του Θανάση Καλαφάτη, από το Άρδην τ. 98, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014
Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης, που με την πρόσκλησή τους μου παρέχουν τη δυνατότητα να αναπτύξω τις απόψεις μου πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα ως εκείνο των Ιουλιανών, με ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου των φίλων Γεώργιου Καραμπελιά και Δημήτρη Λιβιεράτου «Ιούλης 65 ή έκρηξη».
Το βιβλίο παρέχει την ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω σ’ εκείνα τα γεγονότα και να προσδιορίσουμε τη σημασία τους για το χθες και το σήμερα.
Οι περισσότεροι από εμάς που είμαστε στην αίθουσα, είμαστε παρόντες, συμμέτοχοι και συμπρωταγωνιστές σ’ εκείνα τα γεγονότα και όχι μόνο στα Ιουλιανά. Ζήσαμε από μέσα την εποχή. Αυτή η εμπειρία χρωματίζει και συμπληρώνει σ’ ένα βαθμό τη δική μας άποψη και κατάθεση.
Εκτιμήσεις ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές έχουν γίνει πολλές και αποτελούν το σώμα μιας μεγάλης βιβλιογραφίας. Αποκλίσεις υπάρχουν όπως είναι φυσικό, όπως άλλωστε διακρίνονται και στα δύο γραπτά που περιλαμβάνονται στο παρουσιαζόμενο βιβλίο.
Η δική μου παρουσία εδώ συνδέεται με μια εισαγωγική ανάλυση σ’ ένα έργο που έχετε μπροστά σας, το οποίο καλύπτει ιδιαίτερα την εκδήλωση της κρίσης, την παλατιανή παρέμβαση καθώς τη σύγκρουση και τα συνεπαγόμενα αποτελέσματα. Πρόκειται λοιπόν για μια αναφορά στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που σημειώνονται τη συγκεκριμένη δεκαετία στη χώρα μας και τα αποτελέσματά τους στην πολιτική διαπάλη. Ενώ σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα σταθώ ιδιαίτερα σ’ ορισμένα συμπεράσματα που απορρέουν από τα γεγονότα του Ιούλη.
Στην οικονομική βιβλιογραφία υπάρχει μια παραδεκτή εκτίμηση ότι η δεκαετία του ’60 ή πιο συγκεκριμένα η δεκαετία 1957-1966 υπήρξε η περίοδος που η χώρα γνώρισε τους πιο γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης.
Το μόνο που μπορούμε να προσθέσουμε εδώ ότι παρά τη συγκεκριμένη ανάπτυξη, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν άλυτα, με προεξάρχον το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Για μιας τέτοιας μορφής και έκτασης ανάπτυξη είναι φανερό ότι απαιτείται μεταφορά πόρων από την κατανάλωση στην αποταμίευση ώστε να υπάρξει η χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων. Στην πράξη δεν έγινε αυτό, όπως διαπιστώνεται από σχετικές μετρήσεις. (ψηλοί αυξητικοί ρυθμοί ανάπτυξης συνδέονταν με υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς κατανάλωσης)
Το αναπτυξιακό θαύμα με ή χωρίς εισαγωγικά έγινε με ξένα κεφάλαια και μεγάλη εισροή άδηλων πόρων (ναυτιλιακό-μεταναστευτικό συνάλλαγμα).
Από την άποψη αυτή οι καμπύλες εισοδηματικών ανισοτήτων, δεν παρουσιάζονται επιβαρυμένες.
Ερχόμενοι τώρα στη διερεύνηση του ρόλου της μετανάστευσης και ιδιαίτερα του μεταναστευτικού ρεύματος της περιόδου 1945-1967, διαπιστώνουμε ότι η μετανάστευση λειτούργησε ως δικλείδα στην αναπτυξιακή διαδικασία, αφού συνέβαλε στη μείωση της ανεργίας.
