Την επόμενη κιόλας της Δευτέρας των Συναυλιών, όλοι, πολιτικοί και δημοσιογράφοι έβγαλαν τα συμπεράσματα τους. Βάνδαλοι, χούλιγκαν, γκάνγκστερ, φασίστες, αναρχικοί, βάρβαροι, Γαλάζιοι Λύκοι ήσαν μόνο μερικά από τα επίθετα που έλαβαν όσοι συμμετείχαν στις συγκρούσεις με την αστυνομία. Ο τύπος παρουσίασε τα γεγονότα ωσάν να επρόκειτο για γενικευμένη οργανωμένη εξέγερση, ωσάν να επρόκειτο για επεισόδια τεράστιας σημασίας. Όχι διότι τα γεγονότα δεν έχουν την σημασία τους, αλλά γι’ αυτό θα γράψουμε πιο κάτω. Τα γεγονότα της Δευτέρας δεν ήταν οργανωμένα ούτε όμως τυχαία. Απορρέουν από κυρίως δύο παράγοντες:
1. Στην Κύπρο την παραδεισένια με τα αυτοκίνητα της, τα φορητά της, τους μορφωμένους της, τα ορθάδικά της, το υψηλό βιοτικό της επίπεδο, το Ευρωπαϊκό της προφίλ, το Πανεπιστήμιό της, τις υπεράκτιες εταιρείες της, τις Σριλανκέζες της, τις σπιταρόνες της, τα μασσατζίδικά της, τις Ρουμάνες της, την χλιδή της και τον εφησυχασμό της, όλο και περισσότερος κόσμος στριμώχνεται στο περιθώριο. Όλο και περισσότερος κόσμος δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα του ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ. Αυτός ο κόσμος, αυτοί τους οποίους εγώ ονομάζω «τα αχαΐρευτα στρώματα» διόλου τυχαία βρίσκονται στο λεγόμενο αντικατοχικό στρατόπεδο. Υπάρχει δηλαδή σήμερα στην χώρα των οικονομικών και άλλων θαυμάτων μια ΤΑΞΙΚΗ τοποθέτηση έναντι της Τουρκικής κατοχής. Ταξική όχι με την παλιά έννοια που δίνουν οι παλαιοί και σημερινοί μαρξιστές της Κύπρου, ούτε με την χαζοχαρούμενη εκδοχή του «λαού» που δίνει το κατ’ εξοχήν μικροαστικό ΑΚΕΛ, αλλά με την έννοια ότι αυτοί που αντιπαλεύουν σήμερα με την κατοχή έχουν αρκετά κοινά γνωρίσματα ανεξαρτήτως του εάν προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς πολιτικούς ή ιδεολογικούς χώρους. Ρίξτε μια ματιά ποιοι ήσαν παρόντες στην αντικατοχική συναυλία και ποιους συνέλαβε η αστυνομία στα γεγονότα που επακολούθησαν, και θα καταλάβετε τι εννοώ. Στην συναυλία παρευρέθηκαν κυρίως άτομα περιθωριοποιημένα από την τάξη τους, το επάγγελμά τους, τον κλάδο τους ή τον κοινωνικό τους περίγυρο. Οι μάνες και οι συγγενείς των αγνοουμένων πχ, ανεξαρτήτως της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης, είναι άτομα περιθωριοποιημένα στην Κυπριακή Κοινωνία, διότι είναι όντως ενοχλητικά προς την υπόλοιπη καθώς πρέπει κοινωνία. Κατ’ αρχήν φορούν μαύρα ρούχα που σημειολογικά παραπέμπει σε άλλους καιρούς, καιρούς Ελληνικούς ανεξαρτήτως του εάν πολλές μανάδες είναι Ακελικές. Οι παπάδες και οι άνθρωποι γύρω από την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπο είναι επίσης περιθώριο, διότι απλούστατα σήμερα και παρά τη δύναμη της Εκκλησίας οικονομική και άλλη, η Εκκλησία ως εκφραστής της Ελληνικότητας του νησιού είναι περισσότερο περιθώριο απ’ ό,τι είμαι εγώ.
