Αρχική » Ο Ρατσισμός των Αντιρατσιστών: Bourdieu, Said και Αντεστραμμένος Οριενταλισμός

Ο Ρατσισμός των Αντιρατσιστών: Bourdieu, Said και Αντεστραμμένος Οριενταλισμός

από Αναδημοσιεύσεις

Κείμενο για το Αυτολεξεί: Siyâvash Shahabi, Ιρανός εξόριστος

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα Αυτολεξεί

Υπάρχει μια μορφή βίας που δεν φορά στολή, δεν υψώνει τη φωνή της και δεν χρειάζεται να χύσει αίμα για να είναι αποτελεσματική. Μιλά μέσα από εκδοτικά επιτυχημένα βιβλία, κάθεται σε πανεπιστημιακά πάνελ, κάνει αναρτήσεις αλληλεγγύης και υπογράφει ψηφίσματα. Επιμένει σε μία κατανόηση πολιτισμική. Προειδοποιεί για τη Δυτική αλαζονεία. Σου λέει ότι η κριτική σε ένα καθεστώς μπορεί να εξυπηρετεί τον ιμπεριαλισμό. Σου χαμογελά, σε αποκαλεί σύντροφο και σε συμβουλεύει να προσέχεις. Είναι αυτό που ο Pierre Bourdieu αποκάλεσε κάποτε «ο ρατσισμός της διανόησης».

Αυτός ο ρατσισμός δεν διακηρύσσεται. Δεν χρησιμοποιεί προσβλητικούς όρους, δεν καίει σημαίες. Λειτουργεί μέσα από τον αποκλεισμό μεταμφιεσμένο σε φροντίδα, μέσα από τη φίμωση ντυμένη σε σεβασμό. Καθορίζει ποιος έχει δικαίωμα να μιλήσει και τι είδους πόνος θεωρείται πολιτικός. Αναπαράγει τις ίδιες ιεραρχίες που υποτίθεται ότι αντιμάχεται.

Και σήμερα, βρίσκει έναν παράξενο σύμμαχο σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί ως αντεστραμμένος οριενταλισμός – η αυτόματη, δηλαδή, υπεράσπιση μη-Δυτικών αυταρχισμών, λες και κάθε κριτική είναι απλώς μια ακόμα αποικιοκρατική αφήγηση.

Ο Edward Said μάς έδωσε τη γλώσσα για να κατανοήσουμε πώς οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παρουσίαζαν την Ανατολή: ως εξωτική, παράλογη, οπισθοδρομική και παθητική. Αλλά τι γίνεται όταν αυτές οι ίδιες αναπαραστάσεις αντιστρέφονται, όχι για να απελευθερώσουν αλλά για να δικαιολογήσουν; Όταν βίαια καθεστώτα τυλίγονται στον μανδύα της «πολιτισμικής αυθεντικότητας» και οι υπερασπιστές τους στη Δύση αναπαράγουν αυτόν τον ισχυρισμό -κάποιες φορές με κυνισμό, άλλες με ειλικρίνεια- σαν η καταστολή να αποτελεί ένα παρανοημένο τοπικό έθιμο;

Δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο. Όμως η σύγκλιση του έργου του Bourdieu και του Said μάς βοηθά ώστε να δώσουμε ένα όνομα σε αυτό το φαινόμενο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Από τη μία, έχουμε τη συμβολική βία της διανοητικής επιτήρησης, όπου συγκεκριμένες φωνές -συνήθως από τις ελίτ και συχνά Δυτικές- αποφασίζουν ποια οδύνη είναι «νόμιμη» και ποια αντίσταση είναι «υπερβολικά Δυτική», «πολύ φιλελεύθερη» ή «ανεπαρκώς αυθεντική». Από την άλλη, έχουμε τα απομεινάρια του οριενταλισμού να επιβιώνουν σε αντεστραμμένη μορφή: μια άρνηση να αντιμετωπιστεί η τυραννία όταν αυτή φορά παραδοσιακά ρούχα ή μιλά τη γλώσσα του αντιιμπεριαλισμού.

