του Θεόδωρου Ι.Ζιάκα
Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναφερθώ στα τρία αυτά ζητήματα και θα κλείσω με το φαινόμενο του γενικού εκπασοκισμού. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε, σ’ αυτό το διάστημα, να εκπασοκίσει ακόμα και τους φανατικότερους αντιπάλους του. Ο Κ. Καραμανλής (ο ανηψιός), για παράδειγμα είναι οφθαλμοφανώς «πασοκικότερος» του Σημίτη. Φαίνεται, λοιπόν, να υπάρχει μια κοινή «πασοκική ουσία», στην οποία μετέχουν οι πάντες. Θα κοιτάξω να δω πώς αποκρυσταλλώνεται κοινωνικά η «ουσία» αυτή.
Στο διάστημα που συζητάμε τελειώνουν τρεις «εποχές»: μια στην κλίμακα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και δυο στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας. Στη δική μας κλίμακα είναι η κατάρρευση της παραδοσιακής εμφυλιοπολεμικής πόλωσης. Στη διεθνή κλίμακα είναι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η μετάβαση του δυτικού (νεωτερικού) πολιτισμού στο στάδιο του «μεταμοντερνισμού».
Η διαχείριση των τριών αυτών «μεταβάσεων», όπου η πρώτη εντάσσεται στη δεύτερη και η δεύτερη στην τρίτη, απαιτούσε και το αντίστοιχο «τριπλό πρόγραμμα» (που να βγάζει τη χώρα από την εμφυλιοπολεμική πόλωση, να απαντά στις προκλήσεις της μεταδιπολικής διεθνούς κατάστασης και να προετοιμάζει τον Ελληνισμό για τη μετανεωτερική εποχή). Προφανώς το ΠΑΣΟΚ είχε σχέδιο για τον πρώτο μετασχηματισμό. Ας το ονομάσουμε «πρόγραμμα της Μεταπολίτευσης». Για τον δεύτερο όμως μετασχηματισμό δεν είχε τίποτα. Νόμιζε ότι ο διπολισμός είναι μόνιμη σταθερά του παγκόσμιου συστήματος. Κι ο σοσιαλισμός η μοναδική και αξεπέραστη απάντηση στο κοινωνικό πρόβλημα. Για τον τρίτο μετασχηματισμό, που αποτελεί και τη βαθύτερη ουσία του δεύτερου, ούτε λόγος. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, τον αγνοεί.
Έτσι, ενώ πετύχαινε τους βραχυπρόθεσμους στόχους του, το ΠΑΣΟΚ προετοίμαζε τη χώρα για ένα μέλλον τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που πράγματι ερχόταν.
Εμπνευστής του προγράμματος της Μεταπολίτευσης ήταν ο Κ. Καραμανλής και εκτελεστής του ο Α. Παπανδρέου. Οι στόχοι του θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία σημεία: Άρση του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, αποκατάσταση της δημοκρατίας, ένταξη στην ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα). Ειδικότερα:
– Άρση της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης: Άνοιγμα του κράτους στην αποκλεισμένη πλειονότητα του πληθυσμού. Κοινωνικές παροχές, για την ανακούφιση των κατώτερων στρωμάτων. Διαχείριση της αποβιομηχάνισης (κρατικοποίηση των προβληματικών). Αντιμετώπιση της απασχόλησης με προσφυγή στον κρατισμό.1
– Αποκατάσταση της δημοκρατίας: Αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Εγκαθίδρυση πολιτικού συστήματος, βασισμένου στην πελατειακή διαχείριση των πολιτικών σχέσεων. Το κοινοβούλιο, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, θεωρούνται τα «τρία βάθρα» του. Σύστημα αξιοσημείωτα σταθερό: ξεπέρασε με επιτυχία την κρίση του ’89 και επιβιώνει των δύο ιδρυτών της. Για πρώτη φορά η νεώτερη Ελλάδα γνωρίζει, επί τόσα συναπτά έτη, συνθήκες πολιτικής ελευθερίας.
– Ένταξη στην ΕΟΚ: Μετάθεση της Προστασίας από τις ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιτυχής διαχείριση-εκτόνωση του αντιδυτικισμού και ειδικότερα του αντιαμερικανισμού. Μετάθεση των προβλημάτων Ελλάδας-Τουρκίας στο πεδίο των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Καραμανλής: μπήκαμε στην Ε.Ο.Κ. όχι για οικονομικούς αλλά για εθνικούς λόγους. Η «αποτρεπτική στρατηγική» επαφίεται στα «διεθνή ερείσματα» της χώρας και πριν απ’ όλα τα ευρωπαϊκά. Ο στρατιωτικός συσχετισμός δυνάμεων αφήνεται να αλλάξει υπέρ της Τουρκίας.
Τα διαθέσιμα μέσα αυτού του προγράμματος ήταν: α) ο χαρισματικός ηγέτης, β) μια θεωρία-κράμα νεομαρξισμού και σταλινισμού και γ) η μαζική κινητοποίηση των «μη προνομιούχων», στη βάση μιας αλυτρωτικής ιδεολογίας με έντονα αντιμπεριαλιστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά.
Το πρόγραμμα της Μεταπολίτευσης ήταν επιφανειακό, επειδή δεν συνέδεε τον ελληνικό διχασμό με την ειδική θέση της χώρας στα πλαίσια του διπολισμού.2 Έτσι όταν ήρθε η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και ακυρώθηκαν οι γεωπολιτικές προϋποθέσεις του μακρόχρονου μαρασμού της, καμιά ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία δεν είχε γίνει, ώστε να αξιοποιηθούν οι καινούργιες ευνοϊκές συνθήκες. Απεναντίας νιώσαμε ότι χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Η πολιτική σκέψη του ΠΑΣΟΚ, και των άλλων κομμάτων, παρέμεινε εγκλωβισμένη στους νάρθηκες του διπολισμού. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ερμηνεύτηκε ως «ήττα των λαών» και η παγκοσμιοποίηση σαν μονόδρομος προς τον γκρεμό. Αποτέλεσμα: σύγχυση και αδυναμία προσανατολισμού. Απαισιοδοξία και ατελεύτητη θρηνωδία, μηδενισμός και ραγιαδισμός.
Η αγκύλωση στη διπολική σκέψη δεν μας επιτρέπει ειδικότερα να κατανοήσουμε τη νέα δομή του παγκόσμιου συστήματος και τον ρόλο των ΗΠΑ σ’ αυτήν. Ούτε τον νέο ρόλο των εθνών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εθνών για τη βελτίωση της θέσης τους στη διεθνή πυραμίδα της ισχύος είναι η μόνη πραγματικότητα. Ούτε τον πολυώνυμο χαρακτήρα της ισχύος (στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό, τεχνολογικό, πολιτιστικό, δημογραφικό) καταλαβαίνουμε. Δυστροπούμε στη διαπίστωση ότι, για το προβλεπτό μέλλον, προοπτική έχουν μόνο οι εθνικές στρατηγικές που αξιοποιούν τις γενικές απαιτήσεις του παγκόσμιου συστήματος (την ανταγωνιστικότητα, τη συμπληρωματικότητα, την αναζήτηση της σταθερότητας). Δεν ηχεί καθόλου ευχάριστα στ’ αυτιά μας η ιδέα ότι προϋπόθεση της εθνικής επιβίωσης, στο νέο διεθνές περιβάλλον, είναι η ικανότητα να προσφέρεις λύσεις στα προβλήματα των γύρω σου. Ότι αν μένεις στάσιμος και δεν ανοίγεις δρόμο, σ’ αυτούς που τρέχουν πίσω σου, τότε απλώς θα σε ποδοπατήσουν.
Τα μεγάλα προβλήματα του διπολικού κόσμου -η κοινωνική και η εθνική ανισότητα, το οικολογικό πρόβλημα, η αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής- μεταφέρθηκαν στο μεταδιπολικό σύστημα και επιδεινώνονται. Η αντιμετώπισή τους αποτελεί τώρα βασική ανάγκη των εθνών-κρατών και των όποιων συλλογικών συσσωματώσεών τους. Η εθνική και η συλλογική ισχύς βρίσκονται σε συνάρτηση με την ικανότητα αντιμετώπισης των μεγάλων αυτών προβλημάτων. Αν στον διπολικό κόσμο μπορούσε να έχει απήχηση η άποψη ότι, για να λύσουμε το κοινωνικό πρόβλημα, πρέπει να διασπάσουμε και να διαλύσουμε το έθνος, μέσω της μετατροπής της πάλης των τάξεων σε εμφύλιο πόλεμο, τώρα όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι κάτι τέτοιο είναι σκέτη παραφροσύνη. Κοντολογίς: Χωρίς εθνική συσπείρωση και χωρίς κοινωνική συνοχή, είναι αδύνατη η εθνική επιβίωση σ’ έναν ειρηνικό, αλλά πολύ σκληρά ανταγωνιστικό κόσμο.
Το πρόγραμμα της Μεταπολίτευσης αποκατέστησε την εθνική ενότητα, αλλά δεν προετοίμασε τον λαό και τη χώρα να στηριχθούν στα δικά τους πόδια. Τα δεκανίκια του κρατισμού και της προστασίας κρίθηκαν απολύτως απαραίτητα.
Πίσω από την κατάρρευση του διπολισμού βρίσκεται η μετάβαση του νεωτερικού πολιτισμού από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Στο κέντρο της βρίσκεται η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης, η αποσάθρωση του μοντέρνου ατόμου και η ανάπτυξη του ανθρωπολογικού μηδενισμού.
Η ιδιάζουσα στην εποχή του μοντερνισμού «απομυθοποίηση» των συλλογικών ταυτοτήτων και η ανακήρυξή τους σε «συμβατικές» και «νοερές», επεκτείνεται τώρα σε μηδενισμό και της ίδιας της ατομικής ταυτότητας. Οι αξίες της προσωπικότητας χάνουν τη σημασία που είχαν πριν, καθώς ο ηδονισμός και ο καταναλωτισμός αναβαθμίζονται σε υπέρτατη υπαρξιακή επιδίωξη. Η κοινωνική συνοχή αποσαθρώνεται όχι μόνο από τα οικονομικά προβλήματα, αλλά κυρίως από την κυριαρχία των μηδενιστικών προτύπων που εισάγει ο μεταμοντερνισμός. Η αποσάθρωση του υποκειμένου καθιστά και τις όποιες πολιτικές αποβλέπουν στη λύση των προβλημάτων, ανεφάρμοστες και ατελέσφορες.
Το ζήτημα είναι γενικό και αφορά το Σύστημα στο σύνολό του. Μόνο οι τρόποι μετοχής σ’ αυτό διαφέρουν. Σε μας το πρόβλημα σκιαγραφείται πολύ καθαρά στο πεδίο της εθνικής ταυτότητας, καθώς από τις θετικές νεωτερικές νοηματοδοτήσεις της περάσαμε, πλησίστιοι, στον εθνομηδενισμό.3 Ο εθνομηδενισμός, ο γραικυλισμός στα καθ’ ημάς, είναι το οικοσύστημα του ανθρωπολογικού μηδενισμού. Η αντιμετώπιση του μηδενισμού, με τη διπλή αυτή έννοια, είναι το μέγα πρόβλημα της ιστορικής φάσης που διανύουμε. Το ζητούμενο είναι εδώ η ανάδειξη του Προσώπου, του ανθρωπολογικού τύπου όπου αίρεται η πόλωση ατομικισμού–κολεκτιβισμού και πραγματώνεται η ατομικότητα της αλληλεγγύης, της αυτονομίας αλλά και της προσφοράς, της ελευθερίας αλλά και της δικαιοσύνης.
Το εξοργιστικό είναι ότι, ενώ το πρότυπο αυτό υπάρχει μόνο στην ελληνο-ορθόδοξη παράδοση, εμείς κάναμε, στο διάστημα αυτό, ό,τι μπορούσαμε για να αποκόψουμε την παιδεία μας από την παράδοση αυτή. Οι αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (βασική συνιστώσα του προγράμματος της Μεταπολίτευσης) ισοδυναμούν με πολιτιστική αυτοκτονία, επειδή κλείνουν τον δρόμο προς τη μετανεωτερική εποχή. Εδώ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Αριστερά, συμπίπτουν πλήρως.
Αλλά ας δούμε τα αποτελέσματα της εικοσιπενταετούς διαχείρισης, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί στο κοινωνικό πεδίο.
Κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος είναι στην Ελλάδα σήμερα το καταναλωτικό παράσιτο.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός αποτελεί εγκαθιδρυμένο σύστημα. Στο κέντρο του βρίσκεται ο πελατειακός κοινοβουλευτισμός, η βασική λειτουργία του οποίου είναι να εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους του και το έθνος στους δανειστές του. Γύρω του τα ποικίλα «διαπλεκόμενα» και οι «στρατοί κατοχής» (συντεχνίες, κομματικές νομενκλατούρες, συνδικαλιστικές μαφίες). Όλοι μαζί συγκροτούν έναν ιδιόμορφο οργανισμό, ο οποίος χρησιμοποιεί το κράτος σαν κέλυφός του και τρέφεται από τα παντοειδή ελλείμματα (στην άμυνα, στην οικονομία, στην παιδεία, παντού) – ελλείμματα που το ίδιο δημιουργεί. Ο οργανισμός αυτός διασωληνώθηκε μάλιστα τόσο καλά με τα ευρωκοινοτικά Ταμεία που ελπίζει να βγει σώος και αβλαβής από τη «λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης». Προέκυψε από τη συγχώνευση κοινωνικού παρασιτισμού, εθνικού γραικυλισμού και πελατειακού πολιτικού συστήματος, αλλά η ανθρωπολογική του βάση βρίσκεται στον αχαλίνωτο μηδενιστικό ατομικισμό, που χαρακτηρίζει το διαχρονικό ελληνικό άτομο στη φάση της ολοκλήρωσής του. Είναι το εθνικό μας βαμπίρ, το γνωστό κι από άλλες εποχές της ελληνικής ιστορίας. Οικοσύστημά του: το «τέλος των ιδεολογιών» (εθνικών και κοινωνικών).
Η λέξη «κρίση» είναι πολύ φτωχή, αθώα και προπαντός παραπλανητική, για να αποδώσει το φαινόμενο. Μιλάμε για ένα απαίσιο γλοιώδες ον, που τρέφεται από το αίμα του έθνους και του οποίου το δόντι έχει την ιδιότητα να εξουδετερώνει την αντίσταση του ξενιστή του, δημιουργώντας του αρχικά ροζ ψευδαισθήσεις και στη συνέχεια κοινωνική απάθεια. Το ον αυτό, αν και διαμορφώθηκε στα πλαίσια του ΠΑΣΟΚ, αφομοίωσε όλα τα κόμματα, τα ΜΜΕ και αποσάθρωσε και τα τρία βάθρα της παπανδρεϊκής δημοκρατίας. Ας δούμε συνοπτικά τη διαδικασία σχηματισμού του.
Η κατάρρευση της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης, η τόσο αναγκαία και ζωτική για τον τόπο, απελευθέρωσε έναν αχαλίνωτο ατομικισμό. Ο ατομικισμός αυτός δεν δέχεται καμιά κοινωνική υποχρέωση. Το μόνο που ξέρει είναι «τα δικαιώματά του». Διαπερνά δε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Μοιάζει να διαμορφώνει ένα νέο είδος «ταυτότητας». Τα χαρακτηριστικά της έχουν αποσαφηνισθεί με ενάργεια: Το πρωτόγονο ζορμπαλίκι (το «καμάκι», το σουβλάκι, το συρτάκι και τα παιδιά του Πειραιά, ταιριαστά με το δημόσιο ραχάτι, τον χυδαίο ιδεολογικό μεταπρατισμό και τη θρησκειοποιημένη και φολκλορική «επίσημη» Ορθοδοξία). Ζωώδεις προτεραιότητες χρήματος και εξουσίας, βολέματος και αυτασφάλισης,4 πάνε μαζί με το «κούφιο νταηλίκι» να καις τη δική σου Νομαρχία5 υπό τα έντρομα βλέμματα του κράτους και να κάνεις εκβιαστικό συνδικαλισμό εκ του ασφαλούς.
Ο τύπος αυτός ξεπήδησε ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, υπερώριμος και σε πλήρη εξάρτυση, -σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Τα χαρακτηριστικά του μας λένε ότι έχουμε να κάνουμε με το ελληνικό άτομο, που μέτρο «πάντων χρημάτων» έχει τον εαυτό του. Μόλις βρήκε το οικείο περιβάλλον του, δηλαδή συνθήκες πολιτικής ελευθερίας και «τέλους ιδεολογιών», το άτομο αυτό αναγεννήθηκε εν ριπή οφθαλμού και μέσα από τις στάχτες αιώνων, όπως το πεθαμένο του σύμβολο, ο Φοίνικας. Παραδόξως, λοιπόν, η κατάρρευση του ελληνικού νεωτερικού ατόμου (κατάρρευση της «μετακενωτικής»-διαφωτιστικής και της «ελληνο-χριστιανικής» – εθνοφυλετικής ταυτότητας) δεν οδηγεί στην ατομική παθητικότητα και απροσωπία, όπως συμβαίνει στα κέντρα της νεωτερικότητας, ούτε στον φονταμενταλιστικό-κολεκτιβιστικό πυρετό, που παρατηρούμε π.χ. στην ισλαμική περιφέρεια. Μας μεταφέρει στην τελευταία και «μεταμοντέρνα» φάση του δικού μας προνεωτερικού τύπου εξατομίκευσης.
Η αναγέννηση του ελληνικού ατομικισμού αρχίζει με τη μετατροπή του Δημοσίου σε «βαλσαμοποιείο», για «τα δικά μας παιδιά», στη συνέχεια σε προκάλυμμα ενός μαφιόζικου κλεπτοκρατικού καθεστώτος και ολοκληρώνεται με την προσπάθεια εκλογίκευσης και «εκσυγχρονισμού» του συστήματος αυτού.
«Βαλσαμοποιείο». / Για «τα δικά μας παιδιά». Είναι διάσημες φάσεις-φράσεις του νεοελληνικού κοινοβουλευτικού βίου: – Ας τραβηχτούν για λίγο οι ετερόχθονες από την εξουσία, για να μπορέσουμε κι εμείς «να ρίψωμεν βάλσαμον εις τας πληγάς μας» (ψήφισμα Παλαμήδη 1844). Να βολέψουμε κι εμείς «τα δικά μας παιδιά» (Κ. Μητσοτάκης 1993).6
Τον πρώτο καιρό, όταν ο Ανδρέας, ο τροπαιοφόρος άγιος των μη προνομιούχων, άνοιξε τις πόρτες του κράτους στους αποκλεισμένους από τη Δεξιά, το Δημόσιο λειτούργησε, κανονικότατα, σαν βαλσαμοποιείο. Το κόστος το κάλυψε, ο σοφός μας οικονομολόγος, με εξωτερικό δανεισμό (αξιοποιώντας την «υψηλή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας», δηλαδή τη γεωπολιτική υπεραξία που είχε για τη Δύση το «οικόπεδο Ελλάς», στα πλαίσια του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων).7 Το «κράτος της δεξιάς», μεταβαλλόμενο σε βαλσαμοποιείο, έγινε στη φάση αυτή «παλλαϊκό κράτος», προκαταλαμβάνοντας πλήρως όλα τα σχετικά οράματα της παραδοσιακής αριστεράς. Για να τεθεί όμως υπό τον έλεγχο του «λαού», ήταν ανάγκη να καταλυθούν οι ιεραρχικές δομές του και η συστατική τους εργασιακή πειθαρχία. Υποτίθεται ότι στη θέση τους θα έμπαιναν η σοσιαλιστική αυτοπειθαρχία και η υψηλή υπευθυνότητα, που απορρέουν από τη σοσιαλιστική συνειδητότητα. Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν αναφάνηκε για να καλυφθεί το κενό. Απλώς ισοπεδώθηκαν και παρέλυσαν τα πάντα και μόνο το μισθολόγιο των ΔΕΚΟ δεν έπαψε να ακολουθεί την ανιούσα. Μάταια οι Κασσάνδρες περίμεναν την κατάρρευση. Όλο αυτό το διάστημα, το παπανδρεϊκό κράτος, που δεν είναι πλέον κράτος στην κυριολεξία, αλλά «μη-κράτος», αναπαράγεται κανονικότατα. Χωρίς κανένα αξιοσημείωτο πρόβλημα.
