του Eric Dupin
Η απομάκρυνση της εργατικής τάξης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι μια παλιά ιστορία, ενώ από το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι πρόσφατη και πραγματοποιήθηκε με τρόπο εντυπωσιακό.
Κάποιες διανοητικές εξισώσεις αντέχουν για καιρό στη δοκιμασία των γεγονότων. Έτσι συμβαίνει και με εκείνη η οποία ταυτίζει την «αριστερά» με τον «λαό». Η έκφραση το «εργατικό κίνημα» συνέδεε πολύ στενά την εργατική τάξη με τα συνδικάτα της και το ή τα κόμματά της. Η αριστερά ήθελε πάντα να θεωρείται ως η πολιτική έκφραση των χαμηλόμισθων. Μια φιλοδοξία όλο και πιο απομακρυσμένη από την πραγματικότητα δεδομένου ότι, στις τελευταίες δεκαετίες, συντελέστηκε μια βαθιά και πολύμορφη απο-προλεταριοποίηση της αριστεράς.
Το διαζύγιο τάξης και κόμματος
Η πιο θεαματική περίπτωση είναι αυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αφού για καιρό έφερε τον τίτλο του «κόμματος της εργατικής τάξης», το ΚΚΓ δεν διαθέτει πλέον παρά μια μακρινή σχέση μαζί της. Η εκλογική κατρακύλα είναι εντυπωσιακή, Σύμφωνα με μια έρευνα της εταιρείας Sofres, στις εκλογές του 1978, κερδίζει το 36% των ψήφων των εργατών. Την 21η Απριλίου 2002, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Ipsos, μόνο 3% των εργατών χάρισαν την ψήφο τους στον Ρομπέρ Υ. Το 1978, οι ψηφοφόροι του ΚΚΓ ήταν κατά 67% εργάτες και υπάλληλοι. Το 2002, αντιπροσωπεύουν μόλις το 30%.
Εκλογικά, η σχετική αστικοποίηση του ΚΚΓ συνοδεύτηκε από τη συνολική πτώση του κόμματος. Ήδη στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1981, ο Φρανσουά Μιτεράν ξεπέρασε τον Ζωρζ Μαρσέ στις ψήφους των εργατών.
Αφού είχαν πληρώσει τον σεκταρισμό τους, οι κομμουνιστές πληρώνουν στη συνέχεια και τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα δέχθηκε συντριπτικά χτυπήματα από τις κοινωνιολογικές αλλαγές οι οποίες αναδιάρθρωσαν τη Γαλλία. Έχοντας αγγίξει την οροφή των 7,5 εκατομμυρίων εργατών το 1975, ο αριθμός των εργατών στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά, φτάνοντας στα 6 εκατομμύρια στην πρόσφατη μέτρηση της ΕΣΥΓ. Αλλά η ποσοτική μείωση δεν είναι τίποτε σε σχέση με τις δομικές ανακατατάξεις οι οποίες επέδρασαν στην παλιά “εργατική τάξη”. Μετά τα ορυχεία, στη δεκαετία του 1980, “αναδομήθηκε” εξ ολοκλήρου και η σιδηρουργία. Ο κομμουνιστής ιστορικός Ροζέ Μαρτελλί παρατηρεί, στο έργο του Το Κόκκινο και το Μπλε, ότι η κομμουνιστική επιρροή υποχώρησε εξ αιτίας της έκλειψης των παλαιών επαγγελματιών, οι οποίοι ήσαν οι “κατ’ εξοχήν φορείς της ταξικής κουλτούρας”.
Διότι η “εργατική τάξη”, πριν αποτελέσει ένα πραγματικό κοινωνικό υποκείμενο, αποτέλεσε ήδη μια πολιτισμική και ιδεολογική κατασκευή και η κατάρρευση κάποιων μύθων είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Οι ιστορικοί Στεφάν Κουρτουά και ο Μαρκ Λαζάρ, στο βιβλίο τους Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, σημειώνουν τη συμβολική σημασία που είχε το κλείσιμο του εργοστασίου της Ρενό της Μπουλόνι-Μπιγγιανκούρ, στο Παρίσι. Στις καλές ημέρες, το έλεγχε εξ ολοκλήρου η CGT και αριθμούσε όχι λιγότερα από 2.200 μέλη του κόμματος.
Η παρακμή του ΚΚΓ στους εργάτες αποδίδεται επίσης και στην απώλεια του ενοποιητικού ρόλου του ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα τα οποία μπορούσε να εντάσσει σε μια “αντι-κοινωνία”. Όπως ομολογούσε η Αννί Κριγκέλ, στο βιβλίο της Οι Γάλλοι Κομμουνιστές, η οργάνωση στο “κόμμα” συνιστούσε ένα πραγματικό “πλεονέκτημα”, διότι επέτρεπε στα μέλη της εργατικής τάξης να ανυψώνονται πάνω από τις συνθήκες διαβίωσής τους και να συνάπτουν μεταξύ τους σχέσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Όμως η αποσύνθεση του κόσμου των μισθωτών, τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε ακόμα περισσότερο καταστροφική γι’ αυτή την πολιτική κουλτούρα, στον βαθμό που το ΚΚΓ καθυστέρησε να κατανοήσει τις αλλαγές. Η χειρωνακτική εργασία ατομικοποιήθηκε και έγινε πρόσκαιρη. Η κοινωνική κατηγορία των εργατών διαχωρίστηκε ανάμεσα στο εκπαιδευμένο τμήμα που επιθυμούσε να ξεφύγει από τη τάξη του και μια ομάδα η οποία απειλούνταν από την ανεργία και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Αυτή η διάσπαση, όπως σημειώνει ο Μαρτελλί, υπήρξε μοιραία για τον μύθο της ενιαίας εργατικής τάξης η οποία καθοδηγούνταν από το ΚΚΓ. Ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης, το ισχυρό ποσοστό εργατών μεταναστευτικής προέλευσης και η διασπορά των μισθωτών αποτελείωσαν την παλιά “εργατική κουλτούρα”.
Είναι ωστόσο εντυπωσιακό το γεγονός ότι η εργατική παρουσία στους κόλπους του ίδιου του ΚΚΓ μειώνεται σταθερά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Για το στελεχιακό του δυναμικό το ΚΚΓ χρησιμοποιεί όλο και λιγότερο ακτιβιστές εργατικής καταγωγής, ενώ οι υπεύθυνοι του κόμματος προέρχονται όλο και περισσότερο από υπαλλήλους ή από μέλη των περισσότερο ευνοημένων κοινωνικών κατηγοριών. Η CGT γνώρισε την ίδια εξέλιξη: το 1998, οι εργάτες δεν αποτελούν περισσότερο από το 39% των μελών της, έναντι του 65% το 1975 (Dominique Labbι et Stιphane Courtois, Regards sur la crise du syndicalisme, L’ Harmattan). Πλέον, η παλιά “περιούσια τάξη” έχει μεταβληθεί σε μειοψηφία μέσα στις οργανώσεις που είχαν ως προορισμό τους να την ενσαρκώνουν.
Η “ροζ ελίτ”
Η απο-προλεταριοποίηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι μια ιστορία πολύ παλαιότερη. Πρέπει να αναχθούμε στα χρόνια του SFIO [σ.τ.μ του παλιού Σοσιαλιστικού κόμματος πριν τη δεκαετία του 1960] για να βρούμε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα όπου οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούσαν την πλειοψηφία στο κόμμα. Το 1973, είχε ήδη ίσο αριθμό μελών προερχομένων από εργάτες και υπαλλήλους με τους προερχόμενους από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Το Σ.Κ. μεταμορφώθηκε στη συνέχεια σε ένα κόμμα των πλέον ευημερούντων μεσαίων στρωμάτων. Το 1984-1985, σύμφωνα με μια έρευνα του Φρανσουά Σουμπιλώ και του Ανρί Ρεΐ, το Σ.Κ. συγκροτείται κατά 38% από μεσαία στελέχη και κατά 27% από ανώτερα! Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν μόνοι τους το 26% των μελών του κόμματος.
