του Ζοζέ Μποβέ
Από το ξενοδοχείο, ακούγονται όλη την ημέρα να περνούν τεθωρακισμένα. Θα με συνοδεύει για όλη μου την ζωή ο θόρυβος από τις ερπύστριες στην άσφαλτο. Κάνουν ένα θόρυβο δαιμόνιο, υπόκωφο, ανησυχητικό. (…)
Κυριακή πρωί, λίγο μετά τις επτά, ενωνόμαστε με τους Ιταλούς ειρηνιστές. Είναι καμιά δεκαριά, ανάμεσά τους ένας βουλευτής των Ιταλών Πρασίνων. Οι πυροβολισμοί γίνονται πιο αραιοί. Το νοσοκομείο της Ραμάλας έχει έλλειψη από αίμα. Είναι ένα χιλιόμετρο από το ξενοδοχείο. Ξεκινούμε με τα πόδια, εξήντα άτομα, με πορεία, στην μέση του δρόμου, ώστε να είμαστε ορατοί και με μια ντουντούκα για να μπορούμε να μιλήσουμε στους στρατιώτες πριν μας πυροβολήσουν. Φτάνουμε στον χώρο χωρίς εμπόδια. Μπροστά από τα κτίρια, τα ασθενοφόρα μπαίνουν και βγαίνουν συνεχώς. Ένας σωματοφύλακας της φρουράς του Αραφάτ έφτασε την προηγουμένη. Δεν ήταν ούτε τριάντα ετών και είχε πληγωθεί από σφαίρα στο πόδι. “Αυτοί οι οποίοι βρίσκονται στο στρατηγείο του Αραφάτ, μας εξηγεί, δεν έχουν νερό, ούτε φάρμακα, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Υπάρχουν τραυματίες και δεν υπάρχουν χειρουργικά εργαλεία για να βγάλουν τις σφαίρες”. Αποφασίζουμε να πάμε εκεί. Οι γιατροί και ο διευθυντής του νοσοκομείου διαφωνούν με σφοδρότητα. Προβληματίζονται αν θα πάνε με τα ασθενοφόρα. Ο φόβος τους είναι να βρεθούν σε αδιέξοδο εάν οι Ισραηλινοί τα κατάσχουν.
Στις 2.30 βρισκόμαστε στον δρόμο. Πήραμε μια τσάντα με φάρμακα, ένα κουτί με λαβίδες, σμίλες, τυλιγμένα μέσα σε πράσινο χειρουργικό πανί. Δύο γιατροί μας συνοδεύουν. Ένα ασθενοφόρο μας ακολουθεί, στην συνέχεια άλλα τέσσερα… Ο διευθυντής του νοσοκομείου είχε αλλάξει γνώμη. Σε κομβόι, προχωρούμε προς το κέντρο. Η απόλυτη ερήμωση: τα ίχνη από το γάζωμα των πολυβόλων είναι παντού, τα αυτοκίνητα ισοπεδωμένα, συνθλιμμένα από τις ερπύστριες των τανκς, — οι πόρτες γκρεμισμένες, βγαλμένες. Κάτω από την πίεση των τανκς, η άσφαλτος έχει υποχωρήσει παντού. Υπάρχουν παντού τρύπες που η βροχή είχε γεμίσει με νερό. Οι δρόμοι είναι εντελώς έρημοι. Μια φίλη, η Χριστίνα, πήρε την τσάντα με τα φάρμακα στα χέρια της. Εγώ έχω το σιδερένιο κουτί με τα χειρουργικά εργαλεία πάνω στην κοιλιά μου. Προχωρούμε σιωπηλά σε αυτή την έρημη λεωφόρο, καθώς μονίμως μας προσπερνούν αυτοκίνητα του στρατού. Τα ασθενοφόρα προχωρούν σιγά σιγά και έχουν βάλει τους φάρους τους. Η σκηνή μοιάζει να είναι σαν σε όνειρο. Σε κάθε σταυροδρόμι, η αγωνία ανεβαίνει και λέγεται ότι πρόκειται να μας σταματήσουν εκεί.
Διακρίνεται το αρχηγείο του Αραφάτ. Οι τεθωρακισμένοι εκσκαφείς περιφέρονται παντού. Δύο αξιωματικού του ισραηλινού στρατού, με στολή παραλλαγής, έρχονται να μας συναντήσουν. Πίσω, οι στρατιώτες είναι τοποθετημένοι σε γραμμή, με σκοπευτές εφοδιασμένους με τουφέκια με σκόπευτρο. Συζητάμε. Επικαλούμαστε τη συνθήκη της Γενεύης. Δεν θέλουν να υποχωρήσουν. Σπρώχνουν λίγο, όπως με τους χωροφύλακες στις διαδηλώσεις. Συνεχίζουμε να μιλάμε, σχεδόν οι μύτες μας αγγίζονται, τα πρόσωπά μας απέχουν 20 εκατοστά. Επικοινωνούν με το επιτελείο τους. Τελικώς μας αφήνουν να προχωρήσουμε. Μας καθίζουν –δύο γιατρούς και τέσσερις “διεθνιστές”– σε ένα ασθενοφόρο που κυλά με ταχύτητα ανθρώπινου βηματισμού. Καθόμαστε στις φτέρνες μέσα στο όχημα και μέσα από τα τζάμια βλέπουμε τα τεθωρακισμένα. Επανειλημμένως, πρέπει να κατεβαίνουμε, να περιμένουμε τα τανκς να ελιχθούν για μας αφήσουν να περάσουμε. Φτάνοντας στην αυλή, βλέπουμε δύο μεγάλα κτίρια που συνδέονται από μια μικρή γέφυρα. Αυτό που βρίσκεται στα δεξιά είναι ολοκληρωτικά πυρπολημένο. Μας μένουν ακόμη 30 με 40 μέτρα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες δεν θέλουν να πάρουν θέση ακάλυπτοι. Θα μας κάνουν σινιάλο να περάσουμε.
