Αρχική » Η εποχή των «Ιμπερίων»

Η εποχή των «Ιμπερίων»

από Γιώργος Ρακκάς

Τα μεγάλα γρανάζια της ιστορίας ξανακινούνται, και τα μικρά, και τα μεσαία έθνη, καθώς και οι κοινωνικές πλειοψηφίες καλούνται και πάλι να παλέψουν ώστε να διεκδικήσουν την θέση τους μέσα σε αυτόν.

του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 134-35

Mε την εγκαθίδρυση ενός στυλ εξωτερικής πολιτικής επικεντρωμένο στον «ακτιβισμό της ισχύος», και μικρή εκτίμηση για το διεθνές δίκαιο και την ήδη διαμορφωμένη τάξη πραγμάτων, οι ΗΠΑ του Τραμπ έρχονται να επιταχύνουν δραματικά εξελίξεις που αλλάζουν τη φυσιογνωμία του διεθνούς συστήματος. Αξίζει να ανακεφαλαιώσουμε αυτή τη στιγμή τις παρεμβάσεις αυτού του πρώτου μήνα της νέας θητείας Τραμπ, για να καταλάβουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε.
Με τον Καναδά, ο Τραμπ ήλθε σε αντιπαράθεση καταφέρνοντας να αποξενώσει ακόμα και τους Συντηρητικούς, με τους οποίους κατά τα άλλα μοιράζεται πολλές κοινές θέσεις. Για να καταλάβει κανείς τη διαφορά μεταξύ ρητορικής και πραγματικών κινήτρων που κρύβονται πίσω από την αντιπαράθεση, αξίζει να σημειωθεί ότι το λαθρεμπόριο φεντανύλης και η παράνομη μετανάστευση από τον Καναδά δεν αντιπροσωπεύουν παρά αμελητέα μεγέθη για τις ΗΠΑ: το 1% της διακίνησης της παράνομης ουσίας διενεργείται μεταξύ των δύο χωρών, ενώ αν στα σύνορα με το Μεξικό είχαμε την σύλληψη 1,5 εκ. παράνομα εισερχομένων, στα σύνορα με τον Καναδά ο αντίστοιχος αριθμός μόλις που έφτασε τους 24,3 χιλ.
Η επίκληση των ζητημάτων αυτών ήταν προσχηματική, και στην πραγματικότητα οι επιθέσεις του Τραμπ –όπως συνέβη και με τη Γροιλανδία– περισσότερο έχουν να κάνουν με την αναβίωση ενός εδαφικού ιμπεριαλισμού. Στόχος, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι του Καναδά, καθώς ο Τραμπ κρίνει πως η Αμερική τους χρειάζεται προκειμένου να πορευτεί αυτοδύναμη τα επόμενα χρόνια στο διεθνές σύστημα.
Η διάλυση της ΕΕ και η αντίληψη ενός ολιγοπολικού διεθνούς συστήματος
Ας πάμε τώρα στην Ευρώπη, και στην Ουκρανία, που θα μας απασχολήσουν συστηματικότερα.
Κατ’ αρχάς, είχαμε την επέμβαση του Έλον Μασκ στα εσωτερικά του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας, με την ανοιχτή στήριξη στο κόμμα του Νάιτζελ Φαράτζ, και στο ΑfD. Για το τελευταίο, ενδεικτική ήταν η στάση του αντιπροέδρου Τζ. Ντ. Βανς, που έσπευσε να συναντήσει την επικεφαλής του, Άλις Βάιντελ, και όχι τον καγκελάριο της Γερμανίας, Όλαφ Σόλτς, κατά την επίσκεψή του στο Μόναχο.
Σημασία έχει εδώ να τονίσουμε την «ειδική σχέση» που επιδιώκει η κυβέρνηση των ΗΠΑ με την ευρωπαϊκή εκδοχή της εναλλακτικής δεξιάς, και τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται. Σίγουρα, δεν αφορούν μόνο ή κυρίως την προγραμματική σύγκλιση των δυνάμεων αυτών σε θέματα όπως η παράνομη μετανάστευση. Ο Μερτς, για παράδειγμα, πιθανότατα επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας απορρίπτει εξ ίσου τη γραμμή των ανοιχτών συνόρων, όμως αυτό δεν έχει καταστήσει τη διοίκηση Τραμπ και τον ίδιον φιλικότερους απέναντί του.
Σημαντικότερο για τον Τραμπ είναι ότι η ευρωπαϊκή εναλλακτική δεξιά θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής συνοχής, και τον κλονισμό των προσπαθειών για αυτοδυναμία της ΕΕ σε επίπεδο άμυνας, παραγωγής, αυστηρότερης διαχείρισης των κοινών συνόρων. Επενδύει, λοιπόν, στις διασπαστικές, αντιευρωπαϊκές τάσεις που θάλλουν στους κόλπους της ακριβώς διότι επιδιώκει τη διάλυσή της. Ούτως ή άλλως τακτική του είναι ήδη να προωθεί τις κατ’ ιδίαν διμερείς διαπραγματεύσεις –όπου και μπορεί να μεγιστοποιήσει τις απαιτήσεις και τους εκβιασμού του– με κράτη τα οποία θα επιλέξει εκείνος να εμβαθύνει στη συνεργασία τους, όπως είναι η Ιταλία της Μελόνι, για παράδειγμα.
Παράπλευρη απώλεια αυτής της πολιτικής είναι φυσικά πως ενισχύονται οι πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης που εκφράζουν μια ροπή προς έναν ευρασιατικής κοπής αυταρχισμό, και διατηρούν φιλορωσικό γεωπολιτικό προσανατολισμό. Σύμφωνα με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, ωστόσο, επί της παρούσης, αυτό δεν είναι πρόβλημα για τις ΗΠΑ.
Ας πάμε, τώρα στην Ουκρανία και τις εξελίξεις που πυροδότησε η πρώτη επαφή Τραμπ και Πούτιν. Τα όσα φέρεται να συμφώνησαν, και αργότερα επικύρωσαν οι αξιωματούχοι των δύο πλευρών, ισοδυναμούν επί της ουσίας με συνθηκολόγηση της Αμερικής και αποδοχή των περισσότερων ρωσικών θέσεων. Γι’ αυτό εξ άλλου, ήδη με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της συνομιλίας και από τις δύο πλευρές, τα ρωσικά καθεστωτικά ΜΜΕ επιδόθηκαν σε θριαμβολογίες, καθώς ο Τραμπ έδωσε στον Πούτιν τα ανατολικά εδάφη της Ουκρανίας, την μη ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, την αποχή των αμερικανικών στρατευμάτων από την ειρηνευτική διαδικασία, και την μη ενεργοποίηση του άρθρου 5 για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που θα κληθούν να την υλοποιήσουν.
Με λίγα λόγια, ο κατά τα άλλα «σκληρός» (μόνον απέναντι στους εξαιρετικά ανίσχυρους) Τραμπ συνηγόρησε στην «ουδετεροποίηση της Ουκρανίας». Με τρόπο που μάλιστα πετάει έξω την Ευρώπη από τις διαπραγματεύσεις για έναν πόλεμο που συντελείται στα δικά της εδάφη, και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βούληση της ίδιας της Ουκρανίας. Ό,τι δηλαδή επιδίωκε ο Πούτιν με την εισβολή, όταν έλεγε πως θα σταματήσει μόνον εφ’ όσον κληθούν οι ΗΠΑ, χωρίς την Ευρώπη, να συζητήσουν για την επαναδιαπραγμάτευση του γεωπολιτικού καθεστώτος της Γηραιάς Ηπείρου, ανατρέποντας το προηγούμενο του 1989.
Ο Τραμπ βλέπουμε ότι συναινεί, και η αποδοχή του αυτή δεν είναι επί του συγκεκριμένου, αλλά επί ενός ευρύτερου τρόπου οργάνωσης του διεθνούς συστήματος. Όπου πλέον αναδύεται ένα ολιγοπώλιο της ισχύος («πολυπολικότητα» το ονομάζει η ρωσική προπαγάνδα): παλιές αυτοκρατορίες, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία, καθώς και ένα κράτος ηπειρωτικών διαστάσεων –οι Ηνωμένες Πολιτείες– θα χαράξουν εκ νέου τις σφαίρες επιρροής τους σε έναν χάρτη που δεν προβλέπει την αυτοδυναμία και την αυτοτέλεια της Ευρώπης. Αδιαφορώντας για την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, και τη μοίρα των μικρών και μεσαίων δυνάμεων.
Κατά τα λοιπά, ο Τραμπ φαίνεται να προσχωρεί στον αναθεωρητισμό που αποζητεί τη διαμόρφωση ενός συστήματος με αυτά τα χαρακτηριστικά. Μιας «εποχής των Ιμπερίων», που θυμίζει, ως προς τα χαρακτηριστικά που πραγματευόμαστε, την εποχή της Ιεράς Συμμαχίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Η δε υποχώρηση της Δύσης, μέσα σε αυτή τη νέα φάση, παίρνει κυρίως τη μορφή μιας Ευρώπης που καθίσταται για την εποχή μας ο «μεγάλος ασθενής». Και στον τραμπισμό ως η άγρια Δύση που στρέφεται εναντίον της ίδιας της Δύσεως, επί του προκειμένου, διαρρηγνύοντας την ευρωατλαντική εταιρική σχέση.


Αυταρχισμός στο εσωτερικό
Θα πρόσεξε κανείς την επίθεση του JD Vance, κατά την ομιλία του στο Μόναχο, στη Ρουμανία και την ακύρωση του Α΄ γύρου των προεδρικών εκλογών από το εκεί Συνταγματικό Δικαστήριο με το αιτιολογικό της υπόγειας ρωσικής ανάμειξης στην προεκλογική διαδικασία, αλλά και την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων ότι υπήρξε νοθεία κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας.
Η ομιλία του Βανς ήταν μια απροκάλυπτη επίθεση στο Κράτος Δικαίου, στο όνομα υποτίθεται της λαϊκής βούλησης. Σύμφωνα με την αντίληψή του, οποιαδήποτε κυβέρνηση στηρίζεται στη λαϊκή ετυμηγορία βρίσκεται υπεράνω της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, μπορεί κατά το δοκούν να επηρεάζει τη δικαστική, και δύναται, εφόσον κριθεί αναγκαίο, ακόμα και να αλλάζει και τις «σκληρές» διατάξεις του Συντάγματος. Όπως για παράδειγμα συνέβη με παράταση του μέγιστου αριθμού θητειών για τον Πούτιν ή τον Ερντογάν. Θα δούμε, άραγε, το ίδιο και στις ΗΠΑ;
Σε κάθε περίπτωση, ο Τραμπ έσπευσε να μας θυμίσει τον Ναπολέοντα με μια ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης: «εκείνος που δρα για το καλό της πατρίδας του, δεν μπορεί να είναι παράνομος». Πρόκειται για ευθεία αναφορά σε βοναπαρτισμό. Με τις ιδεολογικές τάσεις του Τραμπ παρατηρούμε μια σύγκλιση προς το κλίμα και το πνεύμα των καθεστώτων της Ευρασίας: έχουμε ένα μοντέλο ηγεσίας με έντονα προσωποπαγή χαρακτηριστικά, που συγκεντρώνει όλη την ισχύ στο προεδρικό του γραφείο, μια ολιγαρχική οικονομική δομή, την απόπειρα για τον έλεγχο των ΜΜΕ, τη φαλκίδευση της αντιπολίτευσης. Επίσης μια ιδεολογία που εργαλειοποιεί τη δυσφορία από την αποδόμηση του έθνους, του οικείου πολιτισμού, των αξιών του που μπορούν να θεωρηθούν κλασικές, και που την ίδια στιγμή όμως, με τις ψευδείς ειδήσεις και τη συνωμοσιολογία, επιτείνει και προάγει περαιτέρω τη λουμπενοποίηση και την παθητικοποίηση του κόσμου.
Η στροφή προς τον αυταρχισμό και οι ολιγαρχικές τάσεις είναι παγκόσμια φαινόμενα. Και δεν συντελούνται μόνον διότι, ήδη την προηγούμενη περίοδο, η ατζέντα της υπερφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης απονεύρωσε ποικιλοτρόπως (δηλαδή οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά) τις Δημοκρατίες.
Μια άλλη παράμετρος σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του νέου διεθνούς περιβάλλοντος, καθώς λειτουργεί σε ένα πλαίσιο που εκ των πραγμάτων πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση: η σπάνις των πόρων και ταυτοχρόνως η όξυνση του ανταγωνισμού για τη νομή τους, η επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης, η άνοδος υπερεπιδραστικών τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, είναι όλες τους παράμετροι που ευνοούν τη στροφή αυτή. Η κλιματική κρίση, παρά το γεγονός ότι, επί της παρούσης, Ρωσία, Κίνα και ΗΠΑ (υπό τον Τραμπ) έχουν αποφασίσει να την παρακάμψουν, συνεπάγεται δομικό πληθωρισμό, ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης, την άνοδο και την ανελαστικότητα του οικολογικού κόστους. Εξελίξεις που καθιστούν αδύνατη την επάνοδο σε μια εκδοχή κοινής ευημερίας, ενισχύουν την κοινωνική αποδρομή των στρωμάτων που βρίσκονται στο μέσον της κοινωνίας, και την πολώνουν μεταξύ πολύ πλούσιων και πολύ φτωχών. Η δε τεχνητή νοημοσύνη ευνοεί, από τις ενεργειακές της ανάγκες και την πολυπλοκότητα των μηχανισμών της, την εταιρική συγκεντροποίηση και τη διαπλοκή του κράτους με τους κολοσσούς που καταλήγουν να την καθοδηγούν, ενώ η κούρσα για την ανάπτυξή της αλλά και η γεωπολιτική της σημασία αδυνατίζει εκ των πραγμάτων τις ρυθμίσεις και τον βιοηθικό και δεοντολογικό της έλεγχο.


Ευρώπη και Ελλάδα σε υπαρξιακό δίλημμα
Η Ευρώπη επομένως αντιμετωπίζει μια περιδίνηση από πολλές απόψεις. Βλέπει τη γεωπολιτική της αυτοδυναμίας να τίθεται υπό αίρεση στην προοπτική μιας ευρύτερης διευθέτησης μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, όπου η ίδια θα καταλήξει με μια ρωσική σφαίρα επιρροής στο ανατολικό της σκέλος, και μια αμερικανική στο δυτικό της. Και βλέπει τον ιστορικό της πολιτισμό και τις κλασικές αξίες του να υπονομεύονται τόσο εσωτερικά, από αδιέξοδα που κληροδότησε η παγκοσμιοποίηση (όπως αυτό του πολυπολιτισμού), και να αμφισβητείται, καθώς η νέα τάξη πραγμάτων τοποθετείται εχθρικά απέναντί τους.
Και η Ελλάδα, εντός της, βρίσκεται σε υπαρξιακό δίλημμα. Διότι η αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις που προκρίνει ο Τραμπ (η διεθνής τάξη σαν μια συναλλακτική πράξη των ισχυρότερων) ευνοεί εκ των πραγμάτων την υπαγωγή της στην σφαίρα επιρροής της Άγκυρας. Ιδίως όταν η τελευταία προτάσσει την προοπτική εγκαθίδρυσης ενός τουρκοκεντρικού συστήματος στην Ανατολική Μεσόγειο ως εγγύηση για την ειρήνευση της ευρύτερης περιοχής, ενώ παράλληλα κραδαίνει και έναντι της Ευρώπης το κλειδί της συγκράτησης των μεταναστευτικών ρευμάτων, αλλά και της πειθάρχησης των μουσουλμάνων μεταναστών που βρίσκονται ήδη μέσα της.
Μια ισχυρή Τουρκία γίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη στα χέρια του Τραμπ, ή για την ακρίβεια έτσι νομίζει: ελέγχοντας το μεσογειακό υπογάστριο της Ευρώπης, η Άγκυρα, λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την ευρωπαϊκή αυτοδυναμία, ενώ, αναλαμβάνοντας ρόλο τοπικού χωροφύλακα σε ένα κομμάτι της Μέσης Ανατολής, επιτρέπει στις ΗΠΑ να εστιάσουν στην Κίνα. Φυσικά, υπάρχει το ερώτημα του πώς θα αντιδράσει το Ισραήλ και ο αραβικός κόσμος στη διαμόρφωση αυτής της «ειδικής σχέσης».
Αλλά, όπως είδαμε και στην περίπτωση του Αφγανιστάν και της εκεί «μεγάλης διαπραγμάτευσης» στην οποία αναμείχθηκε λίγο πριν φύγει, το 2019, και η οποία οδήγησε στο μεγαλειώδες φιάσκο της άτακτης υποχώρησης δύο μήνες αφότου ανέλαβε ο Μπάιντεν, η υποτίθεται επιβλητική διπλωματία του Τραμπ πολύ συχνά αποδεικνύεται… ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).


Τα στοιχεία μιας νέας ιδεολογικο-πολιτικής στάσης
Συνεπώς και εν κατακλείδι, ορισμένα επιγραμματικά στοιχεία, και επειδή οι εξελίξεις εισάγουν και μια ιδεολογική τομή:
Απαιτούν την αναδιατύπωση ενός ευρωπαϊκού προτάγματος για την αυτονόμηση από την Αμερική του Τραμπ, κάτι που προϋποθέτει μια Ευρώπη γεωπολιτικά, αμυντικά, παραγωγικά αυτοδύναμη, μια Ευρώπη με σκληρά σύνορα, που θωρακίζεται, που γίνεται περισσότερο ευρωπαϊκή στο εσωτερικό της. Μια Ευρώπη σαφώς οριοθετημένη όχι μόνον απέναντι στην Ρωσία, αλλά και απέναντι στην Τουρκία. Μια Ευρώπη ακέραια (άρα με την Ουκρανία, την Αρμενία, και τη Γεωργία στην ευρωπαϊκή οικογένεια). Και μια Ευρώπη που συγκροτεί έναν «μεταδυτικό πόλο» στη βάση των σχέσεων ισοτιμίας, με την χριστιανική Αφρική, την Ινδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν· μια Ευρώπη που επιδιώκει μια λύση στη Γάζα τέτοια που θα επιτρέπει τη δυναμική της προσέγγισης αραβικού κόσμου και Ισραήλ, ώστε να γίνει εφικτός και ο διάδρομος προς τις Ινδίες – που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής αυτοδυναμίας. Μιλάμε για συμμαχίες αρχών, συμμαχίες που στηρίζονται στην προάσπιση των δημοκρατιών, συμμαχίες που έχουν κοινά πολιτιστικά στοιχεία, ή συμβατά πολιτιστικά στοιχεία. Δεν μιλάμε για τον χυλό της παγκοσμιοποίησης, αλλά για τη συνάντηση συγκεκριμένων πολιτισμών σε συγκεκριμένα σημεία.
Απαιτούν από την Ελλάδα και την Κύπρο να εμπεδώσουν ένα ακριτικό πρόταγμα. Τον ελληνισμό που συγκρατεί το σύνορο της Ευρώπης στην επέλαση της νεοθωμανικής Ανατολής, και που ταυτόχρονα συν-εισηγείται ένα εναλλακτικό μη τουρκοκεντρικό σύστημα ασφαλείας για την Ανατολική Μεσόγειο. Διότι, όπως έδειξε και η εμπειρία της περιόδου 2019-2023, οπότε και η Ελλάδα αποφάσισε να αντισταθεί ενεργά στις τουρκικές διεκδικήσεις, με την αμφισβήτηση του τουρκολιβυκού μνημονίου, την απόκρουση της υβριδικής επίθεσης στον Έβρο, και την απάντηση στις πειρατικές δραστηριότητες της Άγκυρας το καλοκαίρι του 2021, η εναντίωση στον τουρκικό ηγεμονισμό, και όχι ο κατευνασμός του, είναι το στοιχείο που προσδίδει γεωπολιτική υπεραξία στην Ελλάδα.
Στην ελληνική κυβέρνηση οφείλουν να καταλάβουν πως η Τουρκία συναινεί στα «ήρεμα νερά», διότι αφενός θέλει να αποκοιμίσει την Ελλάδα ώστε να επιδιώξει τη δορυφοριοποίησή της μέσω της ήπιας ισχύος της οικονομίας, της δημογραφίας, και των συνεργασιών στα περίφημα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής». Και αφετέρου, επειδή οι ελληνοτουρκικές αντιθέσεις δεν είναι σήμερα, μόνον ή κυρίως, διμερές ζήτημα αλλά ανάγονται στο ευρύτερο, εάν δηλαδή θα επιτύχει το εγχείρημα της εγκαθίδρυσης ενός τουρκοκεντρικού συστήματος ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Άγκυρα προβαίνει σε μια συμφωνία για να απομακρύνει την προοπτική της άμεσης και ενεργού συμμετοχής του ελληνισμού στα σενάρια τα οποία προωθούν άλλες μεσαίες και μεγαλύτερες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, από την Γαλλία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Εμιράτα, μέχρι την Ινδία, ώστε να υπάρξει ένα μοντέλο οργάνωσης της περιοχής μας πέραν του τουρκοκεντρικού.
Τέλος, η ιδεολογική και πολιτική ανανέωση οφείλει να αγγίξει και βαθύτερα ζητήματα –την υπεράσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, τη ριζική μεταρρύθμιση του οικονομικού μοντέλου ώστε να καταστεί βιώσιμο στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης, με τρόπο μάλιστα που θα ενισχύει το μέσον της κοινωνίας, μειώνοντας τον ακραίο πλούτο και την ακραία φτώχεια, και μια διαφορετική προσέγγιση στην ανάπτυξη των υπερεπιδραστικών τεχνολογιών αιχμής που θα απαντήσει στα πλείστα όσα ζητήματα που αυτές θέτουν (ανθρωπολογικά, υποκατάστασης των εργαζόμενων, επιτήρησης, φαλκίδευσης των δημοκρατικών διαδικασιών, ανορθολογισμού, αγελαιοποίησης των συμπεριφορών, αποδόμησης της προσωπικότητας κ.ο.κ.).
Η «εποχή των Ιμπερίων» σηματοδοτεί το οριστικό κλείσιμο του 20ού αιώνα, και του κόσμου που μας κληροδότησε, και το πέρασμα σε μια πρώτη, ασταθή, και περιπετειώδη φάση του 21ου. Τα μεγάλα γρανάζια της ιστορίας ξανακινούνται, ενώ τα μικρά και τα μεσαία έθνη, καθώς και οι κοινωνικές πλειοψηφίες, καλούνται και πάλι να παλέψουν ώστε να διεκδικήσουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