Οι ιταλικές εκλογές και η κατρακύλα του Δημοκρατικού Κόμματος
Του Nικόλα Μελόνι* απότην Ρήξη φ. 142
Για να ερμηνεύσει κανείς τα αποτελέσματα των ιταλικών γενικών εκλογών, δεν έχει παρά να δει την κατανομή των ψήφων στο Μιλάνο. Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) –η κατ’ όνομα Αριστερά– πέτυχε καλά αποτελέσματα στο κέντρο της πόλης, δηλαδή σε μία από τις πιο εύπορες ιταλικές περιοχές. Ταυτόχρονα, τα προάστια ψήφισαν τη Λέγκα, ένα ρατσιστικό και σοβινιστικό κόμμα. Στο Τορίνο και τη Ρώμη, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων κέρδισε τις φτωχότερες περιοχές των πόλεων, το δε PD τις πλουσιότερες.
Με πολλούς τρόπους αυτές οι εκλογές έφεραν τελικά ένα άθλιο τέλος στην αργή, μα αμείλικτη, παρακμή της Αριστεράς. Έχει καταστεί ασήμαντη. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το άλλοτε μεγαλύτερο στον δυτικό κόσμο κομμουνιστικό κόμμα (PCI), έχει κάνει μια νεοφιλελεύθερη στροφή που έχει καταστρέψει τις ρίζες του και έχει απομακρύνει τους παραδοσιακούς του ψηφοφόρους. Οι λιγοστές νίκες του –το 1996 και το 2006– κερδήθηκαν δύσκολα, υπήρξαν αποσπασματικές και είχαν το κόστος μιας διαρκούς δεξιάς μετατόπισης, καθώς απαιτούσαν τον σχηματισμό ετερόκλιτων συμμαχιών που στόχευαν στο να σταματήσουν τον Μπερλουσκόνι. Ήταν στο πνεύμα των καιρών στην Ιταλία, όπως και αλλού, και καθώς εκτυλισσόταν η παγκόσμια εξάπλωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να ασπάζονται τον Τρίτο Δρόμο, αγωνιζόμενα να κερδίσουν τον μέσο ψηφοφόρο μέσα σε αυτό που έμοιαζε ένα συμπαγές διπολικό πολιτικό σύστημα.
Όμως αυτό θα αποτελέσει καταστροφική επιλογή σε μια χώρα η οποία δεν απολαμβάνει την οικονομική μεγέθυνση και την πιστωτική επέκταση της υπόλοιπης Ευρώπης. Δεν υπήρξε διόγκωση της μεσαίας τάξης, που θα μπορούσε να ωθήσει τα κόμματα προς πιο προοδευτικές πολιτικές. Αντιθέτως, εμφανίζεται μια χρόνια δυσφορία, μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια στις τάξεις όλο και περισσότερων χαμηλόμισθων και ευέλικτων εργαζομένων, άνεργων νέων και νεόπτωχων. Όπως στη Γαλλία, όπου το Εθνικό Μέτωπο αντικατέστησε το PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) στις φτωχοποιούμενες βιομηχανικές ζώνες, έτσι και η δεξιά Λέγκα του Βορρά μαζεύει τα κομμάτια από την εργατική τάξη του βορρά, το άλλοτε προπύργιο του PCI, η οποία αποστασιοποιείται πια από την παραδοσιακή Αριστερά.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν με την οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια για το κατεστημένο ξέσπασε, ήδη από το 2013, με μια κανονική εξέγερση, όταν συνασπισμένες η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά συγκέντρωσαν λιγότερες από τις μισές ψήφους επί του συνόλου των ψηφοφόρων. Το απογοητευτικό για το PD αποτέλεσμα οδήγησε στο τέλος της μετακομμουνιστικής μετριοπαθούς ηγεσίας και απέβη υπέρ του Ματέο Ρέντσι, ενός αντισυμβατικού τυχοδιώκτη, ο οποίος, δανειζόμενος τη ρητορική των Πέντε Αστέρων, επιτίθεται στην παλιά πολιτική κάστα που διηύθυνε το κόμμα. Ήταν μια αλλαγή προς το χειρότερο. Το πολιτικό σχέδιο του Ρέντσι προσβλέπει –με λιγότερη όμως επιτυχία– στην αλά Μακρόν ανάδυση του ριζοσπαστικού κέντρου που θα επανενώσει το καθεστώς έναντι της λαϊκιστικής απειλής. Οι υπερφιλελεύθερες μεταρυθμίσεις του, ιδιαίτερα όσον αφορά την αγορά εργασίας, έσπρωξαν τη σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα έξω από το κόμμα.
