του Θανάση Τζιούμπα
Ο λόγος για τον θόρυβο που ξεσήκωσε το νομοπαρασκευαστικό πόνημα των 5 επιφανών μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Όχι για τα ίδια τα μέτρα που προτείνονται: αυτά θα μπορούσαν να είναι από αυτονόητο σημείο συμφωνίας μέχρι αντικείμενο ψύχραιμης συζήτησης. Γιατί πράγματι όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες δέν είναι ίδιες, ούτε μπορεί ο χρήστης μαριχουάνας, ακόμα και περιστασιακός, να ταυτίζεται με τον ντήλερ της ηρωίνης.
Στην Ελλάδα όμως, και όχι μόνο, οι λογικές πίσω από τις γραμμές των νομικών κειμένων καθορίζουν τις κοινωνικές πολιτικές. Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία μάλλον λειτουργεί σαν αφορμή για προβολή γενικότερων πολιτικών απόψεων και φυσικά των προσώπων – φορέων. Έτσι ο θόρυβος γίνεται η ουσία της συζήτησης.
Εν αρχή λοιπόν ην ο λόγος. Όχι ο λόγος ως συστηματοποιημένη σκέψη, αυτή μάλλον απεργεί. Ο λόγος ως αιτία. Και η αιτία: ο εκσυγχρονισμένος τρόπος θέασης του κόσμου που θέλει να επεκτείνει παντού την ηγεμονία του. Στην εποχή της έκλειψης του συλλογικού και της ηθικής που εκπορεύεται από αυτό, μια άλλη ηθική πρέπει να μεταβληθεί σε πρόταγμα του καθημερινού βίου. Όλα είναι ατομικά φαινόμενα. Γιατί όχι και η εξάρτηση, η αυτοκαταστροφή, η αυτοπροσβολή;
Το ζήτημα της εξάρτησης αναλύεται έξω από τις κοινωνικές του συνιστώσες, έξω από το χρέος του πολιτικού λόγου να προτρέπει θετικές προτάσεις και στάσεις ζωής.
Αυτός ο κοινωνικά λοβοτομημένος πολιτικός λόγος προσδένει ένα φαινόμενο στην Προκρούστεια κλίνη της ιατροκρατούμενης σκέψης και το τέμνει με μια χειρουργική ευλάβεια. Μεταμοντέρνα χειρουργικά εργαλεία όπως “νευροπροσαρμογές”, “υποδοχές οπιούχων”, “γονιδιακές προδιαθέσεις”, επιστρατεύονται για να εξηγήσουν στους σημερινούς και πιθανούς χρήστες τι; Είστε άρρωστοι εσείς, ανίατα άρρωστοι.
Δεν φταίτε εσείς για την εξάρτηση. Και φυσικά, το σπουδαιότερο, δεν φταίμε εμείς, η κοινωνία. Μπορείτε να χαλαρώσετε, ο γιατρός με τα σκονάκια του είναι εδώ.
Η εξάρτηση είναι κάτι που “μας συμβαίνει”, σε μια κοινωνία που όλα “μας συμβαίνουν”, εμείς δεν ορίζουμε τίποτε, απλά είμαστε ελεύθεροι να μας συμβούν τα πάντα. Εκτός βέβαια από το ίδιο το γεγονός της ελευθερίας και της επιλογής. Η θεσμισμένη κοινωνία αποποιείται την υποχρέωση να βοηθάει τα μέλη της να ζουν χωρίς εξαρτήσεις, αυτοπροσδιορίζει τον ρόλο της σαν αρωγό στην επιλογή της εξάρτησης. Η ελευθερία απαλλοτριώνεται στο όνομα μιας κάποιας “ελευθερίας”
Δεν είναι η πρώτη φορά που “ελευθεριακά”αιτήματα γίνονται εξουσιαστικός λόγος. Δεν είναι η πρώτη φορά που “λύσεις” σε προβλήματα που δημιουργεί ο τρόπος κοινωνικής οργάνωσης μεταβάλλονται σε νέες αγορές δομώντας παράλληλα ψυχολογικούς μηχανισμούς συλλογικής αποενοχοποίησης. Ο δρόμος ανάμεσα στο κίνημα για τα ατομικά δικαιώματα και τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία υπήρξε εξαιρετικά βραχύς. Ο δρόμος ανάμεσα στην “αντιαπαγορευτική λογική” και τους τοπικούς τμηματάρχες της παγκοσμιοποιημένης σκέψης μπορεί ν’ αποδειχθεί το ίδιο βραχύς.
Και αν ίσχυε πράγματι το επιχείρημα ότι η αντιαπαγορευτική λογική θα μείωνε την εγκληματικότητα, όπως συνέβη με την ποτοαπαγόρευση, πράγμα αμφίβολο, ποιος θα ανελάμβανε το κόστος και τον κίνδυνο μιας γενικευμένης επέκτασης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών;
Αφού λοιπόν δεν υπάρχει έξοδος, αφού οι εκατοντάδες άνθρωποι που, μετά το ΚΕ.Θ.Ε.Α, το 18 Άνω, τις Καρτερές ή με άλλη βοήθεια, ζουν ανάμεσα μας καθαροί, είναι απλά ανύπαρκτοι, τι μένει; Η νομιμοποίηση στην κοινή συνείδηση της χρήσης, της εξάρτησης, της αυτοπροσβολής ως ατομικό δικαίωμα. Και η Νέα τάξη αυτής της νομιμότητας δεν είναι παρά ο κρατικός έλεγχος της εξάρτησης. Κι αφού είναι δικαίωμα η χρήση και το ναρκωτικό είναι φάρμακο, τότε γιατί όχι και ο ιδιώτης γιατρός προς μεγάλη τέρψη του συντρόφου Παπαντωνίου; (τόσοι εξαρτημένοι επί τόσες δόσεις την εβδομάδα επί τόσα ευρώ η επίσκεψη, επί τόσο τις εκατό φόρος…)
Αυτή η επιχειρηματολογία που προβάλλεται για να στηρίξει την πρόταση νόμου έρχεται τελικά να μεταβάλλει τις προτάσεις σε διακοσμητικά στοιχεία άνευ περιεχομένου: ποια πρόληψη και ποια θεραπεία αφού η εξάρτηση είναι ανίατο “δικαίωμα”;
Στους μοντέρνους καιρούς που μας προτείνονται, οι dealers δεν είναι πια σκοτεινή φιγούρα στην γωνία της πλατείας. Φοράνε άσπρη μπλούζα ή ακόμη χειρότερα, την ροζ γραβάτα του εκσυγχρονισμού. Καί είναι ανεπίτρεπτο μετά την μεταβολη των συνθημάτων μας για την απελευθέρωση του σώματος και της επιθυμίας σε άλλοθι των πορνογράφων και της εμπορευματοποίησης του σώματος, να μην καταλαβαίνουμε πως η λογική της αντιαπαγόρευσης, χωρίς αλλαγή στα υπόλοιπα κοινωνικά δεδομένα, μπορεί να γίνει το άλλοθι μιας άλλου τύπου καταστολής. Μιας καταστολής που αντικαθιστά τον αστυνομικό και τον δεσμοφύλακα από τον βασιλιά-εμπόρευμα!