835
Συγγραφέας: Βάσος Φτωχόπουλος
Άρδην τ. 58
…και στα πιτσιρίκια του τόπου μου
Εχω να γράψω από τις 22/04/2004, δηλαδή δυο μέρες πριν το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο. Η παράκληση του συντρόφου Καραμπελιά να γράψω κάτι για το αφιέρωμα για τους διανοούμενους στο Άρδην με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο και «κρύο», και κατ’ επέκταση μουδιασμένο, για να πάρω στυλό στα χέρια μου. Είπα όμως, ναι. Δίχως κανένα δισταγμό, έστω κ’ αν μάγκωσαν τα σωθικά μου από τον φόβο ν’ αντιμετωπίσω ξανά την περιβόητη λευκή σελίδα. Είπα NAI από μία κεκτημένη ταχύτητα να μην στενοχωρήσω τους φίλους του Άρδην και να μην τους αρνηθώ τίποτα διότι, σ’ εκείνους τους δύσκολους μήνες του σχεδίου Ανάν, ήσαν οι πρώτοι που έφτυσαν αίμα μαζί μας. Δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ, όχι διότι μαζικώς κατέβηκαν στην Κύπρο _το εισιτήριο των 150 ευρώ ακόμα και ο πιο φτωχός μπορεί να το αποκτήσει_ αλλά διότι μαζικώς, είτε στην Κύπρο είτε στην Ελλάδα, πέρασαν φρικτές μέρες αγωνίας, πανικού και απόγνωσης. Προσωπικώς, τους χρωστάω πολλά. Αυτό το κείμενο δεν είναι μέρος της πληρωμής, είναι ένα μικρό κομμάτι της αγάπης μου και της εκτίμησής μου. Είναι μια απόπειρα να ξανατραυλίσω τον πόνο μου ή αν θέλετε το δράμα μου που δεν κατάφερα να γίνω διανοούμενος (άλλο παιδικό όραμα κι αυτό), να γίνω κι εγώ ένας σεβαστός πολίτης έστω και αυτής της κολοβής Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν πρόκειται φυσικά ν’ ασχοληθώ με τους διανοούμενους, ούτε να τους κατονομάσω, ούτε να τους επιτεθώ. Είμαι πολύ θυμωμένος γι’ αυτό και υποσχέθηκα στον εαυτό μου, τώρα που κοντεύω τα 60, να μην ξαναεμφανιστώ στα δικαστήρια (βλέπετε, έχω πια εγγονάκια και είναι ντροπή). Θα γράψω γι’ αυτούς όταν θα είμαι ήρεμος, όταν θα μου έχει φύγει ο θυμός, και τότε ψύχραιμα θα προσπαθήσω να καταγράψω με τον άλφα ή βήτα τρόπο εκείνους τους μήνες που οδήγησαν στο δημοψήφισμα και τι ρόλο έπαιξαν οι διανοούμενοι τον καιρό εκείνο. Είναι δύσκολο πολύ να κατανοήσει κανείς γιατί μαζικώς οι Ελλαδίτες διανοούμενοι απεφάσισαν να ασελγήσουν πάνω στο κατακρεουργημένο σώμα της Κύπρου. H απάντησις ότι «τα πήραν από τους Αμερικάνους» είναι πειστική αλλά ΟΧΙ και απολύτως σωστή. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να κατανοήσει κανείς την μαζική υστερία εναντίον της Κύπρου από όλο το φάσμα των πολιτικών αντιλήψεων και φιλοσοφιών. Γιατί τόσοι και τόσοι έξυπνοι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη, όταν ο κόμπος έφτασε στο λαιμό, να απαιτήσουν τον απαγχονισμό της Κύπρου; Γιατί αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί συμμαχούν μόνον όταν πρόκειται για το Κυπριακό; Γιατί η ΕΡΤ, τα ιδιωτικά κανάλια και ο τύπος έχουν αίφνης την ανάγκη να πουλήσουν την Κύπρο, σε μια στιγμή μάλιστα που το κυπριακό πουλάει; Γιατί στα ΜΜΕ ειπώθηκαν τόσες και τόσες ψευτιές και ανιστόρητες αρλούμπες δίχως να διαμαρτυρηθεί κανείς; Πολλά τα ερωτήματα και είναι δύσκολο θυμωμένος ν’ απαντήσεις. Πρέπει λοιπόν να είμαστε ψύχραιμοι, έστω και αν η θύμηση της ΕΡΤ, η οποία για κάποιον περίεργο λόγο ανακάλυψε ξαφνικά τους Τουρκοκύπριους και τις σφαγές που είχαν υποστεί από τους Ελληνοκύπριους, σου φέρνει το αίμα λίγο πιο πάνω από το κρανίο. Ας τ’ αφήσουμε αυτά για πιο ψύχραιμους καιρούς. Ας ασχοληθούμε με το αντικείμενό μας, που είναι ο ρόλος των διανοουμένων στην προ και μετά Ανάν περίοδο στην Κύπρο. Ο ρόλος των διανοουμένων είναι ο ρόλος του χαρτιού υγείας που καλύπτει τη βρωμιά των περιττωμάτων και την ασυδοσία. Μου βγαίνει λιγάκι ο θυμός αλλά δεν πειράζει. Αν κάποιοι κάλυψαν τον φασισμό του Σχεδίου Ανάν δεν ήταν μόνον οι πολιτικοί αλλά και οι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και της καλλιτεχνίας. Στην πλειοψηφία τους.
