687
του Γ.Κ.
Σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, ο Σάββας Μιχαήλ εισάγει την προβληματική του επαναστατικού μεσσιανισμού (και κατεξοχήν του ιουδαϊκού) για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια εξαιρετική μελέτη (Σάββας Μιχαήλ, Μορφές του Μεσσιανικού, Άγρα, Αθήνα 1999) με κεφάλαια για τον Μπαρούχ Σπινόζα, τον Ερνστ Μπλοχ, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Πάουλ Τσέλαν, τον Πρίμο Λέβι, τον ελληνοεβραίο Γιοζέφ Ελιγιά, το Ταλμούδ, κ.ά. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες είναι οι απόπειρες σύνθεσης που επιχειρεί ανάμεσα στην ελληνική οικουμενικότητα και την εβραϊκή μεσσιανική αποκλειστικότητα, στα κείμενά του για τον Εμπειρίκο και τη σχέση Πινδάρου και Πάουλ Τσέλαν. [Ο αναγνώστης του Άρδην μπορεί να αποκτήσει μια εικόνα γι’ αυτό το ενδιαφέρον εγχείρημα από την παράθεση ενός εκτεταμένου αποσπάσματος που παραχώρησε στο περιοδικό ο ίδιος ο συγγραφέας].
Ωστόσο, απαιτείται ευρύτερη συζήτηση και προβληματισμός για το ζήτημα του μεσσιανισμού (και μάλιστα του επαναστατικού) σήμερα. Ο μεσσιανισμός ευαγγελίζεται μια ανατροπή που θα εκθεμελιώσει τον παλιό κόσμο και κυρίως τον “παλιό άνθρωπο”, που θα οικοδομήσει έναν κόσμο απόλυτης διαφάνειας, στον οποίο, όπως υποστήριξε ο Λούκατς, “η ίδια η Τέχνη δεν θα έχει πλέον λόγο ύπαρξης, διότι θα έχει γίνει Τέχνη ή ίδια η ζωή”. Το κομμουνιστικό μεσσιανικό όνειρο του τέλους κάθε αδιαφάνειας είναι το έσχατο όριο του ορθολογισμού στην επαναστατική του εκδοχή, της ριζικής και οριστικής απομάγευσης του κόσμου, και ταυτόχρονα η έσχατη μορφή του ιουδαιοχριστιανικού Παραδείσου. Και προφανώς, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Μιχαήλ, δεν είναι τυχαία η διαπλοκή του με τον εβραϊκό λαό, ένα λαό του οποίου ο Μεσσίας δεν έχει ακόμα εμφανιστεί. Αυτός ο Μεσσίας θα πάρει την έσχατη μορφή του στο προλεταριάτο και ο Μεσσιανισμός θα γίνει επαναστατικός.
Ωστόσο έχει πλέον εδραιωθεί η άποψη ότι ο επαναστατικός μεσσιανισμός, ως η κυρίαρχη μορφή του επαναστατικού προτάγματος, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: Ο ίδιος ο Μεσσίας δεν υπάρχει πλέον: το προλεταριάτο –με την καθαυτή, “στενή” έννοια του όρου– δεν μπορεί να ολοκληρώσει μόνο του μια απελευθερωτική επανάσταση, παρόλο που συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο μιας διαδικασίας απο-αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Ο δε μεσσιανισμός, ως η προσδοκία του Παραδείσου επί της γης, οδηγεί συνήθως στο αντίθετό του: στο επαναστατικό αδιέξοδο του “Πολέμου των χωρικών στη Γερμανία”, που περιγράφει στον Τόμας Μύντζερ ο Ερνστ Μπλοχ, ή η Γιουρσενάρ στο Oeuvre au noir, ή στα φαλανστήρια του Φουριέ, ή στην κόλαση του γκουλάγκ και το παραλήρημα του Πολ Ποτ ή των… Ταλιμπάν. Και αυτό διότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς αντιφάσεις και αντιθέσεις, μιας κοινωνίας απόλυτου και επιβεβλημένου εξισωτισμού, αντιστρατεύεται την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και το “συναμφότερον” της ανθρώπινης φύσης και ακόμα περισσότερο των ανθρώπινων συσσωματώσεων καθώς και την πολλαπλότητα των αντιθέσεων.
Βέβαια η δυσκολία του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι όλες οι μεγάλες επαναστατικές απόπειρες στην ιστορία των τελευταίων 2.000 χρόνων εκφράστηκαν από τα μεσσιανικά όνειρα και, για τους καταπιεσμένους λαούς και έθνη, για τους φτωχούς και τους αδικημένους, ο μεσσιανισμός υπήρξε η μορφή που οιστρηλατούσε τα κινήματά τους όπως συμβαίνει σήμερα με τον ισλαμισμό. Το ίδιο συνέβη σε ένα βαθμό και με το ελληνικό έθνος, με τις Προφητείες του Αγαθάγγελου και την πίστη στην επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, το ίδιο συνέβη αργότερα με την κομμουνιστική επανάσταση που θα εγκαθιστούσε τον κομμουνιστικό Παράδεισο επί της γης. Τα απελευθερωτικά κινήματα εξεφράζοντο σχεδόν πάντα με το ένδυμα του μεσσιανισμού. Κατά συνέπεια η κριτική στο μεσσιανισμό -που κορυφώθηκε με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου-, μπορούσε εύκολα να εκτραπεί και όντως εξετράπη, σε ένα αντεπαναστατικό εγχείρημα, σε μια απόπειρα παλινόρθωσης της ηγεμονίας της αγοράς και του homo homini lupus. Η κριτική αντιμετώπιση της Γαλλικής και της Ρώσικης Επανάστασης, που με σαρωτικό τρόπο κυριάρχησε μετά το 1989, οδήγησε σε ένα νέο ολοκληρωτισμό. Εκείνον της ενιαίας σκέψης της παγκοσμιοποίησης η οποία, με το πρόσχημα της κριτικής στον μεσσιανισμό, προσπάθησε να θάψει κάθε απόπειρα και κάθε πρόταγμα απελευθέρωσης. Και το επιχείρημα είναι απλό. Επειδή τα επαναστατικά κινήματα υπήρξαν έως σήμερα κατεξοχήν μεσσιανικά και επειδή ο μεσσιανισμός όταν καταλαμβάνει την εξουσία ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό, άρα θα πρέπει να απορρίψουμε κάθε ριζική απελευθερωτική απόπειρα.
Μπορούμε εύκολα λοιπόν να πέσουμε στον αντίθετο πειρασμό, όπως κάνει ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, ιδιαίτερα της “επαναστατικής”, να πιστέψουμε πως είναι εφικτή μια “επιστροφή” στον μεσσιανισμό. Ωστόσο ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σήμερα στα αδιέξοδα της ιρανικής επανάστασης ή των Ταλιμπάν. Η μόνη διέξοδος η οποία μπορεί να διασώσει την απελευθερωτική παράδοση είναι η δημιουργική υπέρβασή του (η περιβόητη Aufhebung). Μια υπέρβαση προς την κατεύθυνση ενός προτάγματος ριζικού, αλλά μη μεσσιανικού, που δεν επαγγέλλεται “το τέλος της ιστορίας” από την “καλή” της πλευρά, αλλά μια διαδικασία μετασχηματισμών χωρίς τέλος προς ένα ιδεώδες διαρκώς άπιαστο και πάντα πλησιέστερο, ενός προτάγματος που θεωρεί σημαντικότερο το ίδιο το ταξίδι, παρά ένα ανύπαρκτο “τέλος”-τελείωση.
Αν θέλουμε να απαντήσουμε στην κυρίαρχη σκέψη του εργαλειακού ορθολογισμού, οφείλουμε να το επιχειρήσουμε με μια υπέρβαση της στατικής “Νευτώνειας” (μαρξιστικής, μεσσιανικής) “γεωμετρίας” της απελευθέρωσης προς την κατεύθυνση μιας πολυδιάστατης και “αϊνστάνειας” οπτικής που ενσωματώνει τον χρόνο στον χώρο, τη μακρά διάρκεια με το εδώ και το τώρα, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, απέναντι στην υποτίμηση του παρελθόντος και της παράδοσης που χαρακτηρίζει τον μεσσιανισμό.
Ωστόσο έχει πλέον εδραιωθεί η άποψη ότι ο επαναστατικός μεσσιανισμός, ως η κυρίαρχη μορφή του επαναστατικού προτάγματος, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: Ο ίδιος ο Μεσσίας δεν υπάρχει πλέον: το προλεταριάτο –με την καθαυτή, “στενή” έννοια του όρου– δεν μπορεί να ολοκληρώσει μόνο του μια απελευθερωτική επανάσταση, παρόλο που συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο μιας διαδικασίας απο-αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Ο δε μεσσιανισμός, ως η προσδοκία του Παραδείσου επί της γης, οδηγεί συνήθως στο αντίθετό του: στο επαναστατικό αδιέξοδο του “Πολέμου των χωρικών στη Γερμανία”, που περιγράφει στον Τόμας Μύντζερ ο Ερνστ Μπλοχ, ή η Γιουρσενάρ στο Oeuvre au noir, ή στα φαλανστήρια του Φουριέ, ή στην κόλαση του γκουλάγκ και το παραλήρημα του Πολ Ποτ ή των… Ταλιμπάν. Και αυτό διότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς αντιφάσεις και αντιθέσεις, μιας κοινωνίας απόλυτου και επιβεβλημένου εξισωτισμού, αντιστρατεύεται την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και το “συναμφότερον” της ανθρώπινης φύσης και ακόμα περισσότερο των ανθρώπινων συσσωματώσεων καθώς και την πολλαπλότητα των αντιθέσεων.
Βέβαια η δυσκολία του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι όλες οι μεγάλες επαναστατικές απόπειρες στην ιστορία των τελευταίων 2.000 χρόνων εκφράστηκαν από τα μεσσιανικά όνειρα και, για τους καταπιεσμένους λαούς και έθνη, για τους φτωχούς και τους αδικημένους, ο μεσσιανισμός υπήρξε η μορφή που οιστρηλατούσε τα κινήματά τους όπως συμβαίνει σήμερα με τον ισλαμισμό. Το ίδιο συνέβη σε ένα βαθμό και με το ελληνικό έθνος, με τις Προφητείες του Αγαθάγγελου και την πίστη στην επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, το ίδιο συνέβη αργότερα με την κομμουνιστική επανάσταση που θα εγκαθιστούσε τον κομμουνιστικό Παράδεισο επί της γης. Τα απελευθερωτικά κινήματα εξεφράζοντο σχεδόν πάντα με το ένδυμα του μεσσιανισμού. Κατά συνέπεια η κριτική στο μεσσιανισμό -που κορυφώθηκε με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου-, μπορούσε εύκολα να εκτραπεί και όντως εξετράπη, σε ένα αντεπαναστατικό εγχείρημα, σε μια απόπειρα παλινόρθωσης της ηγεμονίας της αγοράς και του homo homini lupus. Η κριτική αντιμετώπιση της Γαλλικής και της Ρώσικης Επανάστασης, που με σαρωτικό τρόπο κυριάρχησε μετά το 1989, οδήγησε σε ένα νέο ολοκληρωτισμό. Εκείνον της ενιαίας σκέψης της παγκοσμιοποίησης η οποία, με το πρόσχημα της κριτικής στον μεσσιανισμό, προσπάθησε να θάψει κάθε απόπειρα και κάθε πρόταγμα απελευθέρωσης. Και το επιχείρημα είναι απλό. Επειδή τα επαναστατικά κινήματα υπήρξαν έως σήμερα κατεξοχήν μεσσιανικά και επειδή ο μεσσιανισμός όταν καταλαμβάνει την εξουσία ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό, άρα θα πρέπει να απορρίψουμε κάθε ριζική απελευθερωτική απόπειρα.
Μπορούμε εύκολα λοιπόν να πέσουμε στον αντίθετο πειρασμό, όπως κάνει ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, ιδιαίτερα της “επαναστατικής”, να πιστέψουμε πως είναι εφικτή μια “επιστροφή” στον μεσσιανισμό. Ωστόσο ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σήμερα στα αδιέξοδα της ιρανικής επανάστασης ή των Ταλιμπάν. Η μόνη διέξοδος η οποία μπορεί να διασώσει την απελευθερωτική παράδοση είναι η δημιουργική υπέρβασή του (η περιβόητη Aufhebung). Μια υπέρβαση προς την κατεύθυνση ενός προτάγματος ριζικού, αλλά μη μεσσιανικού, που δεν επαγγέλλεται “το τέλος της ιστορίας” από την “καλή” της πλευρά, αλλά μια διαδικασία μετασχηματισμών χωρίς τέλος προς ένα ιδεώδες διαρκώς άπιαστο και πάντα πλησιέστερο, ενός προτάγματος που θεωρεί σημαντικότερο το ίδιο το ταξίδι, παρά ένα ανύπαρκτο “τέλος”-τελείωση.
Αν θέλουμε να απαντήσουμε στην κυρίαρχη σκέψη του εργαλειακού ορθολογισμού, οφείλουμε να το επιχειρήσουμε με μια υπέρβαση της στατικής “Νευτώνειας” (μαρξιστικής, μεσσιανικής) “γεωμετρίας” της απελευθέρωσης προς την κατεύθυνση μιας πολυδιάστατης και “αϊνστάνειας” οπτικής που ενσωματώνει τον χρόνο στον χώρο, τη μακρά διάρκεια με το εδώ και το τώρα, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, απέναντι στην υποτίμηση του παρελθόντος και της παράδοσης που χαρακτηρίζει τον μεσσιανισμό.