Αρχική » Η συνέχεια στην ελληνική φιλοσοφία

Η συνέχεια στην ελληνική φιλοσοφία

από admin
Συγγραφέας: Κλάους Όλερ
Άρδην τ. 57
Από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας*

*Απόσπασμα από το βιβλίο «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί», Εκδ. Παρουσία, Αθήναι, 2000 (Μετάφραση: Πολυτίμη-Μαρία Παλαιολόγου).

Το 529, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε ένα διάταγμα που απαγόρευε εντελώς τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στην Αθήνα1. Αυτό σήμανε το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας, η οποία μέχρι τότε, για σχεδόν εννιακόσια ολόκληρα χρόνια, βρισκόταν χωρίς διακοπή στα χέρια των διαδόχων του Πλάτωνα. Οι τελευταίοι εταίροι της Σχολής αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Περσία2, ενώ η περιουσία της Σχολής δημεύθηκε. Το ίδιο έτος, το 529, ο Βενέδικτος, μοναχός από την Νουρσία, ίδρυσε το μοναστήρι του Monte Cassino στην Καμπανία, πράξη που σηματοδοτεί θεσμικά την έναρξη του λατινικού Μεσαίωνα. Αυτά τα εξαιρετικώς σημαντικά γεγονότα, αφ’ ενός το τέλος του αρχαίου κόσμου με το φαινομενικά ταυτόχρονο τέλος της ελληνικής φιλοσοφίας και αφ’ ετέρου η άνοδος του βασιλείου των Φράγκων με την άνθηση της εκκλησιαστικής επιστήμης, της Σχολαστικής, άσκησαν μιαν έλξη σχεδόν μαγική στην ιστορική συνείδηση των Δυτικών μέσω των φαινομενικά προφανών ιστορικών τους συνεπειών. Πόσο ισχυρή επίδραση άσκησε το ιστορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την διαδέχθηκε η Καρολίγγεια Αναγέννηση, φαίνεται από το ότι ακόμα και σήμερα το ιστορικό μέγεθος που λέγεται Βυζαντινή αυτοκρατορία, στο πλαίσιο της ιστορικής αυτοσυνειδησίας της Δύσης θεωρείται φαινόμενο περιθωριακό, που δεν λαμβάνεται σχεδόν καθόλου υπόψη. [ ]

Εν τω μεταξύ, η σύγχρονη επιστήμη της Βυζαντινολογίας, την οποία θεμελίωσε ο Καρλ Κρούμπαχερ, οδήγησε την ιστορική έρευνα σε ριζική μεταστροφή (αν και η θετική επαναξιολόγηση της ιστορικής και πολιτιστικής συμβολής των λαών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν ενσωματώθηκε στην ιστορική συνείδηση της Δύσης). Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο.

[ ] Για περισσότερο από χίλια χρόνια, το Βυζάντιο αποτέλεσε την έπαλξη, υπό την προστασία της οποίας ζούσε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Μέσα σ’ αυτήν την ασφαλή ζώνη ήταν που μπόρεσε να αναπτυχθεί ο δυτικός πολιτισμός στην πρώτη του φάση, την μεσαιωνική. Η διαδεδομένη φλυαρία περί δήθεν χιλιετούς παρακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αντιφάσκει προς την τιτάνια στρατιωτική προσπάθεια των τάχα παρηκμασμένων Βυζαντινών. Η εξαιρετική ζωτικότητά τους δεν έγκειται μόνο στην φυσική και υλική αντοχή τους αλλά και στα πολιτιστικά τους επιτεύγματα. Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας που έχουμε σήμερα στην διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στους αντιγραφείς χειρογράφων των βυζαντινών σχολών και μοναστηριών. Στο Βυζάντιο –και όχι στην Λατινική Δύση– βρήκε η παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας την φυσική της συνέχεια. Εκεί –και όχι στην Δύση– συνέχιζαν να διαβάζονται, να μελετώνται, να σχολιάζονται και να αντιγράφονται τα μεγάλα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος, πιθανότατα πολύ φτωχότερος, αν οι Βυζαντινοί δεν πρόσφεραν στην ανθρωπότητα την υπηρεσία αυτή.

