Η ακροδεξιά επελαύνει και τόσο οι πράσινοι όσο και οι οπαδοί του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση πρέπει να πράξουν περισσότερα για να τη σταματήσουν.
Guardian, 30/04/02
Δεν είχαν προλάβει να κλείσουν τα εκλογικά κέντρα και η νέα αριστερά και οι πράσινοι κατηγορήθηκαν για την ανέλπιστη επιτυχία του Λεπέν. Οι πολιτικοί σχολιαστές και από τις δύο όχθες της Μάγχης υποστηρίζουν ότι ο ηγέτης του γαλλικού Εθνικού Μετώπου τα πήγε τόσο καλά επειδή οι ριζοσπαστικές δυνάμεις είχαν προηγουμένως συγκροτήσει το κοινό στο οποίο απευθύνθηκε και εν συνεχεία διέσπασαν τις ακρο-αριστερές ψήφους.
Αμφότερες οι κατηγορίες είναι γελοίες. Ο πολιτικός χώρος που κατέλαβε ο Λεπέν δεν συγκροτήθηκε από τις κριτικές ενάντια στην ανισότητα, την εξουσία των πολυεθνικών, την οικολογική καταστροφή αλλά από την ανισότητα, την εξουσία και την καταστροφή αυτή καθεαυτή, και από την επαίσχυντη αποτυχία του Λιονέλ Ζοσπέν να τις αντιμετωπίσει.
Όμως, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η άκρα δεξιά αναζητά τρόπους να προσδεθεί στο άρμα που καθοδηγείται από τους νέους προοδευτικούς, όπως πάντοτε κοίταζε να εισέλθει από την πίσω πόρτα στο εργατικό κίνημα. Επίσης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε καθυστερήσει να τους φράξουμε τον δρόμο.
Η άκρα δεξιά δεν έχει προσπαθήσει ιδιαίτερα να αποκρύψει τις προσπάθειές της να οικειοποιηθεί τις δυνάμεις μας. Ένα άρθρο στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος διαπιστώνει ότι “υπάρχει ένα μεγάλο κενό στον πολιτικό χάρτη”: Ενώ τα μέλη του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος θα ανέμεναν να συνταχθεί το κόμμα τους με τους παραδοσιακούς συμμάχους, τους ιδιοκτήτες γης, και να εναντιωθεί στους πράσινους, με έκπληξη πληροφορούμαστε ότι: “Η Εθνική Ομοσπονδία Ιδιοκτητών αριθμεί 50.000 μέλη” ενώ η “Εθνική Βασιλική Εταιρία για την προστασία των πτηνών, 4.000.000. Ποιον θα θέλατε να είχατε στο πλευρό σας στις επόμενες εκλογές;”
Έτσι λοιπόν, το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα εκτοξεύει μύδρους ενάντια στο κλείσιμο των μικρών αγροκτημάτων, την κατάχρηση των εντομοκτόνων, τη γενετική μηχανική, την καταστροφή του αγροτικού τοπίου και (συνδυάζοντας επιμελώς τις νέες με τις παλιές του πολιτικές) τη διάβρωση του εδάφους. Τούτο είναι μοναχά ένα μέσο που χρησιμοποιεί, προσβλέποντας στο να προσεγγίσει “τον πράσινο ιδεαλισμό της μεσοαστικής νεολαίας” αλλά και να “δώσει όραμα και στην αντίστοιχη της εργατικής τάξης των πόλεων”. Επίσης, παραθέτοντας αποσπάσματα από το έργο του Νόαμ Τσόμσκυ και –πράγμα που με τρόμο διαπίστωσα– από το δικό μου, το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα έχει ξεκινήσει εκστρατείες ενάντια στην παντοδυναμία των πολυεθνικών, την Παγκόσμια Τράπεζα, την κατάργηση των εργατικών εστιών και την κυριαρχία των μεγάλων εμπορικών κέντρων. Το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα δεν είναι το μοναδικό κόμμα της άκρας δεξιάς που διεκδικεί οικολογικές δάφνες. Το ίδιο πράττουν τόσο το Εθνικό Μέτωπο του Λε Πεν όσο και το βελγικό Βλάαμς-Μπλοκ. Στη Βρετανία, ο πιο ξεκάθαρος εκφραστής αυτής της νέας τάσης στην ακροδεξιά είναι μια μικρή διάσπαση του Εθνικού Μετώπου, που αυτοαποκαλείται Τρίτος Δρόμος.
