του ΚΟΝΙΑΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Η διαφανής νίκη του Σοσιαλιστικού κόμματος έδειξε για άλλη μια φορά ότι ο παράγοντας λαός υπάρχει. Όπως και στο δημοψήφισμα για το σύνταγμα διέψευσε πολλές και περίεργες προβλέψεις.
Μέσα στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα (ΕΕΜ) η θέληση για να στηριχθεί στις δυνάμεις της η μειονότητα και να συνεργαστεί για δημοκρατία και ειρηνική συμβίωση εκφράστηκε παρ’ όλες τις παρεμβάσεις.
Τώρα έχουμε πάλι τις στερεότυπες «εκτιμήσεις». Τι θα κάνει για τους Βορειοηπειρώτες ο Νάνο; Όλοι είναι ίδιοι κ.τ.λ.
Όμως ούτε και επί Μπερίσα ή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης έγιναν από ελληνικής πλευράς συγκεκριμένα πράγματα για τη μειονότητα αν και δεν το απαγόρευε κανείς. Αντικειμενικά όποιος εξετάζει την στάση μιας κυβέρνησης απέναντι σε μια μειονότητα επικεντρώνει στα:
n Εκπαιδευτικά δικαιώματα
n Στρατολογικά, μεταναστευτικά θέματα
n Εκπροσώπηση στην τοπική εξουσία, οικονομική διαχείριση
n Σχέσεις με το σύνοικο στοιχείο, έμμεσες πιέσεις κ.ά.
Εδώ θα κρίνουμε και την κυβέρνηση Νάνο. Η μειονότητα περνά περίοδο έντονης κοινωνικής αλλαγής, αστικοποίησης και κοινωνικής διαφοροποίησης και αντιμετωπίζει κίνδυνο αποκοπής από τα πατρώα εδάφη μεγάλου τμήματος, παράλληλα με την καθημερινή επαγγελματική αγωνία στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρώτη τις ευθύνες της, παρέχοντας την πλήρη νομική κάλυψη της φιλοξενίας τους στην Ελλάδα και έπειτα ζητώντας από την αλβανική κυβέρνηση να μην δημιουργεί προσκόμματα στην επιστροφή τους.
Σήμερα η «επαφή με τις ρίζες» συντηρείται με την αναγκαστική μετάβαση στην Κακαβιά για 6μηνη ανανέωση της βίζας, εντός του ελληνικού εδάφους. Συμπεριφορές που προκαλούν ψυχολογικά και μετατρέπουν την καταγωγή σε στίγμα, με αντίθετες συνέπειες.
Βαθμολογείται λοιπόν και η ελληνική πλευρά. Όμως εδώ τα πράγματα είναι συγκεχυμένα. Κρατικές υπηρεσίες, Ιδρύματα, σύλλογοι και υπερατλαντικά λόμπι, συγχέονται σε ρόλους και εξουσιοδοτήσεις.
Βέβαια μετά το ’89 αντί διαλόγου και αντιπαράθεσης απόψεων και επιχειρημάτων στην Αθήνα, η ενασχόληση με τα εθνικά απέκτησε έναν χαρακτήρα κοσμικότητας και αλληλοαναγνώρισης. Όλοι συνέβαλαν στην συζήτηση, αλλά έννοιες όπως: απολογισμός, ευθύνες, προτεραιότητες, άσκηση πολιτικής απουσίαζαν.
- Οι ΒΙΗτικοί σύλλογοι της Αθήνας. Μια πολιτική κουλτούρα με μακρινές ρίζες στο 1914-5 που η απόσταση, ο διπολισμός, η ιδεολογική επένδυση της Δεξιάς μετά το ’81, η κρατικιστική αξιοποίηση, αποξένωσαν από μια μειονότητα που βίωνε διαμετρικά αντίθετες θεωρίες.
Την κρίσιμη ώρα της κατάρρευσης του συστήματος, σε ένα κλίμα δικαίωσης, η υποταγή της πολιτικής έκφρασης της μειονότητας, η εγγραφή του ζητήματος σαν διεκδίκηση της Ελλάδας και η ένταξή του σε σχεδιασμούς της νέας τάξης φάνταζαν αυτονόητα.
- Σ’ αυτό το κλίμα συνέβαλαν και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, του τύπου, της αριστεράς ακόμα, ώστε να πολιτογραφηθούν ως έχοντες άποψη.
Για την αριστερά η αντεθνικιστική συνέπεια οδήγησε σε ασχετοσύνη. Οδήγησε στην ενασχόληση με την τυπολογία της αλβανικής εξέγερσης (Χειμερινά ανάκτορα η Βαρκελώνη ’36) η επένδυση σ’ ένα Σ.Κ που προτίμησε το ΠΑΣΟΚ και την επιχείρηση « Alba».
Ένα μικρό ιστορικό.
Η σύγχρονη πολιτική ιστορία της ΒΙΗ μέσα στο Αλβανικό κράτος παραμένει γενικά άγνωστη.
Η συγκρότησή της από το ΕΑΜ και η συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα κάτω από την σημαία του ελληνικού και έπειτα του αλβανικού ΕΑΜ, με ανοιχτό το ζήτημα αυτοδιάθεσης. Οι έντονες τοπικές ιδιαιτερότητες, η καταπίεση του χοτζικού καθεστώτος που έφτασε σε θεωρίες για την « λαότητα της Δρόπολης» παραγνωρίστηκαν.
Το βορειοηπειρωτικό είναι γνωστό σαν ζήτημα της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης.
Η ανιδιοτελής μορφή του μ. Σεβαστιανού και τα ιστορικά σωματεία, κράτησαν μια παρακαταθήκη γύρω από την οποία, μετά το ’84 επιχειρήθηκε μια ανασυγκρότηση του ιδεολογήματος της εθνικοφροσύνης απέναντι στον αριστερό πατριωτισμό του ΠΑΣΟΚ, που ένιωθε άνετα σε άλλα εθνικά θέματα (Κύπρος π.χ)
Έτσι ενώ η πολιτική «προνομιακού συνομιλητή» του Κ. Παπούλια, δεν διέφερε δραματικά από την πολιτική Μητσοτάκη προς τον κ. Αλία, στα χαμηλότερα επίπεδα του ΥΠ. ΕΞ και γύρω από τον Ρ/ σταθμό της Κέρκυρας ξεπληρώνονταν κομματικές υποχρεώσεις και ξεδιπλώνονταν πρακτικές και ενθουσιασμοί που μέσα στον «εθνικισμό» τους, πρωταρχικό στόχο, είχαν την υπαγωγή της «Ομόνοιας» που αυτοδύναμα δημιουργήθηκε από την ΕΕΜ σε τάση του Δ.Κ του κ. Μπερίσα.
(βλ. συνέντευξη κ. Καραμούτσου, μορφ. ακόλουθου στα Τίρανα και άρθρο Μαρίνας Βήχου στο βιβλίο του ΕΛΙΑΜΕΠ, «Ο Ελληνισμός της Αλβανίας», κείμενο πολιτικό, παράδοξη παρουσία σε βιβλίο του εν λόγω κρατικοδίαιτου ιδρύματος).
Η αμερικανικής (Ν. Γκέιτζ) έμπνευσης σύνδεση του ζητήματος της μειονότητας με το Κόσσοβο και οι 8 όροι Μητσοτάκη, εξασφάλισαν μια δικλείδα συγκράτησης του κ. Μπερίσα και υποθήκευσαν την ελληνική εξωτερική πολιτική στο θέμα αυτό, προτείνοντας μια σειρά αιτημάτων (αυτονομία κ.λπ) που καλλιεργούσαν ένταση τη στιγμή που η μειονότητα μετανάστευε μαζικά στην Ελλάδα.
Η επόμενη κυβέρνηση, κρατώντας μια στάση σχετικής αυτονομίας στις βαλκανικές επιλογές της, δεν κατόρθωσε να αποφύγει την χρέωσή της με όλα όσα ακολούθησαν και την αμερικανική μεσολάβηση.
