Η αυθόρμητη εξέγερση που έχει ξεσπάσει στα προάστια των γαλλικών πόλεων συνιστά ένα φαινόμενο πολύπλοκο και αντιφατικό. Αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας συμπυκνώνει όλες τις αγεφύρωτες αντιφάσεις που παρήγαγε η λειτουργία του μοντέλου της παγκοσμιοποίησης στις τελευταίες δεκαετίες:
Απ’ τη μια έχουμε τους απόγονους των μεταναστών δεύτερης ή και τρίτης γενιάς –που προέρχονται κυρίως από την Αφρική– οι οποίοι βιώνουν απόλυτα τον κοινωνικό αποκλεισμό. Πάνω από δύο εκατομμύρια νέοι –σε ένα σύνολο πέντε εκατομμυρίων μουσουλμανικής καταγωγής πολιτών– άνεργοι σε ποσοστό που φθάνει το 50% ή εργαζόμενοι κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, ζουν στο περιθώριο της γαλλικής κοινωνίας, στα γκέτο, με μια καθημερινότητα βουτηγμένη στα ναρκωτικά, την μικρό-εγκληματικότητα την ένδεια και την εξαθλίωση. Οι αμείλικτες διαδικασίες του αποκλεισμού, συνδυασμένες με την αστυνομική βιαιότητα που εισέπρατταν στην καθημερινότητά τους, γέννησαν το μίσος, [αυτό που περιγράφει ο Κασοβίτς στην ομώνυμη ταινία του] την εκδίκηση, τον πόλεμο ενάντια σε όποιον παράγει, αναπαράγει και στηρίζει αυτήν την μίζερη, δίχως μέλλον ζωή, καθώς και στα σύμβολα της κατανάλωσης. Έτσι φέτος στη Γαλλία κάηκαν πάνω από 30 χιλιάδες αυτοκίνητα και στην διάρκεια των εξεγέρσεων πάνω από 200 κάθε νύχτα και την Κυριακή, 6 Νοεμβρίου, σχεδόν 1400 σε μία νύχτα. Η εξέγερση αυτή είναι δίκαιη αλλά απελπισμένη, όσο άδικος είναι και ο κόσμος μέσα στον οποίον ζουν.
Από την άλλη έχουμε τους γαλλικής καταγωγής πολίτες, οι οποίοι διαχωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες. Είναι τα τρομαγμένα μεσαία και ανώτερα στρώματα, τα οποία ανακαλύπτουν έντρομα ότι η καταναλωτική ευημερία που απολάμβαναν τόσα χρόνια –και που στηριζόταν εν πολλοίς στην εκμετάλλευση αυτού του αστείρευτου εργατικού δυναμικού– έχει τρομερό κόστος για την συνοχή της κοινωνίας και την ασφάλειά τους. Επάνω σ’ αυτή τη βάση, τα στρώματα αυτά ξανασκέφτονται σιγά-σιγά τις κοσμοπολίτικες αντιλήψεις περί «ανοιχτών συνόρων», ελευθερίας στην μετανάστευση και «πολυπολιτισμού», οι οποίες συνιστούσαν την ιδεολογική έκφραση της ευημερίας τους. Τώρα, το βλέμμα τους μοιάζει να επικεντρώνεται στην εκδοχή της Ευρώπης–Φρούριο η οποία μπορεί να είναι περισσότερο «μίζερη» από την belle époque της παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης, αλλά φαντάζει περισσότερο ήρεμη και ασφαλής από την κατάσταση που βιώνουν σήμερα.
Είναι, ακόμη, και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, οι εργάτες στη βιομηχανία και οι ανειδίκευτοι στις υπηρεσίες, οι οποίοι βλέπουν ανταγωνιστικά τους ξένους, μιας και η εκμετάλλευσή τους ήταν αυτή που συμπίεσε τους μισθούς, χτύπησε τα εργατικά δικαιώματα και τον συνδικαλισμό. Αυτοί, όντας θύματα της ίδιας διαδικασίας, συσπειρώνονται ολοένα και περισσότερο γύρω από την άκρα δεξιά ή από τους πολιτικούς της λαϊκής δεξιάς που εμμένουν στα αυταρχικά μέτρα, στην αντιπαράθεση με το «βρώμικο και εγκληματικό Ισλάμ» και στον ρατσισμό.
Είναι αγεφύρωτες αυτές οι αντιφάσεις; Στα πλαίσια του υφιστάμενου συστήματος, ναι. Αυτή η «μεγάλη τάφρος» που έχει ανοίξει μέσα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες δεν μπορεί να γεφυρωθεί στις συνθήκες της «παγκόσμιας κινητικότητας του εργατικού δυναμικού» (μια έννοια η οποία εφευρέθηκε για να συγκαλύψει την δουλοκτητική πραγματικότητα της μετανάστευσης προς τον «πρώτο κόσμο») και της καταναλωτικής υπεραφθονίας που γεννάει η συστηματική εκμετάλλευσή του. Δεν μπορεί να υπάρξει ενσωμάτωση των μεταναστών σ’ αυτές τις κοινωνίες, μιας και αυτές απλούστατα, στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος, έχουν ανάγκη τον αποκλεισμό των μεταναστών για να ευημερούν. Η συστηματική εκμετάλλευση και ο αποκλεισμός, με την σειρά του, συνεχίζουν να γεννούν την ανασφάλεια και την επιδείνωση των εργασιακών όρων γενικώς, πλήττοντας έτσι όλους τους εργαζόμενους. Αυτό το μοντέλο δεν σώζεται με ημίμετρα. Η κατάσταση αποτελεί έναν φαύλο κύκλο ο οποίος είναι τέκνο της παγκοσμιοποίησης.
Δεν σώζεται, επίσης, την στιγμή που ο Δυτικός κόσμος και κύρια οι Η.Π.Α. έχουν εξαπολύσει μια σταυροφορία εναντίον του Αραβικού κόσμου και του Ισλάμ γενικότερα, γιατί ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει στην Μέση Ανατολή μεταφέρεται και θα μεταφέρεται ολοένα και πιο έντονα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών μέσω των μεταναστών: όπως δήλωσε κι ένας νεαρός διαδηλωτής, εξ άλλου, εάν ο Σαρκοζί συνεχίσει να προκαλεί με εμπρηστικές δηλώσεις και κατασταλτικά μέτρα πρωτοφανούς έντασης, το Παρίσι θα γίνει Βαγδάτη… Διότι βέβαια, οι εξεγερμένοι δεν είναι απλώς απόγονοι μεταναστών, είναι κυρίως μουσουλμάνοι και Άραβες, που αρχίζουν πλέον να βιώνουν τη Δύση, ακόμα και τη χώρα στην οποία ζουν και της οποίας είναι πολίτες, ως εχθρό. Και έτσι το στοιχείο της ταξικής αντίθεσης συνδυάζεται με την θρησκευτική και εθνική κάνοντας το μίγμα εκρηκτικό.
Οι συγκεκριμένες αντιφάσεις δεν μπορούν να επιλυθούν ούτε και στα πλαίσια μιας «Ευρώπης-Φρούριο». Τι θα πρωτοκάνει η Ευρώπη μόλις ανακόψει τα μεταναστευτικά ρεύματα; Ο πληθυσμός της είναι αρκετά γερασμένος ώστε να αναλάβει εξ ολοκλήρου το κενό που θ’ αφήσουν οι μετανάστες στην εργασία, στο ασφαλιστικό κ.ο.κ. Από την άλλη, «λιγότερη κινητικότητα» σημαίνει αυτόματα και τον περιορισμό της μαύρης εργασίας. Ποιος όμως τότε θα αναλάβει να δουλέψει με τέτοιους όρους ώστε να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός; Τέλος, μα όχι ελάχιστο, αυτό το σενάριο δεν είναι και επιθυμητό. Προϋποθέτει δηλαδή κοινωνίες οργανωμένες σε μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, ασφυκτικά αστυνομευόμενες, υπέρμετρα κατασταλτικές: μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, φυσικά, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα καταπατούνται κατα κόρον. Ταυτόχρονα υποχωρούν ολοένα και περισσότερο η κοινωνική ζωή και οι συλλογικές ταυτότητες μέσα στο κλίμα της αποξένωσης που καλλιεργείται στην οχυρωμένη μητρόπολη. Στο κάτω-κάτω, αν δεν αξίζει να ζεις σ’ ένα καθεστώς μόνιμης οικονομικής, κοινωνικής ανασφάλειας και φόβου, άλλο τόσο δεν αξίζει να επιβιώνεις μόνος, πάνοπλος και οχυρωμένος.
Επανατοπικοποίηση – η έξοδος προς έναν καλύτερο κόσμο
Αντίθετα, πολύ περισσότερες πιθανότητες για μια ευνοϊκότερη για τους λαούς λύση μπορεί να έλθει μόνο σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο επανατοπικοποίησης της οικονομίας και των πολιτικών μηχανισμών και προώθησης μιας πολιτικής άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα ενισχυθεί η ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου έτσι ώστε να σταθεί στα πόδια του. Τότε οι λαοί του θα παύουν να χάνονται μέσα στα γκέτο της Δύσης ή στα βιομηχανικά κάτεργα που έχουν στήσει οι πολυεθνικές εκεί. Μόνον μια τέτοια πολιτική θα χτυπήσει στη ρίζα το πρόβλημα της μετανάστευσης, αντιμετωπίζοντας τις αιτίες που την γεννούν και όχι τα επιμέρους συμπτώματα του προβλήματος. Η δε ελαχιστοποίηση της «παγκόσμιας κινητικότητας της εργασίας» θα επιτρέψει στους λαούς της Δύσης να ασκήσουν περισσότερο κοινωνικό έλεγχο πάνω στις συνθήκες της εργασίας αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή. Τέλος, αυτό προϋποθέτει και μια άλλη λογική για την ευημερία: Μια ευημερία που θα στηρίζεται περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και όχι στον ατομικισμό, στην κουλτούρα και όχι στην κοινωνία του θεάματος, στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, στις συλλογικές εμπειρίες και όχι στην απόλαυση των άψυχων αντικείμενων που κυριαρχεί σήμερα στις καταναλωτικές μας κοινωνίες.
Εκείνοι δε, που με το πρόσχημα της υποστήριξης των δικαιωμάτων των μεταναστών, μιλάνε για «ανοικτά σύνορα», παίζουν εκόντες ή άκοντες το παιγνίδι των δουλεμπόρων και των πολυεθνικών, που επιθυμούν να διαθέτουν διαρκώς φτηνά εργατικά χέρια προς εκμετάλλευση, και της υπερδύναμης που θέλει να μεταβάλει τις κοινωνίες σε αθύρματα στα χέρια της, μη διαθέτοντας καμία εθνική συνοχή.
Αυτή την άλλη πολιτική, που αντιστρατεύεται ριζικά την παγκοσμιοποίηση, προωθούν ο Ζοζέ Μποβέ, ο Σερζ Λατούς και άλλοι μέσα στην ίδια τη γαλλική κοινωνία, μια πολιτική η οποία ακούστηκε αρκετά ηχηρά στις περυσινές κινητοποιήσεις εναντίον του Ευρωσυντάγματος και βοήθησε πολύ στη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Είναι μια πολιτική πραγματικά αντι-παγκοσμιοποιητική που προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κόσμο κοινωνικής ισότητας και δημοκρατίας.
…Και στην Ελλάδα
Αποκαλυπτικό ήταν το εκτενέστατο ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής (06/11/05) για τις εισοδηματικές ανισότητες που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία αλλά και για την πίεση που υφίσταται το μέσο ελληνικό νοικοκυριό.
Σύμφωνα μ’ αυτό, οι Έλληνες είναι από τους πιο κακοπληρωμένους εργαζόμενους στην Ευρώπη, μιας και το 16% του εργατικού δυναμικού αμείβεται με τον βασικό μισθό. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ισπανία αγγίζει μόλις το 1%. Η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο βασικό μισθό μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία (605, 537 και 498 ευρώ αντίστοιχα), ενώ ακολουθεί η Ιρλανδία με 1.073 ευρώ. Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια το 20% του εργατικού δυναμικού να έχει δεύτερη δουλειά, ενώ πάνω απ’ τους μισούς Έλληνες καταφεύγουν σε δανεικά.
Ταυτόχρονα, οι οικονομικές ελίτ φαίνεται να βελτιώνουν διαρκώς την θέση τους. Το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων Ελλήνων είναι 6 φορές υψηλότερο από το 20% των λιγότερο εύπορων Ελλήνων, ενώ η αντίστοιχη αναλογία είναι 4 στη Γερμανία, 5 στην Ισπανία και 3 στη Φιλανδία. Τέλος, όπως φαίνεται από την απόκλιση μέσου και πραγματικού μισθού στο διάγραμμα που παραθέτουμε, η άνοδος του μέσου μισθού αντικατοπτρίζει σαφέστατα την άνοδο στους υψηλότερους μισθούς, ενώ αντίθετα ο κατώτερος μισθός μένει καθηλωμένος.
Πως μια χώρα, που όλοι την είχαμε συνηθίσει ως μια «μικρομεσαία δημοκρατία», κατέληξε να διατηρεί τόσο μεγάλες ανισότητες;
Η παγκοσμιοποίηση επέβαλε στις κοινωνίες ένα δυαδικό σύστημα όπου ο κόσμος των προνομιούχων και των μη-προνομιούχων χωρίζεται από εκρηκτικές αντιθέσεις που συμπαρασύρουν στο διάβα τους προς τα κάτω τα μεσαία στρώματα. Ως προς αυτό, στην Ελλάδα, μεγάλο ρόλο έπαιξαν τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα –από τα Βαλκάνια και τις παρευξείνιες χώρες– που κατέληξαν στην χώρα μας. Οι ελίτ βρήκαν σ’ αυτά μια υπέροχη ευκαιρία να συγκρατήσουν χαμηλά τους μισθούς, να πλήξουν τα εργασιακά δικαιώματα και τον συνδικαλισμό. Η συστηματική εκμετάλλευση των μεταναστών συμπαρέσυρε και τους χαμηλόμισθους Έλληνες στην επιδείνωση τον όρων της εργασίας τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα σε χαμηλόμισθους και υψηλόμισθους.
Έτσι, αργά αλλά σταθερά, γνωρίζουμε κι εδώ την σύγχρονη εκδοχή της «κοινωνίας των 2/3»… όπου τα δύο τρίτα βιώνουν όλο και βαθύτερα την κρίση και επιπλέει –ακόμα– μόνο το 1/3. Η Γαλλία δεν είναι πια τόσο μακριά από την Ελλάδα.