Δεν μιλώ μόνο γι’ αυτούς που υπέγραψαν τις διακηρύξεις υπέρ του ΝΑΙ, μιλώ για σχεδόν όλους τους διανοούμενους, ακόμα και γι’ αυτούς που ψήφισαν ΟΧΙ για να τσιμεντώσουν το ΝΑΙ. Μιλώ και γι’ αυτούς που ψήφισαν ΟΧΙ διότι είχαν αρκετόν νουν να αντιληφθούν ότι το ΝΑΙ θα καταποντιζόταν και δεν ήθελαν να ταυτιστούν με τους λούζερ του ΝΑΙ. Η κάλυψη που έδωσαν οι διανοούμενοι στο τερατώδες σχέδιο είναι ασύλληπτη. Κατανοεί κανείς αυτό το ρόλο μόνο εάν δει την ανταμοιβή τους, και η ανταμοιβή τους φαίνεται μετά το σχέδιο Ανάν, όπου στον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο δεν μπορεί να γίνει τίποτα εάν δεν συμμετέχουν σε αυτό και οι Τουρκοκύπριοι και οι ξένες πρεσβείες. Ακόμα και ο ακάθαρτος αέρας δεν θεωρείται καλλιτεχνικός εάν δεν έχει 45% ελληνοκυπριακή, 45% τουρκοκυπριακή και 10% ξένη καταγωγή.
Η ιδεολογία του politically correct στον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο έχει πάρει διαστάσεις τραγελαφικές. Δεν μπορεί να γίνει πια οποιαδήποτε εκδήλωση που να μην συμμετέχουν τουλάχιστον 2-3 Τουρκοκύπριοι, δεν μπορεί κάποιος να εκφέρει άποψη για οτιδήποτε δίχως ν’ αναφέρεται και στην άποψη κάποιου αντίστοιχου Τουρκοκυπρίου, και αν δεν υπάρχει Τουρκοκύπριος, τότε πρέπει να τον εφευρέσουμε, όπως ο γνωστός σκηνοθέτης που δείχνει τον ήρωά του πάντα να τρώει μ’ ένα δεύτερο πιάτο δίπλα από το δικό του. Προφανώς, ναι, το έχετε καταλάβει, για τον άγνωστο Τουρκοκύπριο φίλο του. Ο άγνωστος θεός αναβιώνει αυτή τη φορά στη Κύπρο.
Θα μπορούσε να συγχωρέσει κανείς αυτό το ελληνοτουρκικό τουρλού-τουρλού εάν όντως υπήρχε και μια ποιότητα στα δρώμενα. Πώς μπορεί όμως να υπάρξει ποιότητα όταν το μοναδικό κριτήριο για οποιαδήποτε εκδήλωση είναι η εθνοτική καταγωγή και όχι η κατάρτισή τους ή το ταλέντο τους ή το επίπεδό τους;
Όλοι τώρα ανταμείβονται. Κυριολεκτικά, εκατοντάδες πια καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι προβάλλονται και στις δύο Κύπρους, βάζοντας ένα λιθαράκι στην νέα τάξη πραγμάτων. Ο χαζοχαρούμενος συμφιλιωμένος και ενιαίος πια καλλιτεχνικός χώρος σέρνει τον χορό της κοπρολαγνείας. Στον χορό μην διανοηθείτε ότι συμμετέχουν μόνο κακοί δεξιοί και τα παρακλάδια τους. Θα πέσετε πολύ έξω. Συμμετέχουν και οι δεξιοί, αλοίμονο, μπροστάρηδες όμως είναι όλοι οι προοδευτικοί, από τους αριστερούς μέχρι τους αναρχοαυτόνομους, από τους σοσιαλιστές μέχρι τους νεορθόδοξους, από τους κουλτουριάρηδες μέχρι τους αστούς, από τους πανεπιστημιακούς μέχρι τους ναΐφ και έως τους κυπρο-αλλόδοξους. Όλοι αυτοί καθορίζουν το καινούργιο παιχνίδι. Οι παλαιού τύπου διανοούμενοι είτε συμμετέχουν σ’ αυτό το φιάσκο είτε σιωπούν, με τη σιωπή του κρυφού υποστηρικτή που δεν τον παίρνει πια να βρίσκεται στους δρόμους.