Οι μοτοσικλετιστές, μπορεί να έχουν ακριβά μηχανήματα, όμως δεν παύουν, επειδή ακριβώς ο τρόπος ζωής τους είναι διαφορετικός, να αποτελούν πάλι μια απειλή στο σύστημα της Κυπριακής Ομοιομορφίας και γι’ αυτό και αυτοί με τα σκουλαρίκια, τα φουλάρια, και δίχως το σύμβολο αυτοκίνητο είναι περιθώριο.
Οι διανοούμενοι και πνευματικοί άνθρωποι και επαγγελματίες που ήσαν εκεί δεν ξεφεύγουν από την πιο πάνω γενίκευση. Στον τομέα του ο καθένας με τον άλφα ή βήτα τρόπο βρίσκεται στο περιθώριο αυτής της υλιστικής και αντιπνευματικής κοινωνίας. Οι παράγοντες και τα απλά μέλη των προσφυγικών σωματείων επίσης δεν ξεφεύγουν από την γενίκευση ανεξαρτήτως του εάν κάποιοι απ’ αυτούς εργάζονται στο δημόσιο τομέα ή εάν κατέχουν υψηλές θέσεις σε ιδρύματα και κρατικές αρχές. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι είναι οργανωμένοι και θέλουν να επιστρέψουν στα χωριά τους με αξιοπρέπεια τους καθιστά περιθώριο.
Ούτε οι γυναίκες που ήσαν εκεί ξεφεύγουν της γενίκευσης. Μόνο απ’ τα πρόσωπά τους και το ντύσιμό τους καταλαβαίνει κανείς ότι ούτε στο Le Cafe συχνάζουν, ούτε χορεύουν κάθε νύχτα πάνω στα τραπέζια. Είναι γυναίκες των προσφυγικών σωματείων, κυρίως αγροτικής προελεύσεως, φοιτήτριες των χωριών, γυναίκες περιθωριακές με άλφα ή βήτα τρόπο, γυναίκες που δεν ξοδεύουν τη μισή τους ημέρα στο κομμωτήριο και το γυμναστήριο. Γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων και της εκκλησίας. Γυναίκες άλλων καιρών.
Όσον αφορά τη νεολαία, δηλαδή από τους μαθητές του γυμνασίου μέχρι τους τριαντάρηδες, που ήταν και η πλειοψηφία των παρευρισκομένων, η ταξική συγκρότηση είναι ακόμα πιο ξεκάθαρη. Οι μικροαστοί, οι μεγαλοαστοί, οι μοντέρνοι, οι γιάπηδες, οι επαγγελματίες, οι φαν του clubbing της μόδας και του μοντέρνου Ελληνικού τραγουδιού, έλαμψαν με την απουσία τους. Οι μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές μαζί με τους μοτοσικλετιστές, τους ποδοσφαιρόφιλους και τις παρέες των προαστίων, δεν ανήκουν στο κυρίαρχο Λευκωσιάτικο ρεύμα της νεολαίας. Αν δούμε ακόμη τους συλληφθέντες από την αστυνομία τότε καταλαβαίνουμε πόσο ταξικές ήσαν και οι συγκρούσεις. Η τεράστια πλειοψηφία των συλληφθέντων ήσαν εργάτες οικοδομής, μαθητές και άνεργοι. Αυτοί κι αν είναι σήμερα το περιθώριο του περιθωρίου.
Εάν σε όλες τις πιο πάνω κοινωνικές ομάδες προσθέσουμε τους πελλούς, τους κουτσούς, ανήμπορους, ψωνισμένους, εξαθλιωμένους Κούρδους και γενοκτονημένους Αρμένηδες, τότε έχουμε το σύνολο του δείγματος της αντικατοχικής συναυλίας. Όλος αυτός ο κόσμος, ο κόσμος της μη ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο ιδεολογικό και οικονομικό μοντέλο της μοντέρνας και Ευρωπαίζουσας Κύπρου έχει κάθε λόγο να συγκρουστεί και με τους Τούρκους, αλλά και με την αστυνομία. Όμως δεν το έκανε, παρά τις προκλήσεις. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν ήταν τίποτα πιο σημαντικό απ’ αυτά που συνήθως συμβαίνουν στα γήπεδα, ώσπου φυσικά η αστυνομία με εντολές κυβερνητικές, θέλησε να δώσει άλλες διαστάσεις στο πρόβλημα. Η επίθεση της αστυνομίας ήθελε να δώσει το πολιτικό μήνυμα και το έδωσε. Από τώρα και στο εξής – το είπαν μάλιστα και υπουργός και άλλοι παράγοντες – οι αντικατοχικές πορείες και εκδηλώσεις ή θα έχουν τη σφραγίδα του κράτους και των κομμάτων ή θα διαλύονται με δακρυγόνα, και γιατί όχι και με νεκρούς. Στην πρόκληση αυτή δόθηκε μια εντελώς αυθόρμητη και ανοργάνωτη απάντηση από την νεολαία, ενώ οι υπόλοιποι λόγω των δακρυγόνων αναγκάστηκαν ν’ αποχωρήσουν για να κατηγορηθούν ως συνένοχοι την επόμενη μέρα.
2. Για είκοσι δύο χρόνια η επίσημη ιδεολογία του κράτους και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, ήταν η αντικατοχική ιδεολογία, η ιδεολογία που ήθελε όλους τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους, τα στρατεύματα κατοχής να αποσύρονται, τους εποίκους να επιστρέφουν στην Πατρίδα τους, την ανεύρεση των αγνοουμένων τον αγώνα για την επικράτηση του δικαίου, έστω κι αν όλα αυτά θα γινόταν δια μέσω του ΟΗΕ με τρόπους ειρηνικούς. Σε όλα αυτά από τον μακροχρόνιο αγώνα του Μακαρίου έως το κάθε σπίτι και κάστρο του Λυσσαρίδη, μέχρι τον μαζικό αγώνα με την συμπαράσταση της Μεγάλης Σοβιετικής Ένωσης του ΑΚΕΛ, και ακόμη μέχρι το Ελληνικό, «Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω» του Κληρίδη, υπήρχε πάντα μια μεγάλη αντίφαση. Ενώ το κράτος, τα κόμματα, η εκκλησία, τα σχολεία, ο στρατός και η οικογένεια, έπαιζαν το ρόλο του ΛΕΚΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΑΤΟΧΙΚΟΥ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΟΥ, πρακτικά οι κυβερνήσεις και η ίδια η ζωή οδηγούσαν τον κόσμο στην αποδοχή των τετελεσμένων και στο περιθώριο αυτών που έπαιρναν στα σοβαρά τον αντικατοχικό αγώνα. Ενώ από το ΄74 γενεές εγαλουγήθηκαν με το σύνθημα «Τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια» τώρα όποιος επιμένει να το λέει θεωρείται γραφικός ή ρομαντικός, στην καλύτερη περίπτωση και σωβινιστής, εθνικιστής και φασίστας στη χειρότερη. Πολλά είναι τα παραδείγματα της όλης αντίφασης. Αναφέρω λίγα μόνο:
Οι γυναίκες που με άσπρες σημαίες διαμαρτύρονται για τη συνεχιζόμενη κατοχή και προσπαθούν να ενώσουν τις φωνές τους με ανάλογες Τουρκοκύπριες, ανεξαρτήτως του εάν δημιουργούνται έκτροπα, θεωρούνται ηρωίδες και μαχητές της Ελευθερίας, ενώ οι γυναίκες που μπαίνουν μέσα στα κατεχόμενα με Ελληνικές σημαίες και μάλιστα συλλαμβάνονται από τους Τούρκους, θεωρούνται ολίγον ηρωίδες, μα και ολίγον ΠΟΥΤΑΝΕΣ, ΑΝΕΥΘΥΝΕΣ, ΑΝΕΡΑΣΤΕΣ κλπ, κλπ. Οι μαθητές που βρίσκονται στις 15 του Νιόβρη στα οδοφράγματα, τον ένα χρόνο είναι η «αθάνατη νεολαία» και τον επόμενο χρόνο ανεύθυνοι και αλήτες, που σκέφτονται μόνο το σκασιαρχείο και τις δισκοθήκες.
