΕΚΣ, 3, 1940, σσ. 109, 113.
[12] [Βλ. Letterio Augliera, ό.π., σσ. 27-28.]
[13] Κ. Λούκαρις, «Είναι δίκαιον τα ιερά βιβλία να μεταγλωττίζονται εις γλώσσα κοινή», βλ. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική Πεζογραφία, 1453 έως σήμερα, τ. Α΄, Αθήνα, α.χ., σ. 428.
[14] Jean Aymon, Monuments authentiques de la religion des Grecs, et de la fausseté de plusieurs confessions de foi des chrétiens orientaux; produites contre les théologiens réformez, par les prélats de France & les docteurs de Port-Roial, dans leur fameux ouvrage de la perpétuité de la foi de l’église catholique…, Χάγη 1708, σσ. 130-131.
[15] T. Smith, An Account of the Greek Church, as to Its Doctrine and Rites of Worship: with Several Historicall Remarks interspersed, relating thereunto. To which is added, An Account of the State of the Greek Church, under Cyril Lucaris Patriarch of Constantinople, Λονδίνο 1680, σσ. 18-19.
[16] Κ.Ν. Σάθας, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, Βενετία-Παρίσι 1872-1894, τ. 3, σ. 475.
[17] Let. Augliera, Βιβλία, πολιτική…, ό.π., σσ. 39-40.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος, Εκκλησία και Γένος εν αιχμαλωσία: