Αρχική » Οι Γαλάζιοι Λύκοι

Οι Γαλάζιοι Λύκοι

από admin

 

Βάσος Φτωχόπουλος

Την ε­πό­με­νη κιό­λας της Δευ­τέ­ρας των Συ­ναυ­λιών, ό­λοι, πο­λι­τι­κοί και δη­μο­σιο­γρά­φοι έ­βγα­λαν τα συ­μπε­ρά­σμα­τα τους. Βάν­δα­λοι, χού­λι­γκαν, γκάν­γκστερ, φα­σί­στες, α­ναρ­χι­κοί, βάρ­βα­ροι, Γα­λά­ζιοι Λύ­κοι ή­σαν μό­νο με­ρι­κά α­πό τα ε­πί­θε­τα που έ­λα­βαν ό­σοι συμ­με­τεί­χαν στις συ­γκρού­σεις με την α­στυ­νο­μί­α. Ο τύ­πος πα­ρου­σί­α­σε τα γε­γο­νό­τα ω­σάν να ε­πρό­κει­το για γε­νι­κευ­μέ­νη ορ­γα­νω­μέ­νη ε­ξέ­γερ­ση, ω­σάν να ε­πρό­κει­το για ε­πει­σό­δια τε­ρά­στιας ση­μα­σί­ας. Ό­χι διό­τι τα γε­γο­νό­τα δεν έ­χουν την ση­μα­σί­α τους, αλ­λά γι’ αυ­τό θα γρά­ψου­με πιο κά­τω. Τα γε­γο­νό­τα της Δευ­τέ­ρας δεν ή­ταν ορ­γα­νω­μέ­να ού­τε ό­μως τυ­χαί­α. Α­πορ­ρέ­ουν α­πό κυ­ρί­ως δύ­ο πα­ρά­γο­ντες:

1.    Στην Κύ­προ την πα­ρα­δει­σέ­νια με τα αυ­το­κί­νη­τα της, τα φο­ρη­τά της, τους μορ­φω­μέ­νους της, τα ορ­θά­δι­κά της, το υ­ψη­λό βιο­τι­κό της ε­πί­πε­δο, το Ευ­ρω­πα­ϊ­κό της προ­φίλ, το Πα­νε­πι­στή­μιό της, τις υ­πε­ρά­κτιες ε­ται­ρεί­ες της, τις Σρι­λαν­κέ­ζες της, τις σπι­τα­ρό­νες της, τα μασ­σα­τζί­δι­κά της, τις Ρου­μά­νες της, την χλι­δή της και τον ε­φη­συ­χα­σμό της, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρος κό­σμος στρι­μώ­χνε­ται στο πε­ρι­θώ­ριο. Ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρος κό­σμος δεν μπο­ρεί να εν­σω­μα­τω­θεί στο κυ­ρί­αρ­χο ι­δε­ο­λο­γι­κό ρεύ­μα του ΚΥ­ΠΡΙΑ­ΚΟΥ ΘΑΥ­ΜΑ­ΤΟΣ. Αυ­τός ο κό­σμος, αυ­τοί τους ο­ποί­ους ε­γώ ο­νο­μά­ζω «τα α­χα­ΐ­ρευ­τα στρώ­μα­τα» διό­λου τυ­χαί­α βρί­σκο­νται στο λε­γό­με­νο α­ντι­κα­το­χι­κό στρα­τό­πε­δο. Υ­πάρ­χει δη­λα­δή σή­με­ρα στην χώ­ρα των οι­κο­νο­μι­κών και άλ­λων θαυ­μά­των μια ΤΑ­ΞΙ­ΚΗ το­πο­θέ­τη­ση έ­να­ντι της Τουρ­κι­κής κα­το­χής. Τα­ξι­κή ό­χι με την πα­λιά έν­νοια που δί­νουν οι πα­λαιοί και ση­με­ρι­νοί μαρ­ξι­στές της Κύ­πρου, ού­τε με την χα­ζο­χα­ρού­με­νη εκ­δο­χή του «λα­ού» που δί­νει το κατ’ ε­ξο­χήν μι­κρο­α­στι­κό Α­ΚΕΛ, αλ­λά με την έν­νοια ό­τι αυ­τοί που α­ντι­πα­λεύ­ουν σή­με­ρα με την κα­το­χή έ­χουν αρ­κε­τά κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα ανε­ξαρ­τή­τως του ε­άν προ­έρ­χο­νται α­πό ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κούς πο­λι­τι­κούς ή ι­δε­ο­λο­γι­κούς χώ­ρους. Ρίξ­τε μια μα­τιά ποιοι ή­σαν πα­ρό­ντες στην α­ντι­κα­το­χι­κή συ­ναυ­λί­α και ποιους συ­νέ­λα­βε η α­στυ­νο­μί­α στα γε­γο­νό­τα που ε­πα­κο­λού­θη­σαν, και θα κα­τα­λά­βε­τε τι εν­νο­ώ. Στην συ­ναυ­λί­α πα­ρευ­ρέ­θη­καν κυ­ρί­ως ά­το­μα πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­να α­πό την τά­ξη τους, το ε­πάγ­γελ­μά τους, τον κλά­δο τους ή τον κοι­νω­νι­κό τους πε­ρί­γυ­ρο. Οι μά­νες και οι συγ­γε­νείς των α­γνο­ου­μέ­νων πχ, α­νε­ξαρ­τή­τως της κοι­νω­νι­κής και οι­κο­νο­μι­κής τους θέ­σης, εί­ναι ά­το­μα πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­να στην Κυ­πρια­κή Κοι­νω­νί­α, διό­τι εί­ναι ό­ντως ε­νο­χλη­τι­κά προς την υ­πό­λοι­πη κα­θώς πρέ­πει κοι­νω­νί­α. Κατ’ αρ­χήν φο­ρούν μαύ­ρα ρού­χα που ση­μειο­λο­γι­κά πα­ρα­πέ­μπει σε άλ­λους και­ρούς, και­ρούς Ελ­λη­νι­κούς α­νε­ξαρ­τή­τως του ε­άν πολ­λές μα­νά­δες εί­ναι Α­κε­λι­κές. Οι πα­πά­δες και οι άν­θρω­ποι γύ­ρω α­πό την Εκ­κλη­σί­α και τον Αρ­χιε­πί­σκο­πο εί­ναι ε­πί­σης πε­ρι­θώ­ριο, διό­τι α­πλού­στα­τα σή­με­ρα και πα­ρά τη δύ­να­μη της Εκ­κλη­σί­ας οι­κο­νο­μι­κή και άλ­λη, η Εκ­κλη­σί­α ως εκ­φρα­στής της Ελ­λη­νι­κό­τη­τας του νη­σιού εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­θώ­ριο απ’ ό­,τι εί­μαι ε­γώ.
Οι μο­το­σι­κλε­τι­στές, μπο­ρεί να έ­χουν α­κρι­βά μη­χα­νή­μα­τα, ό­μως δεν παύ­ουν, ε­πει­δή α­κρι­βώς ο τρό­πος ζω­ής τους εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κός, να α­πο­τε­λούν πά­λι μια α­πει­λή στο σύ­στη­μα της Κυ­πρια­κής Ο­μοιο­μορ­φί­ας και γι’ αυ­τό και αυ­τοί με τα σκου­λα­ρί­κια, τα φου­λά­ρια, και δί­χως το σύμ­βο­λο αυ­το­κί­νη­το εί­ναι πε­ρι­θώ­ριο.
Οι δια­νο­ού­με­νοι και πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι και ε­παγ­γελ­μα­τί­ες που ή­σαν ε­κεί δεν ξε­φεύ­γουν α­πό την πιο πά­νω γε­νί­κευ­ση. Στον το­μέ­α του ο κα­θέ­νας με τον άλ­φα ή βή­τα τρό­πο βρί­σκε­ται στο πε­ρι­θώ­ριο αυ­τής της υ­λι­στι­κής και α­ντι­πνευ­μα­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Οι πα­ρά­γο­ντες και τα α­πλά μέ­λη των προ­σφυ­γι­κών σω­μα­τεί­ων ε­πί­σης δεν ξε­φεύ­γουν α­πό την γε­νί­κευ­ση α­νε­ξαρ­τή­τως του ε­άν κά­ποιοι απ’ αυ­τούς ερ­γά­ζο­νται στο δη­μό­σιο το­μέ­α ή ε­άν κα­τέ­χουν υ­ψη­λές θέ­σεις σε ι­δρύ­μα­τα και κρα­τι­κές αρ­χές. Μό­νο και μό­νο το γε­γο­νός ό­τι εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νοι και θέ­λουν να ε­πι­στρέ­ψουν στα χω­ριά τους με α­ξιο­πρέ­πεια τους κα­θι­στά πε­ρι­θώ­ριο.
Ού­τε οι γυ­ναί­κες που ή­σαν ε­κεί ξε­φεύ­γουν της γε­νί­κευ­σης. Μό­νο απ’ τα πρό­σω­πά τους και το ντύ­σι­μό τους κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ό­τι ού­τε στο Le Cafe συ­χνά­ζουν, ού­τε χο­ρεύ­ουν κά­θε νύ­χτα πά­νω στα τρα­πέ­ζια. Εί­ναι γυ­ναί­κες των προ­σφυ­γι­κών σω­μα­τεί­ων, κυ­ρί­ως α­γρο­τι­κής προ­ε­λεύ­σε­ως, φοι­τή­τριες των χω­ριών, γυ­ναί­κες πε­ρι­θω­ρια­κές με άλ­φα ή βή­τα τρό­πο, γυ­ναί­κες που δεν ξο­δεύ­ουν τη μι­σή τους η­μέ­ρα στο κομ­μω­τή­ριο και το γυ­μνα­στή­ριο. Γυ­ναί­κες των λα­ϊ­κών στρω­μά­των και της εκ­κλη­σί­ας. Γυ­ναί­κες άλ­λων και­ρών.
Ό­σον α­φο­ρά τη νε­ο­λαί­α, δη­λα­δή α­πό τους μα­θη­τές του γυ­μνα­σί­ου μέ­χρι τους τρια­ντά­ρη­δες, που ή­ταν και η πλειο­ψη­φί­α των πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων, η τα­ξι­κή συ­γκρό­τη­ση εί­ναι α­κό­μα πιο ξε­κά­θα­ρη. Οι μι­κρο­α­στοί, οι με­γα­λο­α­στοί, οι μο­ντέρ­νοι, οι γιά­πη­δες, οι ε­παγ­γελ­μα­τί­ες, οι φαν του clubbing της μό­δας και του μο­ντέρ­νου Ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού, έ­λαμ­ψαν με την α­που­σί­α τους. Οι μα­θη­τές, σπου­δα­στές και φοι­τη­τές μα­ζί με τους μο­το­σι­κλε­τι­στές, τους πο­δο­σφαι­ρό­φι­λους και τις πα­ρέ­ες των προ­α­στί­ων, δεν α­νή­κουν στο κυ­ρί­αρ­χο Λευ­κω­σιά­τι­κο ρεύ­μα της νε­ο­λαί­ας. Αν δού­με α­κό­μη τους συλ­λη­φθέ­ντες α­πό την α­στυ­νο­μί­α τό­τε κα­τα­λα­βαί­νου­με πό­σο τα­ξι­κές ή­σαν και οι συ­γκρού­σεις. Η τε­ρά­στια πλειο­ψη­φί­α των συλ­λη­φθέ­ντων ή­σαν ερ­γά­τες οι­κο­δο­μής, μα­θη­τές και ά­νερ­γοι. Αυ­τοί κι αν εί­ναι σή­με­ρα το πε­ρι­θώ­ριο του πε­ρι­θω­ρί­ου.
Ε­άν σε ό­λες τις πιο πά­νω κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες προ­σθέ­σου­με τους πελ­λούς, τους κου­τσούς, α­νή­μπο­ρους, ψω­νι­σμέ­νους, ε­ξα­θλιω­μέ­νους Κούρ­δους και γε­νο­κτο­νη­μέ­νους Αρ­μέ­νη­δες, τό­τε έ­χου­με το σύ­νο­λο του δείγ­μα­τος της α­ντι­κα­το­χι­κής συ­ναυ­λί­ας. Ό­λος αυ­τός ο κό­σμος, ο κό­σμος της μη εν­σω­μά­τω­σης στο κυ­ρί­αρ­χο ι­δε­ο­λο­γι­κό και οι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο της μο­ντέρ­νας και Ευ­ρω­παί­ζου­σας Κύ­πρου έ­χει κά­θε λό­γο να συ­γκρου­στεί και με τους Τούρ­κους, αλ­λά και με την α­στυ­νο­μί­α. Ό­μως δεν το έ­κα­νε, πα­ρά τις προ­κλή­σεις. Τα γε­γο­νό­τα που α­κο­λού­θη­σαν δεν ή­ταν τί­πο­τα πιο ση­μα­ντι­κό απ’ αυ­τά που συ­νή­θως συμ­βαί­νουν στα γή­πε­δα, ώ­σπου φυ­σι­κά η α­στυ­νο­μί­α με ε­ντο­λές κυ­βερ­νη­τι­κές, θέ­λη­σε να δώ­σει άλ­λες δια­στά­σεις στο πρό­βλη­μα. Η ε­πί­θε­ση της α­στυ­νο­μί­ας ή­θε­λε να δώ­σει το πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα και το έ­δω­σε. Α­πό τώ­ρα και στο ε­ξής – το εί­παν μά­λι­στα και υ­πουρ­γός και άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες – οι α­ντι­κα­το­χι­κές πο­ρεί­ες και εκ­δη­λώ­σεις ή θα έ­χουν τη σφρα­γί­δα του κρά­τους και των κομ­μά­των ή θα δια­λύ­ο­νται με δα­κρυ­γό­να, και για­τί ό­χι και με νε­κρούς. Στην πρό­κλη­ση αυ­τή δό­θη­κε μια ε­ντε­λώς αυθόρ­μη­τη και α­νορ­γά­νω­τη  α­πά­ντη­ση α­πό την νε­ο­λαί­α, ε­νώ οι υ­πό­λοι­ποι λό­γω των δα­κρυ­γό­νων α­να­γκά­στη­καν ν’ α­πο­χω­ρή­σουν για να κα­τη­γο­ρη­θούν ως συ­νέ­νο­χοι την ε­πό­με­νη μέ­ρα.

2.     Για εί­κο­σι δύ­ο χρό­νια η ε­πί­ση­μη ι­δε­ο­λο­γί­α του κρά­τους και κατ’ ε­πέ­κτα­ση της κοι­νω­νί­ας, ή­ταν η α­ντι­κα­το­χι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, η ι­δε­ο­λο­γί­α που ή­θε­λε ό­λους τους πρό­σφυ­γες να ε­πι­στρέ­ψουν στα σπί­τια τους, τα στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χής να α­πο­σύ­ρο­νται, τους ε­ποί­κους να ε­πι­στρέ­φουν στην Πα­τρί­δα τους, την α­νεύ­ρε­ση των α­γνο­ου­μέ­νων τον α­γώ­να για την ε­πι­κρά­τη­ση του δι­καί­ου, έ­στω κι αν ό­λα αυ­τά θα γι­νό­ταν δια μέ­σω του Ο­Η­Ε με τρό­πους ει­ρη­νι­κούς. Σε ό­λα αυ­τά α­πό τον μα­κρο­χρό­νιο α­γώ­να του Μα­κα­ρί­ου έ­ως το κά­θε σπί­τι και κά­στρο του Λυσ­σα­ρί­δη, μέ­χρι τον μα­ζι­κό α­γώ­να με την συ­μπα­ρά­στα­ση της Με­γά­λης Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης του Α­ΚΕΛ, και α­κό­μη μέ­χρι το Ελ­λη­νι­κό, «Την πα­τρί­δα ουκ ε­λάτ­τω πα­ρα­δώ­σω» του Κλη­ρί­δη, υ­πήρ­χε πά­ντα μια με­γά­λη α­ντί­φα­ση. Ε­νώ το κρά­τος, τα κόμ­μα­τα, η εκ­κλη­σί­α, τα σχο­λεί­α, ο στρα­τός και η οι­κο­γέ­νεια, έ­παι­ζαν το ρό­λο του ΛΕ­ΚΤΙ­ΚΟΥ Α­ΝΤΙ­ΚΑ­ΤΟ­ΧΙ­ΚΟΥ ΠΡΟ­ΠΑ­ΓΑΝ­ΔΙ­ΣΤΟΥ, πρα­κτι­κά οι κυ­βερ­νή­σεις και η ί­δια η ζω­ή ο­δη­γού­σαν τον κό­σμο στην α­πο­δο­χή των τε­τε­λε­σμέ­νων και στο πε­ρι­θώ­ριο αυ­τών που έ­παιρ­ναν στα σο­βα­ρά τον α­ντι­κα­το­χι­κό α­γώ­να. Ε­νώ α­πό το ΄74 γε­νε­ές ε­γα­λου­γή­θη­καν με το σύν­θη­μα «Τα σύ­νο­ρά μας εί­ναι στην Κε­ρύ­νεια» τώ­ρα ό­ποιος ε­πι­μέ­νει να το λέ­ει θε­ω­ρεί­ται γρα­φι­κός ή ρο­μα­ντι­κός, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση και σω­βι­νι­στής, ε­θνι­κι­στής και φα­σί­στας στη χει­ρό­τε­ρη. Πολ­λά εί­ναι τα πα­ρα­δείγ­μα­τα της ό­λης α­ντί­φα­σης. Α­να­φέ­ρω λί­γα μό­νο:
Οι γυ­ναί­κες που με ά­σπρες ση­μαί­ες δια­μαρ­τύ­ρο­νται για τη συ­νε­χι­ζό­με­νη κα­το­χή και προ­σπα­θούν να ε­νώ­σουν τις φω­νές τους με α­νά­λο­γες Τουρ­κο­κύ­πριες, α­νε­ξαρ­τή­τως του ε­άν δη­μιουρ­γού­νται έ­κτρο­πα, θε­ω­ρού­νται η­ρω­ί­δες και μα­χη­τές της Ε­λευ­θε­ρί­ας, ε­νώ οι γυ­ναί­κες που μπαί­νουν μέ­σα στα κα­τε­χό­με­να με Ελ­λη­νι­κές ση­μαί­ες και μά­λι­στα συλ­λαμ­βά­νο­νται α­πό τους Τούρ­κους, θε­ω­ρού­νται ο­λί­γον η­ρω­ί­δες, μα και ο­λί­γον ΠΟΥ­ΤΑ­ΝΕΣ, Α­ΝΕΥ­ΘΥ­ΝΕΣ, Α­ΝΕ­ΡΑ­ΣΤΕΣ κλπ, κλπ. Οι μα­θη­τές που βρί­σκο­νται στις 15 του Νιό­βρη στα ο­δο­φράγ­μα­τα, τον έ­να χρό­νο εί­ναι η «α­θά­να­τη νε­ο­λαί­α» και τον ε­πό­με­νο χρό­νο α­νεύ­θυ­νοι και α­λή­τες, που σκέ­φτο­νται μό­νο το σκα­σιαρ­χεί­ο και τις δι­σκο­θή­κες.
Οι νέ­οι που κα­τε­βά­ζουν τις Τουρ­κι­κές ση­μαί­ες και μπαί­νουν στα κα­τε­χό­με­να και τρο­μά­ζουν τον Ντεν­κτάς, τη μια μέ­ρα εί­ναι α­γω­νι­στές της Ε­λευ­θε­ρί­ας, την άλ­λη α­λή­τες και σα­μπο­τέρ των συ­νο­μι­λιών α­νά­με­σα στην η­γε­σί­α μας και τον Ντεν­κτάς. Τα ί­δια και πέρ­σι. Ή­ρω­ες οι Ι­σα­άκ και Σο­λω­μού, αλ­λά μό­νο στα μνη­μό­συ­να. Μό­νο ε­κεί ό­που οι λο­γής-λο­γής πο­λι­τι­κά­ντη­δες μπο­ρούν να α­ντλή­σουν κομ­μα­τι­κά και άλ­λα ο­φέ­λη. Ή­ρω­ες οι Ι­σα­άκ και Σο­λω­μού, αλ­λά και α­λή­τες πελ­λοί, ψυ­χα­σθε­νείς, και τό­σα άλ­λα που ε­λέ­χθη­σαν δη­μο­σί­ως ή ι­διω­τι­κώς. Πέρ­σι ή­ρω­ες οι μο­το­σι­κλε­τι­στές, φέ­τος γκάν­γκστερ και βάν­δα­λοι.
Να λοι­πόν για­τί τα γε­γο­νό­τα της Δευ­τέ­ρας δεν ή­ταν τυ­χαί­α, μα ού­τε ορ­γα­νω­μέ­να.
Το κυ­πρια­κό κρά­τος δεν μπο­ρεί να βο­λέ­ψει Ο­ΛΟΥΣ τους Κύ­πριους, μα ού­τε ό­λοι οι Κύ­πριοι θέ­λουν να βο­λευ­τούν με τον τρό­πο που φα­ντά­ζε­ται το κυ­πρια­κό κρά­τος. Το κυ­πρια­κό κρά­τος και η ε­ξου­σί­α του πο­λι­τι­κού και κοι­νω­νι­κού κό­σμου της Κύ­πρου, βλέ­πει πια ό­λον  αυ­τόν τον κό­σμο ως έ­να με­γά­λο α­γκά­θι στα σχέ­δια του και τις λύ­σεις που προ­τεί­νει. Α­πό τη με­ριά του ο κό­σμος αυ­τός νιώ­θει δι­πλά προ­δο­μέ­νος α­πό το κυ­πρια­κό κρά­τος και την ευ­η­με­ρού­σα ευ­ρω­παί­ζου­σα κοι­νω­νί­α του. Η με­γά­λη α­ντι­πα­ρά­θε­ση ή­ταν θέ­μα χρό­νου. Εί­δα­με στις 19 του Μα­ΐ­ου τα πρώ­τα της α­πο­τε­λέ­σμα­τα.
Η ευ­θύ­νη α­νή­κει α­πο­κλει­στι­κά στην κυ­βέρ­νη­ση και τα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, ει­δι­κά τα δύ­ο με­γά­λα Α­ΚΕΛ και ΔΗ­ΣΥ που έ­χουν ως πο­λι­τι­κή τους την ο­μο­σπον­δί­α με ο­ποια­δή­πο­τε μέ­σα, με ο­ποιουσ­δή­πο­τε ό­ρους.
Ό­σο πιο κο­ντά θα φτά­νει η λύ­ση του ε­θνι­κού ε­ξευ­τε­λι­σμού, άλ­λο τό­σο θα με­γα­λώ­νει και η α­ντι­πα­ρά­θε­ση του.
Προς το πα­ρόν ο Κυ­πρια­κός κό­σμος, ο «αγ­γε­λι­κά πλα­σμέ­νος», δεν έ­χει να φο­βη­θεί α­πό κα­μιά ε­κα­το­στήν πελ­λο­κο­πελ­λούθ­κια και α­πό κα­μιά πε­ντα­κο­σιάν πελ­λο­πα­τριώ­τες. Προς το πα­ρόν φο­βά­ται μό­νον τη σκιά του. Αύ­ριον ό­μως θα φο­βη­θεί και την πελ­λά­ρα μας, διό­τι ε­μείς εί­μα­στεν α­πο­φα­σι­σμέ­νοι την Κύ­προν να μην την χα­ρί­σου­μεν σε κα­νέ­να. Ε­μείς εί­μα­στεν α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να ζή­σου­μεν να ζή­σου­μεν σ’ αυ­τόν τον τό­πο ως Έλ­λη­νες Ορ­θό­δο­ξοι και μά­λι­στα στα χω­ριά μας και μά­λι­στα να α­πο­φα­σί­ζου­μεν ε­μείς πως θα ζή­σου­μεν.
Κα­μιά «ΜΜΑΔ», κα­μιά «Α­λή­θεια» κα­νέ­νας Κα­τσα­μπάς δεν μπο­ρεί να μας στα­μα­τή­σει.
Εί­μα­στεν οι νό­μι­μοι ι­διο­κτή­τες των Γα­λά­ζιων Οί­κων.

(*Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο κυπριακό  περιοδικό «Ένωσις», Ιούνιος 1997)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