Οι νέοι που κατεβάζουν τις Τουρκικές σημαίες και μπαίνουν στα κατεχόμενα και τρομάζουν τον Ντενκτάς, τη μια μέρα είναι αγωνιστές της Ελευθερίας, την άλλη αλήτες και σαμποτέρ των συνομιλιών ανάμεσα στην ηγεσία μας και τον Ντενκτάς. Τα ίδια και πέρσι. Ήρωες οι Ισαάκ και Σολωμού, αλλά μόνο στα μνημόσυνα. Μόνο εκεί όπου οι λογής-λογής πολιτικάντηδες μπορούν να αντλήσουν κομματικά και άλλα οφέλη. Ήρωες οι Ισαάκ και Σολωμού, αλλά και αλήτες πελλοί, ψυχασθενείς, και τόσα άλλα που ελέχθησαν δημοσίως ή ιδιωτικώς. Πέρσι ήρωες οι μοτοσικλετιστές, φέτος γκάνγκστερ και βάνδαλοι.
Να λοιπόν γιατί τα γεγονότα της Δευτέρας δεν ήταν τυχαία, μα ούτε οργανωμένα.
Το κυπριακό κράτος δεν μπορεί να βολέψει ΟΛΟΥΣ τους Κύπριους, μα ούτε όλοι οι Κύπριοι θέλουν να βολευτούν με τον τρόπο που φαντάζεται το κυπριακό κράτος. Το κυπριακό κράτος και η εξουσία του πολιτικού και κοινωνικού κόσμου της Κύπρου, βλέπει πια όλον αυτόν τον κόσμο ως ένα μεγάλο αγκάθι στα σχέδια του και τις λύσεις που προτείνει. Από τη μεριά του ο κόσμος αυτός νιώθει διπλά προδομένος από το κυπριακό κράτος και την ευημερούσα ευρωπαίζουσα κοινωνία του. Η μεγάλη αντιπαράθεση ήταν θέμα χρόνου. Είδαμε στις 19 του Μαΐου τα πρώτα της αποτελέσματα.
Η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα, ειδικά τα δύο μεγάλα ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ που έχουν ως πολιτική τους την ομοσπονδία με οποιαδήποτε μέσα, με οποιουσδήποτε όρους.
Όσο πιο κοντά θα φτάνει η λύση του εθνικού εξευτελισμού, άλλο τόσο θα μεγαλώνει και η αντιπαράθεση του.
Προς το παρόν ο Κυπριακός κόσμος, ο «αγγελικά πλασμένος», δεν έχει να φοβηθεί από καμιά εκατοστήν πελλοκοπελλούθκια και από καμιά πεντακοσιάν πελλοπατριώτες. Προς το παρόν φοβάται μόνον τη σκιά του. Αύριον όμως θα φοβηθεί και την πελλάρα μας, διότι εμείς είμαστεν αποφασισμένοι την Κύπρον να μην την χαρίσουμεν σε κανένα. Εμείς είμαστεν αποφασισμένοι να ζήσουμεν να ζήσουμεν σ’ αυτόν τον τόπο ως Έλληνες Ορθόδοξοι και μάλιστα στα χωριά μας και μάλιστα να αποφασίζουμεν εμείς πως θα ζήσουμεν.
Καμιά «ΜΜΑΔ», καμιά «Αλήθεια» κανένας Κατσαμπάς δεν μπορεί να μας σταματήσει.
Είμαστεν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες των Γαλάζιων Οίκων.
(*Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο κυπριακό περιοδικό «Ένωσις», Ιούνιος 1997)