Η πλούσια και μορφωμένη τάξη
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών απλώς επιβεβαιώνουν τα νέα χαρακτηριστικά του δήθεν προοδευτικού PD. Οι Δημοκράτες είναι το μόνο αυθεντικά ταξικό κόμμα, του οποίου οι ψηφοφόροι αποτελούνται, ως επί το πλείστον, από εύπορους ανώτερης μόρφωσης. Μόνο το 8% των ανέργων και το 12% της εργατικής τάξης ψήφισε το PD. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι πως, λιγότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του PCI του 1988, ψήφισαν το PD το 2018. Θα ήταν λάθος όμως να κατηγορηθεί μόνο ο Ρέντσι γι’ αυτό το καταστροφικό αποτέλεσμα. Σε όλη την Ευρώπη, τα παραδοσιακά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υποχωρούν, με τη μοναδική εξαίρεση των Εργατικών του Κόρμπιν, που καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τις ψήφους τόσο των εύπορων Λονδρέζων, όσο και των σπουδαστών, των ανέργων και των εργατών του αγγλικού βορρά.
Η νέα τους εκλογική βάση αποτελεί τον καθρέφτη της πολιτικής τους κουλτούρας. Μιλούν για αγορές και για «υπεύθυνη» οικονομική πολιτική – ποτέ όμως για εκμετάλλευση, μισθούς και ανισότητα. Θεωρούν δεδομένη την ψήφο της εργατικής τάξης και προσπαθούν, ασπαζόμενοι μια ιδεολογία υπέρ των αγορών, να κατακτήσουν την ψήφο των μεσαίων. Αυτή όμως η ιδεολογία έχει μεταβάλει δραματικά το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο. Ακραία ανισότητα και φτώχεια διαβρώνουν τη μεσαία τάξη και καθιστούν την πορεία προς το κέντρο μια επιλογή αυτοκτονίας. Τόσο η εργατική τάξη, όσο και αυτή η ίδια η δυτική μεσαία τάξη, είναι οι πραγματικοί χαμένοι της παγκοσμιοποίησης και έχουν γίνει συχνά πικρόχολοι και λιγότερο ήπιοι απ’ όσο ήταν. Πρόσφατες εκλογικές και πολιτικές τάσεις δείχνουν πως το εκλογικό αποτέλεσμα εξαρτάται τώρα και από τα πολιτικά άκρα και την προσπάθεια να κερδηθούν οι ψήφοι των ανθρώπων που έχει αφήσει πίσω της η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, την οποία η καθεστωτική Αριστερά υποστήριξε τυφλά. Ο Τραμπ κέρδισε την προεδρία αρπάζοντας τις πολιτείες της «ζώνης της σκουριάς», ενώ στην Αγγλία, τόσο οι Εργατικοί, όσο και οι Τόρρυς, απομακρύνθηκαν από το κέντρο υιοθετώντας πιο λαϊκιστικές πλατφόρμες – από το Brexit μέχρι τις εθνικοποιήσεις. Στην Ιταλία, τα αντισυστημικά κόμματα συγκέντρωσαν περισσότερο από το 50% των ψήφων.
