Κυκλοφορεί σήμερα στα βιβλιοπωλεία και από αύριο στα περίπτερα, για ηλεκτρονικές παραγγελίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα των Εναλλακτικών Εκδόσεων.
Το αφιέρωμα τχ. 15 του νΛΕ αφορά στην ελληνική Ιστορία και την αποδομητική ιστοριογραφία, με αφετηρία τις πρόσφατες προτάσεις της επιτροπής του «Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής» για τη διδασκαλία της Ιστορίας.
Στην Ανακοίνωση της «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς», που υπογράφεται από τον Β. Φίλια και την Α. Σιδέρη-Τόλια, τονίζεται πως η πολιτική του Υπουργείου Παιδείας υποβαθμίζει τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικής παιδείας, αμφισβητεί την ίδια την ιδέα του έθνους, με στόχο τη διαμόρφωση μιας ταυτότητας προσαρμοσμένης στη Νέα Τάξη και στην παγκοσμιοποίηση.
Το κείμενο του Κυριάκου Κατσιμάνη, «Πίσω από τις λέξεις κρύβονται οι προθέσεις – Οι υποβόσκουσες ιδεολογικές “σταθερές” του σχεδίου προγραμμάτων του ΙΕΠ για την ιστορία», επικεντρώνεται στο θεωρητικό πλαίσιο του Σχεδίου και εξετάζει λεπτομερώς τις προτάσεις του. Διαβάζουμε μερικούς τίτλους των κεφαλαίων του: Ιστορία και «Πολιτική Παιδεία»· Εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων, σχετικοποίηση της ιστορικής αλήθειας· Η υποβάθμιση του σχολικού εγχειριδίου· Ιστορική αμνησία και ιστοριογραφικός αναθεωρητισμός· Εθνική ταυτότητα «πλουραλιστική» ή μήπως ενοχική; Αποσιώπηση εθνικής συνείδησης και αμφισβήτηση ιστορικής συνέχειας κ.λπ.
Ακολουθούν τρία εκτενή κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά («Από τον Φαλμεράυερ στον Χομπσμπάουμ, Η γένεση της αποδομητικής ιστοριογραφίας»), του Άγγελου Γουνόπουλου («Ο Eric Hobsbawm και η επινόηση της “επινοημένης παράδοσης”», Α΄) και του Γιώργου Κοντογιώργη («Ο Eric Hobsbawm και ο ελληνισμός ως έθνος-κοσμοσύστημα»), που εξετάζουν τη γένεση της αποδομητικής ιστορικής σχολής στην Ευρώπη, με πρόσφατο εκπρόσωπο τον Χομπσμπάουμ, και την εδραίωσή της στην Ελλάδα. Για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το ελληνικό έθνος-κράτος σε μια απλή επαρχία –οιονεί αποικία– μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης, θα πρέπει, μέσα σε λίγα χρόνια, να αποδομηθεί η εθνική ταυτότητα ενός πανάρχαιου έθνους. Και εάν ο ηλεκτρονικός Τύπος αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό αυτού του πολιτισμικού εξανδραποδισμού, ωστόσο είναι απαραίτητη και η συνδρομή της «υψηλής κουλτούρας».
Όπως υπογραμμίζει ο Γ. Καραμπελιάς, η νεώτερη εθνοαποδομητική ιστοριογραφία κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και προπαντός κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, μεταφέροντας στην Ελλάδα όλες τις ιδεοληψίες και τα «πορίσματα» μιας αγγλοσαξονικής ιστορικής Σχολής, η οποία, ήδη με τον Τόυνμπη, αναπαράγει τα βασικά στερεότυπα του Φαλμεράυερ ενώ, εσχάτως, αναζωπυρώθηκε με αφετηρία Άγγλους και Αμερικανούς ακαδημαϊκούς, κατ’ εξοχήν τον Ρόμιλυ Τζένκινς, τον Σύριλ Μάνγκο και τον Έρικ Χομπσμπάουμ.
Ο Άγγελος Γουνόπουλος εγκύπτει στη σύνολη θεωρητική αντίληψη του Eric Hobsbawm, ο οποίος χαρακτηρίζει επινοημένες όλες τις «παραδόσεις» και υποστηρίζει πως ενώ έχουν εμφανιστεί πολύ πρόσφατα –στα πλαίσια της νεωτερικότητας, εξαιτίας των απαιτήσεων της συγκρότησης των εθνικών κρατών–, τους αποδίδουμε ένα ιστορικό βάθος που δεν έχουν! Έτσι, μπορεί να «κατασκευαστεί» θεωρητικά η έννοια του έθνους ως κατασκευής – μέσω επινοημένων παραδόσεων.
Τέλος, ο Γ. Κοντογιώργης ανασκευάζει συστηματικά τις απόψεις του Χομπσμπάουμ για το ελληνικό έθνος («Όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά τεχνητά δημιουργήματα. Αυτό ισχύει και για το ελληνικό έθνος που δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα»), καταδεικνύοντας τη συνέχειά του: «Η ελληνική ταυτότητα αποτελεί μία σταθερά που συγκροτείται ήδη κατά τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους και εξελίσσεται μεταλλασσόμενη αδιάκοπα έως τη σύγχρονη εποχή».
Για το ζήτημα της εθνολογικής σύστασης των Ελλήνων, παραθέτουμε δύο κείμενα. Στο πρώτο, «Οι εθνολογικές εξελίξεις του ελληνικού λαού», ο Νίκος Σβορώνος υποστηρίζει πως, παρά τις σλαβικές επιδρομές, «μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνισμός που έμεινε επί τόπου ήταν αρκετός σε όγκο και σε συνοχή, ώστε να μπορέσει να ξαναρχίσει σύντομα την ανάκτηση των χαμένων εδαφών και να αφομοιώσει με τον καιρό τα ξένα αυτά στοιχεία». Την άποψή του επιβεβαιώνει το δεύτερο άρθρο ερευνητών, υπό τον καθ. Γενετικής των ΗΠΑ, Γιώργο Σταματογιαννόπουλο, στο European Journal of Human Genetics, –το οποίο και παρουσιάζει ο Νίκος Κελέρμενος–, με τον τίτλο «Η γενετική των πελοποννησιακών πληθυσμών και η θεωρία της εξαφάνισης των Πελοποννησίων Ελλήνων», που διαπιστώνει πως «η μέση κοινή καταγωγή με τους Γάλλους κυμαίνεται σε 39-42%, με τους Ανδαλουσιανούς 53–62% και με τους Ιταλούς 85–96%. Αντίθετα, η μέση κοινή καταγωγή με τους σλαβικούς πληθυσμούς είναι πάντα <15%. Οι Πελοποννήσιοι είναι γενετικά περισσότερο διακριτοί από τους σλαβικούς πληθυσμούς και εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη ομοιότητα με τους νοτιοευρωπαϊκούς πληθυσμούς».
Ο Σπύρος Κουτρούλης κλείνει το αφιέρωμα με τη μελέτη, «Είναι ο Ίων Δραγούμης πρωτοφασίστας και τρομοκράτης; Οι αστοχίες ενός βιβλίου του Γιάννη Μάζη». Πράγματι, ο Γ. Μάζης δηλώνει πως δεν έχει «καμία αμφιβολία ότι (ο Δραγούμης) ήταν ένας πρωτο-φασίστας», ενώ το βιβλίο του αποτελεί «συνέχεια» του βιβλίου του Σπ. Μαρκέτου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού. Ο Γ. Μάζης παραθέτει ως τεκμήριο την άποψη του Μουσολίνι ότι «χωρίς το κράτος δεν υπάρχει έθνος», ενώ ο Δραγούμης πιστεύει, αντίθετα, ότι το έθνος μπορεί να υπάρξει χωρίς το κράτος. Ο Κουτρούλης παρουσιάζει πληθώρα στοιχείων που καταδεικνύουν πως ο Δραγούμης ήταν σε επικοινωνία με εκπροσώπους της Αριστεράς, όπως ο Κορδάτος και ο Γιαννιός, ενώ επηρέασε αποφασιστικά τον βενιζελικό Θεοτοκά. Τέλος, τα Φύλλα Ημερολογίου μας αποκαλύπτουν τη μετατόπισή του σε μια ιδεολογία πατριωτική, δημοκρατική, κοινοτική, σοσιαλιστική.
