του Ν. Τσόμσκι, από το Άρδην τ. 33-34, Φεβρουάριος 2002
Όπως δείξαμε πιο πάνω, οι “Πρώσοι” κυριάρχησαν σε γενικές γραμμές στη διαμάχη για τις κατευθύνσεις της αμερικανικής πολιτικής. Αλλά το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο. Ο αμερικανικός φιλελευθερισμός ήταν αυτός που έπαιξε ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της “τυφλής, σοβινιστικής και στενόμυαλης” υποστήριξης της ισραηλινής πολιτικής που οικτίρει ο στρατηγός Πέλεντ. Έτσι, την ίδια μέρα που οι Η.Π.Α και το Ισραήλ βρέθηκαν μόνες εναντίον ολόκληρου του πλανήτη στα Ηνωμένα Έθνη, η εθνική συνδιάσκεψη του Δημοκρατικού Κόμματος υιοθέτησε μια δήλωση υποστήριξης στις πρόσφατες επιθέσεις του Ισραήλ στον Λίβανο, μετριάζοντάς την μόνο με μια αναφορά στις “αδικοχαμένες ζωές και από τις δυο πλευρές”. Αντίθετα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας “αποδοκίμασαν τη νέα εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο …ως μια κατάφορη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των θεμελιωδέστερων ανθρωπιστικών αρχών”, προσθέτοντας ότι “αυτές οι αδικαιολόγητες ενέργειες” κινδυνεύουν “να εκτραχύνουν την κατάσταση προς την κατεύθυνση μίας γενικευμένης συρράξεως”.1 Και βέβαια δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση.
Ο αμερικανικός “προοδευτισμός” ήταν πάντοτε ιδιαίτερα φιλικός προς το Ισραήλ. Υπάρχει όμως μια αξιοπρόσεκτη μεταβολή στη συμπεριφορά του με την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ το 1967.
Η άνοδος της απήχησης του Ισραήλ μέσα στους κύκλους των φιλελεύθερων διανοούμενων, μ’ αυτή την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ, είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Είναι λογικό να το αποδώσουμε, σε μεγάλο βαθμό, στις ανησυχίες που είχε εγείρει η ανικανότητα των Η.Π.Α να συντρίψουν τη γηγενή αντίσταση στην Ινδοκίνα. Δεν είναι περίεργο το ότι η αστραπιαία νίκη του Ισραήλ υπήρξε για πολλούς η αφορμή στο να συνηγορήσουν στη χρήση βίας για την επίτευξη των εθνικών στόχων, μα υπάρχουν πολλές ψευδαισθήσεις γύρω από τη στάση της φιλελεύθερης διανόησης στο θέμα αυτό. Σήμερα πολλές φορές ξεχνιέται το γεγονός ότι η φιλελεύθερη διανόηση είχε υποστηρίξει το 1967 την εισβολή των Η.Π.Α στην Ινδοκίνα– και συνέχισε να την υποστηρίζει, παρόλο που πολλοί έφθασαν να αντιταχθούν για τους ίδιους λόγους που ώθησαν και τους επιχειρηματίες να αντιταχθούν: το κόστος απέβη πολύ υψηλό σε σχέση με τα κέρδη. (Αντίθετα, το ειρηνιστικό κίνημα αντιστεκόταν για λόγους αρχής. Αυτά τα γεγονότα έχουν συσκοτιστεί από την μεταγενέστερη επανασυγγραφή της ιστορίας της εποχής εκείνης). Παρόλα αυτά, το παράδειγμα του Ισραήλ παρέμεινε ελκυστικό. Το ότι οι άνθρωποι χαριτολογούσαν λέγοντας ότι πρέπει να σταλεί ο Μοσέ Νταγιάν για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους στο Βιετνάμ, ήταν κατά το ήμισυ αστείο.
Η εξαιρετική δημοτικότητα που κέρδισε το Ισραήλ επιδεικνύοντας τις στρατιωτικές του δυνατότητες προσέφερε επίσης ένα όπλο για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων στο εσωτερικό των Η.Π.Α. Έγινε μεγάλη προσπάθεια για να παρουσιαστεί ότι η Νέα Αριστερά του ’60 ήταν αλληλέγγυα στην αραβική τρομοκρατία και επιθυμούσε την καταστροφή του Ισραήλ, παρόλο που κάτι τέτοιο αποτελεί σαφή διαστρέβλωση των γεγονότων (Η Νέα Αριστερά, όπως αποδεικνύουν τα ντοκουμέντα, έτεινε μάλλον προς την υποστήριξη των θέσεων των ισραηλινών “περιστερών”)2.
Ένα από τα πολλά παραδείγματα αποτελεί μια ανακοίνωση του οργανισμού των Αμερικανών Καθηγητών για την Ειρήνη στη Μέση Ανατολή –ενός εύπορου οργανισμού που ενδιαφερόταν για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή όσο ενδιαφερόταν και το κομμουνιστικό κόμμα για την ειρήνη στο Αφγανιστάν–, που στάλθηκε τον Μάρτιο του 1983 σε καθηγητές και πρυτάνεις της επιρροής της οργάνωσης. Η ανακοίνωση προειδοποιεί για ένα “οργανωμένο, κεντρικά συντονισμένο, σχέδιο από την αραβική πλευρά” που διασπείρει ψεύδη σχετικά με την ισραηλινή πλευρά. Οι ανησυχίες τους προκλήθηκαν από μια “ομάδα ομιλητών που περιοδεύουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα προσπαθώντας να προωθήσουν τις αραβικές απόψεις”, μετατρέποντας “την εκπαίδευση σε προπαγάνδα”. Μερικοί από τους ομιλητές αυτούς, “κατά σειράν φανατισμού είναι οι Hatem Hussaini, Edward Said, Noam Chomsky, Fawaz Turki, Stokely Carmichael, James Zogby, Hassan Rahman, Chris Giannou, M.D., Israel Shahak και Gail Pressberg (…)”.
Ο τόνος δίνεται από τον Ελιάχου Μπεν-Ελισάρ, πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής εξωτερικών της Ισαραηλινής Βουλής (Κνεσέτ) που καταχειροκροτήθηκε στο συνέδριο της B’nai Brith όταν δήλωσε ότι “Έχουμε δεχθεί επιθέσεις, κριτικές, συκοφαντίες, λάσπη… Δεν θα ήθελα να κατηγορήσω όλο τον υπόλοιπο κόσμο για αντισημιτισμό, αλλά πως αλλιώς να εξηγήσω αυτό το βίαιο ξέσπασμα;”3. Μια παρόμοια δήλωση είχε γίνει δια στόματος του υπουργού Αμύνης, Αριέλ Σαρόν:
“Σήμερα βρισκόμαστε μέσα στην αρένα, εναντίον του υπόλοιπου κόσμου. Είμαστε εμείς, ο λαός του Ισραήλ, ένας μικρός και απομονωμένος λαός, ενάντια σ’ όλο τον κόσμο.”4
Η αλήθεια στην υπόθεση αυτή είναι ότι το Ισραήλ βρίσκεται στο απυρόβλητο απέναντι σε επικρίσεις και κριτικές, πράγμα που αντανακλά την υποστήριξη που του παρέχουν οι Η.Π.Α. Δυο παραδείγματα σκιαγραφούν τον χαρακτήρα αυτής της ατιμωρησίας: Οι ισραηλινές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Αίγυπτο, ενάντια σε αιγυπτιακές και αμερικανικές εγκαταστάσεις (η υπόθεση Λαβόν), αλλά και η επίθεση με ρουκέτες, ναπάλμ και τορπίλες στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο U.S. Liberty που, παρά τις δικαιολογίες περί λάθους, ήταν σαφέστατα προσχεδιασμένη, αφήνοντας 34 νεκρούς και 75 τραυματίες “στο πιο τραγικό επεισόδιο του Ναυτικού κατά τον 20ο αιώνα εν καιρώ ειρήνης”.
Και στις δυο περιπτώσεις, ο τύπος σιώπησε ή παραποίησε τα γεγονότα. Αυτά ποτέ δεν καταχωρίσθηκαν σαν τρομοκρατικές ή βίαιες πράξεις, ούτε την εποχή που πραγματοποιήθηκαν ούτε αργότερα. Στην περίπτωση των βομβαρδισμών στην Αίγυπτο, ο ισραηλινός λογοτέχνης Άμος Όζ, ανέφερε το γεγονός ως “κάποιες τυχοδιωκτικές επιχειρήσεις των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών”, σ’ ένα άρθρο του στους New York Times που περιέγραφε την ειδυλλιακή εικόνα του “Ισραήλ πριν τον Μπέγκιν”5. Όσον αφορά την επίθεση στο U.S. Liberty, τόσο ο τύπος όσο και η κυβέρνηση και το γραφείο τύπου του Ναυτικού απέκρυψαν το γεγονός, παρόλο που υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, όπως ο ναύαρχος Thomas H. Moorer για παράδειγμα, επισημαίνει πως η επίθεση “δεν θα μπορούσε να προκληθεί από μια λανθασμένη αναγνώριση” όπως υποστηρίχθηκε επισήμως6.
Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί καμιά άλλη χώρα που πραγματοποίησε επιθέσεις σε αμερικανικές εγκαταστάσεις και αεροπλανοφόρα, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας ατιμώρητα 100 ανθρώπους, δίχως να δεχθεί κανένα επικριτικό σχόλιο για πολλά χρόνια;