του Ian Buruma
Τετάρτη 14 Μαΐου 2002
Όλοι οι φανατικοί είναι επικίνδυνοι και ιδιαίτερα οι φανατικοί χορτοφάγοι. Αυτό είναι το μοναδικό μάθημα που μπορεί να μας δώσει η δολοφονία του Πιμ Φόρτουιν από έναν φιλόζωο ακτιβιστή. Το να προβληματίζεται κανείς για τη χαμένη αθωότητα της Ολλανδικής Δημοκρατίας, πράγμα που έκανε εκτενώς ο ολλανδικός τύπος, είναι σκέτη ηλιθιότητα. Υπήρξε ποτέ αθώα η ολλανδική Δημοκρατία; Ή μήπως έγινε, μετά τον πόλεμο, όταν τα ολλανδικά στρατεύματα ξεκίνησαν για τις Ανατολικές Ινδίες, με σκοπό να τσακίσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ινδονήσιων; Αλλά ούτε και η ιστορία της δολοφονίας του θα σημάνει το τέλος της ανοχής στην Ολλανδία, αφού ο δολοφόνος του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας μοναχικός τρελός.
Εκείνο που χρειάζεται να εξηγήσει κανείς δεν είναι ο θάνατος του Φόρτουιν, αλλά η ιδιαίτερα επιτυχημένη ζωή που είχε πριν του την στερήσουν. Γιατί στ’ αλήθεια αυτός ο ομοφυλόφιλος κοινωνιολόγος, που προέβαλλε τα ροκοκό έπιπλά του, μιλούσε για τους μουσουλμάνους εραστές του και φωτογραφιζόταν με τα κατοικίδιά του, κατάφερε να αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση και να προκαλέσει με τον θάνατό του τόσο έντονα συναισθήματα;
Οι θλιμμένοι οπαδοί του τον παρομοίωσαν, στη μεγαλύτερη δημόσια κηδεία που έγινε μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Βιλελμίνης πριν από 40 χρόνια, με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Κέννεντυ και την πριγκίπισσα Νταϊάνα. Αν και οι πρώτες δύο συγκρίσεις ακούγονται παράξενες, η τρίτη μοιάζει να επαληθεύεται. Ο Φόρτουιν ήταν για την πολιτική σκηνή της Ολλανδίας, κατά κάποιο τρόπο, ό,τι και η Νταϊάνα για την αγγλική Μοναρχία: ένας προβοκάτορας, μια λαϊκιστική καρικατούρα που κατάφερε, με τη βοήθεια περίτεχνων επικοινωνιακών τεχνασμάτων, να κερδίσει μια ευρύτατη αποδοχή στα μάτια της κοινωνίας. Ο τύπος, όπως συνέβη και με την Νταϊάνα, ενώ πριν προσπαθούσε να τον υπονομεύσει, προέβαλε πλατιά τον θάνατό του. Βέβαια, ο Φόρτουιν δεν ήταν πια ο “άνθρωπος του λαού”, σε αντίθεση με την Νταϊάνα που ήταν η “πριγκίπισσα του λαού”. Αλλά κατόρθωσε να πείσει τον “λαό” ότι ήταν με το πλευρό του, ότι μιλούσε για λογαριασμό του και κατανοούσε τις ανησυχίες του.
Το ολλανδικό πολιτικό καθεστώς, με το “συναινετικό” του μοντέλο, είναι εκτεθειμένο στη γελοιοποίηση. Η Ολλανδία είχε μια από τις μακροβιότερες δημοκρατικές παραδόσεις στην Ευρώπη. Αλλά, ουσιαστικά, επρόκειτο για μια παράδοση που δεν ήταν εξοικειωμένη με την πολιτική αναστάτωση και αστάθεια. Η πολιτική ελίτ του ολλανδικού πολιτεύματος του 18ου αιώνα, γνωστή και ως “αντιβασιλεία”, ήταν αριστοκρατική. Κυβερνούσε με τρόπο πατριαρχικό. Λειτουργούσε σαν να γνώριζε ποιο ήταν το καλύτερο για το λαό και δεν είχε συνηθίσει στην αντιπολίτευση. Οι φυσικοί απόγονοί τους, που είναι οι σοσιαλδημοκράτες, εξασφάλισαν τη συναίνεση της ολλανδικής κοινωνίας, συναίνεση που ο Φόρτουιν προσπάθησε να υπονομεύσει τόσο βαθιά.