Η μεταθανάτια ζωή του Οριενταλισμού

Το Orientalism του Edward Said δεν ήταν απλώς ένα βιβλίο για την αποικιοκρατική ιστορία· ήταν μια διάγνωση για το πώς η εξουσία διαμορφώνει τη γνώση. Έδειξε πώς η Δύση επινόησε την «Ανατολή» ως κατηγορία – όχι για να την κατανοήσει, αλλά για να την εξουσιάσει. Οι αναπαραστάσεις της Ανατολής ως αισθησιακής, δεσποτικής, ανώριμης ή επικίνδυνης δεν ήταν ποτέ αθώες· νομιμοποιούσαν την κατάκτηση, την εκμετάλλευση και τη στρατιωτική κατοχή. Ο Said αποκάλυψε ότι η παραγωγή αυτής της γνώσης ήταν πολιτική και ριζωμένη στην αυτοκρατορική εξουσία.

Αλλά τι γίνεται όταν αυτή η κριτική μετατρέπεται σε ένα άθικτο δόγμα; Όταν κάθε προσπάθεια να περιγραφεί η πολιτική καταστολή που λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική ή τη Νότια Ασία κατηγορείται αυτομάτως για αναπαραγωγή οριενταλιστικών στερεοτύπων; Όταν κάθε κριτική απορρίπτεται ως ισλαμοφοβική, πολιτισμικά αλαζονική ή ως «Δυτικό βλέμμα»;

Το βλέπουμε σήμερα: Ένας φοιτητής φυλακίζεται στην Τεχεράνη ή το Κάιρο και κάποιος από την Αριστερά αναρωτιέται: «Μα δεν είναι οι Δυτικές φυλακές χειρότερες;» Μια γυναίκα καταγγέλλει την κρατική βία στη χώρα της και ένα ακαδημαϊκό πάνελ στην Ευρώπη κουνά σοβαρά το κεφάλι: «Ας προσέξουμε να μη συμβάλουμε στις ιμπεριαλιστικές αφηγήσεις». Το Καθεστώς προβάλλει ότι υπερασπίζεται την εθνική αξιοπρέπεια, την ισλαμική ταυτότητα ή τη μετααποικιακή κυριαρχία. Και πολλοί το ακούν…

Ο Said προειδοποίησε γι’ αυτό. Ήταν ξεκάθαρος: ο Οριενταλισμός δεν αποτελεί ασπίδα ενάντια σε κάθε κριτική. Ποτέ δεν δικαιολόγησε τον δεσποτισμό. Η οργή του δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στον αποικιοκράτη, αλλά και σε όσους χρησιμοποιούσαν την αντιαποικιακή ρητορική για να καλύψουν τη δική τους εξουσία. Πίστευε ότι το καθήκον του διανοούμενου είναι να λέει την αλήθεια για την εξουσία – για κάθε εξουσία.

Κι όμως, σήμερα το έργο του χρησιμοποιείται αρκετές φορές για το αντίθετο: για να φιμώνονται τοπικές φωνές που αγωνίζονται ενάντια στα δικά τους καθεστώτα. Για να υπονοείται ότι όσοι καταγγέλλουν την καταπίεση στον αποκαλούμενο Παγκόσμιο Νότο είναι τάχα «μολυσμένοι» από Δυτική ιδεολογία. Πρόκειται για προδοσία του έργου του Said και για ισοπέδωση του πολιτικού αγώνα.

Ιράν: Όταν η Επιβίωση εκλαμβάνεται ως Συγκατάθεση

Τα στατιστικά είναι ξεκάθαρα. Οι Ιρανοί-ές δεν απομακρύνονται απλώς από τη θρησκευτική εκδοχή του Ισλαμικού Καθεστώτος – απορρίπτουν συνολικά την ηθική, πολιτισμική και πολιτική του εξουσία. Τα τζαμιά αδειάζουν, το χιτζάμπ χάνει τη συμβολική του ισχύ και μια νέα γενιά αναδύεται που δεν θέλει απλώς να αντέξει. Θέλει να ζήσει. Και θέλει να μιλήσει, χωρίς να χρειάζεται να μεταφράζει τον πόνο της σε λέξεις ευχάριστες για διανοούμενους της Δύσης ή της διασποράς.

Κι όμως, πολλοί από αυτούς τους διανοούμενους, ιδιαίτερα εντός της Δυτικής Αριστεράς, συνεχίζουν να επιμένουν πως κάθε αυστηρή κριτική στο Ισλαμικό Καθεστώς ενδέχεται να εξυπηρετήσει τον ιμπεριαλισμό. Χρησιμοποιούν τον Edward Said σαν ασπίδα, ψιθυρίζοντας «Οριενταλισμός» κάθε φορά που κάποιος τολμά να μιλήσει για συλλήψεις, επιβολή της μαντίλας, βασανιστήρια ή εκτελέσεις. Βλέπουν την Τυραννία και την ονομάζουν κουλτούρα. Βλέπουν την Εξέγερση και τη βαφτίζουν Δυτικό μιμητισμό.

Δεν είναι άγνοια – είναι ο ρατσισμός της διανόησης, με μια διαστροφική τροπή: μια επίφαση αλληλεγγύης που κρύβει μια βαθιά άρνηση να ακούσουν.

Εδώ συναντιούνται ο Bourdieu και ο Said. Ο Bourdieu μάς έδειξε πώς οι ελίτ καθορίζουν το τι μετρά ως έγκυρη γνώση. Ο Said αποκάλυψε πώς η αυτοκρατορία παράγει ψευδή γνώση για να εξουσιάζει. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πλήρως είναι αυτή την τρίτη μορφή: όταν η γνώση, τυλιγμένη σε αντιιμπεριαλιστική φρασεολογία, γίνεται εργαλείο απονομιμοποίησης της αντίστασης. Αυτός είναι ο αντεστραμμένος Οριενταλισμός: όπου το καθεστώς παρουσιάζεται ως αυθεντικό, και όσοι το αμφισβητούν χαρακτηρίζονται μαριονέτες της Δύσης – ή, ακόμα χειρότερα, προδότες του δικού τους πολιτισμού.

Αυτή ακριβώς η λογική είναι που φιμώνει τις Ιρανές γυναίκες που κυκλοφορούν χωρίς μαντίλα στους δρόμους. Είναι αυτή που καθιστά την ανυπακοή τους αόρατη στα μάτια κάποιων «αντιιμπεριαλιστών» της Δύσης, που συνεχίζουν να βλέπουν το καθεστώς ως ανάχωμα ενάντια στον σιωνισμό ή την αμερικανική κυριαρχία. Αλλά για πολλούς-ές μέσα στο Ιράν, αυτές οι συζητήσεις είναι μακρινές. Αυτό που μετρά είναι ότι δεν μπορούν να αναπνεύσουν ελεύθερα, δεν μπορούν να μιλήσουν χωρίς φόβο, δεν μπορούν να επιλέξουν το μέλλον τους χωρίς τιμωρία. Ο αγώνας τους δεν είναι Δύση εναντίον Ανατολής. Είναι το σκοινί που σφίγγει γύρω από τον λαιμό τους.

Ναι, υπάρχει φιλοδυτική αντιπολίτευση στο Ισλαμικό Καθεστώς – οργανώσεις όπως οι Mujahedin-e Khalq ή βασιλικοί κύκλοι που ανοιχτά επιζητούν στήριξη από ΗΠΑ ή Ισραήλ. Οι ατζέντες τους είναι συχνά αυταρχικές και το όραμά τους βασισμένο είτε στη λατρευτική πειθαρχία είτε στην επιστροφή στη μοναρχία. Αλλά το να τους ταυτίζει κανείς με το σύνολο της ιρανικής αντιπολίτευσης είναι ανέντιμο. Ο αγώνας για δημοκρατικά δικαιώματα στο Ιράν δεν τους ανήκει. Ανήκει στις γυναίκες που αποκαλύπτονται στον δρόμο, στους εργάτες που απεργούν σιωπηλά, στους φοιτητές που φυλακίζονται επειδή μίλησαν. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν θέλουν ούτε Αυτοκρατορία, ούτε Θεοκρατία.

Ο Bourdieu θα αναγνώριζε αυτή τη φίμωση ως μία μορφή συμβολικής βίας. Η άρνηση να αναγνωριστεί η ιρανική αντίσταση ως νόμιμη δεν είναι ουδέτερη – είναι μορφή ταξικού και πολιτισμικού αποκλεισμού. Είναι η επιβολή ενός ερμηνευτικού πλαισίου που σβήνει τις εμπειρίες εκατομμυρίων, προς χάριν μιας αφηρημένης αφήγησης που χτίζεται πολύ μακριά από τους δρόμους της Τεχεράνης.

Και ο ίδιος ο Said θα εξοργιζόταν με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το έργο του για να προστατευθούν οι καταπιεστές από την κριτική, καθώς έγραψε υπερασπιζόμενος τους καταπιεσμένους, όχι τα καθεστώτα που ισχυρίζονται πως μιλούν εξ ονόματός τους. Κατανοούσε ότι η αποαποικιοποίηση σημαίνει όχι μόνο απόρριψη της Δυτικής κυριαρχίας, αλλά και άρνηση να κυβερνώνται οι άνθρωποι από τοπικές ελίτ που εκμεταλλεύονται την αντιαποικιακή ρητορική για να εδραιώσουν τη δική τους εξουσία.

Όταν ο κόσμος αρνείται να ακούσει: Σημειώσεις για τον Αντεστραμμένο Οριενταλισμό

Έχω περάσει χρόνια διαβάζοντας τι γράφει ο κόσμος για το Ιράν. Όχι την προπαγάνδα του καθεστώτος–αυτή είναι προβλέψιμη– αλλά τον τρόπο που τα Δυτικά μέσα, δεξιά κι αριστερά, απαντούν στις φωνές που υψώνονται ενάντια σ’ αυτό. Αυτό είναι ένα από τα πιο οδυνηρά σημεία της εξορίας: να βλέπεις τον λαό σου να αντιστέκεται, να τον βλέπεις να βαδίζει χωρίς μαντίλα στο στόμα του θηρίου, να ακούς τα συνθήματά του να ηχούν στους δρόμους – και ύστερα να ανοίγεις την εφημερίδα ή να χαζεύεις τίτλους ειδήσεων και να συνειδητοποιείς πως κανείς δεν ακούει στ’ αλήθεια.

Αυτό που βρίσκεις, τελικά, είναι κάτι πιο ύπουλο από την άγνοια. Έχω δει καλοπροαίρετους δημοσιογράφους και αριστερούς διανοούμενους, ανθρώπους που δηλώνουν αλληλέγγυοι, να προσεγγίζουν το Ιράν με μια επιφυλακτικότητα που φτάνει στα όρια της περιφρόνησης. Μιλούν για «πολιτισμικές διαφορές», για την ανάγκη να «μην επιβάλουμε Δυτικές αξίες», για την αποφυγή του «οριενταλισμού». Λένε πως τα πράγματα είναι περίπλοκα. Πως δεν είναι δική μας δουλειά να κρίνουμε. Αλλά τελικά, αυτή η διστακτικότητα γίνεται άδεια. Άδεια στο καθεστώς να συνεχίσει να βασανίζει, να φυλακίζει και να σκοτώνει μέσα στη σιωπή.

Θυμάμαι ένα άρθρο που εξυμνούσε τη μαντίλα ως σύμβολο δύναμης, ταυτότητας, αντίστασης στα δυτικά πρότυπα ομορφιάς. Δημοσιεύτηκε σε προοδευτικό μέσο, γραμμένο στη γλώσσα της ένταξης και του σεβασμού. Και σκέφτηκα τις γυναίκες που γνώριζα, που τις είχαν συλλάβει, τις είχαν χτυπήσει ή τους είχαν επιβάλει πρόστιμα επειδή έβγαλαν αυτή τη μαντίλα. Σκέφτηκα όσες ακόμα τη φορούν όχι γιατί τις ενδυναμώνει, αλλά γιατί ο νόμος τις αναγκάζει. Είναι παράξενο το πόσο γρήγορα ο εξαναγκασμός γίνεται «κουλτούρα» όταν τον κοιτάς από απόσταση…

Υπήρξαν κι άλλες στιγμές. Όταν ξέσπασαν διαδηλώσεις στο Ιράν –πραγματικές, μαζικές, με μπροστάρηδες γυναίκες, εργάτες, φοιτητές–έψαξα τα αριστερά μέσα που κάποτε θαύμαζα. Κάποια δεν είπαν τίποτα. Άλλα ήταν χειρότερα: υπαινίσσονταν πως πίσω απ’ όλα αυτά ήταν η CIA ή πως η προσοχή των Δυτικών μέσων ήταν από μόνη της ύποπτη. Λες και ο λαός δεν είχε δική του βούληση. Λες και οι διεκδικήσεις του για ελευθερία, αξιοπρέπεια και αυτονομία ήταν απλώς αντίλαλοι της αυτοκρατορίας. Δεν μπορούσα να μη νιώσω πως αυτοί οι διανοούμενοι, που περηφανεύονται ότι πολεμούν κάθε μορφή καταπίεσης, έχουν σιωπηρά αποφασίσει πως ορισμένες δικτατορίες είναι πιο ανεκτές από άλλες – αρκεί να λένε τα «σωστά» για την Αμερική και το Ισραήλ.

Στη Δεξιά, η υποκρισία έχει άλλη μορφή. Τα συντηρητικά μέσα λατρεύουν να καταγγέλλουν τη βαρβαρότητα του ιρανικού καθεστώτος —τις εκτελέσεις, την αστυνομία ηθών, το έμφυλο απαρτχάιντ— όχι για να στηρίξουν αυτούς που αγωνίζονται ενάντιά του, αλλά για να επιβεβαιώσουν τη δική τους ανωτερότητα. Κουνάνε το δάχτυλο στην Ανατολή, μιλούν για καθυστέρηση και αγριότητα, και μετά επιστρέφουν στις πολιτικές που φυλακίζουν μετανάστες ή απαγορεύουν τη μαντίλα. Τους έχω ακούσει να λένε, «έτσι είναι εκεί πέρα», με έναν μορφασμό που μετατρέπει την αντίσταση σε καταδικασμένο εγχείρημα και τον πόνο σε κάτι σχεδόν που αξίζει να πάθει κανείς.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, βλέπω την ίδια άρνηση. Άρνηση να ακουστούν οι Ιρανοί-ές στη δική τους γλώσσα της εξέγερσης. Άρνηση να ιδωθούν όχι ως σύμβολα, ούτε ως θύματα, ούτε ως πιόνια ή κακοί, αλλά ως πολιτικά υποκείμενα με τις δικές τους διεκδικήσεις, τους δικούς τους αγώνες, τη δική τους φωνή.

Αυτή η άρνηση έχει όνομα. Ο Bourdieu την ονόμασε ρατσισμό της διανόησης – ο τρόπος με τον οποίο οι «μορφωμένοι» αποκλείουν και φιμώνουν στο όνομα της πολυπλοκότητας ή της λεπτότητας. Ο Said την αποκάλεσε Οριενταλισμό – η εξουσία να ορίζεις την Ανατολή με τρόπους που εξυπηρετούν τη Δύση. Και τώρα, με αυτό το νέο προσωπείο, μετατρέπεται σε κάτι άλλο: έναν υποτιθέμενο «αντι-Οριενταλισμό» που συνεχίζει να αρνείται τον λαό, συνεχίζει να μιλά πάνω του – μόνο που τώρα ισχυρίζεται πως το κάνει για το καλό του.

Δεν είναι απλώς ότι μας παρερμηνεύουν. Είναι ότι αρνούνται να πιστέψουν πως μπορούμε να είμαστε συγγραφείς της δικής μας ιστορίας. Ότι μπορούμε να εξεγερθούμε όχι επειδή μας χειραγώγησαν, αλλά επειδή πνιγόμαστε. Ότι μπορούμε να θέλουμε και να ανατρέψουμε τους δικτάτορές μας και να απορρίψουμε την ξένη κυριαρχία. Ότι η επιθυμία για ελευθερία δεν ανήκει στη Δύση. Ανήκει σε όλους-ες μας.

Ποιος έχει το δικαίωμα να μιλά εκ μέρους μας;

Αυτό είναι που με στοιχειώνει, ακόμα και στις πιο ήσυχες στιγμές: το συναίσθημα ότι μιλούν για εμάς, αλλά ποτέ σε εμάς. Ότι βλέπεις τους Δυτικούς διανοούμενους να μετατρέπουν τους αγώνες μας σε σύμβολα, τους νεκρούς μας σε υποσημειώσεις. Έχω δει νέες γυναίκες στην Τεχεράνη να περπατούν χωρίς μαντίλα, κάτω απ’ τα βλέμματα καμερών και στρατιωτών, ξέροντας πολύ καλά το τίμημα. Έχω δει οικογένειες να πενθούν, να κρύβουν τις φωτογραφίες των δολοφονημένων παιδιών τους, γιατί το να θρηνήσουν δημόσια θα τις έβαζε στο στόχαστρο της παρακολούθησης. Αυτά δεν είναι μεταφορές. Είναι ζωές.

Αλλά όταν αυτές οι ιστορίες διασχίζουν σύνορα, φιλτράρονται μέσα από ένα βλέμμα που τις αντιμετωπίζει με καχυποψία. Είναι υπερβολικά κοσμικές, υπερβολικά συναισθηματικές, πολύ «μοντέρνες», πολύ «εκδυτικισμένες». Ή, ακόμα χειρότερα – δεν βολεύουν καμία πολιτική ατζέντα. Το καθεστώς και οι υπερασπιστές του επιτρέπεται να μιλούν στο όνομα της «αυθεντικότητας». Εμείς, που του αντιστεκόμαστε, όχι.

Στην εξορία έχω γνωρίσει ανθρώπους από τη Συρία, το Αφγανιστάν, την Αίγυπτο, το Ιράκ· ανθρώπους που ξέρουν καλά αυτό το συναίσθημα. Ανθρώπους των οποίων οι επαναστάσεις αγνοήθηκαν, των οποίων ο πόνος αναγνώστηκε εκ νέου ως «Δυτική προπαγάνδα». Ανθρώπους που κλήθηκαν να αποδείξουν πως η επιθυμία τους για αξιοπρέπεια δεν είναι εισαγόμενη απ’ τη Δύση.

Η Ελλάδα είναι γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Τις ακούς στα καμπ στα νησιά, στις καταλήψεις της Αθήνας, σε καταφύγια κρυμμένα ανάμεσα σε πολυκατοικίες. Τις ακούς ψιθυριστά στα αραβικά, στα φαρσί, στα νταρί, στα κουρδικά – ιστορίες βασανιστηρίων, εξαφανίσεων, προδοσίας. Κι όμως, ακόμη κι εδώ, ακόμη και μέσα σε χώρους που αυτοπροσδιορίζονται ως αλληλέγγυοι, υπάρχει συχνά μια άβολη σιωπή γύρω από αυτές τις ιστορίες. Ειδικά όταν δεν ταιριάζουν στο αφήγημα.

Πολλοί από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει διέφυγαν από καθεστώτα που αυτοπροσδιορίζονταν ως «αντι-ιμπεριαλιστικά». Ή ισλαμικά. Ή επαναστατικά. Ή όλα μαζί. Έφυγαν από τον Άσαντ, τους Ταλιμπάν, το ιρανικό καθεστώς, τις στρατιωτικές κυβερνήσεις της Αιγύπτου, τη θρησκευτική βία στο Ιράκ. Όταν όμως φτάνουν στην Ευρώπη —και ιδιαίτερα σε «αριστερούς» χώρους— τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία, με διορθώσεις ή με συγκαταβατικά νεύματα. Τους λένε, άλλοτε απαλά και άλλοτε ωμά, ότι η κατανόησή τους για την καταπίεση είναι ελλιπής. Ότι δεν πρέπει να αναπαράγουν «Δυτικά αφηγήματα». Ότι ο πραγματικός τους εχθρός είναι το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, ο σιωνισμός. Και, ναι, αυτοί οι εχθροί είναι πραγματικοί. Αλλά τι λες σε μια γυναίκα που βγήκε απ’ τις φυλακές Εβίν όταν της λένε πως πρέπει να επικεντρώσει την οργή της στην αμερικανική εξωτερική πολιτική;

Στην Αθήνα, όπου ζω πια, η ελληνική Αριστερά είναι διχασμένη – παθιασμένη, ιδεολογική, περήφανη για την ιστορία της. Αλλά συχνά εγκλωβισμένη στους δικούς της μύθους. Βρίσκεις αυτοαποκαλούμενους κομμουνιστές να υπερασπίζονται το ιρανικό καθεστώς επειδή «αντιστέκεται στις ΗΠΑ», όπως κάποτε υπερασπίζονταν τον «κοσμικό» Άσαντ ενώ βομβάρδιζε τον λαό του. Βρίσκεις αναρχικούς να αναπαράγουν μια σταλινική ακαμψία, να επαναλαμβάνουν συνθήματα αντί να ακούν, να μετατρέπουν κάθε πολιτική σύγκρουση σε καρικατούρα του Δυτικού Ιμπεριαλισμού εναντίον της Αντίστασης. Έχω ακούσει νέους ακτιβιστές να λένε πως «όλοι οι Σύριοι πρόσφυγες είναι εν δυνάμει σαλαφιστές», ή να ειρωνεύονται τις Ιρανές φεμινίστριες που παλεύουν ενάντια στο χιτζάμπ, λες και το σώμα δεν είναι ήδη πεδίο μάχης – ταξικής, θρησκευτικής, εξουσιαστικής.

Αυτός ο δογματισμός δεν είναι αφηρημένος, έχει συνέπειες

Δεν είναι απλώς ιδεολογικός ή θεωρητικός δογματισμός. Έχει πραγματικές επιπτώσεις. Καθορίζει ποιοι γίνονται πιστευτοί, ποιοι προσκαλούνται να μιλήσουν, ποιες ιστορίες προβάλλονται και ποιες πνίγονται. Προστατεύει θύτες που μιλούν τη σωστή γλώσσα και φιμώνει θύματα που δεν την ξέρουν. Προσφέρει αλληλεγγύη μόνο σε όσους λένε τα «σωστά λόγια». Και για εμάς που φύγαμε από καθεστώτα που έχουν μάθει να μιλούν τη γλώσσα του αντι-ιμπεριαλισμού άψογα, αυτή η στάση μοιάζει με προδοσία. Ξανά.

Η ειρωνεία είναι ασήκωτη: φύγαμε από τη λογοκρισία και τη βρήκαμε ξανά – μεταμφιεσμένη σε αλληλεγγύη. Φύγαμε από την ιδεολογική συμμόρφωση και βρεθήκαμε μπροστά σε μια άλλη – ντυμένη με συνθήματα, γεμάτη καλές προθέσεις, αλλά κουφή στην πραγματικότητα που κουβαλούμε.

Αυτή είναι η βία για την οποία μας προειδοποίησε ο Bourdieu – όχι η βία που χτυπά το σώμα, αλλά εκείνη που διαγράφει τη φωνή. Και είναι η προδοσία που φοβόταν ο Said: όταν ο αντι-ιμπεριαλισμός χρησιμοποιείται για να υπερασπιστεί νέες αυτοκρατορίες με διαφορετική φορεσιά. Ένα θεοκρατικό κράτος, μια στρατιωτική χούντα, ένας δημαγωγός ηγέτης – οτιδήποτε εκτός από έναν λαό που εξεγείρεται με τους δικούς του όρους.

Υπάρχει μια φράση στην οποία επιστρέφω ξανά και ξανά. Την άκουσα κάποτε από έναν Σύριο φοιτητή, την εποχή των εξεγέρσεων: «Μας θέλουν να αντιστεκόμαστε μόνο στους εχθρούς που αυτοί εγκρίνουν».

Αυτή η πρόταση μένει μέσα μου. Τα λέει όλα.

Γιατί αυτό που ζητάμε δεν είναι μόνο ελευθερία από το Ισλαμικό Καθεστώς. Είναι ελευθερία από τα ερμηνευτικά πλαίσια που περιορίζουν το τι επιτρέπεται να σημαίνει η ελευθερία μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