Ποιο είναι το μυστικό της απρόσκοπτης αναπαραγωγής του; Είναι προσεκτικά κρυμμένο αλλά απλούστατο: Με το να διατηρείται σκόπιμα σε παράλυτη κατάσταση, το ελληνικό μη-κράτος λειτουργεί σαν ξενιστής, κέλυφος, προπέτασμα και προστατευτική «παραλλαγή», για το βαμπίρ που έχει εγκαταβιώσει μέσα του. Η άτυπη εξωθεσμική λειτουργία του παρασιτικού αυτού οργανισμού είναι τέλεια οργανωμένη σε επάλληλα και διαπλεκόμενα αδιαφανή δίκτυα, που ξεκινούν από το αθηναϊκό λεκανοπέδιο και έχουν τα περιφερειακά τους παραρτήματα σε όλη τη χώρα. Ως ενιαίο τώρα δίκτυο έχει διεισδύσει παντού. Έχει διαβρώσει και τις τέσσερις «ανεξάρτητες» εξουσίες: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική και τύπο (γραπτό και ηλεκτρονικό). Επιπλέον έχει αποσαθρώσει και τα «τρία πόδια» της παπανδρεϊκής δημοκρατίας: τον κοινοβουλευτισμό, τα συνδικάτα και τους συνεταιρισμούς. Καθώς απλώθηκε σε όλη τη διαθέσιμη έκταση έχει αποκτήσει την ικανότητα να ενσωματώνει εύκολα οποιαδήποτε «συλλογική εκπροσώπηση». Μοναδικός σκοπός του είναι η συστηματική απομύζηση των πόρων του έθνους και η καλλιέργεια του κατάλληλου κλίματος ανοχής στη διαφθορά, ώστε να μπορεί να συνεχίζει απερίσπαστα το έργο της απομύζησης.
Ως κοινωνικό φαινόμενο δεν υπακούει σε καμιά κλασική εννοιολόγηση (ταξική ανάλυση κ.λπ.). Είναι ελληνική ιδιοτυπία και χρειάζεται ειδικές (ελληνικές) έννοιες, για να καταστεί κατανοήσιμο. Η απουσία ειδικών εννοιών μας εμποδίζει να το δούμε ως αυτό που πράγματι είναι: δηλαδή ως σύστημα με εσωτερική νομιμότητα, με νόμο αναπαραγωγής. Έτσι όμως δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε ούτε ιδεολογικά ούτε πολιτικά. Γίνεται αντιληπτό, όταν γίνεται, ως αθροιστικό σύνολο ηθικών παρεκτροπών, ενός μεγάλου ή μικρού αριθμού ανθρώπων, οπότε και αντιμετωπίζεται με ξορκισμούς, ηθικολογίες και ευχολόγια. Κατά κανόνα ο κόσμος βλέπει απλώς τα επιφαινόμενα: το «παράλυτο κράτος» ή τη «γραφειοκρατία». Και έντεχνα πείθεται ότι «φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι». Στη φαινομενολογία αυτή, το αφανές παρασιτικό μπλοκ προσπαθεί να στηρίξει ευρύτερες συναινέσεις. Όχι για να άρει την «παραλυσία του κράτους», αλλά για να μειώσει απλώς το κόστος του. Η παραλυσία του κράτους-ξενιστή είναι όρος αναπαραγωγής για το πολιτικο-κοινωνικό του παράσιτο.
Το αρχικό βαλσαμοποιείο μετεξελίχθη, λοιπόν, σε άτυπη αλλά άριστα οργανωμένη κλεπτοκρατία, η οποία έχει τόσο καλά εδραιωθεί, ώστε όλη η πολιτειακή ελίτ την αποδέχεται σαν κάτι το εντελώς φυσικό και αυτονόητο. Όποιος δοκιμάσει να την αμφισβητήσει απλώς θα βρεθεί εκτός νυμφώνος. Φυσικά ο λαός, το μέγα θύμα αυτής της επιχείρησης, δεν τους αποδέχεται. Γι’ αυτό και στις δημοσκοπήσεις δείχνει εμπιστοσύνη σε θεσμούς όπως ο Στρατός και η Εκκλησία, ενώ ξέρει πολύ καλά πόσο ξεχαρβαλωμένοι είναι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Συγχρόνως δηλώνει κατηγορηματικά απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς και στα ΜΜΕ. Δεν αντιλαμβάνεται όμως, ότι όλο αυτό το δυσκαταγώνιστο σύστημα, δεν είναι παρά η κεφαλαιοποίηση σε εθνικό επίπεδο του δικού του καθημερινού ατομικισμού. Ότι είναι η δική του έλλειψη συλλογικού πνεύματος αυτό που τρέφει το βαμπίρ. Τους συγκεκριμένους πολιτικούς αυτός τους εκλέγει, για εκπροσώπους του και πάτρωνες, με πρωταρχικό κριτήριο τις προσωπικές σχέσεις, τις εκμαυλιστικές εκδουλεύσεις και τις προσδόκιμες εξυπηρετήσεις. Πεπεισμένος από τις αλληλοκαταγγελίες των ίδιων των πολιτικών, ότι εγκληματούν εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, ότι χρηματίζονται, ότι προδίδουν την πατρίδα για ψύλλου πήδημα κ.τ.τ., δικαιολογεί στον εαυτό του την δική του καθημερινή ατομική μικρο-παρανομία. Για παράδειγμα: κλέβει τον Φ.Π.Α., κρύβει εισοδήματα, ως επαγγελματίας, λουφάρει κανονικά, ή λαδώνεται, ως δημόσιος υπάλληλος.
Ο ελληνικός ατομικισμός, καθώς ύπατο κριτήριο έχει τα απροσδιορίστως μεταβαλλόμενα γούστα του υπερτροφικού Εγώ του, απονοηματοδοτεί τελείως τους κανόνες της συντεταγμένης συμβίωσης, ακόμα κι αυτούς που το ίδιο έχει καθορίσει. Η λογικότητα του νεωτερικού ατόμου (όχι στην «τραυματική» εκδοχή, την εθνικιστική-ευσεβιστική και τη διεθνιστική-ταξική, που γνωρίσαμε, αλλά στην «αυθεντικά» ευρωπαϊκή) δεν μπορεί να αποτελέσει αυτορυθμιστική αρχή για το ελληνικό άτομο. Κι εδώ βρίσκεται η αιθεροβασία και το ασύγγνωστο λάθος του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το ελληνικό άτομο δεν είναι «λογικό», γιατί έχει πίσω του πολλαπλές ανθρωπολογικές διαδρομές. Όταν οι άλλοι πήγαιναν αυτό γύριζε, κατά το κοινώς λεγόμενο. Γνωρίζει π.χ. ότι «η λογική είναι υποδεέστερη της ρητορικής». Ότι το Εγώ είναι πάνω και πίσω από τη λογική. Ξέρει πολύ καλά ότι τα κίνητρα και οι σκοποί του προηγούνται της λογικής, την οποία επικαλείται. Δεν «παραμυθιάζεται», λοιπόν, με λογικά επιχειρήματα και «εκσυγχρονιστικά οράματα». Οι συλλογικοί κανόνες εκπίπτουν έτσι σε κατά συνθήκην ψεύδη, τα οποία ο ξύπνιος Έλληνας δεν καταδέχεται καν να τα λάβει υπόψη του, όταν τον παίρνει.
«Ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί». Ιδού η κατευθυντήρια αρχή της «χειραφετημένης από ιδεολογίες» ελληνικής ατομικότητας. Η αρχή αυτή, που διατυπώθηκε τόσο περιεκτικά στην ελλαδική Βουλή τον περασμένο αιώνα, αποτελεί το ύπατο δόγμα, τη θεμελιακή νοηματοδοτική πηγή, του αμοραλιστικού-παρασιτικού είδους «συλλογικότητας», που συνεπάγεται η έξαλλη ελληνική εξατομίκευση. Βεβαίως η ανάδυση του ελληνικού ατομικισμού, στην εποχή του «τέλους των ιδεολογιών» και του μεταμοντέρνου μηδενισμού, δεν έχει μόνο αρνητικές πλευρές. Κρύβει κι ένα ισχυρό δυναμισμό αναγκαίο για την επιβίωση. Πώς όμως, ο δυναμισμός αυτός θα μπορέσει να μεταμορφωθεί, ώστε να αναιρεθούν τα αρνητικά του αποτελέσματα, η συλλογική μας παθολογία; Αυτό είναι το μέγα ερώτημα. Μέγα και προς το παρόν πρακτικώς αναπάντητο.
Αν το ελληνικό «μεταμοντέρνο παράδειγμα» μπορούσε να κρατηθεί αιωνίως στη φάση του βαλσαμοποιείου, θα είχε αγγίξει την τελειότητα, -για τη νοοτροπία του ελληνικού ατόμου πάντα.
Το δυστύχημα όμως είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί εκεί. Το βαλσαμοποιείο λειτουργεί με δανεικά και επιπλέον μεταβάλλεται γρήγορα σε κλεπτοκρατία, που απομυζά κάθε ικμάδα του. Αρχή της είναι η περίφημη «αρπαχτή». «Να τα φάμε όλα εδώ και τώρα». Και τα τρώει όλα. Επιπλέον το βαλσαμοποιείο δεν είναι μόνο του στον κόσμο. Υπάρχουν πριν απ’ όλα οι κουτόφραγκοι των Βρυξελλών, που θέλουν να ξέρουν πού πηγαίνουν τα λεφτά τους. Υπάρχει η παγκοσμιοποίηση, η οποία δεν δείχνει καμιά συμπάθεια για τα παρασιτικά κρατιστικά κατεστημένα όπου γης, όπως έδειξε η σχετική εμπειρία με τις περιβόητες «τίγρεις» της Νοτιοανατολικής Ασίας. Τέλος υπάρχουν και οι …Τούρκοι. Η Ο.Ν.Ε. είναι βέβαια το υπήνεμο λιμάνι, στο οποίο αν προλάβουμε να μπούμε «σωθήκαμε». Αλλά η απειλή είναι εδώ και μας ακολουθεί κατά πόδας: «τουρκικός επεκτατισμός» και «διεθνής κερδοσκοπία». Τούρκοι και Αγορές αξιοποιούν τα εξοπλιστικά και τα οικονομικά μας ελλείμματα. Φυσικά, αν μπορούσαμε να τα καλύψουμε, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Αλλά δεν μπορούμε και ο λόγος είναι σαφής: αποτελούν τους μαστούς από τους οποίους τρέφεται το παρασιτικό – φαυλοκρατικό – κλεπτοκρατικό μας βαμπίρ. Οίκοθεν νοείται, λοιπόν, ότι το δημιούργημα αυτό του ελληνικού μεταμοντερνισμού δεν μπορεί να πάει μακριά, όπως είναι.
Αυτός είναι και ο λόγος που μπήκαμε ήδη στον «εκσυγχρονισμό»: στην «ενάρετη» φάση της ελληνικής κλεπτοκρατίας. Στη φάση αυτή το βάλσαμο περιορίζεται αυστηρά (μόνο για «τα πολύ δικά μας παιδιά»). Στην απεριόριστη ρεμούλα μπαίνει κάποιος φραγμός. Για πρώτη φορά αρχίζουν να τίθενται κανόνες και να επιτυγχάνεται μια ασυνήθιστη, για τα ελληνικά δεδομένα, βελτίωση των οικονομικών δεικτών. Προκειμένου να διασωθεί το ελληνικό βαμπίρ, αναγόρευσε το Μάαστριχτ σε νέα Μεγάλη Ιδέα και τη «Σύγκλιση» σε ύπατο στόχο της όλης «εθνικής» του «στρατηγικής».
Κατά τραγική όμως ειρωνεία, από την επιτυχία της «εκσυγχρονιστικής» διάσωσης του παρασιτικού αυτού οργανισμού, εξαρτάται και η επιβίωση του ίδιου του ελληνικού λαού. Ο διαχωρισμός του λαού από το βαμπίρ είναι αδύνατος, με τη δεδομένη ανθρωπολογική μας κατάσταση. Το βαμπίρ είναι σαρξ εκ της σαρκός του ελληνικού ατόμου. Είναι το δικό του έλλειμμα συλλογικότητας, αυτονομούμενο σε παρασιτική κοινωνική οντότητα.
Αυτό που φαίνεται ως γενικευμένος εκπασοκισμός είναι, λοιπόν, η ειδική μορφή που παίρνει, στην εποχή του μεταμοντερνισμού, ο αναγεννημένος αχαλίνωτος ελληνικός ατομικισμός. Θα ήταν άδικο να τον «χρεώσουμε» στον Παπανδρέου. Απλώς στο πρόσωπο του μακαρίτη βρήκε το «χαρισματικό» του πρότυπο.
1. Τη «σοσιαλμανία» την εγκαινίασε ο Καραμανλής. Ο Παπανδρέου απλώς την ολοκλήρωσε, μετατρέποντας τους πάντες σε κρατικοδίαιτους. Την άρση του εμφυλιοπολεμικού διπολισμού τη χρηματοδότησε με τη μηχανή του δημοσίου χρέους.
2. Η συρρίκνωση του Ελληνισμού ήταν συνυφασμένη με τον διπολισμό. Ήδη από τον περασμένο αιώνα, ο πανσλαβισμός αγωνιζόταν να εκτοπίσει την ελληνική επιρροή από τα Βαλκάνια και γενικότερα από τον ιστορικό χώρο της ελληνο-ορθόδοξης οικουμένης. Ο σοβιετικός ηγεμονισμός προσέδωσε στην πολιτική αυτή διεθνιστική ιδεολογική επίφαση. Στήριξε ολόπλευρα τον κεμαλισμό. Η μικρασιατική καταστροφή μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις συνέπειες της Οκτωβριανής επανάστασης, όπως και η πλήρης, στη συνέχεια, αποκοπή μας από τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο. Η καθοδική πορεία ολοκληρώνεται με τον εμφύλιο πόλεμο (1945-49), όπου και καταστρέφονται οι ακμαιότερες δυνάμεις του Ελληνισμού. Έγιναν βεβαίως προσπάθειες ανάκαμψης αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Η καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης (1955), χωρίς καμιά δυνατότητα απάντησης, η αδυναμία να υπάρξει ένα σταθερό στοιχειωδώς δημοκρατικό σύστημα, με αποκορύφωμα την εφτάχρονη δικτατορία του 1967, η ήττα από τον Αττίλα στην Κύπρο το 1974, είναι γεγονότα που δείχνουν το φοβερό αδιέξοδο της χώρας στη διπολική εποχή.
3. Σταθερός άξονας της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας ήταν ο εκνεωτερισμός. Εξ ου και «νεωτερική». Η νοηματοδότησή της προσέλαβε διαδοχικά τρεις μορφές: Στην «ηρωική εποχή», είχαμε τη Μεγάλη Ιδέα. (: Απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Η Ελλάδα «πρότυπο βασίλειο στην Ανατολή». Φάρος εκνεωτερισμού.) Μετά την καταστροφή του 1922 και ως την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο (1974), κυριαρχούσε ο εθνοφυλετισμός. (: Είμαστε Έλληνες γιατί ρέει αρχαιο-ελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Όχι γιατί μετέχουμε ελληνικής παιδείας.) Από το 1974 και έπειτα κυριαρχεί ο εθνομηδενισμός. (: Η εθνική ταυτότητα είναι «φανταστική») Η πρώτη φάση διέπεται από το κοραϊκό πρόταγμα της «μετακένωσης» ή της ευρωπαϊκής αερογέφυρας προς την αρχαία Ελλάδα. Είμαστε παιδιά του παππού. Όχι εγγόνια του. Το Βυζάντιο δεν θέλουμε να το ξέρουμε. Στη συνέχεια έρχεται ο Φαλμεράϋερ και αμφισβητεί την «αρχαιοελληνική ελληνικότητά» μας, ακριβώς με το επιχείρημα ότι, αφού το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό, δεν υπάρχει φυλετική συνέχεια. Για να τον αντιμετωπίσουμε, τροποποιούμε το κοραϊκό πρόταγμα. Το κάνουμε «ελληνοχριστιανικό». Δεν ενοχλεί και πολύ, γιατί ο «χριστιανισμός» μας είναι ευσεβιστικός. Δηλαδή ακραιφνώς νεωτερικός (προσαρμοσμένος στη νεωτερικότητα). Με την άνοδο τέλος του εθνομηδενισμού κυριαρχεί το δικό του νοηματοδοτικό πρόταγμα: Η νέα Ελλάδα είναι ένα «καινούργιο έθνος», όπως τα ευρωπαϊκά (αν είναι καν έθνος, γιατί κι αυτό συζητιέται). Και βεβαίως μια «νοερή» ψευδο-κοινότητα, η λειτουργία της οποίας εξαντλείται στο να κρύβει τον ξενόδουλο-καπιταλιστικό-αντιλαϊκό χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Μετά το 1989, ο σοσιαλισμός κι ο διεθνισμός, έχοντας χάσει κάθε αυθυπερβατική πνοή, εκφυλίζονται σε πρόσχημα και προκάλυμμα εθνικού και κοινωνικού μηδενισμού. Η εθνική συνοχή δεν έχει από πού να αντλήσει το συγκολλητικό της νόημα. Τίποτα δεν αντισταθμίζει πλέον την κοινωνική εντροπία.
4. Χρ. Γιανναράς, Ελληνότροπος Πολιτική. Ίκαρος, Αθήνα 1995.
5. Κ. Ζουράρις, Άθλια, Άθλα, Θέμεθλα. Αρμός, Αθήνα 1997.
6. Τις παραπομπές τις πήρα από τον Γερ. Κακλαμάνη (Η Ελλάς ως Κράτος Δικαίου. Εικοστός Πρώτος. Αθήνα).
7. Κανονικά υπάρχουν δύο τρόποι να χρηματοδοτήσει κανείς την αύξηση της μερίδας των «μη προνομιούχων» στη συλλογική πίτα. Είτε κόβοντας από μένα, τον έχοντα και κατέχοντα, για να δώσεις σε σένα τον αναξιοπαθούντα. Είτε αυξάνοντας το μέγεθος της πίτας και μοιράζοντας το επιπλέον. Η πρώτη συνταγή οδηγεί σε ενδοκοινωνική σύγκρουση, που ήταν αδιανόητη για μια Ελλάδα που πάσχιζε να ξεφύγει από το άμεσο εμφυλιοπολεμικό παρελθόν της. Η δεύτερη συνταγή ήταν βέβαια σαφώς προτιμότερη, αλλά πρακτικώς ανέφικτη, για την περίοδο που συζητάμε. Η λύση που εφαρμόστηκε, -δανεισμός, παροχές και άνοιγμα του κράτους στους ως τότε αποκλεισμένους-, είχε σοβαρές «παρενέργειες». Ήταν όμως η μόνη εναλλακτική επιλογή.