Τα δύο βασικά ρεύματα το ένα στο εσωτερικό της χώρας και το άλλο στο εξωτερικό γίνονται κοινωνικοί καταλύτες και διαμορφωτές καινούργιων κοινωνικών στρωμάτων με πολιτικές προεκτάσεις. Με το ρεύμα προς το εξωτερικό, άτομα αγροτικής κυρίως προέλευσης μετατρέπονται σε βιομηχανικούς εργάτες, ενώ με το ρεύμα προς το εσωτερικό και συγκεκριμένα προς το Λεκανοπέδιο Αττικής διαμορφώνονται καινούργια εργατικά και μικροαστικά στρώματα που απασχολούνται στην κατασκευή κατοικιών ή σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.
Με τη μετανάστευση έπαψε η Ελλάδα νάναι μια κλειστή χώρα, ενώ στο εσωτερικό ενισχύθηκαν οι επαφές του κέντρου με την περιφέρεια. Ο αγροτικός χώρος άρχιζε να αλλάζει μορφή, τα ορεινά χωριά και η ορεινή οικονομία κατέρρευσαν και μαζί τους άρχισε η μείωση της κτηνοτροφικής παραγωγής. Οι πεδινές περιοχές ευνοήθηκαν από την είσοδο της νέας τεχνολογίας αλλά διασώθηκαν και χάρη στη μετανάστευση. Νέοι αγροτικοί σχηματισμοί διαμορφώθηκαν κατά μήκος των εθνικών οδών ή γύρω από τις βιομηχανικές ζώνες. Έτσι διαμορφώνεται ένα καινούργιο εργατικό δυναμικό από πρώην αγρότες ή ένα δυναμικό αγροτοεργατικό, όπου παραμένουν αγρότες και ταυτόχρονα δεσμεύονται σε βιομηχανική απασχόληση (Νέα Σίνδος, Οινόφυτα, Βοιωτία, Κόρινθος, Ναύπλιο κ.α.).
Αυτή η κοινωνική δυναμική που επέφερε η μετανάστευση δημιουργεί ρωγμές στις αγροτικές κοινωνίες, οι οποίες επιτείνονται με τους αγώνες των αγροτών στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες κ.α.). Αυτές οι αγωνιστικές διεκδικήσεις έρχονται να επικοινωνήσουν με τις πολιτικές αλλαγές που επέρχονται το 1963 και στη συνέχεια οι τελευταίες να δώσουν ώθηση σε νέες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στον αγροτικό χώρο.
Εάν εξετάσουμε τώρα τις μεταβολές στην ποσοστιαία διάρθρωση της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης, την περίοδο 1950-1960 παρατηρούμε ότι η μεγάλη μείωση της ποσοστιαίας διάρθρωσης των ειδών βασικής ανάγκης και κατ’ επέκταση η μεγάλη αύξηση της ποσοστιαίας διάρθρωσης των ειδών μη βασικής ανάγκης, συμπίπτει με τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και προδιαγράφει από τότε τις μεγάλες μεταβολές στα καταναλωτικά πρότυπα, που δεν είναι χωρίς σημασία για το στρεβλό χαρακτήρα που παίρνει η βιομηχανική επέκταση της χώρας μας.
Σημαντικό μέρος των επενδύσεων στο δευτερογενή τομέα καλύπτεται από άμεσες ξένες επενδύσεις οι οποίες κατευθύνονται ιδιαίτερα στους νέους τομείς κυρίως εντάσεως έρευνας και έχουν προσανατολισμό κυρίως την εσωτερική αγορά, σ’ αντίθεση μα τη δεκαετία του ’60 (χημικά, πλαστικά, λιπάσματα κ.α.). Οι εγχώριοι επενδυτές κινούνται κυρίως στους παραδοσιακούς κλάδους (τρόφιμα, ένδυση, υπόδηση κ.α.).
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 παρατηρείται ένα αντίστροφο φαινόμενο. Οι ξένοι επενδυτές κινούνται και προς τους παραδοσιακούς κλάδους.
Με κίνητρο τις ξένες επενδύσεις διαμορφώνεται στη συνέχεια μια νέα εγχώρια επιχειρηματική τάξη, η οποία προφανώς δεν μπορεί να υπηρετήσει ούτε να εξυπηρετηθεί από την παλιά τάξη πραγμάτων που αφήνει πίσω της η ανατροπή του 1963.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι κάτω από την συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική εξέλιξη διαμορφώνονται νέες ανερχόμενες δυνάμεις στην κοινωνία και την οικονομία οι οποίες κερδίζουν στο επίπεδο της δημοκρατίας από τις αλλαγές του ’63 και οι οποίες θα συστρατευθούν μαζί με τη νεολαία, για να αποκρουστεί το παλατιανό πραξικόπημα.
Τα Ιουλιανά κατέχουν μια περίοπτη θέση στη μεταπολεμική πολιτική και κοινωνική ιστορία του τόπου μας.
Τα όρια τους αρχίζουν από το 1958. Αυτή είναι η πρώτη κορυφαία στιγμή μετά τον εμφύλιο πόλεμο από το 1958 μέχρι το 1967υπάρχει η ίδια προσπάθεια από την πλευρά των συντηρητικών δυνάμεων, μέσα και έξω από τη χώρα, να ανατραπεί αυτή η υψηλή κατάκτηση των λαϊκών δυνάμεων. Το πραξικόπημα του 1961 οδηγεί σε μια αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα που με την παρέμβασή του φτάνουμε στην αλλαγή του ’63, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή από τα κατευθυνόμενα εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας και η απάντηση δίνεται από την παλατιανή αποστασία, η οποία συγκρούεται με το λαό, κερδίζει στα σημεία και διαβλέποντας τον επερχόμενο θάνατό της, φτάνει στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Τα Ιουλιανά είναι κορυφαία στιγμή όλης αυτής της εννιάχρονης λαϊκής πάλης όπου συμπίπτουν και πυροδοτούν πολλές ανοίξεις.
Τα Ιουλιανά δεν ήταν όπως άλλωστε σημειώνεται στο βιβλίο (σελ. 59), γεγονότα που μπορεί να χαρακτηρίσουν μια προεπαναστατική κατάσταση, αλλά και ούτε μια επαναστατική δεν έμπαιναν από τις μάζες τέτοια ζητήματα (αν και υπήρχαν κάποιες εκδηλώσεις προς αυτή την κατεύθυνση).
Το ΚΚΕ και η ΕΔΑ είχαν προκρίνει τότε ένα δρόμο συνεργασίας με τις λαϊκές δυνάμεις που στοιχίζονταν πίσω από την Ένωση Κέντρου και τον Γιώργο Παπανδρέουκαι στήριξής της κυβέρνησής του που βάλλονταν από τις συντηρητικές δυνάμεις μέσα και έξω από τη χώρα. Σήμερα το ΚΚΕ έχει αποκηρύξει εκείνη την πολιτική και εν ονόματι της καθαρότητας της γραμμής του είχε βγει εκτός πολιτικής σκακιέρας
Πρέπει λοιπόν να δούμε εκείνα τα γεγονότα κριτικά και να βγάλουμε με προσοχή συμπεράσματα που μπορεί να είναι χρήσιμα για το σήμερα.
Τα Ιουλιανά συνέβαλαν στο να ενισχυθούν πάλι οι δεσμοί συνεργασίας ανάμεσα στις δημοκρατικές και αριστερές οργανώσεις νεολαίας που είχαν διαρραγεί την περίοδο 1963-1964. Ακόμη ενίσχυσαν τους δεσμούς συνεργασίας ανάμεσα στις επιμέρους συνδικαλιστικές εργατικές ενώσεις και συνετέλεσαν στη ριζοσπαστικοποίηση κεντρώων δυνάμεων, που ήρθαν και αντιστάθηκαν από κοινού με τις αριστερές δυνάμεις στην επιβολή του χουντικού πραξικοπήματος. Είναι προφανής μια παρακαταθήκη για τους αγώνες που θα έλθουν.
Σήμερα κάτω απ’ άλλες συνθήκες είμαστε σ’ έναν αγώνα που δεν πρέπει να χαθεί. Να σπασθούν τα δεσμά της Τρόϊκας και να αποτραπεί ένα σ’ ένα πρώτο επίπεδο η ανθρωπιστική κρίση. Αυτός ο αγώνας θα κριθεί και στο δρόμο και στο Κοινοβούλιο. Χρειάζεται λοιπόν εδώ η μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή συσπείρωση και αγώνας μέσα και έξω από την Βουλή.