Σε αντίθεση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, στην ψήφο διαμαρτυρίας στην Ιταλία δεν υπάρχει κάποια σημαντική αριστερή εκπροσώπηση. Το κόμμα Ελευθερία και Ισότητα, της παλιάς ηγεσίας του PD, απέτυχε παταγωδώς, συγκεντρώνοντας μόλις το 3% των ψήφων. Πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αποτελούν απλώς ένα καλύτερο αντίγραφο του PD, πηγαίνοντας σχετικά καλά στους ιδιοκτήτες ανώτερης μόρφωσης, ενώ ταυτόχρονα είναι σχεδόν απόντες στις φτωχές αστικές περιοχές. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Αφού υιοθέτησαν όλων των ειδών τις φιλελεύθερες πολιτικές, συγκυβέρνησαν με τον Μπερλουσκόνι και έδωσαν την υποστήριξή τους σε τεχνοκρατικές κυβερνήσεις, δεν μπορούν πια να θεωρούνται αξιόπιστοι συνομιλητές της εργατικής τάξης. Ακόμα κι ο ηγέτης της Ελευθερίας και Ισότητας, ο πρώην πρόεδρος της Γερουσίας Πιέτρο Γκράσσο, έχει το προφίλ ενός μετριοπαθούς ηγέτη: πρώην δικαστικός, διώκτης της μαφίας με άριστα διαπιστευτήρια ως δημόσιος λειτουργός, αλλά χωρίς άμεση πολιτική εμπειρία. Η Ελευθερία και Ισότητα διέγνωσε σωστά τη διάψευση των προσδοκιών του προοδευτικού εκλογικού σώματος από τον Ρέντσι, αλλά απέτυχε να καταλάβει πως οι Ιταλοί θέλουν μια ξεκάθαρη ρήξη με το παρελθόν και όχι μια βελτιωμένη και πιο ευπρόσωπη εκδοχή του κατεστημένου.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, από τη μεριά του, έχει την κλασική εκλογική σύνθεση μιας ριζοσπαστικής αριστερής δύναμης, πετυχαίνοντας μια σαρωτική νίκη στις φτωχότερες περιοχές της χώρας, όπως και στους νέους ψηφοφόρους, ενώ πήρε το 50% των ψήφων των ανέργων. Αξιοποίησε το διάχυτο κλίμα απογοήτευσης από την πολιτική τάξη και έδωσε εκπροσώπηση στην οικονομική ανασφάλεια του εκλογικού σώματος, δεσμευόμενο να καθιερώσει ένα γενικό βασικό εισόδημα, μια σημαντική υπόσχεση σε μια χώρα που πλήττεται από μεγάλη ανεργία και με ένα διαρκώς συρρικνούμενο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Το PD δεν έχει καμία αναφορά στην κοινωνική πρόνοια στο πρόγραμμά του.
Παρ’ όλα αυτά, η ατζέντα των Πέντε Αστέρων απέχει πολύ από την αντίστοιχη μιας ριζοσπαστικής δύναμης. Η αφήγησή τους, όπως εκείνη των Ποδέμος και του κινήματος Όκιουπαι, είναι χτισμένη πάνω στην αντίθεση του λαού με την ολιγαρχία. Αυτή όμως η ολιγαρχία εκλαμβάνεται μόνον ως μια διεφθαρμένη πολιτική «κάστα». Οικονομικά ζητήματα όπως η εργασία και οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, η ανισότητα ή και ο ίδιος ο καπιταλισμός, απουσιάζουν. Αποτελούν μία, μάλλον λαϊκή, μα κεντρώα πολιτική δύναμη – αρκετά καιροσκοπική ώστε να καπελώνει οποιαδήποτε δημοφιλή διαμάχη, αλλά χωρίς καμία φιλοδοξία να αλλάξει ή έστω να μεταρρυθμίσει το σύστημα…
Μετάφραση: Σπύρος Σπυρόπουλος