Αρχική » Η Κίνα και ο πυρηνικός εναγκαλισμός ΗΠΑ-Ρωσίας

Η Κίνα και ο πυρηνικός εναγκαλισμός ΗΠΑ-Ρωσίας

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Κ. Μπαντρακουμάρ, από το Άρδην τ. 79, Μάρτιος-Απρίλιος 2010

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, βρίσκεται στα πρόθυρα του να καταφέρει τη μεγαλύτερή του, μέχρι στιγμής, επιτυχία στην εξωτερική πολιτική. Μια επιτυχία αντίστοιχη με το νομοσχέδιο αναδιάρθρωσης του συστήματος υγείας, που πέρασε την περασμένη εβδομάδα.
Ο Ομπάμα αναμένεται να έρθει σε επαφή με τον Ρώσο ομόλογό του, Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, την Παρασκευή, για να προσυπογράψει την πρώτη συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών της, μετά τον ψυχρό πόλεμο, εποχής. Η «επανεκκίνηση» των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας αποτελεί γεγονός, πράγμα που δεν είναι μικρό κατόρθωμα αν λάβει κανείς υπόψη τη στρατιά από ψυχροπολεμικά γεράκια στην Ουάσιγκτον, αλλά και μέσα στην κυβέρνηση Ομπάμα.
Παρ’ όλα αυτά, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική σκηνή, μια τέτοιου τύπου συμφωνία περιορισμού των εξοπλισμών απαιτείται να είναι κάτι παραπάνω από ένα διμερές ρωσοαμερικανικό ζήτημα. Η Μόσχα είχε έναν πολύ σημαντικό επισκέπτη αυτή τη βδομάδα, τον αντιπρόεδρο της Κίνας Ξι Ζινπίνγκ, ο οποίος θεωρείται ο κύριος υποψήφιος για τη διαδοχή του προέδρου Χου Ζιντάο στο αξίωμα του Γενικού Γραμματέα του ΚΚ Κίνας, στο 18ο συνέδριο του κόμματος, το 2012.
Η νέα συνθήκη μείωσης των στρατηγικών όπλων (START) εισάγει σε μια αβέβαιη φάση την πολύπλοκη ρωσο-αμερικανο-κινέζικη εξίσωση και το Πεκίνο θα την παρακολουθεί προσεκτικά, καθώς η ανάδυση της Κίνας μπορεί να αποτελεί τον πραγματικό λόγο για τον ελιγμό των ΗΠΑ να «επανεκκινήσουν» τις σχέσεις τους με τη Ρωσία.
Με μια δήλωση που έκανε αίσθηση, ο Ξι πρότεινε στην ουσία μια σινο-ρωσική συμμαχία: «Η Ρωσία και η Κίνα πρέπει να γίνουν στο μέλλον στρατηγικοί αρωγοί η μία της άλλης, σε σχέση με όλα τα ζητήματα που έχουν στρατηγικό ενδιαφέρον για τη Ρωσία».
Το δίδυμο Ομπάμα-Μεντβέντεφ
Η πενθήμερη επίσκεψη του Ξι στη Μόσχα έλαβε χώρα παράλληλα με τις επίπονες διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη START στη Γενεύη, οι οποίες διήρκεσαν μήνες πριν καταλήξουν τελικά σε συμφωνία, ενώ οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε βαρομετρικό χαμηλό, μετά την πρόσφατη διαφωνία ως προς την ανταλλακτική αξία του γιουάν σε σχέση με το δολάριο. Αυτή η διαφωνία «έχει θέσει την Κίνα και τις ΗΠΑ σε μια διελκυστίνδα… στην οποία προετοιμάζεται το έδαφος για μετωπικές ενέργειες», σχολίασε η Λαϊκή Ημερησία, την περασμένη Τετάρτη.
Ο Ομπάμα, αλλά και ο Μεντβέντεφ θέλουν την υπογραφή της συνθήκης START. Για τον Ομπάμα, η νέα συνθήκη αποτελεί ένα ορόσημο της εξωτερικής πολιτικής του, που προετοιμάζει το έδαφος για την «πυρηνική διάσκεψη κορυφής», την οποία διοργανώνει στην Ουάσιγκτον στις 12 Απριλίου. Επίσης ανοίγει τον δρόμο για πιο φιλόδοξες μειώσεις εξοπλισμών αργότερα, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την καθοριστική παρακαταθήκη της προεδρίας του.