Ακόμα σπουδαιότερη ήταν η καθαρά δική τους πολιτιστική συνεισφορά. Εδώ ανήκουν οι μεγάλες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες, τα έργα των ιστοριογράφων και οι επιστημονικές σπουδές. Ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά επιτεύγματα του Βυζαντίου αφορά στον χώρο της νομικής επιστήμης: είναι η κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, που οφείλεται σε διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. [ ]

Ο σπουδαιότερος, όμως, καρπός του πνεύματος των Βυζαντινών είναι αναμφίβολα η θεολογία τους, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοσμική ιστορία τους – τα δημιουργήματα της βυζαντινής θεολογίας υπήρξαν πραγματικά κοσμοϊστορικής σημασίας. Μολονότι δεν έχει γίνει σε ευρεία κλίμακα συνειδητό, η πραγματικότητα είναι ότι ο Χριστιανισμός στο ξεκίνημά του υπήρξε βυζαντινός. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε στα ελληνικά – για την ακρίβεια στην μορφή εκείνη της ελληνικής γλώσσας, που ήταν η πλέον οικεία στους βυζαντινούς συγγραφείς. Οι πρώτοι επίσκοποι της Ρώμης μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά. [ ] Την χριστιανική πίστη των όρων των επτά πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, την διαμόρφωσαν βυζαντινοί θεολόγοι σε Συνόδους που συγκλήθηκαν από βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Ομολογίες Πίστεως των επισκοπικών συνόδων αποτελούν ως σήμερα την λυδία λίθο της Ορθοδοξίας για όλες σχεδόν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το Σύμβολο της Νικαίας, ένα αρχαίο Σύμβολο βαπτίσματος, είναι βυζαντινό δημιούργημα. το πρωτότυπο συντάχθηκε στα ελληνικά, ενώ η τελική του επεξεργασία έγινε το 325 στην Νίκαια της Βιθυνίας από επισκόπους της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου υπό την προσωπική επιστασία και το άγρυπνο μάτι του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου, ο οποίος κήρυξε την έναρξη των εργασιών της Συνόδου και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην σύνταξη του Συμβόλου [ ]. Έτσι η χριστιανική διδασκαλία για την σχέση των προσώπων της αγίας Τριάδος αποτελεί μέρος της βυζαντινής μας κληρονομιάς.

Παρομοίως, η ορθόδοξη διδασκαλία για την ένωση των δύο φύσεων (ανθρώπινης και θείας) στον Ιησού Χριστό ανάγεται στο Σύμβολο της Χαλκηδόνος του 451. Η Σύνοδος αυτή συγκλήθηκε από τον Μαρκιανό, και ο δογματικός πυρήνας του Συμβόλου της Πίστεως που συνέταξε (επίσης στα ελληνικά), του λεγόμενου “Συμβόλου της Χαλκηδόνος”, αποτέλεσε έκτοτε την σπουδαιότερη αυθεντία στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας. Το Σύμβολο της Χαλκηδόνος έγινε δεκτό και από τις Ευαγγελικές Εκκλησίες ως κριτήριο ορθής πίστης. Τα κυριότερα άρθρα, λοιπόν, της χριστιανικής πίστης έχουν προέλευση βυζαντινή. [ ]

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια του βυζαντινού κόσμου συνεχίστηκε αδιάσπαστη η παράδοση της ελληνικής φιλοσοφίας, παράδοση η οποία στην Δύση είχε διακοπεί από νωρίς. Σε αντίθεση με τη Δύση, στο Βυζάντιο διατηρήθηκε μια κουλτούρα κοσμική, δηλαδή μια κουλτούρα που προερχόταν από και στηριζόταν καθαρά σε κοσμικούς φορείς. Στο Βυζάντιο, ήδη από τον 6ο αιώνα, ανθούσε μια ποίηση εμποτισμένη από τους αρχαίους ειδωλολατρικούς μύθους. Η ενασχόληση με την φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την φυσική, την αστρονομία και την γεωγραφία κατείχε σημαντική θέση σ’ αυτήν την κουλτούρα. Σ’ αυτήν στράφηκαν οι διανοούμενοι του Ισλάμ, αλλά και αργότερα στην Δύση οι ουμανιστές της Αναγέννησης. Το τελευταίο σημαντικό μέλος της φιλοσοφικής σχολής της Αλεξάνδρειας, ο Στέφανος Αλεξανδρεύς, κλήθηκε να ερμηνεύσει Πλάτωνα και Αριστοτέλη και να διδάξει αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, έναν αιώνα μετά το κλείσιμο των αθηναϊκών σχολών, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Από τα έργα του σώθηκε το υπόμνημά του στο «Περί ερμηνείας» του Αριστοτέλη και ένα εγχειρίδιο για αστρονομικά θέματα και ζητήματα χρονολόγησης.

Όσον αφορά την ελληνική φιλοσοφία, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η καθιερωμένη αντίληψη που την θέλει να βρίσκει τραγικό τέλος κατά το μοιραίο έτος 529 δεν είναι παρά ένας συμβατικός μύθος χωρίς κανένα πραγματικό έρεισμα. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα ως μελετητές της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι μία ριζικά νέα θεώρηση, δίκαιη και ακριβέστερη, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση θα φανεί καθαρά ότι η ελληνική φιλοσοφία δεν εξέπνευσε το 529, μετά από μία πορεία χιλίων χρόνων, αλλ’ αντιθέτως είχε μπροστά της μία δεύτερη χιλιετία περαιτέρω ανάπτυξης.

Αυτή η δεύτερη μεγάλη φάση, η Βυζαντινή Φιλοσοφία, δεν μπορεί –όπως γινόταν κατά κανόνα ως σήμερα– να παρουσιάζεται απαξιωτικά ως μία απλή ιστορία αρχαιοελληνικών επιρροών σε χριστιανούς λογίους. η Βυζαντινή Φιλοσοφία είναι κάτι πολύ περισσότερο: μία άμεση, ζωντανή συνέχεια της Ελληνικής Φιλοσοφίας κατά την βυζαντινή περίοδο. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, οφείλουμε να αποκτήσουμε συνείδηση της ιστορικής πραγματικότητας και συγκεκριμένα του γεγονότος ότι η φιλοσοφία των Ελλήνων διήρκεσε ως την αυγή των Νέων Χρόνων, δηλαδή ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας – πράγμα που σημαίνει ότι μας χωρίζουν από αυτήν μόλις πεντακόσια χρόνια. Στο πλαίσιο της ιστορικοφιλοσοφικής συνείδησης της Δύσης, η πραγματικότητα αυτή συσκοτίστηκε λόγω της αποκλειστικής επικέντρωσης στον Δυτικό Μεσαίωνα. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στο τετράτομο κλασικό έργο του Ueberweg Grundriss der Geschichte der Philosophie, όπου στην Βυζαντινή Φιλοσοφία αφιερώνονται μόνον εννέα (!) σελίδες. []