Ο Τρίτος Δρόμος, που ιδρύθηκε το 1990 από τον πρώην πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Εθνικού Μετώπου, ισχυρίζεται ότι απορρίπτει “τον ρατσισμό και τις πολιτικές του μίσους”, αλλά πιστεύει ότι οι πολιτιστικές παραδόσεις πρέπει να διαχωρίζονται και να προστατεύονται από την “μαζική μετανάστευση”. Η παγκοσμιοποίηση, ισχυρίζονται, “μας υποβαθμίζει σε νομαδικούς πληθυσμούς, δίχως ρίζες, αποσυνδεδεμένους από την ίδια τους την ιστορία”, εντείνει την οικολογική κρίση και ενθαρρύνει τη μετανάστευση. Σύμφωνα με το περιοδικό Searchlight, ο πρόεδρος του κόμματος, Πάτρικ Χάριγκτον, διατηρεί σχέσεις με τους ακροδεξιούς ιταλούς τρομοκράτες Μάσιμο Μορσέλλο και Ρομπέρτο Φιόρε, ενώ έχει αποκτήσει επαφές με το μαύρο αποσχιστικό “Έθνος του Ισλάμ” και διάφορους ορθόδοξους Εβραίους επιδιώκοντας τη “διαχωρισμένη ανάπτυξη”. Ο Τρίτος Δρόμος, όπως και άλλα ακροδεξιά σχήματα, έχει εγκαταλείψει τη ρατσιστική επιθετικότητα για χάρη του πολιτιστικού απομονωτισμού.
Ένα μεγάλο μέρος από την ιδεολογική δουλειά που υποβαστάζει την πολιτική του Τρίτου Δρόμου έχει πραγματοποιηθεί από τον δρ. Αϊντάν Ράνκιν. Η διακήρυξη που συνέγραψε γι’ αυτό το κόμμα δεν κατηγορεί μοναχά τις πολυεθνικές και τις “απάνθρωπες κυβερνήσεις” για την απώλεια της γης και της κυριαρχίας των αυτοχθόνων, αλλά επίσης και τις “πολιτιστικές προκαταλήψεις της αριστεράς”, τον φεμινισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές της “ενσωμάτωσης” και της “ανοχής”. Παραδόξως, ταυτίζοντας την πολυπολιτισμικότητα με την ομογενοποίηση, βλέπει την πρώτη ως μια παγκοσμιοποιητική δύναμη που αποτρέπει τους ανθρώπους από το να εξουσιάζουν τις δικές τους, πολιτιστικά καθαρές, ζωές και συνεχίζει διακηρύττοντας ότι “πλέον είμαστε όλοι ιθαγενείς, που οι φωνές μας σιγούν και η γλώσσα μας ευνουχίζεται” από την “πολιτική ορθότητα” και από την ισότητα των φύλων. Ο Νικ Γκρίφιν, του Εθνικού Βρετανικού Κόμματος, προχωράει ένα βήμα πιο μακριά όταν ισχυρίζεται ότι υπεραμύνεται των “απειλούμενων με εξαφάνιση λευκών φυλών του πρώτου κόσμου”. Θα πρέπει να προκαλέσει μεγάλη ανησυχία σε οποιονδήποτε ανήκει στο οικολογικό κίνημα το γεγονός ότι ο δρ. Αϊντάν Ράνκιν συμμετείχε μέχρι πρότινος στην έκδοση του κυριότερου βρετανικού οικολογικού περιοδικού Ecologist.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το περιοδικό Ecologist (το οποίο, παρά την παράδοξη συμμετοχή του Ράνκιν παραμένει ένα προοδευτικό περιοδικό) αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα. Η προηγούμενη συντακτική ομάδα του περιοδικού, διασπάστηκε όταν ο ιδρυτής του, Τέντυ Γκόλντσμιθ, συμμετείχε σε μια εκδήλωση του ακροδεξιού Groupement de Recherche et d’Etudes pour la Civilisation Europιenne (G.R.E.C.E.). Ο Γκόλντσμιθ, οι πολιτικές τοποθετήσεις του οποίου διαπνέονται από ένα περίεργο μείγμα συντηρητισμού και ριζοσπαστικότητας, υπερασπίστηκε τον βίαιο διαχωρισμό μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι στην Ρουάντα, καθώς και μεταξύ των Προτεσταντών και των Καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία, με το επιχείρημα ότι αποτελούν “διακριτές εθνικές ομάδες” και συνεπώς είναι πολιτιστικά ανέφικτη η συνύπαρξή τους στην ίδια περιοχή.