Αν ο Ομπάμα κατορθώσει να αποκαταστήσει τις ταραγμένες σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, όχι μόνο θα αντιμετωπίσει τις εντάσεις που διογκώθηκαν την εποχή Μπους, αλλά θα αποκτήσει και τη δυνατότητα επιρροής της ρωσικής στάσης σε μια σειρά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως το πυρηνικό ζήτημα του Ιράν, τη Μέση Ανατολή και βασικά τον περιορισμό της Κίνας.
Ο Μεντβέντεφ χρειάζεται επίσης ένα πολιτικό επίτευγμα και αυτό που όσο τίποτε θα ενίσχυε την καλλιεργούμενη εικόνα του, ως μεταρρυθμιστή του Κρεμλίνου, θα ήταν η ικανότητά του να κάνει τη διαφορά στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Ο Μεντβέντεφ έχει θέσει εαυτόν στο κέντρο της δημοσιότητας για το πυρηνικό θεατρικό παιχνίδι της 12ης Απριλίου.
Το Κρεμλίνο απέρριψε τη συμβουλή των Ρώσων στρατιωτικών για εμμονή της Μόσχας στον περιορισμό κάθε αμερικανικού σχεδίου για πυραυλικό αμυντικό σύστημα της Ευρώπης σε μια πιθανή συμφωνία. Με τη νέα συνθήκη, σύμφωνα με πηγές των ΜΜΕ, κάθε πλευρά θα πρέπει να μειώσει τις αναπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές της κατά το 1/3 (στις 1550), ενώ ο αριθμός των εκτοξευτών θα μειωθεί στο μισό (στους 800) και ο αριθμός των πυρηνικών πυραύλων και πυρηνικών βομβαρδιστικών θα είναι 700 αντίστοιχα.
Δεν υπάρχει πρόβλεψη για περιορισμό των πυραυλικών αμυντικών προγραμμάτων εκτός από μια γενική, μη υποχρεωτική, αναγνώριση της σχέσης μεταξύ επιθετικών όπλων και πυραυλικής άμυνας. Το Κρεμλίνο φαίνεται πως έχει αποδεχθεί ότι οι παράμετροι των αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων δεν προβλέπεται να περιληφθούν σε μια συνθήκη που ασχολείται με στρατηγικά επιθετικά όπλα. Ο Ομπάμα έχει, τουλάχιστον προς το παρόν, αναστείλει ή τερματίσει όλα τα προγράμματα ανάπτυξης στρατηγικών βαλλιστικών πυραύλων.
Στο μεταξύ, το Κρεμλίνο θεωρεί ότι τα πυραυλικά αμυντικά συστήματα πεδίου στοχεύουν στην αντιμετώπιση χωρών όπως η Κίνα, το Ιράν, η Β. Κορέα και ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ενώσουν τις προσπάθειές τους στην ανάπτυξή τους.
Η συνθήκη START δίνει την εικόνα μιας Ρωσίας κύριου συνομιλητή των ΗΠΑ στη διατήρηση της παγκόσμιας στρατηγικής ισορροπίας και αυτή η εικόνα αυξάνει το γόητρό της στα μάτια του κόσμου, αν και η Ρωσία δεν αποτελεί πια παγκόσμιο παίκτη.
Με δεδομένες τις οικονομικές δυσκολίες και την έλλειψη πόρων για την ανάπτυξη όπλων, μια ντε φάκτο μείωση των στρατηγικών δυνάμεων της Ρωσίας είναι αναπόφευκτη βραχυπρόθεσμα, ενώ οι ΗΠΑ δεν έχουν πρόβλημα να διατηρήσουν το πυρηνικό τους δυναμικό στο παρόν επίπεδο.
Η Μόσχα αναζητά με θέρμη την πρόοδο στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις. Η «εκκίνηση» μέχρι στιγμής είναι σε επίπεδο ατμόσφαιρας και η Μόσχα εκτιμά πως δεν αναμένεται πραγματική πρόοδος στη διμερή συνεργασία με τις ΗΠΑ, σε κάθε επίπεδο, χωρίς τη συνθήκη START.
Χείρα βοηθείας από την Κίνα
Η Μόσχα λοιπόν είναι ο μεγάλος κερδισμένος από τη νέα συνθήκη περιορισμού όπλων. Η Ρωσία δεν έχει άλλη επιλογή προς το παρόν. Σύμφωνα με τον Σεργκέι Ρογκόβ, διευθυντή του ινστιτούτου ΗΠΑ και Καναδά στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, η νέα συνθήκη αποτελεί μια «άμεση αναγκαιότητα» για τη Ρωσία.
«Οι Αμερικανοί εξελίσσουν πανίσχυρα και εξαιρετικά ακριβή συμβατικά όπλα, τα οποία είναι αποτελεσματικά για όλους τους τύπους στόχων εκτός από πολύ βαθιά καταφύγια. Αυτό σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον στόχων που πριν απαιτούσαν τη χρήση πυρηνικών.
»Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα που έχει στη διάθεσή της τέτοια (συμβατικά) όπλα, έχει την ευχέρεια να κάνει τη συγκεκριμένη ευγενή χειρονομία (προς τη Μόσχα) προτείνοντας τη μείωση των πυρηνικών όπλων. Γενικά, η κυβέρνηση Ομπάμα προωθεί μια πολιτική συνδυασμού αντιπυρηνικής ρητορικής και εκσυγχρονισμού των πυρηνικών όπλων.
»Είμαστε μάρτυρες του τέλους της Ιστορίας; Κάθε άλλο. Το κέντρο Λέβαντα, στη Μόσχα, μια ανεξάρτητη, ερευνητική ΜΚΟ, ανακοίνωσε ότι, με βάση την τελευταία της δημοσκόπηση, μόνο το 14% των Ρώσων επιθυμούν στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ το 73% πιστεύει πως οι ΗΠΑ είναι μια επιθετική δύναμη που προσπαθεί να θέσει όλες τις χώρες του κόσμου υπό τον έλεγχό της.
»Η οργάνωση δήλωσε στο δημοσιογραφικό πρακτορείο Ιντερφάξ, ότι: «τα στοιχεία αποδεικνύουν την υποστήριξη του ρωσικού πληθυσμού σε μια συνεπώς σκληρή γραμμή, από την πλευρά του Κρεμλίνου, απέναντι στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ».
Έτσι, η επίσκεψη Ξι ήρθε σε μια κρίσιμη καμπή της κινεζορωσοαμερικανικής εξίσωσης. Ο Ξι προφανώς θέλησε να δείξει ότι οι σχέσεις της Κίνας με τη Ρωσία είναι εξίσου σημαντικές για το Πεκίνο όσο οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Όντως, ούτε η Μόσχα ούτε το Πεκίνο δείχνουν να θεωρούν ότι η σχέση τους προσιδιάζει στη συμμαχία.
Αλλά, κατά τον Β. Πορτιακόβ, υποδιευθυντή του Ινστιτούτου Μελετών Άπω Ανατολής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, «μέσω της επίσκεψης Ξι, το Πεκίνο επιθυμεί την εμβάθυνση του κλίματος εμπιστοσύνης που ήδη υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών… και είναι ένας ευνοϊκός παράγοντας για μας (τη Ρωσία), διότι η Ρωσία θα αισθάνεται πλέον περισσότερη αυτοπεποίθηση στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες δυτικές χώρες».
Σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ «δεν είναι πια εχθρός, αλλά ούτε ακόμα φίλος», για να κάνουμε μια αναφορά στην πιο πρόσφατη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, η υποστήριξη της Κίνας λειτουργεί ως ευνοϊκός παράγοντας για τη Μόσχα. Έτσι, αγνοώντας τις οδηγίες των ΗΠΑ για απομόνωση του Ιράν, ο πρωθυπουργός Β. Πούτιν ανακοίνωσε πρόσφατα την πρόθεση της Μόσχας να εγκαινιάσει τον πυρηνικό σταθμό του Μπουσέρ, στο Ιράν, τον Αύγουστο.
Σίγουρα, ενώ η υπογραφή της νέας συνθήκης START φαίνεται εξασφαλισμένη, τα δύσκολα τώρα μόλις αρχίζουν, γιατί η Μόσχα πρέπει να λάβει υπόψη της ότι η συνθήκη πρέπει να επικυρωθεί από τη γερουσία των ΗΠΑ, πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο.
Στο μεταξύ, οι ανταγωνισμοί στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες σιγοβράζουν. Στην Κεντρική Ασία, μόλις η Μόσχα πρότεινε την ανάπτυξη ρωσικής στρατιωτικής δύναμης στο Μπάτκεν του νότιου Κιργιστάν, η Ουάσιγκτον πρότεινε στο Κιργιστάν την αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Οι Αμερικανοί έχουν ήδη 1.000 στρατιώτες στην αεροπορική βάση Μανάς του Κιργιστάν.
Η ολοένα αυξανόμενη παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή έχει προκαλέσει την ανησυχία τόσο της Μόσχας όσο και του Πεκίνου. Το Μπάτκεν βρίσκεται κοντά τόσο στην κοιλάδα Φεργκάνα, το λίκνο του σκληροπυρηνικού Ισλάμ της περιοχής, όσο και στο Ξινζάνγκ. Επίσης, στο Κιργιστάν, υπάρχει μεγάλη μειονότητα Ουιγούρων της διασποράς.
Οι Αμερικανοί επεκτείνουν συνεχώς την επιρροή τους στο Κιργιστάν. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις του Κιργίζιου προέδρου Κουρμανμπέκ Μπακίγιεφ κερδίζουν πάνω από 80 εκατομ. δολάρια ετησίως, από τα συμβόλαια του Πενταγώνου για τη βάση Μανάς.
Το δίδυμο του Κρεμλίνου
Πηγή του Κρεμλίνου περιέγραψε τη συνάντηση του Ξι με τον Πούτιν ως πολύ εγκάρδια και παραγωγική. Ο Πούτιν είπε στον Ξι ότι η Ρωσία πάντα υποστήριζε την Κίνα στα πιο ευαίσθητα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του προβλήματος της Ταϊβάν. «Σκοπεύουμε», πρόσθεσε, «να επεκτείνουμε τη σχέση μας με την Κίνα στη βάση του σεβασμού των κοινών μας συμφερόντων».
Παραδόξως, φαίνεται ότι το Πεκίνο εμπιστεύεται τον Πούτιν, ενώ η Ουάσιγκτον ενθαρρύνεται από τον Μεντβέντεφ, τον «Ευρωπαίο του Κρεμλίνου». Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της Χίλαρι Κλίντον στη Μόσχα, την περασμένη βδομάδα, ο Μετβέντεφ χαρακτήρισε τις αμερικανορωσικές σχέσεις «ειλικρινείς και ανοιχτές, με τηρημένες όλες τις διμερείς συμφωνίες».
Ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, δήλωσε πως ο Πούτιν συζήτησε ειλικρινά με την Κλίντον όλη την γκάμα των ευαίσθητων θεμάτων, όπως την πυραυλική άμυνα, το Ιράν, αλλά και την τροπολογία Τζάκσον-Βάνικ, ενός νόμου του Ψυχρού Πολέμου ο οποίος επιβάλλει περιορισμούς στο εμπόριο με τη Ρωσία.
Ο Ουσάκοφ σημείωσε πως «ο Πούτιν είπε απλώς ότι η είσοδος της Ρωσίας στον ΠΟΕ εξαρτάται από την πολιτική βούληση της αμερικανικής κυβέρνησης» (η αίτηση της Ρωσίας στον ΠΟΕ έγινε το 1993), και χρησιμοποίησε «ενδιαφέρουσες και επεξηγηματικές» λέξεις, καθώς ενημέρωνε την Κλίντον για τις ρωσικές θέσεις στο ζήτημα της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Ο Πούτιν είπε στην Κλίντον ότι νέες κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά του Ιράν είναι πιθανές, αλλά θα είναι πιθανώς αντιπαραγωγικές.
Συμπερασματικά, το Πεκίνο, η Μόσχα και η Ουάσιγκτον μοιάζουν με «άγαρμπους χορευτές σε έναν πολιτισμικό χορό που κανείς τους δεν μπορεί να σταματήσει χωρίς να νιώσει πραγματικό πόνο. Το κόλπο, όμως, είναι να συντονιστούν τα βήματα χωρίς οι χορευτές να τσαλαπατήσουν ο ένας τα πόδια του άλλου».
Η διαφωνία σε σχέση με την ισοδυναμία γιουάν-δολαρίου είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού του βαλς για τρεις. Η Κίνα έχει ανοιχτά εκφράσει την ελπίδα πως η Ρωσία, που επίσης κατέχει μεγάλα αποθέματα αμερικανικών δολαρίων, θα προσεγγίσει το θέμα αντικειμενικά και θα υποστηρίξει την Κίνα, παρά τις αμερικανικές πιέσεις. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη δήλωση από το Κρεμλίνο για αυτό το θέμα.

Ο πρέσβης Μ. Κ. Μπαντρακουμάρ υπήρξε διπλωμάτης καριέρας στο υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας. Έχει υπηρετήσει στην πρώην Σοβιετική Ένωση, τη Νότιο Κορέα, Σρι Λάνκα, Γερμανία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Κουβέιτ και Τουρκία.

Μετάφραση: Κώστας Μαυρίδης

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