Τα δύο κυρίαρχα ερωτήματα που απασχόλησαν την ελληνική φιλοσοφία είναι από την μια η πηγή των όντων και από την άλλη η ουσία του πνεύματος. Αυτή η βασική θεματική είναι παρούσα σε όλες τις φάσεις της ανάπτυξής της. Η προ-αττική φιλοσοφία (περίπου ως το μέσον του 5ου π.Χ. αιώνα) ασχολείται κυρίως με την προέλευση και την ανάπτυξη του κόσμου, με τις πρώτες αιτίες, μέσω της δράσης των οποίων μπορεί να ερμηνευθεί η γένεση του υπάρχοντος κόσμου. Σε αυτή την φάση, η ελληνική φιλοσοφία είναι μία μίξη της κοσμολογίας, της αστρονομίας, των μαθηματικών, της μετεωρολογίας και της φυσιολογίας με τα οντολογικά ερωτήματα για το είναι, την γένεση και την φθορά, την ενότητα και την πολλότητα. [ ] Η αττική φιλοσοφία (περίπου από το μέσον του 5ου ως τα τέλη του 4ου αιώνα) επεξεργάζεται περαιτέρω την προϋπάρχουσα οντολογική προβληματική και διαμορφώνει ένα μεγαλεπήβολο, γενικό σύστημα μεταφυσικής. Πρωτεργάτες αυτού του οικοδομήματος υπήρξαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, των οποίων οι φιλοσοφικές προθέσεις, ιδωμένες υπό γενικό πρίσμα, είναι συμπληρωματικές.

Η ελληνορωμαϊκή φιλοσοφία (από το τέλος του 4ου προχριστιανικού αιώνα ως τα μέσα του 3ου μετά-χριστιανικού) χαρακτηρίζεται από έναν καινοφανή υποκειμενισμό. Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον είναι περισσότερο πρακτικό παρά θεωρητικό. Τα νέα συστήματα της Στοάς και του Επικούρου πραγματεύονται την θεμελιώδη έννοια της ευδαιμονίας. Ο “δογματισμός” των Στωικών και των Επικούρειων δέχεται τα πυρά του πυρρώνειου Σκεπτικισμού και της Μέσης και Νεότερης Ακαδημίας. Έτσι διαμορφώνεται ένας εκλεκτικισμός, ο οποίος αγκαλιάζει όλες τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις και ο οποίος, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θα προκαλέσει ως αντίδραση μια νέα “ορθοδοξία” με την έννοια της επιστροφής και της επανεμβάπτισης στις γνήσιες διδασκαλίες των φιλοσόφων-αυθεντιών. Έτσι αρχίζει μια επισταμένη ενασχόληση με τα έργα των ιδρυτών των Σχολών. η συλλογή, η ταξινόμηση, η έκδοση και ο σχολιασμός αυτών των έργων αποκτά μεγάλη σημασία. Η νεοπλατωνική-Βυζαντινή Φιλοσοφία (από τα μέσα του 3ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του Νεοπλατωνισμού και του Χριστιανισμού.

Ο Νεοπλατωνισμός κατορθώνει να συνθέσει σε ένα ενιαίο σύστημα τα κομβικά σημεία της φιλοσοφικής και θρησκευτικής παράδοσης, δημιουργώντας ένα σύστημα διεπόμενο από μία νέα μεταφυσική αρχή. Με το εγχείρημα αυτό έδωσε μία νέα συστηματική ερμηνεία και ανάπτυξη των βασικών εννοιών της ελληνικής φιλοσοφίας, των εννοιών αρχή και νους. Ο Νεοπλατωνισμός αυτοπροσδιορίζεται ως πλατωνισμός, ή, καλύτερα, ως διασάφηση της σκέψης του Πλάτωνος – αν και στο σύστημά του πλατωνικά στοιχεία δεν εμφανίζονται πουθενά σε καθαρή μορφή, ενώ συχνά απουσιάζουν εντελώς. Όπως στον Μέσο Πλατωνισμό των προηγούμενων αιώνων, έτσι και στον Νεοπλατωνισμό, ένα θεμελιώδες γνώρισμα του όλου συστήματος είναι ο εκλεκτικισμός, ο οποίος συνδυάζει τον Πλάτωνα με τον Αριστοτέλη. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στον Νεοπλατωνισμό τα συνθετικά στοιχεία δεν μεταβάλλονται ελεύθερα, αλλά οργανώνονται βάσει ενός σταθερού πλαισίου, μιας σταθερής τάξης, που είναι βασικά ο χωρισμός μεταξύ κόσμου αισθητού και κόσμου υπεραισθητού. Αυτός ο έντονος δυϊσμός αίρεται στους κόλπους ενός μονισμού, ο οποίος επιτυγχάνεται με την θεώρηση του Ενός ως αρχής, από την οποία απορρέει ο Νους, από τον οποίο απορρέει κατόπιν η ψυχή του κόσμου, από την οποία προκύπτει σε μία τελική φάση ο κόσμος των φαινομένων. Τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία αυτού του συστήματος είναι η θεωρία των υποστάσεων και η αντίληψη περί διαβαθμίσεως του είναι, η οποία οδήγησε τον Νεοπλατωνισμό σε διαρκώς λεπτότερες οντολογικές διακρίσεις και, κατά το μέτρο αυτό, τον ίδιον σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις. [] Οι νεοπλατωνικές υπάλληλες υποστάσεις και η σειρά των αναβαθμών στις οποίες αντιστοιχούσαν καθιστούσαν σχετικά εύκολη την ένταξη του παραδεδομένου φιλοσοφικού υλικού στο νεοπλατωνικό σύστημα. []

Η πρόσληψη της αρχαίας φιλοσοφίας από τον Χριστιανισμό αποτελεί ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός. [] Στους Αποστολικούς Πατέρες του 2ου αιώνα μπορούν να εντοπιστούν ίχνη μόνο φιλοσοφικού προβληματισμού, μάλλον τυχαία και εντελώς περιθωριακά, σχεδόν διακοσμητικά. Η φιλοσοφική παράδοση κάνει αισθητή την παρουσία της με μεγαλύτερη ευκρίνεια στους κόλπους του Χριστιανισμού μόλις στους πρώιμους χριστιανούς Απολογητές, κυρίως στην πλατωνίζουσα θεολογία του Ιουστίνου (μαρτύρησε περί το 165). Με τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (περ.150 – περ. 216) και τον μαθητή του Ωριγένη (περ.185 -254), η επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας εμφανίζεται σε όλη της την έκταση. μέσω του Νεοπλατωνισμού η φιλοσοφία αυτή απέβη καθοριστική δύναμη, την έλξη της οποίας δεν μπορούσε να αποφύγει κανένας χριστιανός συγγραφέας.

Ο Νεοπλατωνισμός, ήδη από το ξεκίνημά του, παρουσίαζε σημεία επαφής με τον Χριστιανισμό. Ο δάσκαλος του Πλωτίνου, Αμμώνιος Σακκάς, υπήρξε επίσης δάσκαλος του Ωριγένη. Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της κατηχητικής σχολής της Αλεξανδρείας, Κλήμης και Ωριγένης, θεμελίωσαν την ελληνική θεολογία, στην οποία συνδέθηκαν αδιάσπαστα η χριστιανική ευσέβεια με την ελληνική παιδεία και όπου η εκκλησιαστική παράδοση γνώρισε μία θεωρητική επανερμηνεία και μεταγραφή. Το αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση μιας φιλοσοφικής θρησκείας συγγενούς με την ελληνιστική θρησκευτική φιλοσοφία και παρόμοιας με την ιουδαίο-αλεξανδρινή θρησκευτική φιλοσοφία ενός Φίλωνος της εποχής του Ιησού και λίγο μεγαλυτέρού του. Ο Ωριγένης υπήρξε βασικά ένας χριστιανός νεοπλατωνικός, για τον οποίον η εκκλησιαστική πίστη ήταν ένας “μύθος”. Ο χριστιανός φιλόσοφος πρέπει να αρθεί πολύ πιο πάνω από αυτήν την βαθμίδα. Από τον Ωριγένη προέρχεται το πρώτο σύστημα χριστιανικής θεολογίας, η οποία κατά τους επόμενους αιώνες προχώρησε, συζητώντας ακριβώς την θέση του Ωριγένη. Ο εξελληνισμός της χριστιανικής κοσμοθεωρίας είχε πλέον συντελεστεί.

Η θεολογία της αρχαίας Εκκλησίας δανείστηκε πολλές έννοιες από την νεοπλατωνική φιλοσοφία. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η έννοια της ουσίας.[ ]

Το πρόβλημα της λεγόμενης “αρειανικής έριδας” αφορούσε την θεότητα του Χριστού και ειδικότερα το ζήτημα αν ο Χριστός προϋπήρχε ως ομοούσιος με τον θεό ή ήταν απλώς ένα “ημιθεϊκό” ον. Αποτέλεσμα των εργασιών της Συνόδου ήταν η υπογραφή του Συμβόλου της Νικαίας, στο οποίο προστέθηκαν αναθεματισμοί κατά των χριστολογικών διατυπώσεων του Αρείου. Αντίθετα με τον Άρειο και άλλους θεολόγους, το Σύμβολο αυτό ομολογεί ότι ο Υιός γεννάται «εκ της ουσίας του Πατρός» (ex substantia Patris). Τότε ήταν που τέθηκε σε χρήση ο όρος ομοούσιος, ο οποίος αποτέλεσε για τους μεν ορθοδόξους το έμβλημα του αγώνα τους, για τους δε Αρειανούς το “κόκκινο πανί”. Ο όρος αυτός είχε απορριφθεί από την σύνοδο της Αντιοχείας το 268.[] Στην Σύνοδο της Νικαίας, αποφασίστηκε ότι ο Υιός δεν είναι μία κατώτερη οντότητα υποταγμένη στον Πατέρα, αλλά έχει την ίδια ουσία με αυτόν. Η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ενώ ο Υιός, μολονότι είναι κι αυτός άναρχος, γεννήθηκε από την ουσία του Πατέρα.[]

Στο πλαίσιο της εννοιολογικής επεξεργασίας του μυστηρίου της Τριάδος επιχειρήθηκε εξαρχής η εύρεση μιας ορολογίας που να εκφράζει τους ιδιαίτερους υποστατικούς τρόπους υπάρξεως του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέσα στους κόλπους της μίας θεότητας. Ήδη ο Ωριγένης αναμετριέται με το πρόβλημα, αναζητώντας έναν ενοποιητικό όρο, τον οποίο πίστεψε πως βρήκε στην λέξη πράγμα. έτσι έκανε λόγο για τον Πατέρα και τον Υιό σαν να πρόκειται για δύο πράγματα. Τον ίδιο τρόπο έκφρασης συναντούμε και στον Αρειανό επίσκοπο Αλέξανδρο Αλεξανδρείας. Η επιλογή αυτή υπήρξε αναμφίβολα ανεπιτυχής. Ο όρος ιδιότητες, δηλαδή ιδιαιτερότητες της μίας θείας ουσίας στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον οποίον επίσης χρησιμοποιεί σποραδικά ο Ωριγένης, δεν επικράτησε ούτε κι αυτός. Έτσι οι Πατέρες επανήλθαν στον Αριστοτέλη. Έτσι, ήδη ο Ωριγένης έλεγε ότι “στον Θεό υπάρχουν τρεις υποστάσεις, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα”3.  Ανάμεσα σε πολλούς άλλους που όριζαν την τριάδα των προσώπων (υποστάσεις) κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να ξεχωρίσουμε τον Μέγα Αθανάσιο, διότι συνέβαλε ουσιαστικά στην διαμόρφωση του Συμβόλου της Νικαίας. Το πλέον όμως εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα και σ’ αυτόν η χρήση των όρων ουσία και υπόστασις δεν είναι ενιαία. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, καθιερώθηκε για το τριαδικό δόγμα η διατύπωση: “μία ουσία, τρεις υποστάσεις”. Στην διατύπωση αυτή ο όρος ουσία χρησιμοποιείται με την έννοια της γενικής, της δευτέρας ουσίας, ενώ η υπόστασις έχει την σημασία του ατομικού είναι, της πρώτης ουσίας.[ ]

Η περαιτέρω εννοιολογική επεξεργασία του τριαδικού δόγματος οδήγησε στην γένεση μιας “νεο-ορθοδοξίας”, προϊόν σύζευξης της ορθοδοξίας με την ελληνική γνώση. Αυτό ήταν έργο των τριών μεγάλων Καππαδοκών, του Βασιλείου Καισαρείας, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης.

Ο Μέγας Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας από το 370 (+ 379), δέχθηκε την διδασκαλία περί υπάρξεως τριών υποστάσεων στον Θεό και προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την σχέση των εννοιών ουσία και υπόστασις. Ουσία γι’ αυτόν σημαίνει την γενική ουσία, που αποτελεί την ουσίαν όλων των ατομικών οντοτήτων που ανήκουν στο ίδιο είδος· υπόστασις, αντίθετα, είναι το συγκεκριμένο, αυθύπαρκτο άτομο[ ].

Ο Γρηγόριος Νύσσης (επίσκοπος της Νύσσας της Καππαδοκίας (+μετά το 394), νεότερος αδελφός του Βασιλείου, με ισχυρότερη φιλοσοφική παιδεία από τους άλλους δύο, διατυπώνει το θέμα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Στον Γρηγόριο βρίσκουμε φανερά αυτό που στον Βασίλειο υπάρχει μόνο καλυμμένα: έναν ακριβέστερο καθορισμό της έννοιας της υποστάσεως μέσω ταυτίσεώς της με την έννοια του προσώπου (persona). Ο Γρηγόριος κάνει λόγο για τρία πρόσωπα μίας ουσίας. Μία συνέπεια αυτής της θεώρησης είναι η σύνδεση της έννοιας του προσώπου με τα γνωρίσματα της νοήσεως και του αυτεξουσίου. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 380-381 (+ 390), επεξεργάστηκε ακόμη περισσότερο αυτούς τους εννοιολογικούς δογματικούς ορισμούς. Με τους τρεις Καππαδόκες η έννοια της υποστάσεως λαμβάνει πλέον σχεδόν παντού την σημασία της πρώτης ουσίας και ταυτίζεται με το πρόσωπον, δηλαδή με το αυθύπαρκτο και έλλογο ατομικό oν. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αποφασιστική προϋπόθεση για την επίσημη αποδοχή μιας ενιαίας ορολογίας για το τριαδικό δόγμα, η οποία καθιερώθηκε με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (381).[]

Τελειώνοντας, θέλω να επανέλθω στο καίριο ερώτημα εάν η ελληνική φιλοσοφία εκχριστιανίστηκε ή η χριστιανική πίστη εξελληνίστηκε. Η θέση του Adolf von Harnack περί «εξελληνισμού του ανατολικού Χριστιανισμού» είναι αναμφισβήτητα ορθή. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί εναντίον της, δεν έχει αναιρεθεί ως σήμερα πειστικά. Όμως ο Harnack δεν συνειδητοποίησε ότι και η εννοιολογία του δυτικού Χριστιανισμού, επίσης, έχει σε τελευταία ανάλυση ως βάση την αρχαιοελληνική μεταφυσική. Οι αρνητικές του εκφράσεις για το “πνεύμα της Εκκλησίας των ανατολικών περιοχών” αποκαλύπτουν καθαρά ότι δεν έχει ούτε ο ίδιος κατανοήσει την σημασία αυτού που ονόμασε απαξιωτικά “διαδικασία εξελληνισμού της ουσίας του Χριστιανισμού”. Μία πρόταση του Harnack όπως η εξής: «Η ελληνική Εκκλησία δεν εμφανίζεται ως ένα χριστιανικό δημιούργημα με ελληνικό περίβλημα, αλλά ως ένα ελληνικό δημιούργημα με χριστιανικό περίβλημα», αποτελεί μέσα στην αστοχασιά της χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης ιστορικής κατανόησης. Δυστυχώς, η κατ’  αρχήν σωστή βασική θέση του Harnack δεν κατανοήθηκε σωστά ούτε από τον ίδιον ούτε από την πλειοψηφία είτε των υποστηρικτών της είτε των αρνητών της.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