Ιστορικά εξάλλου, αυτοί οι τελευταίοι συνέβαλαν στην απο-προλεταριοποίηση του κόμματος, όπως σημειώνει ο Φρεντερίκ Σαβίκι (Les Rιseaux du Parti socialiste, Belin). Από τη δεκαετία του 1950, «οι ανθρακωρύχοι δεν πηγαίνουν πλέον στις συνεδριάσεις του Σ.Κ. Αισθάνονται άβολα με την παρουσία του διευθυντή του σχολείου ο οποίος επισημαίνει τα ορθογραφικά τους λάθη και τις ασυνταξίες τους».
Η μεταμόρφωση του Σ.Κ. σε κόμμα εξουσίας, ξεκινώντας από το 1981, συνέβαλε ουσιαστικά στην αστικοποίηση των σοσιαλιστών. Τότε συστήνεται μια πραγματική Ροζ Ελίτ, σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου της Μονίκ Ντανιό και της Ντομινίκ Μελ (Monique Dagnaud et Dominique Mehl, L’ Elite rose εκδ. Ramsay). Η σοσιαλιστική πυραμίδα υπακούει σε μια αρχή πολύ απλή: όσο πιο ψηλά στην εξουσία της ιεραρχίας τόσο λιγότεροι αντιπρόσωποι των λαϊκών τάξεων. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι, το 1981, οι εργάτες και οι υπάλληλοι ακτιβιστές του κόμματος έφταναν το 10%, αλλά μόνο το 4% στους υποψήφιους βουλευτές και το… 0% στο υπουργικό επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το Σ.Κ. διατηρεί πάντα ένα κάποιο λαϊκό ακροατήριο. Το εκλογικό του σώμα παραμένει διαταξικό παρά τις μεταπτώσεις της εξουσίας, έχοντας ωστόσο υποστεί και αυτό μια αστικοποίηση των ψηφοφόρων του. Το 1978, οι εργάτες και οι υπάλληλοι αντιπροσώπευαν το 52% των σοσιαλιστικών ψήφων. Το 1995, αυτό το ποσοστό έπεσε στο 32% και το 2002 στο 28%. Με το 15% των ψήφων που πήρε ο Λιονέλ Ζοσπέν βρίσκεται πίσω από τον Ζαν Μαρί Λεπέν και στους εργάτες και μισθωτούς. Στο πρόσφατο παρελθόν, το Σ.Κ. πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα, συχνά, ανάμεσα στα υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη.
Η απώλεια του ακροατηρίου του ΚΚΓ σε έναν αποδιαρθρωμένο εργατικό κόσμο και η προχωρημένη αστικοποίηση του Σ.Κ. δεν μπορούσε παρά να βαθύνει το χάσμα μεταξύ της αριστεράς και των λαϊκών στρωμάτων των μισθωτών. Αφού έφτασε στο απόγειο στα χρόνια του 1970, με ένα ποσοστό 70%, η αριστερή ψήφος των εργατών πέφτει κατακόρυφα για να φτάσει σε επίπεδα κάτω από το 40% στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Η πρόσφατη ενίσχυση της άκρας αριστεράς δεν άρκεσε για να καλύψει την ανερχόμενη επιρροή της άκρας δεξιάς.
Η πλειοψηφία των χαμηλόμισθων ψηφίζουν στο εξής τη δεξιά ή την άκρα δεξιά. Θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς για της πηγές αυτής της νέας λαϊκής συντηρητικής κουλτούρας. Οι φόβοι που συνδέονται με την ανασφάλεια ή την απώλεια της ταξικής θέσης δεν αποτελούν παρά ένα μέρος της εξήγησης. Είναι πιθανόν ότι ο ατομικισμός –η ιδέα ότι η κοινωνική ανέλιξη εξαρτάται στο εξής από τις προσωπικές τροχιές– έχει κερδίσει ισχυρά ερείσματα στα λαϊκά στρώματα. Η αριστερά δεν θα τα ξανακερδίσει με μια επιστροφή στην παραδοσιακή της ρητορική.
Μετάφραση: Σωτήρης Δημόπουλος