Στο Α΄ Μέρος του τχ. 15 του νΛΕ στο άρθρο ομάδας του περιοδικού Economist, με τον τίτλο «H υποχώρηση της παγκόσμιας εταιρείας» διαβάζουμε: «Το 2016, οι διεθνείς επενδύσεις των πολυεθνικών μειώθηκαν κατά 10–15%. Το ποσοστό επί των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι δυτικές εταιρείες έξω από τις χώρες προέλευσής τους έχει συρρικνωθεί. Τα κέρδη μειώνονται και οι ροές των νέων επενδύσεων των πολυεθνικών έχουν αρχίσει να συρρικνώνονται επί του συνόλου του ΑΕΠ. Η παγκόσμια εταιρεία βρίσκεται σε υποχώρηση. Το αποτέλεσμα θα είναι η ανάδυση μιας πιο κατακερματισμένης και τοπικιστικής εκδοχής καπιταλισμού, που πολύ πιθανόν θα χαίρει μεγαλύτερης στήριξης από την κοινή γνώμη. Και η εμμονή στις παγκόσμιες εταιρείες θα θεωρηθεί ως ένα πρόσκαιρο επεισόδιο στη ιστορία των επιχειρήσεων, αντί για το τέλος της.» Μια έρευνα δημοσιευμένη στο εβδομαδιαίο «ευαγγέλιο» των μεγάλων επιχειρήσεων και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που καταλήγει σε ανάλογα συμπεράσματα έχει προφανώς ιδιαίτερη σημασία.
Ο Πιερ Μουσό ομ. καθηγητής Παν/μίου, συγγραφέας του βιβλίου, Η βιομηχανική θρησκεία. Μοναστήρι, μανιφακτούρα, εργοστάσιο. Μια γενεαλογία της επιχείρησης, που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 2017 παρουσιάζει στο άρθρο του «Η βιομηχανία γεννήθηκε στα μοναστήρια» μια περίληψη του δοκιμίου του. Σύμφωνα με τον Μουσό, «Η γενεαλογία της βιομηχανικής θρησκείας εγκαινιάζεται στη Δύση με τη γρηγοριανή μεταρρύθμιση του μοναχισμού. Ακολουθεί η γέννηση της σύγχρονης επιστήμης και το πρόγραμμα του Καρτέσιου, και ολοκληρώνεται με τη βιομηχανιστική επιλογή του 1800· τέλος σήμερα ο «σιλικονισμός» ενσαρκώνει έτσι την τελευταία φιλελευθερο-ελευθεριακή εκδοχή απορρόφησης της πολιτικής από τη βιομηχανία.
Ο Γιάννης Δ. Ιωαννίδης στο κείμενό του «Λόγος και Μύθος κατά του Μηδενός» εισήγηση που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Παπαϊωάννου Φιλοσοφικά Μελετήματα υποστηρίζει πως « …ίσως μπορούμε να καταλάβουμε βαθύτερα τον Κ.Π. ως τον στοχαστή μιας μεγάλης σύνθεσης και μιας μεγάλης αντίθεσης συνάμα: της σύνθεσης του Λόγου με τον Μύθο εναντίον του Μηδενός. Να, συγκεκριμένα, γιατί μιλώ για έναν άνθρωπο που δεν είχε μόνο γερό μυαλό (πόσα γερά μυαλά δεν γοητεύει άραγε το Μηδέν;), αλλά συνάμα γενναία κι ευαίσθητη ψυχή». Και καταλήγει: «Η αγωνία του Κ.Π. να συνενώσει και πάλι τον Λόγο και τον Μύθο, ώστε ν’ απομακρύνει το Μηδέν και να διασωθεί το Νόημα, είναι η αγωνία της εποχής μας, η αγωνία μας. Το παρήγορο είναι πως βρισκόμαστε σήμερα ακόμα πιο βαθιά μέσα στην «καρδιά του κτήνους» απ’ ό,τι εκείνος, κι ίσως έτσι μας είναι ευκολότερο να διακρίνουμε προς τα πού υπάρχει φως διεξόδου.»
Ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Ρακκάς στη μελέτη του «Δημοκρατία: Διαδικασία ή μοντέλο κοινωνίας; Η ελληνική δημοκρατική κληρονομιά, βάση για ένα νέο πρόταγμα κοινωνίας» υποστηρίζει πως «η πολιτική και ιδεολογική εξίσωση, της δημοκρατίας με την εθνική ταυτότητα, την παιδεία και τον πολιτισμό, μπορεί να αποτελέσει τη βάση ώστε να βρούμε μια διέξοδο από τον εγκλωβισμό μας στις διαιρέσεις του παρελθόντος, κυρίως αυτήν μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς». Μια διέξοδος που θα επιτρέψει να εκφραστούν σε ένα ρεύμα αλλαγής όλες οι δυνάμεις εκείνες της ελληνικής κοινωνίας που παρέμειναν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής αυτά τα χρόνια της καθίζησης και της παρακμής της ύστερης μεταπολίτευσης. Το τρίπτυχο πατριωτισμός-παιδεία-δημοκρατία μπορεί να αποτελέσει τη βάση ώστε να εκφραστούν πολιτικά και ιδεολογικά όσοι βρίσκονται «από κάτω», σήμερα, στην ελληνική κοινωνία. Γιατί είναι ικανό να εμπνεύσει ένα όραμα για την ανύψωσή τους σε ρόλο «θεματοφύλακα της ελευθερίας του έθνους», που σήμερα απειλείται αποφασιστικά, και ταυτόχρονα σε ρόλο «κύριων της δικής τους ιστορίας».
Η ομ. καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Ιωάννα Τσιβάκου στο άρθρο της «Οι πολιτιστικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης» υποστηρίζει πως «στην κρίσιμη εποχή που διανύουμε ως ελληνική κοινωνία, απαιτείται από πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες η εμπέδωση μιας εθνικής κουλτούρας που θα υπερβαίνει το ατομικό και θα προσφέρει το έδαφος για την ανάπτυξη στην κοινωνία κάποιων στοιχείων που θα της επιτρέπουν να δει τη ζωή στην αιωνιότητά της και όχι στην προσωρινότητά της, να δει το παρόν ως συνέχεια του παρελθόντος, και το παρόν ως τον βατήρα για το άλμα στο μέλλον. Μια τέτοια κοσμοαντίληψη δύναται να εμποτίσει την ατομική συνείδηση με την απαραίτητη συναίσθηση της διάρκειας, ώστε να αναλάβει έργα μακράς πνοής και ευθύνες που χρονικά την προσπερνούν»
Ο νομικός και συγγραφέας Δημήτρης Μπελαντής στο άρθρο «Ο Γκράμσι, οι διανοούμενοι και η στελέχωση της ελληνικής Αριστεράς, από την πρώτη Μεταπολίτευση ως τον ΣΥΡΙΖΑ» υποστηρίζει πως «Η Αριστερά της Μεταπολίτευσης κυβερνά την χώρα και διαχειρίζεται την καπιταλιστική εξουσία και την ακραία νεοφιλελεύθερη μνημονιακή διαχείριση, στην οποία έχει δώσει ένα παρατεταμένο φιλί ζωής». Συμβάλλει στην ψευδοηγεμονία («συντεχνιακή διαχείριση» και όχι γνήσια «ηγεμονία», κατά την εννοιολογία του Γκράμσι) των φιλελεύθερων, φιλοεξαρτησιακών και καπιταλιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Χωρίς αυτόν τον ρόλο της Αριστεράς της Μεταπολίτευσης, η διαχείριση του κεφαλαίου και των φιλοϊμπεριαλιστικών/οιονεί αποικιοκρατικών πολιτικών θα ήταν, από την άποψη των κοινωνικών συναινέσεων, εξαιρετικά δυσκολότερη».
Στην βάση των παραπάνω σκέψεων και επισημάνσεων, τονίζει ο Μπελαντής «χρειάζεται μια μακρά και κοπιώδης διερεύνηση και αυτοκριτική σε βάθος από όσους ενδιαφέρονται για την ανάκαμψη της κοινωνικής Αντιπολίτευσης και των χειραφετητικών προταγμάτων (η έννοια της Αριστεράς είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά φθαρμένη πια). Γνωρίζουμε αρκετά καλά την ελληνική Αριστερά εδώ και τρεις δεκαετίες. Η αντίδραση και η αδράνεια, το θάψιμο των αιτιών, θα είναι πολύ ισχυρότερα στοιχεία από την αναγεννητική προσπάθεια. Όμως, αξίζει να προσπαθήσουμε.»
Ο Θόδωρος Ντρίνιας στο εκτενές δοκίμιό του «Προσφυγικό, ανθρωπισμός και πολιτική –
ανιχνεύοντας τα τυφλά σημεία της κυρίαρχης αφήγησης» υποστηρίζει μεταξύ άλλων πως η «ένταση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος συνέπεσε με την κορύφωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της χώρας και ήρθε να προσθέσει ένα ακόμα πολύπλοκο στη φύση του και την αντιμετώπισή του πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία. Η σημερινή κυβέρνηση ήλθε στη εξουσία επικαλούμενη, σχεδόν αποκλειστικά, την ανάγκη κατάργησης των μνημονίων και διαγραφής του χρέους. Όμως, μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015 και την υπογραφή των νέων μνημονίων και παρά την ακόλουθη δεύτερη εκλογική της νίκη, διέρχεται μια συνεχή κρίση». Απέναντι σε αυτήν «ο ανθρωπισμός, που προβάλλει η κυβέρνηση ως θεμέλιο του σχεδίου αντιμετώπισης και πολιτικής διαχείρισης του πρόσφατου προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, είναι ένας ανθρωπισμός-ενεργό στοιχείο της πολιτικής επικοινωνίας η οποία οριοθετεί και δομεί το πολιτικό σύστημα· ένα πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται πολλαπλώς στον αγώνα διατήρησης της εξουσίας. Έχοντας καταρρεύσει το πολιτικά νομιμοποιητικό αφήγημα του αντιμνημονίου και της αντίστασης στους ισχυρούς, αντικαθίσταται πλέον από εκείνο της κυβέρνησης-θεματοφύλακα των ανθρωπιστικών αξιών και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων και μεταναστών». Εξάλλου ο «ανθρωπισμός εξελίσσεται σε κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα. Η δυτική Αριστερά, μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, προσχώρησε ομοθυμαδόν στην ιδεολογία των νικητών του Ψυχρού Πολέμου». Σημαντική «είναι η επίδραση της ανθρωπιστικής πολιτικής στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Τα υπάρχοντα κόμματα και πολιτικές οργανώσεις αναδιατάσσονται και επανατοποθετούνται με βάση το “ανθρωπιστικό κεκτημένο” στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού. Επιφανείς ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κινήσεων αλληλεγγύης προωθούνται σε κρατικές και κυβερνητικές θέσεις διαχείρισης του προσφυγικού, ακόμα και υπουργικές. Εκατοντάδες άλλοι που δραστηριοποιούνταν ενάντια στο κοινωνικό σύστημα, συντηρώντας την αίσθηση ότι στέκονται έξω από αυτό (sic), τώρα ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές απαιτήσεις του κρατικά προωθούμενου ανθρωπιστικού σχεδίου, ακόμα και αν το μετονομάζουν, ως έσχατο φύλλο συκής, σε «αλληλέγγυο». Πολλοί, δε, από αυτούς, χρησιμοποιώντας αυτό το φύλλο συκής, ενσωματώνονται και στο οικονομικό σύστημα· είναι εντυπωσιακός ο αριθμός «αντισυστημικών» ακτιβιστών που εργάζεται πια στις δομές στήριξης των προσφύγων/μεταναστών και στις ανθρωπιστικές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται ανά την επικράτεια.»
Πάνω στο ίδιο ζήτημα σε συνάφεια με το προσφυγικό ζήτημα των ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας μετά το 1922 η ιστορικός και συγγραφέας Μαρία Βεϊνόγλου στο άρθρο «Σύγχρονα προσφυγικά θέματα και οι Πρόσφυγες της Συνθήκης της Λωζάννης» παρατηρεί πως «συχνά, τον τελευταίο καιρό, παρατηρούμε να αναπτύσσεται μια φιλολογία σε έντυπα, οργανώσεις, αλλά και προσφυγικά σωματεία, η οποία, αυθόρμητα και από αλληλεγγύη, τείνει να παραλληλίζει και να ταυτίζει την άφιξη στην χώρα μας (και προς τη Δύση), “προσφύγων” από την Μέση Ανατολή, εξ αιτίας των εκεί πολέμων αλλά και για αναζήτηση στην Δύση καλύτερων συνθηκών ζωής και εργασίας, με την βίαιη έξωση των χριστιανών της Μικράς Ασίας που είχε ως αποτέλεσμα την συμφωνία για υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Συνθήκη της Λωζάννης – 1923). Είναι προφανές ότι τα ιστορικά δεδομένα που οδήγησαν στην εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα ΔΕΝ σχετίζονται με τις προσπάθειες για τακτοποίηση του σύγχρονου προσφυγικού μεταναστευτικού προβλήματος».
Στο Β΄ Μέρος του νέου Λόγιου Ερμή διαβάζουμε στις βιβλιοπαρουσιάσεις του τεύχους δύο κείμενα του Σωτήρη Γουνελά και του Δημήτρη Νόλλα. Ο πρώτος παρουσιάζει το βιβλίο του Νοβάλις Ύμνοι στη Νύχτα και ο δεύτερος το δοκίμιο του Λάκη Προγκίδη Υπό την παπαδιαντικήν δρυν. Οι «Ύμνοι στην νύκτα» κυκλοφόρησαν σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-γερμανικά) από τις εκδόσεις Περισπωμένη (Αθήνα, 2016, 95 σελ.), σε μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη, εισαγωγή του ιδίου και επίμετρο του Λούντβιχ Τηκ. Οι Ύμνοι, σύμφωνα με τον Σ.Γ. «παρουσιάζουν θαυμαστή ποικιλία ύφους και μορφής αλλά και θαυμαστή ενότητα. Άλλοτε έντονα έμμετροι, άλλοτε πεζοί, παρουσιάζουν ένα συνδυασμό αφήγησης και λυρισμού, στοχασμού και βαθιάς ποιητικής αίσθησης, με πετάγματα και συλλήψεις που κινούνται στην κυριολεξία μεταξύ ουρανού και γης». Ο Νόλλας υπογραμμίζει πως ο «Προγκίδης κάτω απ’ τον ίσκιο της παπαδιαμαντικής βελανιδιάς, μιλώντας μας για το έργο, υμνεί τον “ελληνικό τρόπο”, μιλεί για όλα αυτά που μας συνέχουν και μας κάνουν να ελπίζουμε πως η ανθρωπολογική χωματερή μπορεί πράγματι και να μην είναι η αμετάκλητη μοίρα μας».