Η συνέχεια έως σήμερα: Άκρατη στήριξη του κ. Μπερίσα, Ιδρυματική αντιμετώπιση της μειονότητας (ο κ. Νιώτης καταγγέλλει σήμερα όλες τις κυβερνήσεις, ότι δεν είχαν πολιτική, εκτιμώντας ότι το ίδρυμα παλιννοστούντων έκανε αρκετά με όσα χρήματα είχε!) Εγκατάλειψη της αλβανικής αντιπολίτευσης (από ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία και τους επαγγελματικούς συλλόγους), έως ότου η παρέμβαση της κ. Ολμπράιτ αναζωπυρώνει το σοσιαλιστικό διεθνισμό στην Χαριλάου Τρικούπη, τη Ρηγίλλης κ. ά, ενώ η Ελλάδα αναλαμβάνει ένα «ρόλο» στην επιχείρηση «Alba».
Ο ρόλος όμως συνοδεύεται από την ουσιαστική διάλυση του προξενείου στο Αργυρόκαστρο, του μόνου φορέα που ασκούσε άμεση πολιτική στο χώρο της Ν. Αλβανίας.
Όρος για τον ρόλο προφανώς. Άλλωστε η λειτουργία του προξενείου αυτού από την αρχή γνώριζε ανάλογους περιορισμούς. Η όψιμη στήριξη του Σ.Κ και η υπονομευτική παρέμβαση εθνικιστικών κύκλων από την Αθήνα, συντέλεσαν στην αποδυνάμωση της «Ομόνοιας». Έτσι είχαμε και εξαγωγή στην εκλογική ζώνη «114» των Αγ. Σαράντα της πολιτειακής κουλτούρας του ’61.
Όμως ο αλβανικός λαός έδωσε το παρόν και ο αυτόνομος ρόλος της «Ομόνοιας» περισσότερο από ποτέ μπορεί να συμβάλλει στο δημιουργικό και άμεσο διάλογο μαζί του.
Αρκεί η Αθήνα να καταδέχεται πολιτικά υπαρκτό συνομιλητή στην Βόρειο Ήπειρο / την «Ομόνοια» και όχι λόμπι στην Αθήνα. Αρκεί να έχει και το θάρρος να αποκτήσει αδιαμεσολάβητες σχέσεις με την αλβανική κυβέρνηση.
Πόσο μάλλον σήμερα που ο Φ. Νάνο δοκιμάζει στα Σκόπια ανάλογες υπονομεύσεις της δικής του αυτόνομης παρουσίας στη βαλκανική σκηνή το ’93.
Μπορούμε να ελπίζουμε όμως από την Αθήνα; Με 15 δις κατάφερε να διαλύσει κοινωνικά την μειονότητα, να την σπρώξει στις παρατράπεζες όπου απώλεσε πολλαπλάσια χρήματα, να την απομονώσει από τους γείτονές της και να απονευρώσει τη νεολαία της, μέσω ιδρυμάτων που βρίσκονται έξω από το χώρο της. Τα έργα άφαντα. Τουλάχιστον να μειωθεί η ζημιά.
Παρατηρήσεις: περί αιτίων.
Τι εννοούμε άραγε στις ατέρμονες συζητήσεις για μια αναγκαία κοινή εξωτερική πολιτική. Σίγουρα τον κ. Μπερίσα.
Ίσως στους αποδέκτες (Πόντιους, απόδημους, ΒΙΗτες) να ακούγεται καλύτερα. Ειδικά στους βορειοηπειρώτες, που όταν άκουγαν για Ελλάδα υπέθεταν ένα σοβαρό κράτος σαν το αλβανικό με στόχους και δεσμεύσεις.
