Το «πολυτελές» κόμμα του κατεστημένου
Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Τα εκλογικά αποτελέσματα στα κρατίδια Σλέσβιγκ-Χολστάιν και Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, (στη Β. Ρηνανία έλαβαν 6% από 11,3% στις εκλογές του 2012) προκαλούν έντονη ανησυχία επιβίωσης στο κόμμα των Πρασίνων. Η σταθερά καθοδική τάση, εδώ και αρκετούς μήνες, δεν προμηνύει τίποτα το αισιόδοξο και για τις επερχόμενες ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, πολύ περισσότερο που η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών επιθυμούν τη συνέχιση του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, με καγκελάριο, για τέταρτη συνεχόμενη φορά, τη Μέρκελ.
Όμως, αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η αδιαμφισβήτητη «πράσινη παρακμή», που υποχρέωσε ακόμα και φιλική προς τους Πράσινους εφημερίδα να αναρωτηθεί αν πλέον «χρειαζόμαστε τους Πράσινους» (die taz, 3-3-2017), αλλά η πανθομολογούμενη διαπίστωση ότι οι Πράσινοι «είναι εδώ και καιρό το πραγματικό κόμμα του κατεστημένου» (die Welt, 29-4-2017), ένα κόμμα «πολυτελείας» (Cicero, 29-4-2017) και «αντι-ελευθερίας» (der Tagesspiegel, 27-4-2017) και μάλιστα μ’ έναν ιδιότυπο «ρατσισμό του σαλονιού».
Εν τούτοις, άπαντες ομολογούν ότι οι άλλοτε «αντισυστημικοί» Πράσινοι «αποχωρούν από το πολιτικό προσκήνιο» ως «νικητές». Αφού για δεκαετίες τα θέματά τους κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο, τώρα πλέον η κοινωνική «πράσινη ατζέντα» και πολλά από τα κεντρικά οικολογικά προτάγματα έγιναν τμήμα των κομματικών προγραμμάτων των δύο μεγάλων λαϊκών κομμάτων (CDU, SPD), με τη «πράσινη» καγκελάριο Μέρκελ να απολαμβάνει συχνά την αμέριστη στήριξη της πράσινης νομενκλατούρας. Παρότι χωρίς δεσπόζουσα ηγετική φυσιογνωμία, οι Πράσινοι εξακολουθούν να είναι ο συνδετικός κρίκος και ο επιθυμητός πολιτικός σύμμαχος για χριστιανοδημοκράτες και για σοσιαλδημοκράτες, και να θεωρούνται σταθερά οι αγαπημένοι της Εκκλησίας, των «έγκυρων» ΜΜΕ, των μυριάδων ΜΚΟ, των δημοσίων υπαλλήλων, των μοντέρνων παιδαγωγών-κοινωνιολόγων και εν γένει των υψηλόμισθων κοσμοπολιτών.
Μπορεί οι Πράσινοι να έχουν όντως απολέσει τις πρωτοτυπίες σε πολιτικές θέσεις, όπως και το μονοπώλιο στα οικολογικά ζητήματα, όμως, αντ’ αυτού, έχουν μετεξελιχθεί σε θιασώτες της χαμηλής φορολογίας και της «επιβολής της ειρήνης» με στρατιωτικά μέσα, σε αυτόκλητους υπερασπιστές της, αλά Σόρος, «ανοιχτής κοινωνίας» και της ακραίας πολιτικής ορθότητας, του άκριτου δικαιωματισμού και της cool πολυπολιτισμικότητας.
Μπορεί να έχουν υποβαθμιστεί σε παρηκμασμένους εραστές της εξουσίας χωρίς προοπτική ανάληψής της, όμως αναγνωρίζονται πλέον ως οι κύριοι προαγωγοί της εθνικής απονεύρωσης και του ακροαριστερού αντιγερμανισμού, ως οι ενθουσιώδεις ντελάληδες της απροσδιόριστης «ευρωπαϊκής ταυτότητας» και ορκισμένοι εχθροί της εθνικής Leitkultur, αρνούμενοι να αποδεχτούν ότι η μη αποδοχή της κυρίαρχης ταυτότητας σε μια χώρα όπως η Γερμανία είναι προφανώς το μεγαλύτερο εμπόδιο στην κοινωνική ενσωμάτωση των εκατομμυρίων, με αλλότρια πολιτισμικά χαρακτηριστικά, «νέων Γερμανών», δηλαδή τους νέους μετανάστες.
Μπορεί το «επαναστατικό» προφίλ του παρελθόντος και ο «προοδευτικός» τρόπος ζωής που πρέσβευαν να εξανεμίστηκαν, όμως αντ’ αυτού μετατράπηκαν σε δημόσιους χλευαστές της παραδοσιακής μορφής της οικογένειας και σε αλαζονικές περσόνες, κατόχους μιας υποτιθέμενης ηθικής ανωτερότητας, που επικεντρώνουν την περιλάλητη ανεκτικότητά τους αποκλειστικά στους ομοίους τους και στους προστατευόμενούς τους. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζουν τον μετανάστη ως «δώρο» – και κατ’ επέκταση ως «υποκατάστατο του προλεταριάτου» – και επιχαίρουν που το μεταναστευτικό θα «αλλάξει τη χώρα και μάλιστα δραστικά» (Katrin Goering-Eckardt).
Μπορεί, όντως, το μέγα δίλημμα που τους απασχολεί να μην είναι πλέον το «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός», αλλά το «δημοκρατία (όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται) ή αυταρχική εξουσία», εξακολουθούν όμως να διατηρούν μια ισχυρή δόση προτεσταντισμού, αλλά και υπολειμμάτων της παλαιοκομμουνιστικής τους επαναστατικότητας –κληρονομιά από τη γενιά του ’68– και τις παραδοσιακές κομματικές μηχανορραφίες. Γι’ αυτό άλλωστε έχουν προ καιρού μετατραπεί σε ιμάντες του «πράσινου καπιταλισμού» και σε εκ πεποιθήσεως «αντιρώσοι», ενώ τα τελευταία χρόνια και σ’ ένα «αντι-AfD-κόμμα», που εστιάζει ακόμα και τα περίπλοκα θέματα δημόσιας ασφαλείας στις «δεξιές και εθνολαϊκιστικές δυνάμεις», που για τους Πράσινους αποτελούν «συνέχεια του ναζισμού» και ως εκ τούτου «απειλή για τη δημοκρατία». Παράλληλα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αναγορεύουν κάθε κριτική στο ισλάμ σε «ισλαμοφοβία», την κοινωνική κριτική σε «δεξιό λαϊκισμό», να αποδέχονται όχι μόνο τη μαντήλα, αλλά και την μπούρκα ως «γυναικείο δικαίωμα» (Claudia Roth) και ν’ αντιμετωπίζουν τη «δεξιά διαμαρτυρία» με ανέξοδες ρητορείες για ανεκτικότητα και δημοκρατία, χωρίς όμως να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην εφαρμογή τέτοιων αξιών. Αντίθετα, σιωπούν επιδεκτικά για θέματα όπως το ευρώ και τις επιπτώσεις του, την αποτυχία της Ευρώπης στο προσφυγικό, την εγκληματικότητα και την ισλαμική τρομοκρατία, με την αφοπλιστική λογική: «Συνεχίζουμε απτόητοι την ευρωπαϊκή μας πορεία, όπως είμαστε».
Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι για τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, για τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα που υπεραμύνονται της εθνικής τους ταυτότητας και αντιδρούν στον «ισλαμικό κίνδυνο», οι Πράσινοι αποτελούν το πιο μισητό κόμμα της Γερμανίας. Άλλωστε, σε εποχές παγκόσμιας αστάθειας, οι κοινωνίες θέτουν άλλες προτεραιότητες από τις πράσινες προτάσεις για νέα, μακροπρόθεσμα και πανάκριβα οικολογικά επιτεύγματα, συχνά εκτός πραγματικότητας, και για εξωτικούς «δικαιωματισμούς» που συνθλίβουν τον κοινωνικό ιστό και τις ταυτότητες.
Όπως και να είναι όμως και παρότι η προελαύνουσα παρακμή των Πρασίνων είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη, το πράσινο Zeitgeist κυριαρχεί στους διαδρόμους των χρηματιστηρίων, στα εκκλησιαστικά κονκλάβια, στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών, στις αρχισυνταξίες των ΜΜΕ και στα πιο «δημιουργικά» στρώματα της κοινωνίας. Εκεί όπου βρίσκεται και αναπαράγεται το σταθερό πράσινο εκλογικό σώμα του κατεστημένου, που πιθανόν θα «σώσει την παρτίδα» και στις ομοσπονδιακές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.