Αυτό που συνέβη τις τελευταίες δυο δεκαετίες, συγκεκριμένα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, είναι ότι η σύγχρονη “αντιβασιλεία” κυβερνά στις περισσότερες δημοκρατίες, από τη Βρετανία μέχρι την Ιαπωνία. Πρόκειται για σεμνούς τεχνοκράτες, που νιώθουν άβολα με τις ιδεολογίες, ή ακόμα τις ιδέες, για άνδρες και γυναίκες που ξέρουν καλά να ελίσσονται, για μάνατζερ της πολιτικής που απεχθάνονται την τόσο αναγκαία για τις εκστρατείες τους ανθρώπινη επαφή. Αυτοί οι άνθρωποι ορίζουν σήμερα τις τύχες μας. Όταν υπήρχε ακόμα δεξιά και αριστερά, οι πολιτικοί αναγκάζονταν να πάρουν θέση. Σήμερα, όπως μας υπενθυμίζουν συνεχώς, δεν υπάρχει αριστερά και δεξιά. Υπάρχει μόνο η αγορά.
Το πρόβλημα δεν είναι μοναχά ότι οι πολίτες νιώθουν στερημένοι από πολιτικές επιλογές, όπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν με τους ψηφοφόρους σε χώρες όπως οι Η.Π.Α, η Γαλλία, η Βρετανία. Είναι επίσης το ότι η σύγχρονη “αντιβασιλεία” μοιάζει να έχει έναν επιφανειακό έλεγχο επάνω στην αγορά. Και δεν μιλώ μόνο για τους σιδηρόδρομους και την ευρύτερη αποδιάρθρωση των δημόσιων συγκοινωνιών. Πολυεθνικές επιχειρήσεις, που έχουν συνήθως την έδρα τους στις Η.Π.Α, δείχνουν να έχουν περισσότερη εξουσία πάνω στις ζωές μας από αυτούς που εκλέγουμε για να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά μας. Η ευελιξία του εργατικού δυναμικού, που προκλήθηκε από την παράνομη και τη νόμιμη μετανάστευση, είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την παγκόσμια οικονομία. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν ιδέα το πώς να διαχειριστούν τις κρίσεις που προκαλεί και προτιμούν να μην συζητούν καθόλου γύρω από αυτό το ζήτημα. Σήμερα, στις διεθνείς σχέσεις, ο λόγος των ευρωπαϊκών χωρών δεν μετράει πολύ. Οι Η.Π.Α είναι η μοναδική υπερδύναμη, ακόμα και αν τις περισσότερες φορές μοιάζει με ανίκανο Γκιούλιβερ σε έναν κόσμο που αποτελείται από πολλούς –και μερικές φορές φονικούς– λιλιπούτειους.
Ένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν υπέρ της ενδυνάμωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι μονάχα ένα υπερεθνικό θεσμικό δίκτυο μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις τέτοιων παγκόσμιων φαινομένων. Αυτό μπορεί να αληθεύει. Αλλά το αποτέλεσμα θα είναι να αποδυναμωθούν περισσότερο οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Και τι είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκτός από μια ομάδα ικανότατων, εκπαιδευμένων αριστοκρατών, που γνωρίζουν “καλύτερα” και αρνούνται οποιαδήποτε κριτική;
Σ’ αυτό οφείλεται το γεγονός ότι ο Φόρτουιν και άλλοι φωτογενείς λαϊκιστές, που θα συναντούμε όλο και περισσότερο, βρίσκονται σε άνοδο. Δεν έχουν καμιά απάντηση στα προβλήματα που μας απασχολούν, αλλά τουλάχιστον, τα εκθέτουν με τέτοιο τρόπο ώστε ο απλός λαός να τα κατανοεί. Όπως και η πριγκίπισσα Νταϊάνα, καταφέρνουν να συνδυάζουν στοιχεία που τις περισσότερες φορές είναι αντιφατικά μεταξύ τους. Μερικοί, όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έχουν ανέβει ήδη στην εξουσία. Άλλοι, όπως ο κυβερνήτης του Τόκιο, Ισιχάρα Σιντάρο, απλά περιμένουν τη σειρά τους. Οι Ολλανδοί ψηφοφόροι, επηρεασμένοι από τη συναισθηματική φόρτιση, μπορούν να αναδείξουν το κόμμα του αδικοχαμένου ήρωά τους στη δεύτερη θέση, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν θα έκανε τη διαφορά. Η χώρα θα συνέχιζε να βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Και αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η πολιτική δεν φαίνεται να έχει σημασία πλέον. Ίσως, το μεγαλύτερο μάθημα που μας έδωσε η περίπτωση του Φόρτουιν να ήταν αυτό…
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς