Αρχική » Ο δρόμος για τη Δαμασκό

Ο δρόμος για τη Δαμασκό

από Άρδην - Ρήξη

του Ντ. Τζόουνστοουν, από το Άρδην τ. 88, Δεκέμβριος 2011-Φεβρουάριος 2012

όγω του ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ πιστεύει ότι έχει τη δύναμη να «διαμορφώνει την πραγματικότητα», πιστεύει ταυτόχρονα πως μπορεί να αγνοεί, επιδεικτικά, οποιαδήποτε ψήγματα πραγματικότητας δεν έχει εφεύρει η ίδια.

Έτσι, αυτή η εικονική πραγματικότητα έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται ο υπόλοιπος κόσμος, την ίδια στιγμή που οι θιασώτες αυτής της διαστρεβλωμένης αντίληψης είναι οπλισμένοι ως τα δόντια με πυρηνικά όπλα, ικανά να αφανίσουν τη ζωή στον πλανήτη.

Θεωρητικά, υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Συρία και η οποία μπορεί δυνητικά να προκαλέσει παγκόσμια σύρραξη, και αυτός ονομάζεται διπλωματία. Άνθρωποι, δηλαδή, ικανοί να συλλάβουν άγνωστες ιδέες και να κατανοήσουν απόψεις διαφορετικές απ’ τις δικές τους, που εξετάζουν συγκρουσιακά ζητήματα και χρησιμοποιούν την ευφυΐα τους για να βρουν λύσεις που μπορεί να μην είναι ιδανικές αλλά, τουλάχιστον, εμποδίζουν τα πράγματα από το να γίνουν χειρότερα.

Υπήρχε κάποτε και μια οργανωτική δομή που είχε δημιουργηθεί ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό και ονομαζόταν ΟΗΕ.
Όμως, οι ΗΠΑ αποφάσισαν, ως η μόνη υπερδύναμη, ότι δεν χρειάζεται να υποβιβάζονται στο επίπεδο της διπλωματίας για να αποκτούν αυτό που θέλουν κι’ έτσι μετέτρεψαν τον ΟΗΕ σε όργανο της εξωτερικής τους πολιτικής. Την πιο ξεκάθαρη απόδειξη αυτού του γεγονότος αποτέλεσε η αποτυχία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να μπλοκάρει την κατάχρηση, από πλευράς του ΝΑΤΟ, του αμφιλεγόμενου δόγματος R2P (ευθύνης για προστασία) ώστε να επιτύχει με τη βία την αλλαγή του λιβυκού καθεστώτος.
Στην αρχή της χρονιάς, ο γ.γ. του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, δήλωσε περιχαρής, ότι «ο κόσμος έχει αγκαλιάσει το δόγμα R2P, όχι γιατί είναι εύκολο αλλά γιατί είναι σωστό. Έτσι, έχουμε την «ηθική υποχρέωση να προχωρήσουμε μπροστά» και ανακοίνωσε, μέσα στον Γενάρη, ότι «το επόμενο τεστ της κοινής μας φιλανθρωπίας είναι η Συρία». Απ’ ό,τι φαίνεται, ο γ.γ. του ΟΗΕ θεωρεί την «ηθική ευθύνη», που απορρέει από το δόγμα R2P, ως την κατευθυντήρια γραμμή δράσης για την κρίση στη Συρία.

Για όσους έχουν αμφιβολίες για το τι σημαίνει αυτό, μπορούν να ρίξουν μια ματιά στο λιβυκό μοντέλο.

Μια χώρα της οποίας οι ηγέτες δεν ανήκουν στο δυτικό κλαμπ, το οποίο αποτελείται από τις χώρες του ΝΑΤΟ, το Ισραήλ, τους εμίρηδες των χωρών του Κόλπου και την οικογένεια που εξουσιάζει τη Σαουδική Αραβία, βιώνει ένα μείγμα από διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης και ένοπλη εξέγερση, ενώ τα δυτικά ΜΜΕ σπεύδουν να αφηγηθούν την ιστορία σύμφωνα με το σύνηθες πρότυπο. Ο ηγέτης της χώρας είναι «δικτάτορας» και οι επαναστάτες θέλουν να τον εκδιώξουν για να απολαύσουν μια δημοκρατία, δυτικού τύπου. Άρα, ο λαός είναι με τους αντάρτες και, όταν οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας προχωρούν στην κατάπνιξη της επανάστασης, αυτό σημαίνει ότι «ο δικτάτορας δολοφονεί τον ίδιο του τον λαό». Κάπου εδώ έχουμε την εφαρμογή του δόγματος R2P (ευθύνης για προστασία) της διεθνούς κοινότητας (βλ. ΝΑΤΟ) για να βοηθηθούν οι αντάρτες να ανατρέψουν (ή να σκοτώσουν) τον δικτάτορα. Το ευτυχές τέλος έρχεται όταν η Χίλαρι Κλίντον ανακοινώνει, μέσα στην τρελή χαρά, ότι «Ήρθαμε, είδαμε, πέθανε». Μετά, βέβαια, η χώρα βυθίζεται στο χάος, καθώς οι ένοπλες ομάδες δρουν ασύδοτες, οι αιχμάλωτοι βασανίζονται, οι γυναίκες μπαίνουν στη θέση τους, οι μισθοί δεν πληρώνονται, η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια παραμελούνται αλλά το πετρέλαιο αντλείται κανονικά και η Δύση ενθαρρύνεται από την επιτυχία της για να απελευθερώσει άλλη μια χώρα. Τουλάχιστον, αυτό ήταν το παράδειγμα της Λιβύης.

Τα πράγματα στη Συρία είναι, κάπως, πιο περίπλοκα

Σε αντίθεση με τη Λιβύη, η Συρία έχει ένα αρκετά ικανό στράτευμα και μερικούς σημαντικούς φίλους στον κόσμο. Επίσης, η Συρία συνορεύει με το Ισραήλ και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, η ποικιλία των θρησκευτικών κοινοτήτων στη Συρία είναι μεγαλύτερη και δυνητικά πιο εκρηκτική, σε σχέση με τις φυλετικές διαφορές στη Λιβύη. Η ιδέα του ότι «ο λαός» της Συρίας είναι ενωμένος, σε σχέση με την επιθυμία για στιγμιαία αλλαγή καθεστώτος, είναι απλά παράλογη.

Η δημοκρατία είναι ένα παιχνίδι που παίζεται στη βάση ενός κοινωνικού συμβολαίου, μιας γενικής συναίνεσης που σημαίνει ότι δέχεσαι την διακυβέρνηση αυτού που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες αυτή η συναίνεση δεν υπάρχει, διότι η δυσπιστία ανάμεσα σε διάφορα τμήματα της κοινωνίας είναι πολύ μεγάλη. Η Συρία φαίνεται πως ανήκει σ’ αυτές τις κοινωνίες, όπου συγκεκριμένες μειονότητες, όπως οι χριστιανοί και οι Αλαουίτες, έχουν κάθε λόγο να φοβούνται μια σουνιτική πλειοψηφία, στην ηγεσία της οποίας μπορεί να βρεθούν οι ισλαμιστές, που δεν κρύβουν την εχθρότητά τους προς τις υπόλοιπες θρησκείες.

Τον περασμένο μήνα, μια δημοσκόπηση του «Ινστιτούτου του Κατάρ», το οποίο δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει ως προσκείμενο φιλικά προς τον Άσαντ, έδειξε πως το 55% των Συρίων θέλουν την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία λόγω του φόβου τους για έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο. Ένα άλλο εύρημα της δημοσκόπησης ήταν ότι οι μισοί από τους Σύριους, που θέλουν τον Άσαντ, πιστεύουν ότι θα πρέπει να προκηρύξει ελεύθερες εκλογές στο άμεσο μέλλον.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κατάσταση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Οι Σύριοι θέλουν ελεύθερες εκλογές αλλά προτιμούν να τις διοργανώσει ο Άσαντ. Έτσι, οι ρωσικές διπλωματικές προσπάθειες πίεσης προς τον Άσαντ, για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, φαίνεται πως είναι σε αρμονία με τη συριακή κοινή γνώμη.

Ταυτόχρονα, ενώ οι Ρώσοι πιέζουν τον Άσαντ για μεταρρυθμίσεις, η Δύση απαιτεί να σταματήσει τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης και να παραιτηθεί. Από ό,τι φαίνεται πάντως, κανένα από τα δύο σενάρια δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί γιατί ήδη οι ρωσικές προσπάθειες σαμποτάρονται από τη δυτική υποστήριξη στην αντιπολίτευση. Από την άλλη, σε μια εμφυλιοπολεμική κατάσταση, το καθεστώς, οποιοδήποτε καθεστώς, είναι πιθανότερο να σπεύσει να αποκαταστήσει την τάξη, πριν κάνει οτιδήποτε άλλο και η αποκατάσταση της τάξης σημαίνει περισσότερη βία, όχι λιγότερη. Επίσης, αν οι ένοπλες δυνάμεις της Συρίας αποσύρονταν από τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ένοπλοι αντάρτες, αυτό απλά θα σήμαινε ότι οι περιοχές αυτές θα παραδίνονταν στις ομάδες ατάκτων.

Ας δούμε τώρα ποιες είναι αυτές οι ομάδες. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει, ή μάλλον, αν κάποιος γνωρίζει, αυτός είναι ο διάδοχος του Οσάμα Μπιν Λάντεν στην ηγεσία της Αλ Κάιντα, Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, ο οποίος έχει επισημανθεί σε βίντεο να παροτρύνει τους μουσουλμάνους στην Τουρκία και τις γειτονικές αραβικές χώρες να υποστηρίξουν τους Σύριους αντάρτες.
Έτσι, αν ο Άσαντ παραιτούνταν σήμερα, όπως η Δύση απαιτεί, η χώρα θα παραδίδονταν, ντε φάκτο, σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ένοπλες ομάδες, χειρότερο απ’ αυτόν της Λιβύης. Ο λόγος θα ήταν οι πολλαπλές θρησκευτικές διαφορές της συριακής κοινωνίας. Εννοείται πως οι ομάδες που εξοπλίζονται κρυφά από το ΝΑΤΟ, την Τουρκία και το Κατάρ, θα είχαν το πάνω χέρι από άποψη δύναμης πυρός. Η Δύση, βέβαια, θα ήταν απολύτως ικανοποιημένη από την εξουδετέρωση του συριακού καθεστώτος, άσχετα από το χάος που θα επικρατούσε στη χώρα, διότι έτσι θα στερούσε το Ιράν από τον βασικό του σύμμαχο στην περιοχή, και μάλιστα την παραμονή μιας πιθανής ισραηλινής επίθεσης. Με την Συρία και το Ιράκ εξουδετερωμένα, ο στραγγαλισμός του Ιράν θα ήταν απείρως ευκολότερος ή, τουλάχιστον, έτσι πιστεύουν οι καθορίζοντες τη στρατηγική του ΝΑΤΟ. Η τακτική αυτή έχει ταυτόχρονα και 2 μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους, την Κίνα και τη Ρωσία.

Το πρόσφατο ρωσο-κινέζικο βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν μια ευγενική προσπάθεια να τερματιστεί αυτή η διαδικασία. Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι έκαναν μια φιλότιμη προσπάθεια να περιληφθεί η «παύση των επιθέσεων σε κυβερνητικά κτίρια και αστυνομικούς σταθμούς, εκ μέρους των ανταρτών» στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για «αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων από πόλεις και χωριά και επιστροφή στους στρατώνες τους». Οι Δυτικοί αυτόκλητοι «ανθρωπιστές» απάντησαν στο βέτο της 4ης Φεβρουαρίου με άρνηση του περιορισμού της δράσης των ανταρτών και ορυμαγδό επιπλήξεων κατά της Ρωσίας και της Κίνας.

Μάλιστα, σε μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της ενότητας των 2 απείθαρχων δυνάμεων, οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ στοχοποίησαν τη Ρωσία, ως τον κύριο «κακό» της υπόθεσης. Έτσι κι αλλιώς, η Ρωσία έχει γίνει στόχος εκτεταμένης εκστρατείας προπαγάνδας δαιμονοποίησης του Βλαντιμίρ Πούτιν στην πορεία προς τις ρωσικές προεδρικές εκλογές. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης γίνεται «δικτάτορας» όταν οι πολιτικές του δυσαρεστούν τη Δύση. Ο ανεκδιήγητος αλκοολικός Γιέλτσιν ήταν ο αγαπημένος της Δύσης παρά το ότι είχε κλείσει το ρωσικό Κοινοβούλιο, γιατί ήταν αδύναμος και εύκολα διαχειρίσιμος. Ο λόγος που η Δύση μισεί τον Πούτιν είναι διότι φαίνεται αποφασισμένος να υπερασπίσει τα συμφέροντα της χώρας του, παρά τις πιέσεις της Δύσης.

Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη έχει εκπέσει σε τραγικό ακόλουθο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ενώ η δημοκρατία στην Ευρώπη υποσκάπτεται από μια δογματική μονεταριστική πολιτική και η ανεργία και η φτώχεια απειλούν να αποσταθεροποιήσουν ένα μεγάλο αριθμό κρατών μελών της ΕΕ, το κύριο θέμα που απασχόλησε το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, τον Γενάρη, ήταν «η κατάσταση στη Ρωσία». Άριστη ευκαιρία για να δοθούν μερικά μαθήματα «δημοκρατίας» στους Ρώσους από τους ρήτορες του Στρασβούργου.
Στα ΜΜΕ των ΗΠΑ, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά εφαρμόζονται κατ’ αποκοπήν στις περιορισμένες ρωσικές εξαγωγές οπλισμού στη Συρία ενώ, οι γιγαντιαίες αμερικανικές εξαγωγές υπερσύγχρονων όπλων στις χώρες του Περσικού Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία δεν συσχετίζονται ποτέ με τα αυταρχικά καθεστώτα των χωρών αυτών. Για να είναι πραγματικά «δημοκρατική», η Ρωσία πρέπει να επιδείξει την ανάλογη δουλοπρέπεια στις ΗΠΑ. Και μάλιστα, να το πράξει την ίδια στιγμή που η Ουάσιγκτον προχωρά στην κατασκευή μιας πυραυλικής ασπίδας που θα της δώσει τη δυνατότητα ενός πρώτου πυρηνικού χτυπήματος κατά της Ρωσίας, εξοπλίζει τη Γεωργία για μια ρεβάνς στον πόλεμο για τη Νότιο Οσετία και περικυκλώνει τη χώρα με μια σειρά βάσεων και εχθρικών, προς αυτήν, συμμαχιών.

Οι δυτικοί πολιτικοί και τα ΜΜΕ δεν διεξάγουν τον Γ΄ ΠΠ ακόμη, αλλά πείθουν σιγά σιγά τον εαυτό τους για την αναγκαιότητά του. Ομολογουμένως, οι πράξεις τους ηχούν δυνατότερα από τις λέξεις τους… ειδικά γι’ αυτούς που μπορούν να καταλάβουν πού οδηγούν αυτές οι πράξεις, όπως π.χ. οι Ρώσοι. Η συλλογική αυταπάτη μεγαλείου της Δύσης, η ψευδαίσθηση πως είναι ικανή να «διαμορφώσει την πραγματικότητα» έχει αποκτήσει μια ορμή που οδηγεί τον κόσμο προς μια μείζονα καταστροφή. Τι μπορεί να τη σταματήσει;
Ίσως, ένας μετεωρίτης απ’ το υπερδιάστημα.

* Η Νταϊάνα Τζόνστοουν είναι η συγγραφέας του βιβλίου, Η σταυροφορία των ανόητων.
Η Γιουγκοσλαβία, το ΝΑΤΟ και οι δυτικές αυταπάτες.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