Δυστυχώς όμως απλά κριτικοί και παραϋπηρεσιακοί παράγοντες θέλουν να συμπεριληφθούν στους χαράζοντες και όλοι χωράνε. Κατακεραυνώνεται ο Αθηναιοκεντρισμός, ο Ελλαδισμός, ο ενδοτισμός και προτάσσονται διεκδικήσεις που καθοδηγούμε όμως εμείς και όχι οι αποδέκτες.
Σημαίνει ότι η κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική παράδοση, η πείρα συμβίωσης με έθνη, λαούς και κοινωνίες αυτών των ανθρώπων σφαγιάζεται.
Προωθείται η γκετοποίηση (Πόντιοι), οι δημόσιες σχέσεις (απόδημοι) και η αναπαραγωγή στελεχών για φθίνοντες βιολογικά συλλόγους (Βορειοηπειρώτες). Και όμως έστω και τραυματισμένη, η υστερούσα ως προς τους ανέξοδους οραματισμούς μας, η ελληνική μειονότητα είναι εκεί. Έχει ανθρώπους που γνωρίζουν την αλβανική και βαλκανική σκηνή καλύτερα από διπλωμάτες και δημοσιογράφους, εμπειρικά.
Έχει αδελφότητες (ομοσπονδία «Κοσμάς ο Αιτωλός») στην Ελλάδα, σέβεται τα κράτη που ζει και το σημαντικότερο κεφάλαιό της είναι οι καλές σχέσεις και η συνέχεια με τον υπόλοιπο αλβανικό λαό.
Μπορεί να αναλάβει:
- Θέματα: ΟΓΑ, σπορά, απογραφές, μεταναστευτικά, σχολικά, άμεσα και χωρίς διαμεσολαβήσεις.
- Να αναδείξει αιτήματα και προτεραιότητες με την δημοκρατικά νομιμοποιημένη ηγεσία.
- Οι σχέσεις με τους γείτονες της είναι αποκλειστική της υπόθεση. Τα αθηναϊκά ιδεολογήματα για γκρίζες ζώνες περισσεύουν.
- Να απομονώσει τυχοδιωκτισμούς και να ελαφρώσει το διακρατικό κλίμα.
Ιστορία ή Ιδεολογία
Μπορεί η Αθήνα να ανταποκριθεί; Αυτό εξαρτάται από το επίπεδο του διαλόγου, τις ιδεολογικές και μορφωτικές προσεγγίσεις, στο πλαίσιο των οποίων αναδεικνύονται αυτά τα ζητήματα, Σε ένα θέμα επιβαρημένο από εθνικοφροσύνη και σοσιαλιστική αλληλεγγύη σήμερα εκσυγχρονιστικές-νομικίστικες προσεγγίσεις άσκησης εθνικών δικαιωμάτων σε ατομική βάση, εξορκίζουν και αναπαράγουν τον ιδεώδη για αντίπαλο εθνικισμό.
Σ’ αυτό το δύσκολο πλαίσιο, το δικαίωμα αυτό προσδιορισμού, πρέπει να συναντήσει την ιστορική πραγματικότητα. Ανομολόγητα το μέγεθος της μειονότητας και τα κριτήρια ένταξης σ’ αυτήν για ένα κράτος 3 εκατ. , είναι σημαντικό ζήτημα. Η κλασική ελληνική εθνική ιδεολογία, με τον υπερτονισμό της αρχαίας κληρονομιάς, της εκπαιδευτικής παράδοσης και της ταύτισης Πατριαρχείου και ελληνισμού, δημιουργεί αδιέξοδο και ανασφάλεια για την νεότερη αλβανική Εθνική ιδέα. Γιατί:
- Υπάρχει Εθνολογικό-ιστορικό ελληνικό υπόστρωμα ευρύτερο της μειονότητας.
- Η απελευθερωτική εξόρμηση του ‘12-13 ενθουσίασε τους Χριστιανούς και έγινε αποδεκτή από τους Μουσουλμάνους. Σ’ αυτά τα πλαίσια η Ιταλοαυστριακή παρέμβαση μεταμόρφωσε σε κράτος, ένα διασπασμένο τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η ανάγκη των Χριστιανών για μια νέα νομιμοφροσύνη και ένα ρόλο, η μεταμόρφωση της Ισλαμικής κυριαρχίας και οι ξένες παρεμβάσεις, συγκεράστηκαν στην αλβανική Εθνική ιδεολογία, που όπως φανερώνει το έργο του Ισμαήλ Κανταρέ, ξέρει να ελίσσεται και να επιλέγει στην ιστορία. Όμως και κάθε ομιλούμενη γλώσσα έχει και φυσικούς φορείς. Σ’ αυτά τα πλαίσια, το πρόβλημα του αυτοπροσδιορισμού έγινε μαρτυρικό σ’ αυτά τα μέρη, μετά το 1915 και αναδείχθηκε σε κυρίαρχο πολιτικό.
Χαρακτηριστικά στην Κορυτσά, η ορθόδοξη κοινότητα μοιράστηκε σε Έλληνες, Αλβανιστές, Ρουμανίζοντες. Η διασπορά της στην Αμερική, χωρίστηκε σε Ανεξάρτητη αλβανική Εκκλησία (Φαν Νόλη) που συνδέθηκε με τους Ρώσους της διασποράς (80%) και Πατριαρχικούς Αλβανόφωνους, αλλά και Έλληνες. Σήμερα οι ερμηνείες εξακολουθούν να είναι ρευστές. Λύση είναι η αναζήτηση της αλήθειας για την παράδοση μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια.
Αν αυτή η αναζήτηση οδηγήσει σε αποκάλυψη ελληνικών καταβολών, είναι δικαίωμα καθενός να αναπτύξει αιτήματα ένταξης στην μειονότητα ή μια διακριτική φιλελληνική σχέση. Ακόμα και να περιοριστεί σε οικογενειακή ή τοπική παράδοση. Μπορούμε όμως να γενικεύουμε τα παραδείγματα της ηρωικής Χειμάρας και της Άρτας στην Πρεμετή με 50% μουσουλμάνους και συνολικά Αλβανόφωνους από το Λεσκοβίκη έως την Κλεισούρα. Η παρουσία των Καραμουρατάδων, ίσως ερμηνεύει την αποκοπή από την ελληνόφωνη Κόνιτσα αφού όπως και στους Τσάμηδες μαρτυριέται βορειότερη καταγωγή από τα χρόνια του Δουσά. Παρόμοιες συνέπειες είχαν και οι Μουσουλμανικοί εποικισμοί του Μπόρσι στη Χειμάρα, του Λαζαρατιού στη Δρόπολη, του Χόρμοβου στη Λιούτζη κ.ά.
Ίδια περίπτωση οι Λιάπηδες που και το όνομα μαρτυρά στέρηση ταυτότητας με την Κορυτσά όπου διασώζεται περίπλοκη ιστορικά η παράδοση της Εγνατίας;
Έργα όπως του Κωνσταντίνου Μπίρη «Αρβανίτες σε Δωριείς του Νέου Ελληνισμού» όπου τοποθετείται γεωγραφικά το Άρβανον και η σημασία του σαν συνόρου και του Ευλόγιου Κουρίλα « Η Μοσχόπολις», όπου ο Μακεδονομάχος Λαυρεώτης μοναχός και επίσκοπος Κορυτσάς, προπολεμικά ξεδιπλώνει την ιστορία της «Νέας Ακαδημίας» που φτάνει έως την πολύγλωσση Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, ή ακόμα το αρχαίο ελληνικό παρελθόν του [το πού] συναντά το γνησιότερο τόσκικο ιδίωμα και τα Βλάχικα της περιοχής, για να συνθέσει μια παράδοση, που πριν την εκπαιδευτική έκρηξη των εθνικισμών, στην πόλη και στην Κεντροευρωπαϊκή διασπορά γνώριζε την «πολυπολιτισμική συμβίωση», πλουτίζουν τις γνώσεις μας και μειώνουν την ανάγκη για ιδεολογία.