Τονίζω ότι οι εξαιρέσεις ακόμη επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τονίζω ότι οι ελάχιστοι που πρόταξαν τη φωνή και το έργο τους εναντίον του σχεδίου Ανάν βρίσκονται υπό καθεστώς πνευματικής τρομοκρατίας. Μεμψιμοιρούν και προσεύχονται για καλύτερες μέρες, που προφανώς μπορεί και να μην έρθουν, μιας και το Σχέδιο Ανάν προετοιμάζεται για ξανασερβίρισμα. Εάν, ό μη γένοιτο, αυτό το σχέδιο ξαναεμφανιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φοβάμαι ότι στην χειρότερη περίπτωση δεν θα αποφύγουμε τον εμφύλιο, και στην καλύτερη περίπτωση το σχέδιο, δια της βίας, της νοθείας και της νοσηρείας, θα περάσει θριαμβευτικώς. Τότε, ο νέου τύπου διανοούμενος, ολίγον ελληνίζων, ολίγον τουρκίζων και ολίγον φοινικίζων, θα έχει συμβάλει σε κάτι που κανένας κατακτητής δεν είχε κάνει σ’ αυτό τον τόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια: ν’ αλλάξει την καρδιά αυτού του λαού, αυτού του τόπου. Μόνη μας πια παρηγοριά είναι οι διανοούμενοι και οι ποιητές μας, ο Κώστας Μόντης, ένας ποιητής που έπρεπε να διδάσκεται σ’ όλα τα δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της Ελλάδας, διότι είναι ένας απ’ τους μέγιστους του ελληνικού χώρου όλων των εποχών, κι όμως το έργο του αγνοείται παντελώς. Ο Κώστας Μόντης, πολύ πριν το δημοψήφισμα, έγραφε:
ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ;
Ε, λοιπόν, «Όχι» και σ’ αυτό και σ’ εκείνο και σ’ όλα σας.
Ε, λοιπόν, «Όχι» και σ’ αυτό και σ’ εκείνο και σ’ όλα σας.
Σ’ όλα σας.
Σαν να ήξερε τι μας περίμενε. Ήξερε πολύ καλά. Όπως ήξερε πολύ καλά και το αθηναϊκό κατεστημένο, που συνεχώς τον έθαβε, όπως ήξερε πολύ καλά τους «πουστοκαλαμαράδες» και τους «κωλοκύπριους». Διαβάστε τα γράμματα στην μητέρα του και θα καταλάβετε. Ο Μόντης, που ως διανοούμενος δεν ξέχασε ποτέ πού ζούσε, τι ήταν, τι αέρα ανέπνεε. Ο Μόντης, που έγραφε και για τους άλλους Έλληνες, τους άλλους Κύπριους, αυτούς που δεν καταλάβαιναν από εκσυγχρονισμούς και λάιφ στάιλ, μα προτιμούσαν την ελευθερία. Να τι έγραφε:
Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες
Τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους.
Εμείς τζειαμαί ελιές τζιαι τερατσιές
Πάνω στον ρότσον τους.
Τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους.
Εμείς τζειαμαί ελιές τζιαι τερατσιές
Πάνω στον ρότσον τους.
Η τερατσιά, ω Aθηναίοι, είναι η χαρουπιά. Η τερατσιά είναι λέξη αρχαιοελληνική και η χαρουπιά αραβοτούρκικη. Αυτό, για να γνωρίζει κι ο καθένας ότι διάλεκτος δεν σημαίνει υπανάπτυξη.
Λίγους μήνες πριν το δημοψήφισμα ρώτησα τον κ. Μόντη τι θα ψήφιζε σ’ ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα και η απάντησή του ήταν καταπέλτης: «Μα εγώ ψήφισα, γιε μου, το ’50», «και όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει», όπως ακριβώς και ο στιχουργός.
Παραδόξως, μόνη μας παρηγοριά, οι διανοούμενοι και οι ποιητές μας, οι καλλιτέχνες μας. Όπως ο Σολωμός Σολωμού, ο μέγας αυτός αξεπέραστος μοντέρνος ζωγράφος. Ποιος μπορεί να ζωγραφίσει τον ιστό του, το κόκκινο στο λαιμό του, το τσιγάρο στο στόμα; Οι εκατοντάδες ζωγράφοι της Κύπρου και της Ελλάδας δεν μπόρεσαν ούτε από μακρυά να φτάσουν τον πίνακά του.
Μόνη μας παρηγοριά, οι διανοούμενοι, οι φιλόσοφοί μας, ο Γρηγόρης, ο Κυριάκος, ο Ευαγόρας, ο Μιχαλάκης, ο Ζάκος, ο Παναγίδης και τόσοι άλλοι που χορεύοντας έδωσαν απαντήσεις στα αιώνια ερωτήματα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο, που τραγουδώντας έκαναν τους Άγγλους να μείνουν άφωνοι και εξευτελισμένοι. Τόσο εξευτελισμένοι που, έως σήμερα, δεν μας έχουν συγχωρέσει, και στην λέξη ΚΥΠΡΟΣ, κάτι μέσα τους παγώνει, κάτι μέσα τους φέρνει στην επιφάνεια ένα μίσος, μα κυρίως έναν ασύλληπτο φθόνο. ΦΘΟΝΟ διότι οι φιλόσοφοί μας έδειξαν σε ανύποπτο χρόνο ποιοι είναι οι πολιτισμένοι και ποιοι είναι οι ηθικά πολτοποιημένοι.
Πήρα φόρα αλλά δεν γράφω άλλο, είμαι ακόμα πολύ θυμωμένος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εγχείρηση που έκαναν οι διανοούμενοι στην ΕΡΤ και στ’ άλλα ΜΜΕ πάνω στο μη ναρκωμένο σώμα του κυπριακού Ελληνισμού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν, απεγνωσμένος, έπαιρνα σβάρνα τους φίλους μου διανοούμενους της Ελλάδας να δώσουν μια βοήθεια κι αντ’ αυτού έπαιρνα μαχαιριές! Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μεγάλη εκδήλωση στην πλατεία Ελευθερίας, λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα. Περιέργως έβρεχε. Τέτοια βροχή είχε χρόνια να πέσει στην Λευκωσία, μάλιστα ακριβώς την ώρα που ο κόσμος άρχισε να εισρέει στην Πλατεία. Η πλατεία γέμισε κι ας έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Ο κόσμος στάθηκε όρθιος, πολλοί χωρίς ομπρέλες. Οι Μητροπολίτες ήταν μούσκεμα όπως και όλοι οι επίσημοι, και έβρεχε και έβρεχε. Μια βουβαμάρα πλάκωσε τις ψυχές όλων μας. Μήπως ήταν σημάδι ότι ο Θεός δεν ήθελε το ΟΧΙ, μήπως ο Θεός μάς τιμωρούσε; Αυτές κατά βάθος ήταν οι σκέψεις ολονών μας, μα έβρεχε και έβρεχε, και αρχίζει η εκδήλωση μιας και φτιάχτηκαν και οι καταβρεγμένες μικροφωνικές και ακούγεται το άσμα του Διονύση Σαββόπουλου «Για την Κύπρο» και βρέχει και βρέχει , «δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε», και βρέχει και βρέχει και ’γω απεγνωσμένα κοιτάζω γύρω μου να δω τον φίλο μου τον Σαββόπουλο, κοιτάζω στις εξέδρες να τον δω να του μιλήσω, «ούτε η μούρλα η εθνική που επιστρέφει», μα δεν τον βλέπω πουθενά, και να βρέχει και να βρέχει και ’γω να κλαίω σαν 50 μικρά παιδιά, να χύνω δάκρυα όσα δεν έχυσα σ’ όλες τις κηδείες που έχω πάει στην ζωή μου και να κλαίω τόσο πολύ που πονούσε το σώμα μου όλο. Δεν ήταν κλάμα, ήταν πια κάτι σπασμοί του σώματος περίεργοι, και ο Σαββόπουλος να συνεχίζει, και η βροχή να πέφτει, «που οι κουφάλες τη μισούνε», και να βρέχει και «το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει», κι ο Σαββόπουλος όχι μόνο άφαντος αλλά κάπου αλλού όλο κλάψες και ψευτιές και ’γω σιγά σιγά να χαίρομαι που βρέχει. Δεν ήθελα να καταλάβουνε τα πιτσιρίκια δίπλα μου ότι έκλαιγα, δεν ήθελα να τα απογοητεύσω. Στα μάτια τους έβλεπα τους μελλοντικούς μας διανοούμενους, τους μελλοντικούς μας ποιητές. Τα μάτια τους, τα βρεγμένα πρόσωπά τους, ήσαν όπως του συνομήλικού τους, του Βαγορή, λίγα λεπτά πριν τον απαγχονισμό. Μάτια ποίησης και κάλλους τζι’ ας γίνει το γαίμαν μας αυλάτζιν.
Tο βράδυ, μόλις επέστρεψα σπίτι, έκανα εμετό. Θυμήθηκα τους φίλους μου τους Eλλαδίτες διανοούμενους και έκανα εμετό. Kαι ο άθλιος κάποτε έγραψα ΔEN ΞEPNΩ.
Γιαλούσα, Nομός Αμμοχώστου
Ελλάς