Η γνωριμία με το ολλανδικό ακροδεξιό κόμμα, του οποίου ο ηγέτης Πιμ Φόρτουιν δολοφονήθηκε πρόσφατα, μας επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις: Πώς στ’ αλήθεια ένα κόμμα ρατσιστικό, που αγωνίζεται για την έξωση των μεταναστών και ιδιαίτερα των μουσουλμάνων, έχει για πρόεδρο έναν ομοφυλόφιλο και για αντιπρόεδρο έναν επιχειρηματία από το Πράσινο Ακρωτήρι; Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια από τις ιδιαιτερότητες του ολλανδικού μοντέλου ή μήπως ξαφνικά οι καρικατούρες του Νόρμαν Σπήνραντ εισέβαλαν στην πραγματικότητα; Δυστυχώς, τίποτα από τα δυο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, το περιστατικό αυτό έρχεται να τονίσει με μια δόση υπερβολής τις πρόσφατες μεταλλάξεις της ακροδεξιάς, που τείνουν να συγκροτήσουν μια νέα, μαζική ταυτότητα και να εντείνουν την επάνοδο του νεοφασισμού.
Πραγματικά, οι νεωτερισμοί που αποπειράται ο νεοφασισμός είναι εντυπωσιακοί. Ο Τζ. Μόνμπιοτ, σε άρθρο του στην αγγλική εφημερίδα Γκάρντιαν, μας πληροφορεί ότι “η άκρα δεξιά αναζητά τρόπους να προσδεθεί στο άρμα που καθοδηγείται από τους νέους προοδευτικούς, όπως πάντοτε κοίταζε να εισέλθει από την πίσω πόρτα στο εργατικό κίνημα.”1. Ποιοί είναι αυτοί οι τρόποι; Απλούστατα, τα ανά την Ευρώπη ακροδεξιά κόμματα ενσωματώνουν πτυχές της κριτικής του “λαού του Σηάτλ” στον δικό τους προγραμματικό λόγο. Έτσι λοιπόν, από το ίδιο άρθρο πληροφορούμαστε ότι, πρόσφατα, η αγγλική ακροδεξιά τείνει να αποκτήσει οικολογικές ανησυχίες, διεξάγει καμπάνιες ενάντια στη κατάχρηση των ζιζανιοκτόνων, στη γενετική γεωργία, στη διάβρωση του εδάφους. Ακόμα, όπως με τρόμο ανακαλύπτει ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί το έργο του Ν.Τσόμσκυ αλλά και το δικό του, προκειμένου να καταγγείλει την παντοδυναμία των πολυεθνικών ή την πολιτική της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ξεχνά τις ξενοφοβικές, ρατσιστικές της καταβολές, τις αυταρχικές της πρακτικές. Αντίθετα, κατασκευάζει ένα αλλοπρόσαλλο μίγμα όπου η καταγγελία της μηδενικής πολιτιστικής ανοχής της παγκοσμιοποίησης συνδυάζεται με τις προτάσεις για “μηδενική ανοχή” απέναντι στο έγκλημα.
Είναι σαφές ότι τα κόμματα του νεοφασισμού βρίσκονται σε αναζήτηση νέων συμμαχιών, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν καθολικότερη απεύθυνση μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Και βέβαια, όπως φροντίζουν να ρίχνουν τις γέφυρές τους στην πλευρά του αντιπαγκοσμιοποιητικού μπλοκ, είναι το ίδιο δεκτικοί και σε άλλες –μείζονες ή ελάσσονες– πολιτικές συνιστώσες: Ακόμα και ένα μεγάλο μέρος των Εβραίων της Γαλλίας, με ανακοίνωση εξέχοντος μέλους της Εβραϊκής κοινότητας –που σημειωτέον ανακλήθηκε μερικές μέρες αργότερα–, αντιμετώπισε θετικά την άνοδο του Λεπέν, με την προσδοκία ότι η ξενοφοβική του ρητορεία θα αναχαιτίσει την εξάπλωση του αντισημιτισμού στους κόλπους των μουσουλμάνων μεταναστών.2
Η άκρα δεξιά κινείται ευέλικτα, σαν χαμαιλέοντας, μέσα στο βαλτώδες πολιτικό σκηνικό των ευρωπαϊκών χωρών, δείχνοντας προσαρμοστικότητα στις συγκυρίες και εισπράττοντας εν τέλει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Φαίνεται –και είναι– πιο έτοιμη να καλύψει το πολιτικό κενό που άφησε το έλλειμμα της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης αλλά και η αδυναμία της κεντροδεξιάς να διαχωρίσει ουσιαστικά τις θέσεις της από αυτήν. Γιατί είναι σαφές ότι η ψήφος προς τον Λεπέν –και γενικότερα προς την ακροδεξιά στην Ευρώπη– είναι μια ψήφος διαμαρτυρίας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, που διαχειρίζονταν τόσα χρόνια κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, απέναντι στις συνέπειές της σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς η ανεργία, η μετανάστευση, οι ιδιωτικοποιήσεις τοποθετούν μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της συνοχής των μητροπολιτικών κοινωνιών, ενώ η συγκρότηση υπερεθνικών πολιτικών μορφωμάτων προκαλεί ένα σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας, απέναντι –τέλος– στις επιπλοκές της, στο τραγικό συμβάν της 11/09, στην άλυτη αντιπαράθεση της Μέσης Ανατολής, μέσα σε συνθήκες που διαμορφώνουν ένα κλίμα μόνιμης αστάθειας και ανασφάλειας σε όλο τον πλανήτη. Ας αναλογιστούμε ότι το ζήτημα της ασφάλειας αποτελούσε ένα από τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στη Γαλλία, εκείνο μάλιστα που έδωσε την ευκαιρία στο Λεπέν να κερδίσει –δυστυχώς– με τις προτάσεις του για πολιτικές “μηδενικής ανοχής” τις εντυπώσεις της κοινής γνώμης.
Ασφαλώς, το ότι δείχνει ευελιξία και προσαρμοστικότητα δεν σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να προτείνει εναλλακτικές λύσεις στην ήδη υπάρχουσα κρίση βιωσιμότητας του συστήματος. Ούτε πως, στην περίπτωση που θα αποκτήσει την ευκαιρία να επιβάλει κάποιες, ότι αυτές είναι οι ευκταίες και οι επιθυμητές. Αντίθετα. Το γεγονός ότι στην παρούσα φάση η ακροδεξιά εμφανίζεται με μεγαλύτερες αξιώσεις να εισπράξει την αυθόρμητη αντίδραση των μαζών κάνει περισσότερο πιθανή την –ηπιότερη βέβαια– επανάληψη των φαινομένων του μεσοπολέμου. Μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί παρά να είναι εφιαλτική, γιατί θα εξουδετέρωνε τη δυναμική του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση καθοδηγώντας την κοινωνική δυσαρέσκεια στην κατεύθυνση της οικοδόμησης της Ευρώπης-φρούριο, η οποία αναμφίβολα αποτελεί μια αντιδραστική έξοδο από την παρούσα κρίση της παγκοσμιοποίησης.
Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε να αποδίδουμε στον λαϊκισμό τη μαζική απεύθυνση που τείνουν να αποκτήσουν τα ανά την Ευρώπη “Εθνικά Μέτωπα”. Πίσω από αυτό κρύβεται η συγκεκαλυμμένη υποκρισία εκείνων που άλλοτε είναι έτοιμοι να αποθεώσουν το “σώμα των πολιτών” για την εμπιστοσύνη του στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και άλλοτε να το καταδικάσουν για την “ανώριμη” και “αντιπολιτική” εκλογική του συμπεριφορά. Επιπλέον, αυτή η ερμηνεία σίγουρα δεν βοηθά την αριστερά στο να διαμορφώσει μια συνεκτική απάντηση στην ακροδεξιά άνοδο. Τουναντίον, την απομονώνει σε μια μάχη χαρακωμάτων χαμένη από την αρχή, αποσπώντας την προσοχή της από τον νεοφασιστικό κίνδυνο με το να παρεμβάλλει ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα τα αχυρένια σκιάχτρα της “ηλιθιότητας των μαζών”.
Προς το παρόν, πάντως, η αριστερά –και μάλιστα η αριστερά του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση– δείχνει μουδιασμένη. Εκείνο που την πανικοβάλλει είναι η επιθετικότητα του άσπονδου εχθρού της, η οικειοποίηση του λόγου της, το γεγονός ότι αυτή η τακτική αποδίδει. Τα θετικά της αποτελέσματα δεν αποκρυσταλλώνονται μόνο στην εισβολή της ακροδεξιάς στο κατ’ εξοχήν εκλογικό κοινό των ριζοσπαστικών, αριστερών δυνάμεων –ας μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με την Φιγκαρό, το 13% ψηφοφόρων της άκρας αριστεράς μετακινήθηκαν προς τον Λεπέν3– αλλά και στις πρόσφατες διαρροές επώνυμων του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση σε ξενοφοβικά και άκρως συντηρητικά πολιτικά σχήματα: Στο ίδιο άρθρο, ο Μόνμπιοτ αποκαλύπτει ότι είναι η δεύτερη φορά που το περιοδικό Ecologist αντιμετωπίζει την προσχώρηση μέλους της συντακτικής ομάδας ή συνεργάτη του σε αντιδραστικές πολιτικές ομάδες.4
Και φυσικά, το μούδιασμα, ο πανικός, καταλήγουν σε αποσπασματικές κινήσεις, σε αντιδράσεις αμυντικού χαρακτήρα. Τούτο αποτυπώνεται ανάγλυφα στο άρθρο του Μόνμπιοτ, το οποίο καταλήγει διακηρύττοντας ότι: “Πρέπει να αυτοπροσδιοριζόμαστε με μεγαλύτερη προσοχή. Στη λέξη ‘παγκοσμιοποίηση’ ο καθένας δίνει το περιεχόμενο που νομίζει· συνεπώς όποιος αποκαλεί τον εαυτό του ‘πολέμιο της παγκοσμιοποίησης’ μπορεί να αφήνει την μπουγάδα του έξω από την πόρτα του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος. Μια αυστηρότερη διατύπωση, όπως αυτή της ‘κοινωνικής δικαιοσύνης’ ή του ‘διεθνιστικού’ κινήματος, θα μπορούσε τουλάχιστο να εξασφαλίσει ότι οι απρόσκλητοι φίλοι μας θα δυσκολευτούν να περάσουν τις διαχωριστικές γραμμές που έχουμε θέσει”.
Όμως, και τούτο θα πρέπει να μας γίνει συνείδηση, το αντίδοτο στον νεοφασισμό δεν βρίσκεται στην επιστροφή στα θεμέλια της αριστερής παράδοσης. Η προοπτική του φονταμενταλισμού, της επιστροφής στον σκληρό πυρήνα των κομμουνιστικών αξιών, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην απομόνωση της αριστεράς μέσα στο αντιπαγκοσμιοποιητικό μπλοκ και στην παράλληλη εξάπλωση της ακροδεξιάς.
Αντίθετα, η απάντηση στον νεοφασισμό βρίσκεται εκεί έξω, στα δυσαρεστημένα κοινωνικά στρώματα που είναι διατεθειμένα να στηρίξουν οποιαδήποτε τάση εκδηλώνει την πρόθεση να ξεφύγει από την ισοπεδωμένη πραγματικότητα του σήμερα. Η κληρονομιά της ίδιας της ιστορίας είναι σαφής και μπορεί, κατανοώντας φυσικά και την απόσταση που χωρίζει την μια εποχή από την άλλη, απόσταση που διαμορφώνει τις διαφορετικές συνθήκες και το περιεχόμενο της τωρινής συγκυρίας, να αξιοποιηθεί : “Η ‘ολοκληρωτική κινητοποίηση’ που μετατρέπει τον φασισμό σε μαζικό κίνημα προχωράει βήμα-βήμα χρησιμοποιώντας όλα τα στραβοπατήματα του επαναστατικού προλεταριάτου…. Μικροαστική τάξη, νέοι αγρότες, παλιοί πολεμιστές· η μαζική βάση του φασισμού είναι προϊόν της απομόνωσης του προλεταριάτου… Πρόκειται για έναν πόλεμο, η έκβαση του οποίου εξαρτάται από τις δυνάμεις που βάζουν σε ενέργεια τα δυο κύρια στρατόπεδα…”5
Το δίλημμα είναι σαφές: Η αριστερά, ή θα συγκροτήσει μια νέα ταυτότητα, που θα αντλεί την ανταγωνιστικότητά της απέναντι στην άκρα δεξιά από τη συνεκτική απάντηση σε όλες τις συνιστώσες της παρούσας κρίσης ή θα ζήσει μια επανάληψη του σκηνικού του μεσοπολέμου, με τον εφιάλτη ότι αυτή η ιστορία ήταν πολύ τραγική για να επαναληφθεί ως φάρσα…
Σημειώσεις
1. G. Monbiot, “Black Shirts in Green Trousers”, The Guardian 30/04/02. 2. Diana Johnstone, “The Irony of French Elections”, Znet Magazine (www.zmag. org), 30/04/02. 3. Ήρα Φελουκατζή, “Μέτωπο Κατά Λεπέν”, Ελευθεροτυπία 28/04/2002 4. G. Monbiot, όπ.π. 5. Αντρέ Γκλυκσμάν, Φασισμοί: Παλιός και Νέος, Εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 47-48.