Ας ευχηθούμε οι προβληματικές συνθέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού να μην «αξιοποιήσουν» το έργο του Μακαριότατου Αλβανίας, γιατί εκεί η συνάντηση μπορεί να γίνει αβίαστα, όχι όμως αναγκαστικά, αγγαρεία όπως εδώ.
Δυστυχώς τα σημάδια δεν είναι ευοίωνα. Πολλές εξάρσεις όπου το πολιτικό, επιστημονικό, δημοσιογραφικό συμπλέκονται επικίνδυνα. Τάσεις επιστροφής στα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα. (Αν μη τι άλλο δεν συμφέρει σήμερα).
Γνώμες για ελληνική καταγωγή των (Μ)περισσέων, ελληνική βάση της τόσκικης διαλέκτου, ξύπνημα αίματος κ.λπ, δημιουργούν όρεξη για επιθετικό εγκυκλοπαιδισμό στις γκρίζες ζώνες του αλβανικού Νότου. Ίσως έτσι ξεγελιούνται τα αντανακλαστικά για τις άλλες γκρίζες ζώνες, όμως σε μια περιοχή όπου το κάθε χωριό ξέρει να προτάσσει στοιχεία ταυτότητας και πολιτική εμπειρία από πολλές χώρες και θρησκείες, αυτά τα ιδεολογήματα δεν έχουν τύχη. Η ψύχωση για το που θα πάει ο στρατός, σε συνδυασμό με την γλωσσική σύνθεση της περιοχής, πέρα από την αγωνία των βορειοηπειρωτών για την ασφάλειά τους αποδείχτηκε άστοχη.
Οι πρώτες δηλώσεις των Φάτος Νάνο και Πασκάλ Μήλιο στον ελληνικό τύπο, προσπαθούν να ισορροπήσουν πολλαπλές αντιθέσεις.
Ενώ στηρίζεται στον ένοπλο Νότο, τονίζει ότι το Αργυρόκαστρο και η Τσαμουριά, συνδέονται με το Κόσσοβο με την ιστορία. Ενώ αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής (Λιάπηδες, Μαλ..σόροι, Μουζακίτες, Κοσσοβάροι) τονίζει ένα παναλβανικό χαρακτήρα.
Ενώ υπόσχεται να βγάλει την ελληνική μειονότητα από το γκέτο, το συνδέει με τη νομιμοποίηση των μεταναστών. Ενώ ενδιαφέροντα σαν Εθνικό Κορμό για τους Αλβανούς σε Σκόπια και Σερβία, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα βαλκανικής συνεργασίας και αποκατάστασης σχέσεων με τη Σερβία.
Τέλος περιμένουν πολλά από την Ελλάδα, με την οποία συνδέεται με την «κοινή μας ιστορία» και οι δύο λαοί μας από κοινού αποτελούν το λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού. Εύκολα κάποιος μπορεί να εντοπίσει στοιχεία μιας εσωστρεφούς εθνικιστικής ιδεολογίας ή ανισόβαρης σύνδεσης.
Το να αντιπαρατάξει μια άλλη ιδεολογική βεβαιότητα δεν προσφέρει τίποτα. Η περίοδος αυτή προσφέρεται για άμεση επαφή, εύρεση κοινού εδάφους κ.λπ. Η ώρα για κριτική θα έρθει φυσιολογικά. Όταν θα έχει αναδειχθεί όλο το φάσμα των απόψεων, ιστορικά, εθνολογικά, ιδεολογικά, γλωσσολογικά και θα έχει αξιολογηθεί ειλικρινά η βαρύτητά τους και η αξιοπιστία τους σαν συνομιλητές Ένθεν και Ένθεν.
Ας ελπίσουμε, ότι η εξέλιξη των σχέσεων μας θα είναι πολύπλευρη και θα αναδείξει όλο το βάθος τους.
Ελπίζοντας στις ζωντανές δυνάμεις της αλβανικής κοινωνίας και της ελληνικής μειονότητας για ένα κοινό βαλκανικό μας μέλλον.