Κλεισμένα παράθυρα Σε αυτό το σημείο, μια αστραπιαία σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: πρόκειται για έναν πόλεμο εντελώς δυσανάλογο, έναν πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων από τους οποίους ο ένας διαθέτει τεράστιο οπλισμό, υπερσύγχρονο, φοβερές ποσότητες τεθωρακισμένων και ο άλλος γελοία μέσα. Είναι μια σύγκρουση του αδυνάτου με τον δυνατό, που αντιπαραθέτει μια κοινωνία και μια πολιτική που αγωνίζεται για το Κράτος της με έναν πανίσχυρο στρατό ο οποίος απολαμβάνει την υποστήριξη των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης μου διαμονής, τον Ιούνιο, επρόκειτο για μια κατοχή. Τώρα, είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος. Οι Ισραηλινοί δίνουν την εντύπωση ότι επιθυμούν να καταστρέψουν την Παλαιστινιακή Αρχή και όλους τους θεσμούς. Από την Παρασκευή τα γραφεία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ήταν υπό κατοχή στην Ραμάλα. Αυτό είναι παραλογισμός. Δεν είναι δυνατόν να νικηθεί οριστικά μια κοινωνία.
Βρισκόμαστε εκεί, μπροστά από μια ξύλινη πόρτα. Μας ανοίγουν: οι στρατιώτες βρίσκονται στο χωλ, βυθισμένοι στο σκοτάδι. Είναι πολλές δεκάδες. Περνούμε σε ένα άλλο δωμάτιο, πάντα στο σκοτάδι, γεμάτο κόσμο: πολίτες, στρατιώτες, υπεύθυνοι πολιτικοί, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ακινητοποιημένοι, στριμωγμένοι δίπλα σε έναν πολύγραφο. Δεν υπάρχουν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες. Δίνουμε τα φάρμακα, τις προμήθειες. Διακρίνουμε τους τραυματίες. Μας οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο. Κάποιος έρχεται και τοποθετεί ένα κερί πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι. Μας συνοδεύουν ο δήμαρχος της Ραμάλας και ένας από τους γραμματείς του Αραφάτ. (…)
Μας οδηγούν σε μια στενή σκάλα που έπρεπε να τη διασχίσουμε ανάμεσα σε οπλισμένους άντρες παραταγμένους ο ένας πίσω από τον άλλο. Παντού τα παράθυρα είναι κλειστά από τον φόβο των ισραηλινών.
Φτάνουμε τελικά στην αίθουσα υποδοχής. Μετά από μερικά λεπτά, ο Αραφάτ εισέρχεται με πολλούς άντρες της προσωπικής του φρουράς και μας αγκαλιάζει έναν-έναν. Αυτό που έχει επιβληθεί στον λαό του είναι “η κρατική τρομοκρατία”, μας εξηγεί, “μια παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου των λαών για αυτοδιάθεση”. Μας λεει ότι η απόφασή του παραμένει αμετακίνητη, πως δεν υφίσταται ζήτημα να για τον ίδιο να “φύγει” ή να “παραδοθεί” και ότι θα προτιμούσε “να σκοτωθεί μέσα σε αυτό το κτίριο”. Προσθέτει ότι οι συνθήκες της ζωής στον χώρο αυτό είναι δύσκολες αλλά το ηθικό είναι καλό.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι είναι πολύ μικρόσωμος! Είναι ηλικιωμένος, αλλά η ζωτικότητα του σώματός του είναι αρκετά εκπληκτική. Δεν έτρεμε όπως τον βλέπουμε κατά καιρούς στην τηλεόραση. Μου φάνηκε πολύ ήρεμος, όχι με ένταση και άγχος. Ο Κλωντ Λεοστίκ, ένας Γάλλος ακτιβιστής που με συνόδευε, του απάντησε: “Είμαστε μαζί σας”. Εγώ, εξηγώ, ότι γίνονται διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο. Μας αγκαλιάζει. Και κρατώντας μας, μάς συνοδεύει στο ισόγειο του κτιρίου. Είναι συγκινημένος, εμείς επίσης. Κρατάει τον Κλωντ με το δεξί του χέρι, εμένα με το αριστερό και μας οδηγεί. Θέλει να μας οδηγήσει μέχρι την πόρτα. Η ασφάλειά του μπήκε στην μέση. Είναι μια στιγμή πολύ, πολύ δυνατή. Ο Κλωντ και εγώ, όπως λέγαμε κατόπιν, σκεφτήκαμε τότε το ίδιο πράγμα: “Μήπως ήμασταν οι τελευταίοι που τον είχαμε δει, αν γινόταν επίθεση; Μήπως είχαμε παραβρεθεί στη διαθήκη του Αραφάτ;” Αυτό με βασάνιζε στη συνέχεια σε όλη την διάρκεια της νύχτας.
Μετάφραση:Σωτήρης Δημόπουλος