του Γ. Σχίζα
Η αστικοποίηση σκότωσε τις κοντινές εξοχές, επιπέδωσε και καθετοποίησε τις επιφάνειες και γραμμές του τοπίου, έφερε την ασυναρτησία των σκουπιδότοπων και των χωροταξικών αχταρμάδων στην περίμετρο των πόλεων. Η αστικοποίηση στέρησε το “σημαίνον” μιας περιοχής όπως οι “Αμπελόκηποι” από οποιαδήποτε κυριολεξία, εξαφάνισε την πρόσοδο αναψυχής των παλιών αθηναϊκών εξοχικών στα Πατήσια και στην Κηφισιά, “εξημέρωσε” το παλιό Καβούρι των μεγάλων πεύκων και των ερωτικών συναντήσεων… Κι ακόμη τροποποίησε ριζικά τις περιαστικές αγροτικές δραστηριότητες, τις απώθησε προς την απώτερη περιφέρεια, κι εν όψει της επικείμενης ή πιθανολογούμενης οικοπεδοποίησης τις έκανε ευκαιριακές και υπερεντατικές – κατά πως έδειξε πριν λίγα χρόνια η μελέτη των Μωϋσίδη, Ζιώγα και Ντύκεν γιά τον “περιαστικό αγροτικό χώρο” (Εκδ. Αγροτικής Τράπεζας, 1996). Η πεδιάδα των Μεσογείων με το ιμπρεσσιονιστικό παιχνίδι της ελιάς και του ανέμου ανάμεσα στο πράσινο και στο ασημί, χάρμα οφθαλμών όταν κυριαρχούσαν οι καθαρτήριοι βοριάδες ή όταν τα πρωτοβρόχια έκαναν τον χώρο απολύτως διαυγή, “βιότοπος” του Αρβανίτικου σπιτιού με τις πελώριες ασβεστωμένες μάντρες και τις αυλές με τα γεράνια και τα κρασοβάρελα, κόπηκε από τις ποικίλες εγκαταστάσεις και τους δρόμους σε τεράστιες μπουκιές. Και εν τέλει “εκσυγχρονίστηκε” και αποξενώθηκε από τον παλιό εαυτό της, αναμένοντας την πλήρη κατάποση από “σοβαρούς” επενδυτές ή συμβατικούς εποικιστές των περιχώρων. Τα εδώ και εκεί αγροτικά και εξοχικά υπολείμματά της –πρωτίστως “λείψανα” παρά λειτουργικά στοιχεία ζωής– προβλέπεται σύντομα να αποκτήσουν τη σπανιότητα μνημείων, που σε λίγα χρόνια θα “διαβάζονται” μόνο από τον συστηματικό ερευνητή. Που θα μαρτυρούν τον νεοφιλελεύθερο κερδοσκοπικό εμπειρισμό, το “βλέποντας και κάνοντας” της εξουσίας, την απεμπόληση “μακροπρόθεσμων” σχεδιασμών και “οραμάτων”…
Η αστικοποίηση στην Αττική δεν ήταν απλά και μόνο μια διαδικασία εκτατική, ποσοτική, μετάθεσης ορίων και πληθυσμών… Κυρίως ήταν μια διαδικασία ποιοτικών ανατροπών, μια διαδικασία προαστιοποίησης του Αττικού χωριού, κατάλυσης των παλιών νοικοκυριών που χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την αυτοκατανάλωση, μια συντριπτική αλλαγή στα παραδοσιακά ήθη των μικροκοινοτήτων , στο φυσιοκεντρικό και “ανιμιστικό” πνεύμα τους… Η διάχυτη αστικοποίηση δεν επέφερε την “όσμωση” του χωριού και της πόλης –παρ’ όλες τις ριζοσπαστικές ουτοπίες του 20ού αιώνα– αλλά απλώς εξαφάνισε το πρώτο προς όφελος της δεύτερης. Κι ακόμη συνέτριψε τις ενδιάμεσες, ημιαστικές – ημιαγροτικές δομές, που κυριαρχούσαν στην εγγύς περιφέρεια των πόλεων.
Αργά αλλά σταθερά, τα αθηναϊκά περίχωρα έχασαν τα περιβόλια και τα μαντριά τους, τις μεγάλες αλάνες που γίνονταν ευκαιριακά βοσκοτόπια, τα άχτιστα γήπεδα που μετατρέπονταν σε πεδία ποδοσφαιρικών μαχών του πολυάριθμου πιτσιρικαριάτου, τις παλιές μονοκατοικίες με τους κάθε άλλο παρά διακοσμητικούς κήπους – όπου η ανάγκη ήθελε να κυριαρχούν τα οπωροφόρα δέντρα, τα μαρούλια και τα κρεμμύδια του χειμώνα, τα σκόρδα, οι διετείς πιπεριές, οι λεμονιές, οι ροδιές και οι συκιές. Και οι άνθρωποι των περιχώρων, μισοαγρότες –μισοαστοί που έπαιζαν τον ρόλο “ράντσερ” σε κομμάτια γης μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, που δεν ήταν απλοί νοσταλγοί της πατροπαράδοτης ζωής αλλά ήξεραν την αξία του φρέσκου δυόσμου, του σέλινου, του ραπανιού και του ραδικιού, της χιώτικης μανταρινιάς με τα άπειρα κουκούτσια της και τη μοναδική σε δύναμη και ποιότητα μυρωδιά της, που ήξεραν το μοσχάτο σταφύλι, τα κουκιά και το μικροαστικό γνωμικό που ενέπνεαν ( “κουκιά τρως – κουκιά μαρτυράς;”), που ήξεραν τις βερυκοκιές και τις μουσμουλιές με την “άσπλαχνη” -δηλαδή μονομιάς- ωρίμανση των καρπών τους, που άφηναν τα σάλια τους να τρέχουν για τα μικρά περιστέρια (πιτσουνάκια) και τις αλανιάρες κότες με το μοναδικό, μυώδες και μαύρο κρέας τους -αυτοί οι άνθρωποι, πέρασαν βαθμιαία στο περιθώριο…
Οι ημιαγρότες των περιχώρων έγιναν απειλούμενο με εξαφάνιση είδος, τα κοντινά περίχωρα των πόλεων έγιναν προάστια με αγοραστικά κέντρα και πυκνή δόμηση. Σε ολόκληρη τη χώρα τα χωριά γενικώς παρήκμασαν, το πνεύμα της υπαίθρου υποχώρησε, ο επαρχιώτης ως τύπος διακωμωδήσιμος παρεχώρησε τη θέση του σε νέα θέματα… Στ’ αλήθεια, ποιός θα μπορούσε να πιστέψει πως στην Αθήνα, όπου κάποτε ευδοκιμούσαν οι ντοπιολαλιές της επαρχίας, όπου τα πραξικοπήματα της 21ης Απριλίου 1967 ή της 25ης Νοεμβρίου 1973 ή οι “ μεγάλες εθνικές στιγμές” τύπου 20 Ιουλίου 1974 κ.λπ. συνδυάζονταν με τεράστιες δόσεις δημοτικού τραγουδιού και μουσικής (γιατί ακριβώς αυτό το τραγούδι και αυτή η μουσική δεν ήταν “διατηρητέα” αλλά απηχούσαν βιώματα και εν ισχύ τρόπους ζωής) σ’ αυτή λοιπόν την Αθήνα, θα υπήρχαν μόνο τέσσερα κέντρα διασκέδασης για τη θεραπεία του κλαρινετζίδικου, δημώδους πνεύματος; Και όμως, ακούστηκε κι αυτό πρόσφατα σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή, από τα χείλη μιας (απειλούμενης με συνταξιοδότηση…) τραγουδίστριας, στο παραδοσιακό κέντρο “ο Έλαττος” …
Μέσα στο φυσικό και κοινωνικό τοπίο των αθηναϊκών περιχώρων, εκεί όπου οι γυναίκες, κάποια ηλιόλουστα απογεύματα του χειμώνα, έκοβαν βρώσιμα χόρτα χρησιμοποιώντας μικρά μαχαίρια της κουζίνας, με μια ηρεμία που τώρα πλέον μου φαίνεται γειτονική με τον θάνατο, ανυποψίαστες γιά τον επερχόμενο τρόπο ζωής και κατανάλωσης που αποξενώνει τον άνθρωπο από τις οσμές, τις εποχές, τους ανοικτούς ορίζοντες, έζησε και η μητέρα μου τις καλύτερες ημέρες της. Έζησε ένα κοκτέιλ φύσης και πόλης, ανοικτών πεδίων και κατασκευαστικού νεοπλουτισμού, παραγωγικής αυτοεξυπηρέτησης στα πλαίσια της οικογενειακής μονάδας αφενός και εισβολής των σούπερ μάρκετ αφετέρου. Έζησε αρκετά ώστε πρόλαβε να δει την ήττα του αθηναϊκού χωριού πεθαίνοντας σε μιά πολυκατοικία: Από εκείνες τις πολλές που στήθηκαν πάνω στους παραδείσιους κήπους των παιδικών μας χρόνων…