Ο Γκόλντσμιθ, όπως οι πρώην εκδότες του Ecologist ισχυρίστηκαν αργότερα στο βιβλίο τους “Αίμα και Πολιτισμός”, πιστεύει ότι ο πολιτισμός είναι άκαμπτος, αμετάτρεπτος: ότι οι διακριτές πολιτιστικές κοινότητες μπορούν να υπάρξουν μοναχά στα όρια που τους καθόρισε η φύση. Συγχέοντας, για παράδειγμα, τον “ενωτισμό” και τον Προτεσταντισμό στη Βόρειο Ιρλανδία, ο Γκόλντσμιθ δεν μπορεί να κατανοήσει τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που διασπούν ή ενώνουν τις κοινότητες. Επίσης, αποτυγχάνει να δει εκείνη την εξωγενή παρέμβαση η οποία αρχικά προσδιορίζει με άκαμπτο τρόπο την εθνικότητα κι εν συνεχεία οδηγεί τις πρόσφατα διαχωρισμένες κοινότητες σε σύγκρουση.
Η ακροδεξιά ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται ενάντια στην ιμπεριαλιστική ομογενοποίηση, αλλά την ίδια στιγμή αναπτύσσει τη δικιά της εκδοχή της ομογενοποίησης, με το να λέει στους ανθρώπους σε ποιον πολιτισμό μετέχουν και ποια χαρακτηριστικά θα έπρεπε να φέρουν. Απλούστατα επανεφευρίσκει το γκέτο και τον αλληλοαποκλεισμό.
Αναζητώντας τρόπους για να “αδειάσουν” την άκρα δεξιά και υποστηρίζοντας “σκληρές” πολιτικές σε ό,τι αφορά την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση, ο Ζοσπέν αλλά και ο Μπλερ υπαναχώρησαν σταδιακά στις θέσεις της. Μια περισσότερο έξυπνη πολιτική θα ήταν η προστασία του πολιτικού χώρου που εκμεταλλεύονται οι ρατσιστές, με το να προσπαθήσουν να ελέγξουν την ανισότητα, την περιβαλλοντική καταστροφή, την εξουσία των πολυεθνικών και τον νέο ιμπεριαλισμό. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος της αριστεράς, τον οποίο η ακροδεξιά πάντοτε θα εποφθαλμιά ανίσχυρη.
Αλλά και μεις, που τους αφήσαμε να μας κλέψουν τα ρούχα, έχουμε πολλές ευθύνες. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας περιτριγυρίζουν. Πρέπει να αυτοπροσδιοριζόμαστε με μεγαλύτερη προσοχή. Στη λέξη “παγκοσμιοποίηση”, ο καθένας δίνει το περιεχόμενο που νομίζει· συνεπώς, όποιος αποκαλεί τον εαυτό του “πολέμιο της παγκοσμιοποίησης”, μπορεί να αφήνει την μπουγάδα του έξω από την πόρτα του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος. Μια αυστηρότερη διατύπωση, όπως αυτή της “κοινωνικής δικαιοσύνης” ή του “διεθνιστικού” κινήματος, θα μπορούσε τουλάχιστον να εξασφαλίσει ότι οι απρόσκλητοι φίλοι μας θα δυσκολευτούν να περάσουν τις διαχωριστικές γραμμές που έχουμε θέσει. Ο πλουραλισμός και ο αντιρατσισμός δεν θα πρέπει να είναι μοναχά δευτερεύοντες στόχοι, αλλά πρωταρχικές αξίες, γύρω από τις οποίες συναρθρώνονται οι υπόλοιπες.
Αντιρατσισμός δεν είναι μοναχά η προστασία των θυμάτων από την κατάχρηση της εξουσίας. Είναι επίσης και η αυτοπροστασία μας από το να μετατραπούμε σε αθέλητους συνεργούς εκείνων που επιδιώκουν έναν διαιρεμένο κόσμο…
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς